ΕΞΩΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣΗ έκδοση πιστωτικών σημειωμάτων προς ακύρωση εικονικών πωλήσεων συνιστά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 5 του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων διότι με την διάταξη αυτή προβλέπεται η έκδοση πιστωτικού σημειώματος στην περίπτωση αληθούς επιστροφής χονδρικώς πωληθέντων αγαθών και όχι για την ακύρωση εικονικού τιμολογίου πωλήσεως. Συνεπώς η περί του αντιθέτου κρίση του Διοικητικού Εφετείου, επί της οποίας ερείδεται η περαιτέρω κρίση του περί της επάρκειας και ακρίβειας των βιβλίων και στοιχείων της διάδικης επιχειρήσεως, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη.
Πρόεδρος: Φ. Στεργιόπουλος,
(Αντιπρόεδρος Σ.τ.Ε.)
Εισηγητής: Σ. Μαρκάτης, (Πάρεδρος Σ.τ.Ε.)
Δικαστικός πληρεξούσιος: Θ. Ψυχογυιός, (Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.)
Επειδή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 33α παρ. 1, 34 παρ. 2 και 36 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 “Περί φορολογίας του εισοδήματος” (Α 214), όπως ίσχυαν κατά την κρινόμενη χρήση και οι οποίες εφαρμόζονται και επί της φορολογίας εισοδήματος των νομικών προσώπων (άρθρο 8 του Ν.Δ. 3843/1958, Α 148), επί επιχειρήσεων των οποίων τα βιβλία και στοιχεία κρίνονται ανεπαρκή ή ανακριβή ο προσδιορισμός των ακαθαρίστων εσόδων και των καθαρών κερδών ενεργείται εξωλογιστικώς, εφ όσον η ανεπάρκεια ή η ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων καθιστά αδύνατη την διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων και ανέφικτό τον λογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων, κατά την περί τούτου αιτιολογημένη κρίση της φορολογικής αρχής ή (σε περίπτωση μφισβητήσεως της κρίσεως αυτής) των δικαστηρίων της ουσίας.
Εξ άλλου, κατά το άρθρο 20 παρ. 5 του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων (Π.Δ. 99/1977, Α 34), “Επί μερικής ή ολικής επιστροφής χονδρικώς πωλουμένων αγαθών ο πωλητής εκπίπτει την αξίαν των εκ μεταγενεστέρου τιμολογίου του ή εκδίδει θεωρημένον διπλότυπον πιστωτικόν σημείωμα επιστροφής χονδρικώς πωληθέντων αγαθών, εις το οποίον αναγράφονται τα στοιχεία του αγοραστού, το είδος, η ποσότης, η τιμή και η αξία των επιστρεφομένων αγαθών”.
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσίβλητη εταιρεία, κατά το ένδικο οικονομικό έτος, είχε ως αντικείμενο εργασιών την εισαγωγή και πώληση μηχανημάτων κατεργασίας μετάλλων, με την δήλωση δε φορολογίας εισοδήματος εδήλωσε, για το έτος αυτό, ακαθάριστα έσοδα από την πώληση μηχανημάτων 53.388. 140 δραχμές, και ειδικώτερα, αξία πωλήσεων 63.136.040 δραχμές μείον αξία επιστροφών μηχανημάτων 9.747. 900 δραχμές, καθαρά δε κέρδη 711. 080 δραχμές και, εν τέλει, ζημία χρήσεως 159.063 δραχμών.
Με την ένδικη πράξη, η φορολογική αρχή προσδιώρισε εξωλογιστικώς τα ακαθάριστα έσοδα σε 64.000.000 δραχμές από πωλήσεις μηχανημάτων και σε 3.421.767 δραχμές από τα λοιπά έσοδα, τα δε καθαρά κέρδη σε 8. 764.829 δραχμές, κατόπιν απορρίψεως των βιβλίων και στοιχείων ως ανεπαρκών και ανακριβών λόγω πλημμελειών στην τήρηση και στην έκδοσή των οι οποίες καθιστούσαν αδύνατες τις ελεγκτικές επαληθεύσεις.
Μεταξύ άλλων, η φορολογική αρχή απέδωσε στην αναιρεσίβλητη εταιρεία την πλημμέλεια της εμφανίσεως σε πιστωτικά σημειώματα εικονικών επιστροφών από τους πελάτες της πωληθέντων σ αυτούς μηχανημάτων διότι η εταιρεία δεν επέδειξε στον φορολογικό έλεγχο δελτία αποστολής των αγοραστών ή άλλα στοιχεία αποδεικνύονται ότι είχαν πράγματι επιστραφεί τα συγκεκριμένα μηχανήματα. Το διοικητικό εφετείο, αντιθέτως προς το διοικητικό πρωτοδικείο, έκρινε ότι ουδεμία από τις αποδοθείσες στην αναιρεσίβλητη πλημμέλειες εστοιχειοθετείτο, εχαρακτήρισε τα βιβλία και στοιχεία επαρκή και ακριβή και προσδιώρισε το εισόδημά της, κατά μερική αποδοχή της εφέσεώς της, με προσθήκη στα δηλωθέντα από αυτήν έσοδα ωρισμένων λογιστικών διαφορών.
Ειδικώτερα, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι νομίμως εκδόθηκαν τα ανωτέρω πιστωτικά σημειώματα προς ακύρωση αντιστοίχων τιμολογίων πωλήσεων τα οποία είχαν εκδοθεί για τον σκοπό και μόνο “τραπεζικής χρηματοληπτικής εξυπηρετήσεως” ισαρίθμων πελατών της αναιρεσιβλήτου εταιρείας.
Οπως, όμως, βασίμως προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση, η έκδοση πιστωτικών σημειωμάτων προς ακύρωση εικονικών πωλήσεων συνιστά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 5 του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων διότι με την διάταξη αυτή προβλέπεται η έκδοση πιστωτικού σημειώματος στην περίπτωση αληθούς επιστροφής χονδρικώς πωληθέντων αγαθών και όχι για την ακύρωση εικονικού τιμολογίου πωλήσεως. Συνεπώς, η περί του αντιθέτου κρίση του διοικητικού εφετείου δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη.