ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΔΩΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΓΙΑ ΕΜΜΙΣΘΟ ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ  

Με βάση τον ΑΝ. 1771/51, είχε καθιερωθεί η τακτική, κατόπιν εκδόσεως εκάστοτε κοινής υπουργικής αποφάσεως, χορήγηση στους μισθωτούς έκτακτης οικονομικής ενισχύσεως κατά τις εορτές των Χριστουγέννων – Νέου Έτους (δώρο Χριστουγέννων).
Με το άρθρο 1 του Ν. 1082/80 το δώρο αυτό μετονομάσθηκε σε επίδομα εορτών Χριστουγέννων και καθορίσθηκε πάγιο πλαίσιο χορηγήσεώς τους. Ακολούθησε η έκδοση της υπ’ αριθ. 19040/81(Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως αυτής καταχωρείται στο τέλος της παρούσας παραγράφου). αποφάσεως των υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, που ρυθμίζει παγίως πλέον όλα τα σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού και χορηγήσεως των επιδομάτων εορτών κατ’ έτος.
Το επίδομα Χριστουγέννων ολόκληρο ανέρχεται σε ένα μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό ή είκοσι πέντε (25) ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο.
Ολόκληρο το επίδομα Χριστουγέννων δικαιούνται οι μισθωτοί των οποίων η εργασιακή σχέση διήρκεσε, χωρίς διακοπή, από 1 Μαίου μέχρι31 Δεκεμβρίου. Εάν η εργασιακή σχέση του μισθωτού δεν διαρκέσει ολόκληρο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, αυτός δικαιούται τμήμα του επιδόματος. Ειδικότερα, προκειμένου περί επιδόματος Χριστουγέννων καταβάλλονται δύο (2) ημερομίσθια ή δύο εικοστά πέμπτα (2/25) του μηνιαίου μισθού για κάθε δέκα εννέα (19) ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσεως. Βάση υπολογισμού είναι η διάρκεια της εργασιακής σχέσεως (δηλαδή όλες οι ημέρες, συμπεριλαμβανομένων Κυριακών και αργιών) και όχι οι ημέρες απασχολήσεως (όπως συνέβαινε πριν το Ν. 1082/80).
Το επίδομα Χριστουγέννων καταβάλλεται την 21Δεκεμβρίου.Ο εργοδότης, όμως, δικαιούται να παρακρατήσει το τμήμα του επιδόματος Χριστουγέννων που αναλογεί από 21 έως 31 Δεκεμβρίου. Τα ποσά, που τυχόν θα παρακρατηθούν κατά τα ανωτέρω, καταβάλλονται στους δικαιούχους μετά την 31 Δεκεμβρίου, εφόσον η εργασιακή σχέση διέρρευσε χωρίς διακοπή. Αν σημειώθηκε κάποια διακοπή θα μειωθούν, όπως γίνεται και με τις άλλες διακοπές της εργασιακής σχέσεως. Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων υπολογίζεται βάσει των πράγματι καταβαλλομένων μισθών ή ημερομισθίων κατά την 10ην Δεκεμβρίου κάθε χρόνου. Ως καταβαλλόμενος μισθός ή ημερομίσθιο νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών, εκτός από το επίδομα δυσχερούς διαβιώσεως (Ν. Δ. 907/71),(Σ.Ε. 4375/95 Τμ. Α’, ΑΠ 7/92). Τακτικές αποδοχές για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών θεωρούνται ο μισθός και το ημερομίσθιο, καθώς και κάθε άλλη παροχή σε χρήμα ή σε είδος (όπως τροφή, κατοικία, κ.λ.π.), εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του έτους. Μεταξύ των τακτικών αποδοχών κρίθηκε από τη νομολογία ότι περιλαμβάνονται: α) Η προσαύξηση για νόμιμη και τακτική εργασία κατά Κυριακές ή αργίες ή νυκτερινές ώρες, εφόσον χορηγείται σταθερά και μόνιμα. β) Η αμοιβή που παρέχεται για νόμιμη και τακτική υπερωριακή εργασία. γ) Το επίδομα αδείας. δ) Η αμοιβή για τακτική υπερεργασία. (Για όλα τα παραπάνω βλ. λεπτομέρειες στο άρθρο 3 της υπ’ αριθμ. 19040/81 αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας, που καταχωρείται ολόκληρη στη συνέχεια).
Το επίδομα ισολογισμού, κατά την υπ’ αριθμ. 136/79 Τμ. Β’ απόφαση του Αρείου Πάγου, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων (δώρων) εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων. Αντίθετη άποψη διετύπωσε το Υπουργείο Εργασίας (έγγρ. 23153/8.1.86), σύμφωνα με την οποία και το επίδομα ισολογισμού, εάν καταβάλλεται τακτικά κάθε χρόνο, αποτελεί μέρος των τακτικών αποδοχών και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών.
Το τακτικώς και μονίμως καταβαλλόμενων, ως συμβατικό αντάλλαγμα, επίδομα παραγωγικότητας (πριμ παραγωγής) αποτελεί μέρος των τακτικών αποδοχών και συνυπολογίζεται στα επιδόματα αδείας και εορτών(ΑΠ. 505/80 Τμ. Β’), όχι όμως και το ανομοιομόρφος και ατάκτως καταβαλλόμενο τοιούτο. Το επίδομα αδείας περιλαμβάνεται μεταξύ των τακτικών αποδοχών και συνεπώς συνυπολογίζεται στα δώρα εορτών (έγγρ. Υπ. Εργ. Α4ΟΙ9/8.3.83).
Για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών δεν προσμετρούνται οι ημέρες αδικαιολόγητης απουσίας, μεταξύ των οποίων και της απεργίας(ΑΠ. 528/57, έγγρ. Υπ. Εργ. 13312/79), καθώς και οι ημέρες αδείας άνευ αποδοχών. Αντιθέτως, προσμετρούνται οι ημέρες δικαιολογημένης απουσίας, όπως είναι και ο χρόνος αποχής των γυναικών προ και μετά τον τοκετό. Δεν προσμετρούνται οι ημέρες ασθενείας για τις οποίες καταβλήθηκε επίδομα ασθενείας. Για τους μισθωτούς που τελούν σε κατάσταση στρατεύσεως προβλέπει η απόφαση 19040/81 Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας.
Οι ημέρες κατά τις οποίες ο μισθωτός τελούσε σε διαθεσιμότητα προσμετρούνται κατά το ήμισυ (1/2) για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών. Οι αποδοχές των επιδομάτων αυτών, όμως, υπολογίζονται πάντοτε βάσει των αποδοχών υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως.

Έγγραφο 16960/14.10.88 Υπ. Εργασίας

«Υπολογισμός επιδόματος αδείας στο επίδομα εορτών Χριστουγέννων ».

Η αναλογία του επιδόματος αδείας υπολογίζεται στο επίδομα εορτών μία φορά τον χρόνο ή στο επίδομα εορτών Χριστουγέννων ή στο επίδομα εορτών Πάσχα, ανάλογα με το πότε χορηγήθηκε.
Συγκεκριμένα, για να βρούμε την αναλογία του επιδόματος αδείας με την οποία προσαυξάνεται το επίδομα εορτών διαιρούμε το ποσό του επιδόματος αδείας που χορηγήθηκε με τον αριθμό 8 (εάν το επίδομα αδείας χορηγήθηκε από 1/5 μέχρι 31/12) ή με το 4 και μετά με το 2 (εάν το επίδομα αδείας χορηγήθηκε από 1/1 μέχρι 30/4).
Συνεπώς, σωστά προσαυξάνεται μόνο το επίδομα εορτών Χριστουγέννων με την αναλογία του επιδόματος αδείας, εφόσον το επίδομα αυτό καταβάλλεται στους εργαζόμενους εντός του χρονικού διαστήματος από 1/5 μέχρι 31/12.
ΣΗΜ.: Το ποσόν της προσαυξήσεως είναι το ίδιο, είτε προσαυξηθεί μόνον μία φορά το χρόνο ή το επίδομα Χριστουγέννων ή το επίδομα του Πάσχα, όπως υποδεικνύει το παραπάνω έγγραφο, είτε προσαυξηθούν και το επίδομα Πάσχα και το επίδομα Χριστουγέννων με τον συντελεστή 0,04166 (ΔΕΝ 1990, σ. 118).
Η αναλογία επιδόματος αδείας μπορεί να υπολογισθεί και με συντελεστή: 56.250 Χ 0,04166 = 2.343.
Στα δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων προστίθενται αναλογίες και για άλλες τακτικές παροχές, όπως το επίδομα ισολογισμού, το επίδομα (πριμ) παραγωγικότητας, η τακτική νυκτερινή εργασία Κ.λ.π.

Πορίσματα νομολογίας:

Η νομολογία έκρινε ότι το δώρο Χριστουγέννων αποτελεί όχι έκτακτη, αλλά πρόσθετη πάγια παροχή προς συμπλήρωση του μισθού, ήτοι τακτικές αποδοχές. Ως εκ τούτου, ταύτα συνυπολογίζονται στην καταβλητέα αποζημίωση λόγω καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως (ΑΠ. 639/67, 373/60, 32/62, 361/62, Πρωτ. Αθ. 25682/66, ΑΠ. 1023/80 Τμ. Β’).
Κ α ι ε π ί ά κ υ ρ η ς σ υ μ β ά σ ε ω ς ε ρ γ α σ ί α ς οφείλονται επιδόματα εορτών (ΑΠ. 977/98 Τμ. Β’).
Ο ι α π α σ χ ο λ ο ύ μ ε ν ο ι σ ε π ο λ λ ο ύ ς ε ρ γ ο δ ό τ ε ς ταυτοχρόνως μισθωτοί δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων από όλους τους εργοδότες. Η διάταξη του άρθρου 8, παράγραφος 4 του Ν.Δ. 2195/52, κατά την οποία δώρα εορτών λαμβάνονται μόνον εκ μιας πηγής, ισχύει επί δημοσίων υπαλλήλων, στρατιωτικών και υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. και όχι επί μισθωτών συνδεομένων με τον εργοδότη τους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ. 1448/79, Τμ. B’).
Η ε κ τ ό ς έ δ ρ α ς α π ο ζ η μ ί ω σ η, όταν καταβάλλεται τακτικά κάθε μήνα, θεωρείται ότι αποτελεί μέρος των τακτικών αποδοχών και λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό των επιδομάτων (δώρων) εορτών, όχι όμως και όταν καταβάλλεται προς αντιμετώπιση των αυξημένων δαπανών, λόγω διανυκτερεύσεως εκτός έδρας (ΑΠ. 346/95).
Η προθεσμία αποδόσεως των ασφαλιστικών ε ι σ φ ο ρ ώ ν επί του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων είναι το τέλος Φεβρουαρίου και γίνεται εφάπαξ (άρθρο 10 § 4 Ν. 2217/94).
Στη συνέχεια παρατίθεται το κείμενο της υπ’ αριθμ. 19040/81 αποφάσεως των υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, που ρυθμίζει παγίως τα της χορηγήσεως των επιδομάτων (δώρων) Πάσχα και Χριστουγέννων.

«Απόφαση 19040/81 Επιδόματα (δώρα) εορτών»
(ΦΕΚ 742, τεύχος Β’ της 9.12.81)

Ά ρ θ ρ ο ν 1. – Όλοι οι μισθωτοί που αμείβονται με μισθό ή με ημερομίσθιο, δικαιούνται από τους πάσης φύσεως εργοδότες τους:
α) Επίδομα εορτών Χριστουγέννων, ίσο με ένα μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 25 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο.
β) Επίδομα εορτών Πάσχα, ίσο με μισό μηνιαίο μισθό, για τους αμειβόμενους με μισθό και με 15 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο.
2. Τα ανωτέρω επιδόματα καταβάλλονται στο ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας των μισθωτών με τον υπόχρεο εργοδότη διήρκεσε ολόκληρη τη χρονική περίοδο, στην περίπτωση του επιδόματος εορτών Πάσχα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου και στην περίπτωση του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων από 1ηςΜαϊου μέχρι 31 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου.
3. Από τους ανωτέρω μισθωτούς, εκείνοι που η σχέση εργασίας τους με τον υπόχρεο, στην καταβολή του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, εργοδότη, δεν διήρκεσε ολόκληρο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δικαιούνται:
α) σαν επίδομα εορτών Χριστουγέννων, ποσό ίσο με 2/25 του μηνιαίου μισθού ή δύο (2) ημερομίσθια, ανάλογα με το συμφωνημένο τρόπο αμοιβής, για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα διαρκείας της εργασιακής σχέσεώς τους και
β) σαν επίδομα εορτών Πάσχα ποσό ίσο με 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού ή ένα ημερομίσθιο, ανάλογα με τον συμφωνημένο τρόπο αμοιβής, για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διαρκείας της εργασιακής σχέσεώς τους, μέσα στις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου.
Για χρονικό διάστημα μικρότερο του 19ημέρου ή του 8ημέρου, αντίστοιχα, δικαιούνται ανάλογο κλάσμα.
4. Στο χρόνο διαρκείας της εργασιακής σχέσεως δεν υπολογίζονται οι ημέρες, κατά τις οποίες ο μισθωτός, αν και δεν λύθηκε η εργασιακή του σχέση, απέσχε από την εργασία του αδικαιολόγητα ή λόγω αδείας χωρίς αποδοχές.
Συνυπολογίζεται πάντως ο χρόνος της υποχρεωτικής αποχής από την εργασία των γυναικών προ και μετά από τον τοκετό.
5. Οι απασχολούμενοι στα Δημόσια, Δημοτικά και Κοινοτικά Έργα, τις εποχιακά εκτελούμενες εργασίες, καθώς και οι μισθωτοί που απασχολούνται με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή για εκτέλεση ορισμένου έργου, δικαιούνται:
α) Σαν επίδομα εορτών Χριστουγέννων, ένα (1) ημερομίσθιο για κάθε οκτώ (8) ημερομίσθια που πραγματοποίησαν και
β) Σαν επίδομα εορτών Πάσχα, δύο (2) ημερομίσθια για κάθε δεκατρία (13) που πραγματοποίησαν μέσα στις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου, ή ανάλογο κλάσμα για τα κάτω από οκτώ (8) ή από δέκα τρία (13) ημερομίσθια που πραγματοποίησαν αντίστοιχα.
Ά ρ θ ρ ο 2. – Επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα δικαιούνται
από τον υπόχρεο και με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 της παρούσης και οι εξής:
1. Οι Νομικοί Σύμβουλοι και Δικηγόροι των πάσης φύσεως Νομικών
Προσώπων και επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων που αμείβονται με μισθό.
2. Οι μισθωτοί των γεωργοκτηνοτροφικών επιχειρήσεων, (βουστασίων, λαχανοκήπων, ανθοκήπων, πτηνοτροφείων και λοιπών) εφόσον οι σχέσεις τους διέπονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή άλλες πράξεις, από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 7 της παρούσης, ή υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ.
3. Το προσωπικό των γεωργοκτηνοτροφικών εργασιών, που ασκούνται από το Δημόσιο, τις Ανώνυμες Εταιρείες, τις Συνεταιριστικές Οργανώσεις και λοιπά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου, ανεξάρτητα από την υπαγωγή τους στην ασφάλιση του ΙΚΑ ή από τον καθορισμό των αποδοχών τους με συλλογικές συμβάσεις και λοιπές πράξεις.
4. Οι μισθωτοί που τελούν σε κατάσταση στρατεύσεως.
Από αυτούς: α) αυτοί που έλαβαν κατά τις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στο άρθρο 1, επίδομα στρατεύσεως, δικαιούνται σαν επίδομα Χριστουγέννων και Πάσχα ανάλογο ποσό με το ύψος του επιδόματος στρατεύσεως και με το χρόνο που έλαβαν επίδομα στρατεύσεως μέσα στις περιόδους αυτές και
β) Αυτοί που απολύθηκαν από τις τάξεις του Στρατού μέσα στις χρονικές περιόδους αυτές, εφόσον όταν υπηρετούσαν στο στρατό, κατά τις χρονικές αυτές περιόδους, έλαβαν επίδομα στρατεύσεως, δικαιούνται επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, κατά τμήμα ανάλογο με τον χρόνο της υπηρεσίας τους στο στρατό, από τον υπόχρεο γι’ αυτό Οργανισμό ή εργοδότη και κατά τμήμα ανάλογο με τον χρόνο της πραγματικής υπηρεσίας τους από της απολύσεώς τους από το στρατό μέχρι 31 Δεκεμβρίου ή μέχρι 30 Απριλίου, από τον εργοδότη.
Η στρατιωτική υπηρεσία των εφέδρων, που καλούνται για την εκτέλεση στρατιωτικών ασκήσεων, εφόσον δεν υπερβαίνει τον μήνα, λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στο χρόνο υπηρεσίας στον οικείο εργοδότη.
Προκειμένου για μισθωτούς που καλούνται στα όπλα, κατόπιν γενικής επιστρατεύσεως, ολόκληρος ο χρόνος της υπηρεσίας τους στα όπλα σαν εφέδρων, που εμπίπτει στις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 1 της παρούσης προσμετρείται για τον υπολογισμό των οφειλομένων από τον εργοδότη επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, χωρίς να εφαρμόζονται σ’ αυτούς οι διατάξεις της παρούσης παραγράφου.
5. Οι μισθωτοί που διατελούσαν ή διατελούν σε κατάσταση ασθενείας δικαιούνται από τον εργοδότη τους σαν επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, ποσά ανάλογα με την διάρκεια της εργασιακής τους σχέσεως, μέσα στις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 1 της παρούσης, αφού αφαιρεθούν οι ημέρες ασθενείας, για τις οποίες έλαβαν επίδομα ασθενείας.
Αυτοί, συμπληρωματικά, δικαιούνται από τον οικείο Ασφαλιστικό Οργανισμό, τα δώρα που προβλέπονται από τις οικείες αποφάσεις «περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές των Χριστουγέννων και Πάσχα στους συνταξιούχους και επιδοτούμενους λόγω ασθενείας ασφαλισμένους», εφόσον με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται σε αυτές δικαιούνται επίδομα ασθενείας.
6. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των υπαλλήλων της Αγροτικής Τράπεζας, που εξήλθαν εθελοντικά κατά το έτος 1958 και μετά, θα υπολογίζονται με βάση το σύνολο της παροχής (σύνταξη και επικούρηση) που καταβάλλεται σε αυτούς κάθε μήνα.
Ά ρ θ ρ ο 3. – 1. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα υπολογίζονται βάσει των πράγματι καταβαλλομένων μισθών ή ημερομισθίων την 10ην Δεκεμβρίου κάθε χρόνου, για το επίδομα Χριστουγέννων και την 15ην ημέρα πριν από το Πάσχα για το επίδομα Πάσχα, ή την ημερομηνία λύσεως της εργασιακής σχέσεως.
Σαν καταβαλλόμενος μισθός ή ημερομίσθιο νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του μισθωτού, από τις οποίες εξαιρείται μόνο το επίδομα «δυσχερούς διαβιώσεως» το οποίο αποκλείεται από το ν.δ. 907/71.
2. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσης θεωρούνται ο μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και κάθε άλλη παροχή (είτε σε χρήμα είτε σε είδος, όπως τροφή, κατοικία κ.λ.π.) εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης από τον μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα, ή κατ’ επανάληψη, περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου.
Σαν τακτικές αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά εκείνες που έχουν κριθεί από την Νομολογία όπως:
α) Η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές ή αργίες και τις νυκτερινές ώρες, εφόσον δίδεται στον μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας, κατά τις ανωτέρω ημέρες και ώρες, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα διαστήματα του χρόνου.
β) Η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για τη νόμιμη
υπερωριακή εργασία, εφόσον η εργασία αυτή, χωρίς να απαγορεύεται από το νόμο, παρέχεται τακτικά.
γ) Το επίδομα αδείας και λοιπές τακτικές αποδοχές. Επίσης, η συμπληρωματική αμοιβή η οποία χορηγείται για υπερεργασία, δηλαδή για εργασία μέχρι συμπληρώσεως των 48 ωρών την εβδομάδα και η οποία πραγματοποιείται βάσει των διατάξεων των άρθρων 3, 4 και 6 της από 26.2.75 ΕΓΣΣΕ και της υπ’ αριθ. 6/79 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κυρώθηκε με το Ν. 1082/80, υπολογίζεται στα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα η ανωτέρω υπερεργασία πραγματοποιείται τακτικά. Σαν τακτική υπερεργασία θεωρείται όχι μόνο η συνεχής, αλλά και εκείνη, η οποία εμφανίζει ορισμένη συχνότητα επαναλήψεως από την φύση της και σύμφωνα με το πρόγραμμα του εργοδότη.
Η ανωτέρω αμοιβή (υπερωρίας και υπερεργασίας) υπολογίζεται βάσει ποσού ίσου με τον μέσο όρο των αμοιβών τούτων, τις οποίες έλαβε κάθε μισθωτός κατά τις χρονικές περιόδους, του αρθρ. 1 της παρούσης ή κατά το μέχρι λύσεως της σχέσεως εργασίας χρονικό διάστημα.
3. Οι μισθωτοί που οι καταβαλλόμενες αποδοχές τους την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα ή την 10η Δεκεμβρίου κάθε χρόνο ή κατά τον χρόνο λύσεως της εργασιακής σχέσεως, δεν υπερβαίνουν τις αποδοχές που καθορίζονται από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις, διαιτητικές αποφάσεις ή άλλες διατάξεις που ισχύουν τις ημερομηνίες αυτές ή που δημοσιεύονται μεταγενέστερα, αλλά έχουν ισχύ που ανατρέχει σε χρόνο προηγούμενο των ημερομηνιών αυτών, δικαιούνται τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, με βάση τις αποδοχές που προβλέπονται από αυτές (ΣΣΕ ή ΔΑ ή άλλες διατάξεις).
4. Στους υπαλλήλους που συνδέονται με το Δημόσιο ή τα ΝΠΔΔ με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και έχουν αντιμισθία τακτικού διοικητικού υπαλλήλου, καταβάλλονται σαν επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, ό, τι και στους τακτικούς υπαλλήλους του αντιστοίχου μισθού.
Ά ρ θ ρ ο ν 4. – 1. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των κατωτέρω κατηγοριών μισθωτών υπολογίζονται, με τις προϋποθέσεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 της παρούσης, βάσει του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών ή του μέσου ημερομισθίου των αμοιβών, τις οποίες λαμβάνει κάθε μισθωτός στα χρονικά διαστήματα που προσδιορίζονται στην παράγρ. 2 του άρθρου 1 της παρούσης ή μέχρι της λύσεως της σχέσεως εργασίας. Ειδικότερα, το μέσο ημερομίσθιο βρίσκεται με την διαίρεση του συνόλου των αμοιβών αυτών, με τον συνολικό αριθμό των ημερών, που περιλαμβάνονται στα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα και κατά τις οποίες ο μισθωτός εργάστηκε ή πάντως διατήρησε αξίωση για τις αποδοχές του:
α) Εργατοτεχνίτες, εκτός των κατηγοριών που αναφέρονται στα επόμενα άρθρα, που απασχολούνται σε ένα εργοδότη και αμείβονται κατά μονάδα εργασίας ή με ποσοστά ή με άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, όπως με μικτό σύστημα (βασικό ημερομίσθιο με πρόσθετες αμοιβές βάσει παραγωγής ή αυξημένης αποδόσεως) Κ.λ.π.
β) Υπάλληλοι, που αμείβονται κατά μονάδα εργασίας ή με μισθό και ποσοστά. γ) Μισθωτοί που ασχολούνται σε περισσότερους από ένα εργοδότες γενικά και αμείβονται με μισθό ή ημερομίσθιο ή ωρομίσθιο.
δ) Μισθωτοί που απασχολούνται σε ένα μόνο εργοδότη και αμείβονται με ωρομίσθιο. Με τον ίδιο τρόπο υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των δημοσιογράφων, οι οποίοι αμείβονται με το σύστημα αμοιβής κατά μονάδα εργασίας, καθώς και των ξεναγών.
2. Αυτοί που βρίσκονται σε κατάσταση διαθεσιμότητας, δικαιούνται για τον χρόνο της καταστάσεώς τους αυτής το μισό των επιδομάτων των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, που αναλογούν στο χρόνο αυτό.
3. Οι μισθωτοί που έχουν εργαστεί με το σύστημα της εργασίας «εκ περιτροπής», δικαιούνται τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, που αναλογούν στις ημέρες κατά τις οποίες λόγω του συστήματος αυτού δεν πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους, στο μισό.
4. Οι μισθωτοί που απασχολούνται στην επεξεργασία και συσκευασία σταφίδας, στη συσκευασία και κοπή σταφυλιών, καθώς και στην συσκευασία εσπεριδοειδών και φρούτων γενικά, δικαιούνται σαν επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ένα ημερομίσθιο για κάθε πέντε (5) ημερομίσθια, που πραγματοποίησαν μέσα στις χρονικές περιόδους της παρ. 2 του άρθρου 1 της παρούσης και κλάσμα αυτού, ανάλογο, για τα κάτω των 5 ημερομίσθια που πραγματοποίησαν.
Αυτά υπολογίζονται, για μεν τους μισθωτούς, που αμείβονται με ημερομίσθιο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3 της παρούσης, για δε τους αμειβόμενους κατά μονάδα εργασίας (κατασκευαστές, καρφωτές σταφιδοκιβωτίων και λοιπούς) βάσει του πηλίκου της διαιρέσεως των αμοιβών που έλαβαν κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, με τον αριθμό των ημερομισθίων που πραγματοποίησαν.
5. Οι υφαλοχρωματιστές, ναυπηγοξυλουργοί, ματσακονιστές και λεβητοκαθαριστές ατμόπλοιων δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, σύμφωνα με τα οριζόμενα από τα άρθρα 1 (παρ. 4) και 3 (παρ. 1) της παρούσης.
Τα εργατικά τιμολόγια των υφαλοχρωματιστών και ματσακονιστών, που έχουν εγκριθεί, προσαυξάνονται κατά 30% από 21 Δεκεμβρίου μέχρι 19 Ιανουαρίου επομένου χρόνου, για το επίδομα Χριστουγέννων και επί 15 ημέρες πριν από την Μεγάλη Πέμπτη για το επίδομα Πάσχα.
6. Ειδικά, οι θυρωροί πολυκατοικιών και μεγάρων, δικαιούνται, σαν επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, ποσά ίσα με το 25πλάσιο ή το 15πλάσιο αντίστοιχα του γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου, επιφυλασσομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 1 της παρούσης, εκτός εάν οι σε χρήμα μηνιαίες αποδοχές που καταβάλλονται πράγματι σ’ αυτούς, ή το μισό αυτών, είναι ανώτερες των ποσών που προσδιορίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο.
7. Κάθε ταξιθέτης και κάθε ταξιθέτρια, των θεατρικών και κινηματογραφικών επιχειρήσεων δικαιούται με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 της παρούσης επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, ίσα με το 25πλάσιο ή το 15πλάσιο αντιστοίχως, του γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου.
8. Κάθε ένας από τους οδηγούς επιβατηγών αυτοκινήτων (ταξί και αγοραία) δικαιούται, για να λάβει επίδομα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα να εισπράττει ολόκληρη την αύξηση της πτώσεως της σημαίας του μετρητού, που χορηγείται λόγω των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Επιπλέον αυτοί δικαιούνται από τον εκμεταλλευόμενο το αυτοκίνητο, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 παρ. 2 της παρούσης, ποσά ίσα με το 6πλάσιο για το επίδομα Πάσχα και το 11πλάσιο για το επίδομα Χριστουγέννων, του γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου.
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν θα δοθεί δικαίωμα εισπράξεως της αυξήσεως του μετρητού ή προκειμένου για οδηγούς αυτοκινήτων που δεν έχουν μετρητή, δικαιούνται αυτοί σαν επιδόματα Χριστουγέννων και Πάσχα από τον εκμεταλλευόμενο το αυτοκίνητο και με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 2 της παρούσης, ποσά ίσα με το 25πλάσιο για το επίδομα Χριστουγέννων και το 15πλάσιογια το επίδομα Πάσχα, του γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου. Στα ποσά αυτά συμψηφίζεται το δικαίωμα εκκινήσεως που τυχόν εισπράττεται από αυτούς για τις εορτές Χριστουγέννων ή Πάσχα.
Τα τελευταία αυτά ποσά δικαιούται και κάθε ένας από τους οδηγούς αυτοκινήτων εκκενώσεως βόθρων, εφ’ όσον αμείβεται με ποσοστά ή κατ’ αποκοπή.
9. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα του προσωπικού που απασχολείται για την εξυπηρέτηση του οίκου του εργοδότη (βoηθoί θαλαμηπόλοι, παιδαγωγoί κηπoυρoί μάγειροι κλπ) υπολογίζονται βάσει των σε χρήμα μόνο καταβαλλομένων σε κάθε ένα μηνιαίων αποδοχών.
Ειδικά για τις οικιακές βοηθούς, ανεξάρτητα από την ηλικία τους, τα επιδόματα αυτά δεν μπορεί να είναι κατώτερα του 10πλασίου για το επίδομα Χριστουγέννων και του 8πλασίου για το επίδομα Πάσχα του γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου, μειούμενα ανάλογα για απασχόληση μικρότερη των χρονικών περιόδων που ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 1 της παρούσης.
Ά ρ θ ρ ο 5. – 1. Με τον σκοπό να λάβουν επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και οι σερβιτόροι και βοηθοί που αμείβονται με ποσοστά και εργάζονται στα εστιατόρια, ζυθεστιατόρια, οινομαγειρεία, ταβέρνες, κοσμικά κέντρα διασκεδάσεως, καφενεία, καφεζαχαροπλαστεία, αναψυκτήρια, ζαχαροπλαστεία, γαλακτοπωλεία, εξοχικά κέντρα και συναφή καταστήματα, αυξάνονται τα ποσοστά που έχουν κανονιστεί για την αμοιβή τους από 16% σε 28% από 13% σε 21% και από 11% σε 18% για τις χρονικές περιόδους από την Μεγάλη Τρίτη μέχρι και την9η ημέρα μετά το Πάσχα και από 16 Δεκεμβρίου μέχρι 15 Ιανουαρίου επομένου χρόνου, ειδικά δε για τις κοσμικές ταβέρνες, κέντρα διασκεδάσεως, εξοχικά κέντρα και ψητοπωλεία, από το Μεγάλο Σάββατο μέχρι και την 13η ημέρα μετά το Πάσχα και από 23 Δεκεμβρίου μέχρι 10 Ιανουαρίου επομένου έτους.
Το προϊόν της ανωτέρω αυξήσεως των ποσοστών περιέρχεται στον οικείο εργοδότη, ο οποίος υποχρεούται σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 1 της παρούσης, να καταβάλλει σαν επίδομα εορτών Χριστουγέννων ποσό ίσο με το 25πλάσιο και σαν επίδομα εορτών Πάσχα ποσό ίσο με το 15πλάσιο, του τεκμαρτού ημερομισθίου της ασφαλιστικής κλάσεως (του ΙΚΑ), στην οποία κάθε ένας σερβιτόρος ή βοηθός ανήκει, ή ανάλογο κλάσμα.
Κατ’ εξαίρεση, προκειμένου για τους σερβιτόρους και βοηθούς των κοσμικών ταβερνών, κοσμικών κέντρων διασκεδάσεως, εξοχικών κέντρων μετά ορχήστρας και ψητοπωλείων, της περιοχής Νομού Αττικής, εκτός των νήσων, το προϊόν της ανωτέρω αυξήσεως των ποσοστών μοιράζεται μεταξύ των εργαζομένων, κατά τις περιόδους που αναφέρονται παραπάνω και κατά την αυτή αναλογία, κατά την οποία μοιράζεται και η τακτική από τα ποσοστά αμοιβή τους.
2. Με τα ίδια ποσοστά και για το ίδιο χρονικό διάστημα, δηλαδή από το Μεγ. Σάββατο μέχρι και την 13η ημέρα μετά το Πάσχα και από 23 Δεκεμβρίου μέχρι 22 Ιανουαρίου επομένου χρόνου, αυξάνονται τα δικαιώματα υπηρεσίας του προσωπικού της Διεθνούς Εταιρίας Κλιναμαξών που απασχολείται με την περιποίηση.
Σε περίπτωση όμως κατά την οποία το ποσό αυτό με τον μισθό που καταβάλλεται στο ανωτέρω προσωπικό σε χρήμα και το προϊόν της ανωτέρω αυξήσεως δεν καλύπτει τους μισθούς ασφαλείας που καθορίζονται από την εκάστοτε ισχύουσα γι’ αυτούς Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή Απόφαση Διαιτησίας, υποχρεούται ο εργοδότης να καταβάλλει σε κάθε ένα την προκύπτουσα διαφορά. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 1 της παρούσης.
3. Για να λάβει επίδομα Χριστουγέννων και Πάσχα και το προσωπικό των Κουρείων και Κομμωτηρίων, που αμείβεται με ποσοστά μόνο, αυξάνονται κατά 30% για 15 ημέρες πριν από το Πάσχα και από 6 Δεκεμβρίου μέχρι 5 Ιανουαρίου του επομένου χρόνου, οι τιμές των κουρευτικών και λοιπών υπηρεσιών, που παρέχονται στα ανωτέρω καταστήματα.
Το ποσό που προκύπτει από την αύξηση αυτή, μετά την παροχή από αυτά ποσού ίσου με το 8πλάσιο για το επίδομα Χριστουγέννων και το 4πλάσιο για το επίδομα Πάσχα του γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου, σε κάθε βοηθό κουρείου και κομμωτηρίου, μοιράζεται σε ίσα μέρη, σε όλους τους τεχνίτες και τεχνίτριες, κάθε κουρείου ή κομμωτηρίου και αποκλείονται οι προσωπικά εργαζόμενοι εργοδότες, εφόσον αυτοί απασχολούν περισσότερους από ένα τεχνίτες.
Σε περίπτωση συμμετοχής των εργοδοτών στο προϊόν της ανωτέρω αυξήσεως, τα επιδόματα για τους βοηθούς αφαιρούνται από το μερίδιό τους. Κουρεία ή Κομμωτήρια, τα οποία δεν αυξάνουν, κατά τα ανωτέρω, τις τιμές, υποχρεούνται να καταβάλλουν σε κάθε ένα που εργάζεται σ’ αυτά με ποσοστά, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του αρθρ. 1 παράγρ. 2 της παρούσης, σαν επίδομα εορτών Πάσχα ποσό ίσο με το 15πλάσιο και σαν επίδομα εορτών Χριστουγέννων ποσό ίσο με το 25πλάσιο του γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου για τους τεχνίτες – τεχνίτριες και ποσό ίσο με το 10πλάσιο για το επίδομα Χριστουγέννων και το 6πλάσιο για το επίδομα Πάσχα του γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου για τους βοηθούς κουρείων και κομμωτηρίων.
4. Για να λάβει επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το προσωπικό που αμείβεται με ποσοστά και εργάζεται στις επιχειρήσεις λουτρών καθαριότητος, ιαματικών και θαλασσίων, που λειτουργούν σε ολόκληρη τη χώρα αυξάνονται κατά ποσοστό 25% οι τιμές των εισιτηρίων από 8 Δεκεμβρίου μέχρι 25 Ιανουαρίου επομένου χρόνου και από τη Μεγάλη Τρίτη και μέχρι την 9η ημέρα μετά το Πάσχα.
Το προϊόν της ανωτέρω αυξήσεως περιέρχεται στον οικείο εργοδότη, ο οποίος υποχρεούται να καταβάλει σαν επίδομα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, ποσά ίσα με το 25πλάσιο ή 15πλάσιο, αντίστοιχα του γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου, τηρουμένων βέβαια των προϋποθέσεων του άρθρου 1 της παρούσης.
Ά ρ θ ρ ο 7. – Διατάξεις νόμων, διαταγμάτων, υπουργικών αποφάσεων, συλλογικών συμβάσεων, διαιτητικών αποφάσεων, εσωτερικών κανονισμών και λοιπών σχετικών πράξεων, οι οποίες προβλέπουν ευνοϊκότερους από την παρούσα όρους παροχής επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, υπερισχύουν.
Ά ρ θ ρ ο 8. – 1. Επιχειρήσεις, οι οποίες εξαιτίας οικονομικών δυσχερειών είχαν αργήσει από 1 Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου ή από 1 Μαίου μέχρι 31 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου, μπορούν να καταβάλλουν τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων που προβλέπονται από την παρούσα μειωμένα: α) στο μισό, αν είχαν αργήσει συνέχεια και ολοκληρωτικά για χρόνο μεγαλύτερο από ένα μήνα όχι όμως και από δύο και β) στα 2/3 αυτού, εάν είχαν αργήσει συνέχεια και ολοκληρωτικά για χρόνο μεγαλύτερο από δύο μήνες.
2. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στο προσωπικό των ανωτέρω επιχειρήσεων, το ποίο εξακολούθησε να παρέχει τις υπηρεσίες του παρά την αργία της επιχειρήσεως, ούτε στο προσωπικό των επιχειρήσεων που λειτουργούν εποχιακά.
Ά ρ θ ρ ο 9. – Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, υπόκεινται, όπως και οι τακτικές αποδοχές, σε όλες τις κρατήσεις και εισφορές που προβλέπονται για τους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς και λοιπούς Οργανισμούς ή Λογαριασμούς Κοινωνικής Πολιτικής. Οι κρατήσεις αυτές καταβάλλονται σε τέσσερις (4) ισόποσες μηνιαίες δόσεις από τις οποίες η πρώτη μέχρι την 15 Ιανουαρίου κάθε χρόνου, για το επίδομα Χριστουγέννων και μέχρι την 30ή Μαΐου κάθε χρόνου για το επίδομα Πάσχα.( Με το άρθρο 10 § 4 του Ν. 2217/94, η άνω προθεσμία αποδόσεως στο ΙΚΑ. των εισφορών επί των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα άλλαξε και έγινε μέχρι τέλους Φεβρουαρίου και μέχρι τέλους Ιουνίου αντίστοιχα).
Ά ρ θ ρ ο 10. – 1. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, που σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να καταβληθούν σε είδος, αλλά σε χρήμα μόνο, καταβάλλονται την 21η Δεκεμβρίου και την Μεγάλη Τετάρτη αντίστοιχα. Ο εργοδότης όμως μπορεί να παρακρατήσει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου ή την 30ή Απριλίου το ποσόν που αναλογεί στο επίδομα, χωρίς να μπορεί να το καταβάλλει αργότερα από τις ημερομηνίες αυτές.
2. Τα ανωτέρω επιδόματα Πάσχα και Χριστουγέννων μπορούν να περιορισθούν για τους υπαλλήλους και για τους εργάτες, και των δύο φύλων, σε ποσά ίσα με το 50πλάσιο για το επίδομα Πάσχα και το 100πλάσιο για το επίδομα Χριστουγέννων, του γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου. Τα ποσά αυτά μειώνονται ανάλογα για απασχόληση μικρότερη των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 1 της παρούσης.
3. Ο ανωτέρω περιορισμός δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις, στις οποίες τα επιδόματα Πάσχα και Χριστουγέννων (δώρα) κατεβάλλοντο μέχρι τώρα, είτε από συμβατική υποχρέωση ή συνήθεια, είτε από υποχρεωτικό κανόνα δικαίου, με βάση υψηλότερα ποσά αποδοχών, ή αν από την οικεία συλλογική σύμβαση εργασίας ή απόφαση διαιτησίας ή άλλη διάταξη, προκύπτει, κατά την έννοια των άρθρων 3 και 4 της παρούσης, μισθός ή ημερομίσθιο υψηλότερο.
Ά ρ θ ρ ο 11. – Οι διατάξεις της παρούσης δεν έχουν εφαρμογή στις κατωτέρω περιπτώσεις:
α) Στους εργάτες των λοιπών, εκτός από τις γεωργικές ή κτηνοτροφικές εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 2.
β) Στους εργαζόμενους κατ’ οίκον σε κωμοπόλεις (δήμου ή κοινότητες) πληθυσμού κάτω από έξι χιλιάδες (6.000) κατοίκους.
γ) Στους μισθωτούς, που αμείβονται με ποσοστά, εκτός από τις εξαιρέσεις που αναφέρονται ανωτέρω.
δ) Στους φορτοεκφορτωτές λιμένων και ξηράς, που διέπονται από τη νομοθεσία που τους αφορά.
Από την ισχύ της παρούσης παύουν να ισχύουν οι διατάξεις των υπ’ αριθ.
19430/2.12.80 και 1292113.4.81 αποφάσεών μας.

Αθήναι, 7 Δεκεμβρίου 1981»

1

0,0042

0,105

61

0,2568

6,421

121

0,5095

12,74

181

0,7621

19,05

2

0,0084

0,211

62

0,2611

6,527

122

0,5137

12,84

182

0,7663

19,16

3

0,0126

0,316

63

0,2653

6,632

123

0,5179

12,95

183

0,7705

19,26

4

0,0168

0,421

64

0,2695

6,737

124

0,5221

13,05

184

0,7748

19,37

5

0,0211

0,526

65

0,2737

6,843

125

0,5263

13,16

185

0,7790

19,47

6

00253

0,632

66

0,2779

6,948

126

0,5305

13,26

186

0,7832

19,58

7

0,0295

0,737

67

0,2821

7,053

127

0,5347

13,37

187

0,7874

19,69

8

0,0337

0,842

68

0,2863

7,158

128

05390

13,47

188

0,7916

19,79

9

0,0379

0,947

69

0,2905

7,264

129

0,5432

13,58

189

0,7958

19,90

10

0,0421

1,053

70

0,2947

7,369

130

0,5474

13,69

190

0,8

20

11

0,0463

1,158

71

0,2990

7,474

131

0,5516

13,79

191

0,8042

20,11

12

00505

1,263

72

0,3032

7,579

132

05558

13,90

192

0,8084

20,21

13

0,0547

1,369

73

0,3074

7,685

133

0,56

14

193

0,8125

20,32

14

0.0589

1,474

74

0,3116

7,790

134

0,5642

14,11

194

0,8169

20,42

15

0,0632

1,579

75

0,3158

7,895

135

0,5684

14,21

195

0,8211

20,53

16

00674

1,684

76

0,32

8

136

0,5726

14,32

196

0,8253

20,63

17

0,0716

1,790

77

0,3242

8,106

137

0,5769

14,42

197

0,8295

20,74

18

00758

1,895

78

0,3284

8,211

138

0,5811

14,53

198

0,8337

20,84

19

0,08

2

79

0,3326

8,316

139

0,5853

14,63

199

0,8379

20,95

20

0,0842

2,105

80

03368

8,422

140

05895

14,74

200

0,8421

21,05

21

0,0884

2,211

81

0,3411

8,527

141

0,5937

14,84

201

0,8463

21,16

22

0,0926

2,316

82

0,3453

8,632

142

0,5979

14,95

202

0,8505

21,26

23

0,0968

2,421

83

0,3495

8,737

143

0,6021

15,05

203

0,8548

21,37

24

0,1011

2,526

84

0,3537

8,843

144

0,6063

15,16

204

0,8590

21,48

25

0,1053

2,632

85

0,3579

8,948

145

0,6105

15,26

205

0,8632

21,58

26

0,1095

2,737

86

0,3621

9,053

146

0,6147

15,37

206

0,8674

21,69

27

0,1137

2,842

87

0,3621

9,158

147

0,6190

15,47

207

0,8716

21,79

28

01179

2,948

88

03663

9,264

148

0,6232

15,58

208

0,8758

21,90

29

0,1221

3,053

89

0,3705

9,369

149

0,6274

15,69

209

0,88

22

30

0,1263

3,158

90

0,3790

9,474

150

0,6316

15,79

210

0,8842

22,11

31

0,1305

3,263

91

0,3832

9,580

151

0,6358

15,90

211

0,8884

22,21

32

01347

3,369

92

0,3874

9,685

152

0,64

16

212

0,8926

22,32

33

0,1389

3,474

93

0,3916

9,790

153

0,6442

16,11

213

0,8969

22,42

34

0,1432

,579