Δανεισμός ΜισθωτούΣύμβαση δανεισμού μισθωτού είναι η συμφωνία μεταξύ του εργοδότη του μισθωτού και άλλου εργοδότη, με την οποία ο πρώτος παραχωρεί στο δεύτερο τις υπηρεσίες του μισθωτού του, που συνδέεται μαζί του με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (αορίστου ή ορισμένου χρόνου). Για να είναι έγκυρη η συμφωνία αυτή απαιτείται και η συναίνεση του μισθωτού . Πρόκειται, δηλαδή, για μια μορφή τριμερούς σχέσεως εργασίας (Α.Π. 1794/87 Τμ. Β’, 36/89 Τμ. Β’).
Η δυνατότητα συνάψεως αυτής της τριμερούς σχέσεως προκύπτει εξ αντιδιαστολής από τη διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 651 του Αστικού Κώδικα. «Άρθρο 651, Προσωπική φύση της σχέσης. Αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη συμφωνία ή από τις περιστάσεις, ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει αυτοπροσώπως την υποχρέωσή του και η αξίωση του εργοδότη στην εργασία είναι αμεταβίβαστη». (Α.Π. 286/94 Τμ. Β’).
Τα κύρια στοιχεία της άνω τριμερούς σχέσεως είναι: Υποχρέωση του εργοδότη του μισθωτού να παραχωρήσει (δανείσει) για ορισμένο χρόνο τις υπηρεσίες αυτού στο νέο εργοδότη. Υποχρέωση του μισθωτού να παρέχει τις υπηρεσίες, για τον συμφωνηθέντα χρόνο, στο νέο εργοδότη. Υποχρέωση του νέου εργοδότη να καταβάλλει τις οφειλόμενες στο μισθωτό αποδοχές λόγω της παρεχόμενης απ’ αυτόν εργασίας. Η αθέτηση οποιασδήποτε από τις υποχρεώσεις αυτές γεννά αξίωση για αποζημίωση. Ο εργοδότης, κατά τη διάρκεια της συμβάσεως δανεισμού του μισθωτού του, δεν μπορεί να τον ανακαλέσει μονομερώς. Αλλά και τα άλλα δύο μέρη, ο μισθωτός και ο νέος εργοδότης έχουν την υποχρέωση να εκπληρώσουν τη συμφωνία.
Η καταβολή του μισθού, κατά τη διάρκεια της συμβάσεως δανεισμού, προς τον μισθωτών είναι υποχρέωση του αρχικού εργοδότη, εκτός εάν υπάρχει διαφορετική συμφωνία κατά την υπογραφή της τριμερούς σχέσεως. Όμως, τυχόν αξιώσεις του μισθωτού από παράνομη απασχόλησή του βαρύνουν τον μεταγενέστερο εργοδότη κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το ίδιο ισχύει και για τις παράνομες υπερωρίες και την υπερεργασία, εκτός αν έγινε διαφορετική συμφωνία.
Η κανονική άδεια. Υπεύθυνος για τις παροχές της κανονικής άδειας του Α. Ν . 539/45 (αποδοχές και επίδομα αδείας) του μισθωτού είναι ο αρχικός (δανείζων) εργοδότης, επειδή με τη σύμβαση δανεισμού δεν μεταβάλλεται η αρχική σχέση. Ο χρόνος χορηγήσεως της αδείας, όμως, κανονίζεται με συμφωνία του μισθωτού και του μεταγενέστερου εργοδότη, στον οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του ο πρώτος ή με βάση το ετήσιο πρόγραμμα αδειών του δεύτερου (π.χ. ομαδική χορήγηση αδειών σε όλο το προσωπικό).
Η επάνοδος του μισθωτού στον αρχικό εργοδότη του και σε θέση κατώτερη από εκείνη που κατείχε στον εργοδότη που είχε παραχωρηθεί με σύμβαση δανεισμού, δεν αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή της συμβάσεως εργασίας από τον αρχικό εργοδότη (Α.Π. 36/89).
Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας επί δανεισμού μισθωτού γίνεται από τον αρχικό εργοδότη (Α.Π. 229/90 Τμ. Β’).

Ασφάλιση επί δανεισμού υπηρεσιών μισθωτού

Το άρθρο 651 του Α. Κ . ορίζει, σε σχέση με τη σύμβαση εργασίας, ότι η αξίωση του εργοδότη στην εργασία του μισθωτού είναι αμεταβίβαστη, αν από τη συμφωνία ή τις περιστάσεις δεν προκύπτει κάτι άλλο.
Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 361 και 648 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ο εργοδότης που έχει στη διάθεσή του τις υπηρεσίες κάποιου μισθωτού με σύμβαση εργασίας, την οποία κατάρτισε μαζί του, μπορεί να παραχωρήσει τις υπηρεσίες του τελευταίου για ορισμένο χρόνο σε άλλο εργοδότη, με νέα μαζί του και με νέο εργοδότη συμφωνία. Η συμφωνία αυτή, με την οποία οι υπηρεσίες του μισθωτού παρέχονται πλέον στο νέο εργοδότη, είναι νόμιμη και στηρίζεται στη βούληση και των τριών μερών.
Έχει αποσαφηνισθεί ότι στην τριμερή κατά τα ανωτέρω σχέση, που αποκαλείται δανεισμός των υπηρεσιών του μισθωτού, ο αρχικός εργοδότης με τον οποίο εξακολουθεί να υφίσταται η συμβατική σχέση, είναι ο μόνος υπόχρεος προς καταβολή του μισθού και απόδοσης των ασφαλιστικών εισφορών, γιατί με τη σύμβαση δανεισμού των υπηρεσιών του μισθωτού δεν επέρχεται μεταβολή της σχέσης εργασίας ως προς την υποχρέωση αυτή και παραμένει αυτός ο φορέας της κύριας, από τη σύμβαση εργασίας, υποχρέωσής του αυτής, εκτός αν υπάρχει άλλη διαφορετική ειδική συμφωνία με την οποία επέρχεται μεταβολή ως προς το σημείο αυτό.