ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΜΙΣΘΩΤΟΥΑσθένεια μισθωτού και αναγγελία αυτής

Α) Αναγγελία ασθενείας.
Κάθε μισθωτός, που κωλύεται λόγω ασθενείας να προσέλθει στην εργασία του, οφείλει να ειδοποιήσει την υπηρεσία του για την αδυναμία του να εργασθεί, Δεν έχει νομοθετηθεί ομοιόμορφος τρόπος αποδείξεως της ασθένειας. Εφόσον ο εργαζόμενος είναι ασφαλισμένος, για την απόδειξη της ασθένειάς του, απαιτείται βεβαίωση ιατρού του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού. Σε περίπτωση, όμως, που ο εργαζόμενος δεν έχει τις προϋποθέσεις για ασφαλιστική κάλυψη, τότε προς απόδειξη της ασθένειάς του αρκεί βεβαίωση από ιδιώτη ιατρό. Ο εργοδότης, στην τελευταία περίπτωση, δικαιούται να ζητήσει και συμπληρωματικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την ασθένεια. Οπωσδήποτε, δεν δικαιούται να απαιτήσει, όπως τον ασθενούντα μισθωτό εξετάσει μόνο γιατρός της αρεσκείας του.

Ο μισθωτός οφείλει να εκτελεί με επιμέλεια την εργασία του (άρθρο 652 Α.Κ.), Έχει, λοιπόν, υποχρέωση να προσέρχεται κανονικά και ανελλιπώς στην εργασία του. Αδικαιολόγητη απουσία απ’ αυτήν, έστω και ολίγων ημερών, μπορεί να θεωρηθεί ως λύση της συμβάσεως εργασίας από υπαιτιότητα του μισθωτού.

Όμως, αποχή μισθωτού (υπαλλήλου, εργατοτεχνίτη, υπηρέτη) από την εργασία του, που οφείλεται σε ασθένεια βραχείας, σχετικώς, διάρκειας ή προκειμένου για γυναίκα σε λοχεία, δεν θεωρείται ως λύση της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους αυτού (άρθρα 5 παρ. 3 Ν. 2112/20, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 4558/30 και 8 Β.Δ. 16/18.7.20).

Παράλειψη αναγγελίας της ασθένειας και στη συνέχεια αποχή από την εργασία, εφόσον προέρχεται από δόλο ή αμέλεια, μπορεί να αποτελέσει σπουδαίο λόγο καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη, χωρίς υποχρέωσή του να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση (Α.Π.385/64 ).

Καθυστερημένη από το μισθωτό προσαγωγή πιστοποιητικού της ασθένειας εγγράφου είναι επιτρεπτή, εφόσον έχει ειδοποιήσει εγκαίρως περί αυτής τον εργοδότη του (Α.Π. 378/65). Αν, όμως, δεν έχει ειδοποιήσει τον εργοδότη του, η απουσία από την εργασία μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να θεωρηθεί αδικαιολόγητη και να επιφέρει τη λύση της συμβάσεως εργασίας αζημίως για τον εργοδότη (Α.Π. 385/64).

Η αποχή του μισθωτού από την εργασία του, λόγω ασθένειας, έχει σοβαρές συνέπειες. Έτσι:
α) Θεμελιώνει δικαίωμα του ασθενούντος μισθωτού για λήψη του μισθού από τον εργοδότη, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (άρθρα 657658 Α.Κ.).
β) Θεμελιώνει δικαίωμα του μισθωτού για λήψη επιδόματος ασθένειας από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό.
γ) Υπάρχουν συνέπειες και για την ίδια τη σύμβαση εργασίας. Η αποχή του μισθωτού από την εργασία του λόγω ασθενείας δεν λύει αυτοδικαίως τη σύμβαση εργασίας ούτε κι όταν η διάρκεια της ασθένειας είναι μεγάλη.

Β) Ασθένεια βραχείας διάρκειας.
Ως βραχείας διάρκειας ασθένεια θεωρείται:
α) Η διαρκούσα ένα μήνα για μισθωτούς που έχουν υπηρεσία μέχρι τεσσάρων (4) ετών.
β) Η διαρκούσα τρεις μήνες για τους μισθωτούς που έχουν υπηρεσία πλέον των τεσσάρων και μέχρι δέκα ετών.
γ) Η διαρκούσα τέσσερις μήνες για όσους έχουν υπηρεσία πλέον των δέκα και μέχρι δέκα πέντε ετών.
δ) Η διαρκούσα έξη μήνες για όσους έχουν υπηρεσία πλέον των δέκα πέντε ετών.
Τα παραπάνω ορίζει η παράγραφος 3 του άρθρου 5 του Ν. 2112120, που προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 4558130. Η διάταξη αφορά τους μισθωτούς με υπαλληλική ιδιότητα, αλλά η νομολογία έκρινε ότι τα ίδια όρια βραχείας ασθένειας ισχύουν και για τους εργατοτεχνίτες και υπηρέτες για την ταυτότητα του νομικού λόγου (Α.Π. 385/64).

Η υπηρεσία, για την οποία ομιλεί ο νόμος, νοείται διανυθείσα στον ίδιο εργοδότη. Και σε περίπτωση μεταβολής του προσώπου του εργοδότη, ο νέος εργοδότης υποχρεούται να προσμετρήσει το χρόνο υπηρεσίας που διανύθηκε στον προηγούμενο εργοδότη.

Δεν απαγορεύεται η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας κατά τη διάρκεια της ασθένειας του μισθωτού (Α.Π. 288/66). Ο μισθωτός πάντως δεν χάνει το δικαίωμα λήψεως των αποδοχών του λόγω του ανυπαιτίου κωλύματος, σύμφωνα με το άρθρο 658 Α.Κ., κατά το οποίο «η αξίωσης υφίσταται και αν έτι ο εργοδότης κατήγγειλε την σύμβασιν».

Γ) Ασθένεια μακράς διάρκειας και καταγγελία συμβάσεως εργασίας.
Αν η διάρκεια της ασθενείας υπερβεί τα ανωτέρω όρια, η απουσία του εργαζομένου δεν θεωρείται ως αυτοδίκαια λύση της συμβάσεως εργασίας, αλλά τούτο θα κριθεί από το δικαστήριο. /Έτσι αποφαίνεται σταθερά από το 1959 η νομολογία (Α.Π. 363/59, 465/69, 528/66, 674/66, 249/84 Τμ. B’).

Δ) Ασθένεια του εργαζομένου που ζει στο σπίτι του εργοδότη.
Τα άρθρα 660-661 του Αστικού Κώδικα ορίζουν ειδική μεταχείριση του εργαζομένου που έχει προσληφθεί και ζει μαζί με τον εργοδότη του. Επειδή, όμως, τώρα όλοι οι εργαζόμενοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας υπάγονται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., οι διατάξεις των άρθρων αυτών έχουν εντελώς επικουρική εφαρμογή.

Άρθρο 660. Ασθένεια του εργαζομένου. Ο εργοδότης σε περίπτωση ασθένειας του εργαζομένου που έχει προσληφθεί και ζει μαζί του, έχει υποχρέωση να του παρέχει, ενόσω διαρκεί η σύμβαση, περίθαλψη και ιατρική αντίληψη στο σπίτι ή και σε νοσοκομείο έως ένα μήνα, αν η ασθένεια παρουσιάστηκε τουλάχιστον ένα έτος μετά την έναρξη της σύμβασης και έως δέκα ημέρες, αν η ασθένεια παρουσιάστηκε μετά τρεις μήνες από την έναρξη της σύμβασης. Ο εργοδότης έχει δικαίωμα να καταλογίσει τις δαπάνες στο μισθό που οφείλει για το χρόνο που διαρκεί η ασθένεια.

Η υποχρέωση του εργοδότη δεν υπάρχει, αν η ασθένεια οφείλεται σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια του εργαζομένου ή από την εισαγωγή του σε νοσοκομείο ως ασφαλισμένου υποχρεωτικά για την περίπτωση ασθένειας.

Άρθρο 661. Ο εργοδότης έχει τις υποχρεώσεις του προηγούμενου άρθρου και αν ακόμη, έχοντας εξαιτίας της ασθένειας τέτοιο δικαίωμα, καταγγείλει τη σύμβαση.

Επί πόσο χρόνο δικαιούται μισθό ο μισθωτός που δεν εργάσθηκε λόγω ασθενείας
Ο λόγω ασθενείας κωλυόμενος να εργασθεί μισθωτός έχει τις ακόλουθες μισθολογικές αξιώσεις:
α) Εάν έχει συμπληρώσει στον εργοδότη του υπηρεσία μεγαλύτερη των δέκα ημερών, αλλά μικρότερη του έτους δικαιούται αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου.
β) Εάν έχει συμπληρώσει υπηρεσία ενός τουλάχιστον έτους δικαιούται αποδοχές ενός μηνός.
Εάν δεν έχει συμπληρώσει 10ήμερο στην εργασία του, δεν θεμελιώνει δικαίωμα στο μισθό.

Το παραπάνω δικαίωμα στο μισθό του έχει ο λόγω ασθενείας κωλυόμενος να εργασθεί μισθωτός καθ’ έκαστων εργασιακό έτος (και όχι κάθε ημερολογιακό έτος). Εννοείται ότι οι αμειβόμενοι με ημερομίσθιο μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν τόσα ημερομίσθια όσες είναι οι εργάσιμες ημέρες του δεκαπενθημέρου ή του μήνα, ενώ οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό δικαιούνται μισό ή ένα ολόκληρο μηνιαίο μισθό. Οι αμειβόμενοι με ποσοστά ή με ποσοστά και μισθό δικαιούνται, σε περίπτωση ασθενείας, να λάβουν από τον εργοδότη τους αποδοχές κατά τις διακρίσεις των άρθρων 657- 658 Α.Κ., που υπολογίζονται βάσει του μέσου όρου των πραγματοποιούμενων αποδοχών.

Σε κάθε περίπτωση, ο εργοδότης δικαιούται να εκπέσει από τις κατά τα άνω οφειλόμενες, λόγω ασθενείας, αποδοχές στον εργαζόμενο όσα τυχόν έλαβε ο τελευταίος δυνάμει υποχρεωτικής από το νόμο ασφαλίσεως(π.χ. στο Ι.Κ.Α.) και εξ αιτίας της ασθενείας (άρθρο 657 παρ. 2 Α.Κ.). Εκπίπτεται το επίδομα ασθενείας, το οποίο καταβάλλεται από τον ασφαλιστικό οργανισμό στο μισθωτό για τις εργάσιμες ημέρες του προβλεπόμενου από τα άρθρα 657- 658 Α.Κ. χρόνου (15νθήμερου ή μήνα) και όχι το τυχόν καταβληθέν σ’ αυτόν μεγαλύτερο επίδομα είτε γιατί το Ι.Κ.Α. παρέχει επίδομα για όλες τις ημέρες (και τις μη εργάσιμες) είτε γιατί η ασθένεια διάρκεσε επί χρόνο μακριότερο. Σε περίπτωση τοκετού εκπίπτεται το επίδομα κυήσεως ή λοχείας, όχι όμως και το επίδομα τοκετού.

Υπολογισμός ασφαλιστικών εισφορών.
Για πολλά χρόνια οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονταν μόνο στο τμήμα των αποδοχών ασθενείας που καταβάλλονταν από τον εργοδότη στο μισθωτό (βάσει της εγκυκλίου 227/68 του Ι.Κ.Α.). Από το 1992, όμως, ο υπολογισμός των εισφορών .υπέρ Ι.Κ.Α. γίνεται επί του συνόλου των προβλεπομένων από το νόμο αποδοχών, πριν δηλαδή την έκπτωση του καταβληθέντος στο μισθωτό επιδόματος ασθενείας από το Ι.Κ.Α. Αυτό ορίζει η υπ’ αριθμ. 141/92 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έγινε δεκτή από το Ι.Κ.Α.
Το σύνολο των εισφορών (εργοδότη και ασφαλισμένου) στην περίπτωση που δεν απομένει μισθός – γιατί τα καταβληθέντα επιδόματα κάλυψαν ολοσχερώς την υποχρέωση καταβολής μισθού – είναι υποχρεωμένος να το καταβάλει ο εργοδότης. (Εγκύκλιος Ι.Κ.Α. 68/26.6.1992).

Επίδομα ασθενείας Ι.Κ.Α. Προϋποθέσεις
Για να δικαιωθεί επιδόματος ασθενείας από το Ι.Κ.Α. ο μισθωτός, απαιτείται όπως έχει πραγματοποιήσει εκατό (100) τουλάχιστον ημερομίσθια στην ασφάλιση του Ιδρύματος κατά το ημερολογιακό έτος το αμέσως προηγούμενο της αναγγελίας της ασθενείας ή κατά το προηγούμενο της αναγγελίας αυτής 15μηνο, χωρίς όμως να υπολογίζονται στη δεύτερη περίπτωση οι ημέρες εργασίας που πραγματοποιήθηκαν στο τελευταίο ημερολογιακό τρίμηνο του 15μήνου.

Επίσης, να είναι ανίκανος για εργασία εξ αιτίας της ασθένειας πράγμα το οποίο θα κρίνει ο αρμόδιος γιατρός του Ιδρύματος. Η ασθένεια δεν πρέπει να οφείλεται σε πταίσμα του μισθωτού. Η αποχή λόγω ασθενείας από την εργασία να διάρκεσε πέραν των τριών ημερών από την αναγγελία στο Ι.Κ.Α.

Τέλος, ο μισθωτός να μη λαμβάνει σύνταξη από το Ι.Κ.Α.

Επίδομα ασθενείας στρατευμένων. Ο ασφαλισμένος στο Ι.Κ.Α. μισθωτός, που κατά το χρόνο της στρατεύσεώς του ως κληρωτού, είχε τις παραπάνω προϋποθέσεις, όσον αφορά τις ημέρες εργασίας στην ασφάλιση του Ιδρύματος, δικαιούται να λάβει επίδομα ασθενείας, εάν καταστεί ανίκανος για εργασία λόγω ασθενείας και επί έξι μήνες μετά την απόλυσή του από το στρατό.

Όταν ο μισθωτός δεν συγκεντρώνει τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις για τη λήψη επιδόματος ασθενείας από το Ι.Κ.Α., δικαιούται να λάβει μόνο από τον εργοδότη του τις αποδοχές που προνοούν τα άρθρα 657658 Α.Κ., σε συνδυασμό βέβαια με τον περιορισμό του άρθρου 5 του Α.Ν. 178/67
Φορολογία αποδοχών και επιδόματος ασθενείας.
Οι αποδοχές ασθενείας που καταβάλλει ο εργοδότης φορολογούνται ως εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών και συνεπώς πρέπει να παρακρατούνται τα ανάλογα ποσά Φ.Μ.Υ. και χαρτοσήμου, τα οποία και αποδίδονται στο δημόσιο. Το ίδιο ισχύει και για τα επιδόματα ασθενείας που καταβάλλονται από τις ασφαλιστικούς οργανισμούς (Ι.Κ.Α. κ.λ.π.). Σ’ αυτήν την περίπτωση, υπόχρεος για την παρακράτηση του φόρου και του χαρτοσήμου και την απόδοση αυτών είναι το οικείο ασφαλιστικό ταμείο .

Τα τριήμερα ασθενείας (αναμονής)
Όπως τονίσθηκε και σε προηγούμενη παράγραφο, το Ι.Κ.Α., καταβάλλει επίδομα ασθενείας στους ασφαλισμένους του, που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, από την τέταρτη ημέρα ασθενείας.

Έτσι, ο λόγω ασθενείας κωλυόμενος να εργασθεί μισθωτός δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη του για τις τρεις (3) πρώτες ημέρες της ασθένειάς του το μισό του ημερομισθίου του ή του 1/25 του μισθού του. Από την τέταρτη ημέρα και μετά αναλαμβάνει την επιδότηση του ασθενούντος μισθωτού το Ι.Κ.Α., ο δε εργοδότης υποχρεούται όπως καταβάλλει τη διαφορά μεταξύ ημερομισθίου ή 1/25 του μισθού και του ημερήσιου επιδόματος ασθενείας του Ι.Κ.Α. Την υποχρέωση αυτή (να συμπληρώσει το επίδομα ασθενείας) έχει ο εργοδότης μέχρις αποδοχών μισού ή ενός μηνός, ανάλογα με το χρόνο υπηρεσίας του μισθωτού (κατά τις διακρίσεις των άρθρων 657-658 Α.Κ.). Στις αποδοχές του μισού ή ενός μηνός, περιλαμβάνεται και το πρώτο τριήμερο, κατά το οποίο ο ασθενής μισθωτός λαμβάνει από τον εργοδότη του μόνο το 1/2 του ημερομισθίου ή του 1/25 του μισθού του.

Σύμφωνα με τη νομολογία, οι παραπάνω αξιώσεις του μισθωτού κατά του εργοδότη κ.λ.π. δεν υπολογίζονται με βάση το ημερολογιακό έτος, αλλά με βάση το εργασιακό έτος (που μετράται από την ημερομηνία προσλήψεως)(3). Κατά ταύτα, ο εργοδότης υποχρεούται κάθε έτος υπηρεσίας

να καταβάλλει σ’ αυτόν όσες φορές ασθενήσει τρεις (3) ή ολιγότερες ημέρες το μισό των αποδοχών του και μια φορά το μισό πάλι των αποδοχών του, αλλά για τις τρεις (3) πρώτες ημέρες της τυχόν μεγαλύτερης των τριών ημερών ασθενείας του. Σε περίπτωση δεύτερης, τρίτης κ.λ.π. ασθένειας του μισθωτού μεγαλύτερης των τριών ημερών, εντός του ίδιου έτους, οπότε την επιδότηση για όλες τις ημέρες της ασθένειας αναλαμβάνει το Ι.Κ.Α. ή άλλος ασφαλιστικός οργανισμός, ο εργοδότης υποχρεούται μόνο σε συμπλήρωση του ημερησίου μισθού και μέχρι των χρονικών ορίων που ορίζονται από τα άρθρα 657-658 Α.Κ.

Παράδειγμα υπολογισμού των τριημέρων αναμονής.
Εργάτης, που έχει συμπληρώσει ενός έτους υπηρεσία στην επιχείρηση, ασθενεί εντός του αυτού εργασιακού έτους ως εξής: Την πρώτη φορά 6 ημέρες, τη δεύτερη 3 ημέρες, την Τρίτη 10 ημέρες, την τέταρτη 2 ημέρες και την πέμπτη επί 20 ημέρες, δηλαδή συνολικά επί 41 ημέρες.

Από το Ι.Κ.Α. θα επιδοτηθεί ως εξής: Την πρώτη φορά επί τρεις ημέρες, τη δεύτερη φορά καθόλου, την τρίτη επί 10 ημέρες, την τέταρτη καθόλου και την πέμπτη φορά επί 20 ημέρες.

Ο εργοδότης θα καταβάλει στο μισθωτό του: Την πρώτη φορά τρία μισά ημερομίσθια και τη διαφορά (μεταξύ πραγματικού ημερομισθίου και επιδόματος ασθενείας) για τα υπόλοιπα τρία. Τη δεύτερη φορά 3 μισά ημερομίσθια, την τρίτη φορά τη διαφορά για τις εργάσιμες ημέρες του ημερομισθίου, την τέταρτη φορά δύο μισά ημερομίσθια και την πέμπτη τη διαφορά (ημερομισθίου μείον επιδόματος ασθενείας) για τις υπόλοιπες 4 ή 5 ημέρες, μέχρι συμπληρώσεως των εργασίμων ημερών του συγκεκριμένου μήνα (ανώτατο όριο υποχρεώσεως του εργοδότη καθ’ όλο το έτος).

Λεπτομερειακά θέματα επί ασθένειας μισθωτού
Κατά τη διάρκεια της ασθένειας του μισθωτού πιθανόν να προκύψουν διάφορα προβλήματα, από τα οποία τα κυριότερα εξετάζονται στη συνέχεια με τις αντίστοιχες νομοθετικές, νομολογιακές ή διοικητικές λύσεις:

Α) Επί συμβάσεως ορισμένου χρόνου.
Οι διατάξεις του Ν. 2112/20 (άρθρο 5 παρ. 3) και του Β.Δ. 16/18.7.20 (άρθρο 8) περί βραχείας ασθένειας, που προστατεύουν τον εργαζόμενο σε περίπτωση απουσίας του από την εργασία λόγω ασθένειας, εφαρμόζονται και στις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (άρθρο 8 παρ. 1 εδ. 2 Ν. 2112/20, Α.Π. 485/57).
Όσον αφορά το δικαίωμα του μισθωτού στο μισθό του, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 657-658 Α.Κ. και μάλιστα αδιακρίτως τρόπου υπολογισμού του μισθού. Τα ίδια ισχύουν και επί συμβάσεως εργασίας ορισμένου έργου, αφού αυτή εξομοιώνεται προς τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου.

Β) Επί θέσεως σε διαθεσιμότητα του μισθωτού. Ο μισθωτός που θα ασθενήσει κατά το διάστημα που τελεί σε διαθεσιμότητα δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη του τις αποδοχές που προβλέπονται από τα άρθρα 657-658 Α.Κ Δηλαδή, ο εργοδότης υποχρεούται να συμπληρώσει το επίδομα ασθενείας που παίρνει ο μισθωτός από το Ι.Κ.Α. μέχρι του ύψους των μισών αποδοχών που δικαιούται ο τελευταίος κατά το διάστημα της διαθεσιμότητας.

Γ) Εκ περιτροπής εργασία.
Επί απασχολήσεως μισθωτού με το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας (άρθρο 13 παρ. 7 Ν. Δ . 2961/54), οι αποδοχές των ημερών ασθενείας ή η συμπλήρωση του χορηγηθέντος από το Ι.Κ.Α. επιδόματος ασθενείας, καταβάλλονται μόνο για τις ημέρες κατά τις οποίες ο μισθωτός -σύμφωνα με την υπάρχουσα γραπτή σύμβαση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου – πρόσφερε τις υπηρεσίες του.

Δ) Υπερημερία εργοδότη.
Σε περίπτωση υπερημερίας του εργοδότη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού, ο τελευταίος δικαιούται τις αποδοχές του κατά την έννοια του άρθρου 656 του Α.Κ. Εάν όμως ασθενήσει κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του εργοδότη και τυχόν καλούμενος ο μισθωτός να εργασθεί δηλώσει αδυναμία να το πράξει λόγω ασθενείας, δικαιούται τις αποδοχές του κατά τα άρθρα 657-658 Α.Κ. από την ημέρα της προσκλήσεως προς εργασία.

Ε) Εργασία μισθωτού σε άλλο εργοδότη.
Ο μισθωτός που απέχει από την εργασία του λόγω ασθενείας, εφόσον κατά τη διάρκεια αυτής εργάσθηκε αλλού και εισέπραξε μισθό, δεν δικαιούται για τις ημέρες αυτής της απασχολήσεώς του αποδοχές από τον κανονικό εργοδότη του κατά τα άρθρα 657 – 658 Α. Κ . Μάλιστα, ο προσποιούμενος ασθένεια μισθωτός για να εργασθεί αλλού, όχι μόνο δεν δικαιούται αποδοχές σύμφωνα με τα άρθρα 657 – 658 Α . Κ., αλλά μπορεί να θεωρηθεί και ότι έλυσε τη σύμβαση εργασίας με υπαιτιότητά του ( Πρωτ. Αθ. 4847/62).

ΣΤ) Ανωτέρα βία.
Εάν ο εργοδότης, λόγω ανωτέρας βίας, ευρίσκεται σε αδυναμία να δεχθεί τις υπηρεσίες του προσωπικού του, απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής μισθού σ’ αυτό για όσο χρόνο διαρκεί η ανωτέρα βία. Υποχρεούται, όμως, να καταβάλει τις κατά τα άρθρα 657 – 658 Α.Κ. παροχές σε εκείνους τους μισθωτούς που τυχόν θα ασθενήσουν κατά το διάστημα που διαρκεί η ανωτέρα βία.

Ζ) Ασθένεια μισθωτού κατά τη διάρκεια της άδειάς του.
Κατά την παρ. 6 του άρθρου 2 του Α . Ν. 539/45, τα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία ο μισθωτός απείχε από την εργασία του λόγω βραχείας ασθένειας, δεν θεωρούνται ως χρόνος μη απασχολήσεως ούτε συμψηφίζονται με τις ημέρες της κανονικής άδειας που δικαιούται αυτός(πρβλ. και άρθρο 667 Α.Κ.). Έτσι ο μισθωτός που ασθένησε πριν τη λήψη της άδειάς του ή μετά τη λήξη αυτής δικαιούται να λάβει ολόκληρη την κανονική του άδεια: Αν η ασθένεια συμπέσει κατά τη διάρκεια της άδειάς του, τότε η τελευταία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η ασθένεια και συνεχίζεται μετά τη λήξη της ασθένειας (Ν .Σ . Κ. 814/54 Ολομ.).

Σε περίπτωση που η αποχή του μισθωτού από την εργασία του διαρκέσει περισσότερο από τα όρια της βραχείας διάρκειας ασθένειας, όπως αυτά ορίζονται από το νόμο, τότε χωρεί συμψηφισμός με τις ημέρες της άδειας κατά το μέρος που έγινε η υπέρβαση (έγγραφα Υπ. Εργ. 17706/71 και 5908/75)

Η) Ασθένεια κατά την ημέρα αναπαύσεως.
Η τυχόν επί μια έως τρεις ημέρες ασθένεια του μισθωτού, εφόσον αυτή συμπέσει με την ημέρα της εβδομαδιαίας αναπαύσεώς του (ρεπό), παρέχει σ’ αυτόν το δικαίωμα να αναπαυθεί την επόμενη της λήξεως της ασθένειάς του ημέρα ή μια άλλη ημέρα μέσα στην εβδομάδα που δικαιούται την ανάπαυσή του (Ν. Σ . Κ. 815/63).

Θ) Η ασθένεια και τα δώρα Χριστουγέννων Πάσχα.
Η βασική υπουργική απόφαση 19040/81 για τα επιδόματα (δώρα) εορτών, στην παράγραφο 5 αυτής, αναφέρει ότι τα δώρα υπολογίζονται με βάση τη διάρκεια της εργασιακής σχέσεως, αφού αφαιρεθούν οι ημέρες ασθένειας του εργαζόμενου για τις οποίες αυτός έλαβε επίδομα ασθένειας.

Ι) Σύμπτωση ασθένειας με ημέρα αργίας.
Ο ημερομίσθιος μισθωτός, που λόγω ασθένειας απουσιάζει από την εργασία του κάποια υποχρεωτική από το νόμο ημέρα αργίας (25η Μαρτίου, Δευτέρα του Πάσχα, 1η Μαΐου κλπ.) δικαιούται να λάβει το ημερομίσθιό του, όπως οι λοιποί συνάδελφοί του, από το οποίο όμως θα αφαιρεθεί ό,τι θα λάβει αυτός από το Ι.Κ.Α. ή άλλο ασφαλιστικό οργανισμό για τη συγκεκριμένη ημέρα.

«ANACONDA ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ»

Στην εργασία «Μισθοδοσία περιόδου» υπάρχουν οι εξής πιθανές περιπτώσεις ασθενείας :

«Ασθένεια <= 3 Ημερών» βάζουμε τις μέρες αναμονής που υποχρεούται ο εργοδότης να καταβάλει κατά το ½ του ημερομισθίου. Υπάρχει χώρος για 3 ζεύγη ημερομηνιών.

«Ασθένεια >3 Ημερών» βάζουμε το σύνολο των ημερών ασθενείας που έχει ο μισθωτός (π.χ. 10 μέρες ) το πρόγραμμα κάνει αυτόματα τον διαχωρισμό των ημερών αναμονής και αφαιρεί το ½ , καθώς και την διαφορά από το επίδομα ασθενείας που παίρνει ο μισθωτός από το Ι.Κ.Α. Δίπλα βάζουμε την ημερομηνία «από» – «έως» που απουσίασε ο μισθωτός. Υπάρχει χώρος για 3 ζεύγη ημερομηνιών.

«Επίδομα Ασθένειας.» εδώ θα καταχωρήσουμε την αξία που εισέπραξε ο μισθωτός από το Ι.Κ.Α. (αφού αφαιρέσουμε τις Κυριακές που υπάρχουν ενδιάμεσα ).

«Εργατικό Ατύχημα ή Εγκυμοσύνη » σε περίπτωση που έχουμε εργατικό ατύχημα ο νόμος ορίζει ότι δεν υπάρχει λόγος για μέρες αναμονής οπότε και το πρόγραμμα απενεργοποιεί της ημέρες αναμονής βάζοντας «Ν» στο πεδίο «Ο» .

Με τον τρόπο αυτό καλύπτονται όλες οι πιθανές περιπτώσεις.