Σ.τ.Ε. 647/2004Η συνταγματική διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, δεν αποκλείει στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση ένδικων μέσων και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης. Οι προβλεπόμενες όμως δικονομικές προϋποθέσεις και διατυπώσεις πρέπει να συνάπτονται προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και περαιτέρω να μη υπερβαίνουν τα όρια εκείνα πέρα από τα οποία επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από την παραπάνω συνταγματική διάταξη ατομικού δικαιώματος.
Η νομοθετική πρόβλεψη καταβολής αναλογικού παραβόλου για την άσκηση εφέσεως επί φορολογικών υποθέσεων, είναι αντίθετη με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το μέρος που οι διατάξεις του άρθρου 171 του Κ.Φ.Δ. δεν θεσπίζουν ένα ανώτατο όριο (οροφή) στο ποσό του καταβλητέου παραβόλου, καθώς επίσης κατά το μέρος που οι διατάξεις αυτές δεν προβλέπουν τη δυνατότητα αποδόσεως του ως άνω καταβληθέντος ποσού όχι μόνο επί αποδοχής της εφέσεως, αλλά και κατόπιν δικαστικής κρίσεως περί του δικαιολογημένου της ασκήσεως αυτής.
Δεν τίθεται θέμα άνισης μεταχείρισης του ιδιώτη διαδίκου έναντι του Δημοσίου, ως εκ της υποχρεώσεως του πρώτου μόνον σε καταβολή παραβόλου κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει και τη δικονομική ισότητα του δι-αδίκου, διότι η ιδιομορφία της διοικητικής δίκης συνίσταται εις τούτο ακριβώς, ότι δηλαδή κινείται μεν με πρωτοβουλία του ιδιώτη, στρέφεται όμως κατά διοικητικής πράξεως η οποία είναι εξοπλισμένη με το τεκμήριο νομιμότητας.
Εφόσον, λοιπόν, οι διάδικοι δεν βρίσκονται στην ίδια ακριβώς δικονομική θέση, είναι δικαιολογημένη η επιβάρυνση του διαδίκου εκείνου, ο οποίος θέτει υπό αμφισβήτηση την κατ’ αρχήν υφιστάμενη νομιμότητα.

(Σ.Τ.Ε. 647 /2004)

Πρόεδρος: Χ. Γεραρής (Πρόεδρος Σ.τ.Ε.

Εισηγητής: Ν. Σκλίας (Σύμβουλος Επικρατείας)

Δικαστικοί πληρεξούσιοι: Π. Κιούσης (Ν.Σ.Κ.)

Το άρθρο 171 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (π.δ. 331/1985 Α’ 116) ορίζει ότι:
“1. Για να είναι παραδεκτή η έφεση εκείνου κατά του οποίου έχει εκδοθεί η πράξη, πρέπει να καταβληθεί από αυτόν, στο δημόσιο ταμείο ή στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ως τη συζήτηση στο ακροατήριο, παράβολο ίσο προς δύο εκατοστά (2%) του ποσού του αμφισβητούμενου φόρου χωρίς τα πρόσθετα.
2. Αν ως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο δεν καταβληθεί καθόλου παράβολο ή καταβληθεί ελλιπές, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του διαδίκου που εμφανίστηκε σ’ αυτήν και είναι υπόχρεος να το καταβάλει, χορηγεί σ’ αυτόν προθεσμία έως πέντε (5) ημέρες για να καταβάλει ή να συμπληρώσει το παράβολο και να προσκομίσει το αποδεικτικό κατάθεσής του η προθεσμία αυτή αρχίζει από την επομένη της ημέρας κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση. Αν η συζήτηση γίνει χωρίς να παρασταθεί ο υπόχρεος, το παράβολο μπορεί να καταβληθεί, και το αποδεικτικό κατάθεσής του να προσκομιστεί, μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών, που αρχίζει από την επόμενη της ημέρας κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση. Στην περίπτωση αυτή το παράβολο καταβάλλεται προσαυξημένο κατά πενήντα εκατοστά (50%). Αν μέσα στις παραπάνω προθεσμίες δεν καταβληθεί το παράβολο ή καταβληθεί ελλιπές ή χωρίς την οφειλόμενη προσαύξηση, η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
3. Αν αντικείμενο της δίκης είναι η επιβολή προστίμου για παράβαση του φορολογικού νόμου, το καταβλητέο παράβολο ορίζεται ίσο προς πέντε εκατοστά (5%) του ποσού του προστίμου που όρισε η εκκαλούμενη απόφαση. Το παράβολο σε κάθε άλλη περίπτωση είναι πεντακόσιες (500) δραχμές (μεταγενεστέρως με το άρθρο 4 παρ. 16 ν. 2479/1977 το παράβολο αυξήθηκε σε 3.000 δρχ.) εξαιρούνται οι εφέσεις κατά αποφάσεων μονομελούς δικαστηρίου, οι οποίες στην περίπτωση αυτή δεν υπόκεινται σε παράβολο.
5. Αν η έφεση απορριφθεί, το παράβολο που έχει κατατεθεί περιέρχεται στο δημόσιο: Αν γίνει δεκτή στο σύνολό της, αποδίδεται στον εκκαλούντα, και αν ακόμη το δικαστήριο δε διέταξε την απόδοσή του. Αν γίνει εν μέρει δεκτή, αποδίδεται ένα μέρος του, που καθορίζεται κατά την κρίση του δικαστηρίου.
6. Από την αρμόδια φορολογική αρχή συντάσσεται σημείωμα για το ποσό του καταβλητέου παραβόλου και στέλνεται στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η έφεση δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση στο ακροατήριο … Αν το παράβολο που έχει καταβληθεί με Βάση το σημείωμα αυτό είναι ελλιπές, το δικαστήριο προχωρεί στην ουσιαστική κρίση της υπόθεσης και η δι-αφορά του παραβόλου, αν μεν η έφεση απορριφθεί, καταλογίζεται με την απόφαση του δικαστηρίου… ενώ, αν γίνει εν μέρει δεκτή, συμψηφίζεται με το μέρος του παραβόλου που αποδίδεται στο φορολογούμενο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου αυτού.”
Επειδή, το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι “(καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή – έννομης πρoστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύσσει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του όπως νόμος ορίζει”.
Η συνταγματική αυτή διάταξη που δι-ασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, δεν αποκλείει στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση ένδικων μέσων και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης. Οι προβλεπόμενες όμως δικονομικές προϋποθέσεις και διατυπώσεις πρέπει να συνάπτονται προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και περαιτέρω να μη υπερβαίνουν τα όρια εκείνα πέρα από τα οποία επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από την παραπάνω συνταγματική διάταξη ατομικού δικαιώματος (βλ. ΑΕΔ 33/1995, ΣτΕ 4575/1995 Ολ.).
Επειδή, η κατά τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 171 του Κ.Φ.Δ. υποχρέωση καταβολής παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της εφέσεως ιδιώτη διαδίκου, αποβλέπει στην αποτροπή της άσκησης απερίσκεπτων και αστήρικτων εφέσεων, Χάριν της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων και της ανάγκης αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, γι’ αυτό και το παράβολο περιέρχεται στο Δημόσιο ή επιστρέφεται σε αυτόν που το κατέβαλε, ανάλογα με την έκβαση της δίκης. Αν και κατά τη γνώμη επτά μελών του Δικαστηρίου που υποστήριξαν οι σύμβουλοι Π. Χριστόφορος, Δ. Κωστόπουλος, Π.Ν. Φλώρος, Ν. Σκλίας, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Στ. Χαραλάμπους και Δ. Αλεξανδρής, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου της εφέσεως ιδιώτη διαδίκου αποβλέπει και στη συμμετοχή του στα δικαστικά έξοδα, τα οποία προκαλούνται από την άσκηση εφέσεως κατά πρωτοδίκου αποφάσεως, για την οργάνωση και διεξαγωγή των σχετικών δικών.
Επειδή, η προβλεπόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις υποχρέωση καταβολής αναλογικού ποσού παραβόλου, ανερχόμενου σε πέντε εκατοστά (5% του ποσού του προστίμου που όρισε η εκκαλούμενη απόφαση σε δίκες με αντικείμενο την επιβολή Χρηματικής κυρώσεως για παράβαση του φορολογικού νόμου δεν μπορεί να θεωρηθεί, κατ’ αρχήν, ως αντικείμενη στο ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, που καθιερώνει το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η σχετική ρύθμιση είναι πρόσφορη για τη’ επίτευξη του πιο πάνω σκοπού που συνάπτεται με την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης, την αποτροπή δηλαδή της ασκήσεως προπετών ένδικων μέσων. Η επίτευξη του σκοπού αυτού προϋποθέτει τον καθορισμό του παραβόλου σε τέτοιο ύψος, ώστε η σχετική οικονομική επιβάρυνση να είναι ανάλογη με το οικονομικό αντικείμενο της υποθέσεως, προκειμένου να λειτουργεί πράγματι αποτρεπτικά ως προς την άσκηση της εφέσεως, η οποία δεν θα έχει πιθανότητα ευδοκιμήσεως.
Ωστόσο, δεδομένου ότι στο νόμο δεν καθορίζεται ένα ανώτατο όριο (οροφή) παραβόλου, σε υποθέσεις με μεγάλο Χρηματικό αντικείμενο, η σχετική οικονομική επιβάρυνση μπορεί να ανέλθει σε ιδιαιτέρως υψηλό ποσό. Στην περίπτωση αυτή, όταν δηλ. το ύψος του παραβόλου υπερβαίνει ένα ανώτατο όριο (οροφή), το οποίο θα έπρεπε να καθορίζεται από το νομοθέτη, βάσει των εκάστοτε κρατουσών οικονομικών συνθηκών, ο περιορισμός του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, τον οποίο συνεπάγεται η θέσπιση υποχρεώσεως καταβολής παραβόλου για την άσκηση εφέσεως, καθίσταται δυσανάλογος σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δεδομένου, μάλιστα, ότι προβλέπεται η απόδοση του παραβόλου μόνο σε περίπτωση αποδοχής της εφέσεως και όχι σε κάθε περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με σχετική δικαστική κρίση, η ασκηθείσα έφεση δεν υπήρξε προδήλως απερίσκεπτη ή αστήρικτη.
Εξάλλου, η δυνατότητα απαλλαγής του διαδίκου από τη σχετική υποχρέωση, σε περίπτωση αδυναμίας καταβολής του παραβόλου, λόγω ένδειας, δεν αρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι εγγυήσεις για την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι με την επίμαχη ρύθμιση θίγονται τα δικαιώματα του μη ενδεούς διαδίκου, ο οποίος υφίσταται μία δυσανάλογη οικονομική επιβάρυνση, προκειμένου η έφεσή του να κριθεί παραδεκτή.
Η ως άνω ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σύμφωνη με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η δυνατότητα ασκήσεως εφέσεως συναρτάται με την οικονομική κατάσταση του εκκαλούντος. Και ναι μεν ο δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας δεν κατοχυρώνεται συνταγματικά, σε περίπτωση όμως που προβλέπεται νομοθετικά η δυνατότητα άσκησης εφέσεως, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού για την άσκησή της, δεν πρέπει να είναι δυσαναλόγως αυστηρές σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Ενόψει των ανωτέρω, η νομοθετική πρόβλεψη καταβολής αναλογικού παραβόλου για την άσκηση εφέσεως επί φορολογικών υποθέσεων, είναι αντίθετη με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το μέρος που οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 171 του Κ.Φ.Δ. δεν θεσπίζουν ένα ανώτατο όριο (οροφή) στο ποσό του καταβλητέου παραβόλου, καθώς επίσης κατά το μέρος που οι διατάξεις αυτές δεν προβλέπουν τη δυνατότητα αποδόσεως του ως άνω καταβληθέντος ποσού όχι μόνο επί αποδοχής της εφέσεως, αλλά και κατόπιν δικαστικής κρίσεως περί του δικαιολογημένου της ασκήσεως αυτής. Αν και κατά την γνώμη τεσσάρων μελών του Δικαστηρίου, ήτοι των συμβούλων Π.Ζ. Φλώρου, Δ. Κωστόπουλου, Π.Ν. Φλώρου και Αικ. Χριστοφορίδου, οι διατάξεις του άρθρου 171 του Κ.Φ.Δ. αντίκεινται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος μόνον κατά το μέρος που δεν καθορίζουν είναι ανώτατο όριο (οροφή) ως προς το ύψος του θεσπιζομένου αναλογικού παραβόλου, όχι όμως και κατά το μέρος που δεν προβλέπουν τη δυνατότητα απόδοσης του παραβόλου κατόπιν δικαστικής κρίσεως περί του δικαιολογημένου ασκήσεως της εφέσεως.
Επειδή, εξάλλου, δεν τίθεται θέμα άνισης μεταχείρισης του ιδιώτη διαδίκου έναντι του Δημοσίου, ως εκ της υποχρεώσεως του πρώτου μόνον σε καταβολή παραβόλου κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει και τη δικονομική ισότητα του διαδίκου, διότι η ιδιομορφία της διοικητικής δίκης συνίσταται εις τούτο ακριβώς, ότι δηλαδή κινείται μεν με πρωτoβoυλία του ιδιώτη. στρέφεται όμως κατά διοικητικής πράξεως η οποία είναι εξοπλισμένη με το τεκμήριο νομιμότητας.
Εφόσον. λοιπόν, οι διάδικοι δεν βρίσκονται στην ίδια ακριβώς δικονομική θέση, είναι δικαιολογημένη η επιβάρυνση του διαδίκου εκείνου, ο οποίος θέτει υπό αμφισβήτηση την κατ’ αρχήν υφιστάμενη νομιμότητα. Κατά η γνώμη όμως επτά μελών του Δικαστηρίου που υποστήριξαν οι σύμβουλοι Π. Χριστόφορος, Σ. Χαραλαμπίδης, Σ. Ρίζος. Ειρ. Σαρπ, Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου και Αικ. Σακελλαροπούλου, η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 17 του Κ.Φ.Δ., που προβλέπει την υποχρέωση καταβολής παραβόλου εφέσεως μόνο όταν αυτή ασκείται από ιδιώτη διάδικο και όχι και από το Δημόσιο, εισάγει αδικαιολόγητο προνόμιο υπέρ του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών διαδίκων και η διαφορετική αυτή από μέρους του νομοθέτη μεταχείριση του Δημοσίου ως διαδίκου. όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής παραβόλου ει ασκήσεως εφέσεως. αντίκειται στη συνταγματική αρχή της δικονομικής ισότητας και είναι ανίσχυρη.
Επειδή, κατά τη γνώμη τριών μελών του Δικαστηρίου που υποστήριξαν οι σύμβουλοι Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου και Αικ. Σακελλαροπούλου οι πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 171 του Κ.Φ.Δ.. κατά το μέρος που εξαρτούν το παραδεκτό της εφέσεως από την προηγούμενη καταβολή του οριζομένου παραβόλου. είναι αντισυνταγματικές, πέρα από τα όσα ανωτέρω εξετέθησαν, για τους ακόλουθους λόγους: Η θέσπιση του παραβόλου. με το άρθρο 171 του Κ.Φ.Δ.. ως προϋποθέσεως παραδεκτού της εφέσεως, δεν επιτρέπει. αν ο εκκαλών δεν προκαταβάλει το νόμιμο παράβολο, την κρίση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατ’ εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως (κατά την οποία μάλιστα λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη οικονομική δυνατότητα του εκκαλούντος), του κατά πόσον το ύψος του συγκεκριμένου παραβόλου. το οποίο δεν έχει προκαταβληθεί, συνιστά δυσανάλογο περιορισμό του κατοχυρωμένου από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ. Δ.Α. δικαιώματος προσβάσεως στο δικαστήριο.
Για τον λόγο αυτό, το επίμαχο παράβολο δεν μπορεί να εμποδίσει, αν δεν έχει πρoκαταβληθεί, την περαιτέρω εξέταση της εφέσεως, αλλά θα έπρεπε να καταλογίζεται στον εκκαλούντα από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με τι απορριπτική απόφασή του επί της ουσίας της υποθέσεως, αφού μόνο ση περίπτωση αυτή είναι νοητή ειδική κρίση επί όλων των παραμέτρων που δικαιολογούν ή μη την. εν όλω ή εν μέρει, επιβολή του.
Εξάλλου, ενόψει του ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 171 του Κ.Φ.Δ. το παράβολο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου εκ μόνου του λόγου της απορρίψεως της εφέσεως. δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η θέσπισή του ως προϋποθέσεως παραδεκτού της εφέσεως εξυπηρετεί τον, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. θεμιτό σκοπό, στον οποίον αποβλέπει (την αποφυγή δηλ. ασκήσεως όλως απερισκέπτων και αστηρίκτω ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων επί διαφορών για τις οποίες έχει ήδη εξενεχθεί δικαστική κρίση σε πρώτο Βαθμό), αφού η κατάπτωσή του σε περίπτωση μη προκαταβολής του, διατάσσεται ασυνδέτως προς σχετική κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου.
Συνεπώς, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 171 του ΚΦΔ, αντίκειται, και για τον λόγο αυτό, σης εν λόγω διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α. (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α., υπόθεση Κreuzc. Pologne, απόφαση της 19.6.2001, Carcia Manibardo c. Espagne, απόφαση της 15.2.2000 κ.α.).
Επειδή, κατά τη γνώμη που υποστηρίχθηκε από δύο μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι τους Συμβούλους Δ. Μαρινάκη και Ι. Μαντζουράνη, οι διατάξεις του άρθρου 171 του Κ. Φ .Δ. είναι εξ ολοκλήρου σύμφωνες με το Σύνταγμα.
Ειδικότερα, κατά τη μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της εφέσεως ιδιώτη διαδίκου, αποβλέπει στην αποτροπή της ασκήσεως απερίσκεπτων και αστήρικτων εφέσεων, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης και για το λόγο αυτό η πρόβλεψη, καθ’ εαυτήν, της εν λόγω υποχρεώσεως και μάλιστα επί διαφορών για ης οποίες έχει ήδη εξενεχθεί δικαστική κρίση σε πρώτο βαθμό, δεν αντίκειται στις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις με ης οποίες κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας διότι, από τις διατάξεις αυτές δεν αποκλείεται στον κοινό νομοθέτη να υπάγει την άσκηση του εν λόγω ατομικού δικαιώματος σε περιορισμούς που συνάπτονται με την ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης και δεν αναιρούν την ουσία του δικαιώματος.
Προκειμένου δε, για διαφορές περί την επιβολή προστίμων για παραβάσεις φορολογικών νόμων, ο κατά το ως άνω άρθρο 171 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (5%) του επίδικου προστίμου, δεν αναιρεί την ουσία του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας, δεδομένου και του ότι, σε περίπτωση αδυναμίας καταβολής του παραβόλου αυτού, επιβάλλεται ευθέως από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος η απαλλαγή του διαδίκου από τη σχετική υποχρέωση. Εξάλλου, η κατά τ’ ανωτέρω υποχρέωση καταβολής παραβόλου εφέσεως, εκ του ότι προβλέπεται μόνο για τον ιδιώτη διάδικο και όχι και για το Δημόσιο, δεν αντίκειται στην καθιερούμενη από το άρθρο 4 του Συντάγματος αρχή της δικονομικής ισότητας των διαδίκων. Και τούτο, διότι η σχετική διάκριση εμφανίζεται δικαιολογημένη από το γεγονός ότι η αποτροπή της ασκήσεως απερίσκεπτων εφέσεων, στην οποία, κατά τα προεκτεθέντα, αποβλέπει η καταβολή του παραβόλου από τους ιδιώτες διαδίκους, προκειμένου περί του Δημοσίου, ενυπάρχει, ως μέριμνα, στην επιδίωξη του δημοσίου συμφέροντος, που αποτελεί το σκοπό του και υπηρετείται, ως εκ τούτου, από τις διαδικασίες ελέγχου των οργάνων του, όπως η κατά το άρθρο 29 παρ. 3 του Ν.Δ. 4242/1962 (Α’ 135) από κοινού απόφαση της αρμόδιας φορολογικής αρχής και του εποπτεύοντος αυτήν επιθεωρητή περί ασκήσεως ή μη εφέσεως κατ’ αποφάσεως πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
Επειδή εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, με την οποίαν απορρίφθηκε η έφεση της αναιρεσείουσας, αφ’ ενός μεν διατάχθηκε η περιέλευση στο Δημόσιο του καταβληθέντος από αυτήν ποσού παραβόλου εφέσεως (10.000 δρχ.), αφ’ ετέρου δε καταλογίσ8ηκε εις βάρος της 10 υπόλοιπο κατά 10 νόμο ποσό παραβόλου (4.053.000 δρχ.) που δεν είχε καταβάλει.
Ήδη, η αναιρεσείουσα, με 10 κατά τ’ ανωτέρω δικόγραφο των προσ8έτων λόγων, προβάλλει ότι η περί παραβόλου εφέσεως διάταξη του άρθρου 171 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας είναι ανίσχυρη ως αντίθετη στα άρθρα 20 παρ. του Συντάγματος κα8ώς και στην αρχή της ισότητας των διαδίκων, και ότι, συνεπώς, παρανόμως διατάχθηκε η περιέλευση του κατατε8έντος παραβόλου στο Δημόσιο και της καταλογίσθηκε 10 επιπλέον πιο πάνω ποσό.
Επειδή, ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως κατά 10 μέρος που αναφέρεται στην αντισυνταγματικότητα του άρθρου 171 του ΚΦΔ, λόγω παραβάσεως του άρ8ρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος είναι κατά τα προαναφερθέντα, βάσιμος και για το λόγο αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, κατά το μέρος αυτό που ζητείται η αναίρεση, δηλαδή κατά 10 μέρος που διατάσσει την περιέλευση του καταβλη8έντος παραβόλου των 10.000 δρχ. στο Eλληνικό Δημόσιο και περατέρω, καταλογίζει παράβολο 4.053. 000 δρχ. λόγω ελλιπούς καταβολής του ποσού του παραβόλου που προσδιόρισε η φoρoλoγική αρχή με 10 συνταχθέν από αυτήν σημείωμα, κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 171 του Κ.Φ.Δ., απορριπτέου ως αβασίμου, εν πάση περιπτώσει, 101 άλλου λόγου αναιρέσεως περί αντισυνταγματικότητας της ίδιας διάταξης 101 άρ8ρου 171 του Κ.Φ.Δ., ως αντικείμενης στην αρχή της δικονομικής ισότητας των διαδίκων που απορρέει από 10 άρ8ρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος.