Αιτήσεις αναιρέσεως, άρθρου 53 παρ. 1 και 3 του Π.Δ. 18/1989. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων η εκδίκαση των αιτήσεων αναιρέσεως που αφορούν επιβολή φόρων κ.λ.π. υπέρ των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης υπάγεται στην αρμοδιότητα του ΣΤ Τμήματος του ΣτΕ. Συνεπώς εφόσον στην προκειμένη περίπτωση ο ένδικος φόρος ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο φόρος υπέρ των Ο.Τ.Α. η κρινόμενη αίτηση πρέπει να παραπεμφθεί στο αρμόδιο για την εκδίκασή της ΣΤ Τμήμα του Δικαστηρίου.

(Σ.τ.Ε. 475/2000 (Τμήμα Β )Πρόεδρος: ΗΛ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Εισηγητής: ΗΛ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Εισηγητής: Σ. ΚΑΡΑΛΗΣ

Δικηγόροι: Κ. ΚΑΡΛΗΣ, ΣΤ. ΔΕΤΣΗΣ

2. Επειδή, ο ν. 1249/1982 (φ. Α 43) ορίζει στο άρθρο 19 ότι: “από το οικονομικό έτος 1982 και σε κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται φόρος στην ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στην Ελλάδα” και ότι “στο φόρο υποβάλλεται η συνολική αξία της περιουσίας που ανήκει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και αποτελείται από ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα ή εμπράγματα δικαιώματα δικαιώματα σ αυτά, εκτός της υποθήκης” (παρ. 1), στο άρθρο 20 ότι “Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ανεξάρτητα από την ιθαγένεια, κατοικία ή την έδρα του, φορολογείται για την ακίνητη περιουσία του, που βρίσκεται στην Ελλάδα την πρώτη Ιανουαρίου του έτους φορολογίας…..” (παρ. 1), στο άρθρο 24 ότι: “Ο υπόχρεος σε φόρο και σε περίπτωση ανικανότητάς του ο νόμιμος αντιπρόσωπος είναι υποχρεωμένος να δηλώσει την ακίνητη περιουσία που του ανήκει και φορολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 19 ως 35 του παρόντος ….” (παρ. 1), στο άρθρο 25 ότι: “Η δήλωση υποβάλλεται σε ένα αντίτυπο στον αρμόδιο για τη φορολογία εισοδήματος Οικονομικό Εφορο μέχρι την 25 Φεβρουαρίου κάθε έτους….” (παρ. 1) και στο άρθρο 30 ότι: “Τα έσοδα από το φόρο που επιβάλλεται με τα άρθρα 19 έως 35 του παρόντος βεβαιώνονται και εισπράττονται ως δημόσια έσοδα στο αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο της κατοικίας του υπόχρεου ή της επαγγελματικής εγκατάστασης αυτού” (παρ. 1) και ότι: “Τα εισπραττόμενα έσοδα αποδίδονται μέσα στο πρώτο εξάμηνο του επόμενου οικονομικού έτους στους Δήμους και τις Κοινότητες με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, μετά από γνώμη της Κεντρικής Ενωσης Δήμων και Κοινοτήτων, με τις οποίες ορίζεται και ο τρόπος κατανομής και απόδοσης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου” (παρ. 2). Περαιτέρω, στο άρθρο 25 παρ. 11 του ν. 1828/ 1989 (φ. Α 2) ορίζονται τα εξής: “Ο φόρος ακίνητης περιουσίας, που προβλέπεται από τα άρθρα 19 έως 35 του ν. 1249/1982, αποτελεί τοπικό φόρο των δήμων και κοινοτήτων. Από τα εισπραττόμενα έσοδα ποσοστό είκοσι τα εκατό (20%) αποτελεί κεντρικό πόρο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και κατατίθεται στον ειδικό λογαριασμό της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού. Το υπόλοιπο ογδόντα τα εκατό (80%) αποδίδεται στους δήμους και τις κοινότητες ανάλογα με την αντικειμενική αξία των ακινήτων της περιφέρειάς τους που υπόκεινται στο φόρο. Για τη βεβαίωση και είσπραξη και γενικά τη διαχείριση του φόρου της παραγράφου αυτής συνιστάται στην Κεντρική Ενωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος ειδική υπηρεσία. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, ύστερα από γνώμη της ΚΕΔΚΕ, ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τη σύσταση, την οργάνωση, τη στελέχωση, τη λειτουργία της ειδικής υπηρεσίας, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με το ίδιο διάταγμα καθορίζονται ο τρόπος προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων και οι διαδικασίες βεβαίωσης, είσπραξης και απόδοσης του φόρου”.

Τέλος, το μεν άρθρο 15 του ν. 1882/ 1990 (φ. Α 43) ορίζει ότι: “Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 11 του άρθρου 25 του ν. 1828/1989 (ΦΕΚ 22 τ. Α ) αναστέλλεται μέχρι να εκδοθούν τα προεδρικά διατάγματα που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές” (παρ. 1) και ότι “Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρθρου αρχίζει από 1η Ιανουαρίου 1991” (παρ. 7), το δε άρθρο 18 του ν. 1884/1990 (φ. Α 18) ορίζει ότι: “Η παράγραφος 7 του άρθρου 15 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α ) αντικαθίσταται ως εξής: “7. Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Των λοιπών από την 1η Ιανουαρίου 1991”.

3. Επειδή, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν κατά το νόμο 1249/1982 ο φόρος ακίνητης περιουσίας έχει το χαρακτήρα δημοσίου φόρου ή φόρου υπέρ των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, πάντως από της ισχύος των ανωτέρω ως άνω διατάξεων της παραγράφου 11 του άρθρου 25 του ν. 1828/1989 ο εν λόγω φόρος κατέστη φόρος υπέρ των Ο.Τ.ΑΑ., διετήρησε δε τον χαρακτήρα αυτό μέχρι της αναστολής της ισχύος των διατάξεων αυτών, ήτοι, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 1 και 7 του ν. 1882/90 και του άρθρου 18 του ν. 1883/90, μέχρι τις 23.3.1990. Είναι δε χωρίς σημασία από την άποψη αυτή η μη έκδοση του π. δ/τος που προβλέπεται στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 11 του άρθρου 25 ν. 1828/89.

4. Επειδή, εξάλλου, το άρθρο 6 του π.δ. 309/1986 (φ. 136) όπως αυτό προσετέθη με το άρθρο 1 παρ. 2 του π.δ. 239/1994 (φ. 135) ορίζει τα εξής: “Στο ΣΤ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας υπάγονται: 1. Η εκδίκαση των αιτήσεων ακυρώσεως κατά πράξεων που αφορούν: α) ….. β) ….. γ) …… Στην εφαρμογή της νομοθεσίας της σχετικής με την επιβολή φόρων, εισφορών, τελών και συναφών δικαιωμάτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και λοιπών νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου, δ) …… 3. Η εκδίκαση των αιτήσεων αναιρέσεως του άρθρου 53 παρ. 1 και 3 του π.δ. 18/1989, που αφορούν τα αντικείμενα των περιπτώσεων γ και δ της ανωτέρω παρ. 1….”.

Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων στην αρμοδιότητα του Στ Τμήματος υπάγεται η εκδίκαση των αιτήσεων αναιρέσεως που αφορούν επιβολή φόρων, εισφορών κ.λ.π. υπέρ των Ο.Τ.Α. και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και στην περίπτωση που κατά την περί αυτών κειμένη νομοθεσία, η καταβολή των γίνεται στο δημόσιο ταμείο. Συνεπώς, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση ο ένδικος φόρος ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο (1.1.1990) φόρος υπέρ των Ο.Τ.Α., σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να παραπεμφθεί στο αρμόδιο για την εκδίκαση της Στ Τμήμα του Δικαστηρίου (Πρβλ. ΣτΕ 2996/97).