536/2/30-05-2025
Όροι και προϋποθέσεις για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των υπό ειδική εκκαθάριση ιδρυμάτων – κατάργηση της υπό στοιχεία ΕΠΑΘ 221/3/17.3.2017 (Β’ 971) απόφασης
Αριθμ. 536/2/2025
(ΦΕΚ Β’ 2889/11-06-2025)
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
Αφού έλαβε υπόψη:
α) Το άρθρο 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος,
β) την υπ’ αρ. 1/20.12.2012 πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος «Ανασύσταση Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων και ανάθεση αρμοδιότητας» (Β’ 3410) και την υπό στοιχεία ΠΕΕ 52/2.10.2015 «Σύνθεση και αρμοδιότητες της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων και της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος» (Β’ 2312), όπως ισχύει μετά και την τελευταία τροποποίησή της με την υπό στοιχεία ΠΕΕ 216/1/06.03.2023 (Β’ 1431),
γ) τον ν. 4261/2014 «Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ) κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις» (Α’ 107), και ιδίως τα άρθρα 145, 146 και 153 αυτού,
δ) την υπό στοιχεία ΕΠΑΘ 180/3/22.2.2016 απόφαση «Κανονισμός ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων και εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος χρηματοδοτικών ιδρυμάτων – Κατάργηση της απόφασης υπό στοιχεία ΕΠΑΘ 21/2/4.11.2011» (Β’ 717),
ε) ότι οι διατάξεις της παρούσας δεν αφορούν σε διοικητική διαδικασία για την οποία υπάρχει υποχρέωση καταχώρισης στο ΕΜΔΔ – ΜΙΤΟΣ,
στ) ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκύπτει δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφασίζει:
Να καθορίσει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των υπό ειδική εκκαθάριση ιδρυμάτων, ως εξής:
Άρθρο 1
Γενικές αρχές
1. Για τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων κάθε κατηγορίας που έχουν περιέλθει στο υπό ειδική εκκαθάριση ίδρυμα προς διαχείριση, ο ειδικός εκκαθαριστής ενεργεί με γνώμονα:
α) Τη μεγιστοποίηση του προϊόντος της ειδικής εκκαθάρισης μέσω της είσπραξης, της ρύθμισης και της διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων στη βέλτιστη καθαρή παρούσα αξία, ώστε να επιτυγχάνεται η ικανοποίηση στο μέγιστο δυνατό βαθμό των νόμιμων απαιτήσεων των πιστωτών του υπό ειδική εκκαθάριση ιδρύματος και με γνώμονα την επιτάχυνση των εργασιών ειδικής εκκαθάρισης με σκοπό την ολοκλήρωση αυτής και
β) τη συμβολή στη διασφάλιση της διαφάνειας, της ίσης μεταχείρισης και των όρων υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ πιθανών αγοραστών των επί μέρους στοιχείων ενεργητικού ή του συνόλου του ενεργητικού του υπό ειδική εκκαθάριση ιδρύματος.
2. Η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και από λοιπές πιστωτικές συμβάσεις, με την επιφύλαξη τυχόν διατάξεων που εξειδικεύουν τον νομικό χειρισμό επιμέρους κατηγοριών απαιτήσεων, διέπεται από τις εξής γενικές αρχές:
α) Ο ειδικός εκκαθαριστής καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να συνεργαστεί με τον οφειλέτη και τους εγγυητές με καλή πίστη και με εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην υπό στοιχεία ΕΠΑΘ 392/1/31.5.2021 απόφαση «Αναθεώρηση του Κώδικα Δεοντολογίας του ν. 4224/2013 – Κατάργηση της υπ’ αρ. 195/1/29.7.2016 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (Β’ 2376)» (Β’ 2411), όπως εφαρμόζεται από τα υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, σύμφωνα με την υπό στοιχεία ΕΠΑΘ 396/23.07.2021 απόφαση. Με την επιφύλαξη των εκεί οριζομένων αναφορικά με τον «συνεργάσιμο δανειολήπτη», ενδείξεις καλής πίστης αποτελούν η τεκμηριωμένη διενέργεια επικοινωνίας από την πλευρά του εκκαθαριστή και η προσκόμιση οικονομικών και λοιπών υποστηρικτικών στοιχείων από τον οφειλέτη και τους εγγυητές προς αξιολόγηση της ικανότητας αποπληρωμής αυτών.
Σε περίπτωση που είτε προκύπτει ότι δεν τηρείται η γενική αρχή της συνεργασίας και καλής πίστης είτε η ειδική εκκαθάριση χαρακτηρίζει τον οφειλέτη ως «μη συνεργάσιμο δανειολήπτη», σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην υπό στοιχεία ΕΠΑΘ 396/23.07.2021 απόφαση, ο ειδικός εκκαθαριστής οφείλει όπως ενεργήσει άμεσα προς το συμφέρον και την προστασία της περιουσίας της ειδικής εκκαθάρισης, ήτοι όπως αμελλητί εκκινήσει τις δέουσες νομικές ενέργειες αναγκαστικής εκτέλεσης ή εκποίησης της απαίτησης.
β) Ο ειδικός εκκαθαριστής τεκμηριώνει και αναλύει τα οικονομικά στοιχεία και τα πρόσθετα έγγραφα που προσκομίζει ο οφειλέτης, διενεργεί έρευνα ακίνητης περιουσίας αυτού και αντλεί τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να αξιολογεί την ικανότητα ολικής ή μερικής αποπληρωμής της απαίτησης, με την επιφύλαξη της τήρησης των σχετικών διατάξεων της υπό στοιχεία ΕΠΑΘ 396/23.07.2021 απόφασης, εφόσον προβλέπεται. Αποτέλεσμα αυτής της αξιολόγησης είναι η πρόταση κατάλληλων λύσεων διευθέτησης της απαίτησης προς τον οφειλέτη και τους εγγυητές.
Σε περίπτωση που τεκμηριώνεται, σύμφωνα με την πολιτική διαχείρισης απαιτήσεων που διαμορφώνει ο ειδικός εκκαθαριστής, αδυναμία εξυπηρέτησης οποιουδήποτε ποσού απαίτησης, ο ειδικός εκκαθαριστής δύναται να διαμορφώνει κατάλληλη πρόταση προς συνεργάσιμο οφειλέτη, η οποία αποσκοπεί στη ρευστοποίηση της εξασφάλισης της απαίτησης ή τμήματος αυτής είτε, εφόσον συντρέχουν ειδικά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του οφειλέτη, στην απομείωση του ποσού της απαίτησης, η οποία μπορεί να συμπεριλαμβάνει τμήμα του κεφαλαίου.
γ) Ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει στην αποτίμηση των εξασφαλίσεων κατά τρόπο που να οδηγεί σε ασφαλές συμπέρασμα όσον αφορά την οικονομική αξία αυτών.
δ) Ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει σε συγκριτική ανάλυση εναλλακτικών σεναρίων διευθέτησης της απαίτησης, με γνώμονα τα οριζόμενα στην παρ. 1 και σύμφωνα με το άρθρο 5 της παρούσας.
Άρθρο 2
Επιχειρησιακό Σχέδιο
1. Ο ειδικός εκκαθαριστής πιστωτικού ιδρύματος μετά την ολοκλήρωση της απογραφής που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 2 της υπό στοιχεία ΕΠΑΘ 180/3/22.2.2016 απόφασης ή, αν αυτή έχει ολοκληρωθεί, μετά τον διορισμό του ως ειδικού εκκαθαριστή, διαμορφώνει και υποβάλλει προς έγκριση αμελλητί στην Τράπεζα της Ελλάδος επιχειρησιακό σχέδιο για τη ρευστοποίηση της υπό ειδική εκκαθάριση περιουσίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος εγκρίνει το ως άνω επιχειρησιακό σχέδιο με απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων που κοινοποιείται αμελλητί στον ειδικό εκκαθαριστή.
2. Το επιχειρησιακό σχέδιο υποβάλλεται εφεξής ετησίως σε συγκεντρωτική μορφή για το σύνολο των ειδικών εκκαθαρίσεων που έχουν τυχόν ανατεθεί σε έναν ειδικό εκκαθαριστή σύμφωνα με τις διατάξεις του στοιχείου γ) της παρ. 1, του άρθρου 145 του ν. 4261/2014 περί λειτουργικής ενοποίησης των ειδικών εκκαθαρίσεων. Το επιχειρησιακό σχέδιο δύναται να αφορά περίοδο μεγαλύτερη του έτους, κατόπιν οδηγιών της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε κάθε περίπτωση, το επιχειρησιακό σχέδιο περιλαμβάνει τα κατωτέρω:
α) Περιγραφή του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης της ειδικής εκκαθάρισης στο οποίο ειδικότερα περιλαμβάνονται:
i) Η οργανωτική δομή της και το σύστημα λήψης αποφάσεων,
ii) οι βασικές πολιτικές και οι κανονισμοί διοίκησης για την αποτελεσματική εκπλήρωση του έργου της,
iii) τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου.
β) Το σχέδιο στρατηγικής της ειδικής εκκαθάρισης όσον αφορά την ανάλυση και διαχείριση του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων στο οποίο περιλαμβάνονται:
i) H ανάλυση, αξιολόγηση και κατάτμηση (segmentation) του συνολικού χαρτοφυλακίου απαιτήσεων από δάνεια και από λοιπές πιστωτικές συμβάσεις, όπου σε κάθε περίπτωση λαμβάνονται υπόψη το είδος, το ποσό και ο χρόνος καθυστέρησης των δανείων, οι εξασφαλίσεις αυτών, η υπαγωγή των οφειλετών σε πτωχευτική ή προ-πτωχευτική διαδικασία καθώς και ομοειδή χαρακτηριστικά αυτών. Συγκεκριμένα προσδιορίζονται τα τμήματα του συνολικού χαρτοφυλακίου επί των οποίων μπορεί να εφαρμόζεται η ευχέρεια ρύθμισης της απαίτησης που προβλέπεται στο άρθρο 3 καθώς και συμβιβασμού και άλλων λύσεων όπως προβλέπεται στο άρθρο 4. Για την αξιολόγηση και κατάτμηση του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων μπορούν να εφαρμόζονται περαιτέρω και οι κατευθυντήριες γραμμές της ΠΕΕ 175/2/29.7.2020 (Κεφάλαια Δ2.3 και Ε).
ii) Οι συγκεκριμένες ενέργειες διαχείρισης στις οποίες ο ειδικός εκκαθαριστής προτίθεται να προβεί ανά τμήμα χαρτοφυλακίου, όπως καθορίζεται με την υπό ανωτέρω β) i) διαδικασία κατάτμησης. Ειδικά για τις ρυθμίσεις και τους συμβιβασμούς απαιτήσεων περιλαμβάνονται στο επιχειρησιακό σχέδιο:
– Το γενικό περιεχόμενο των νέων ή πρόσθετων συμβάσεων, που ο ειδικός εκκαθαριστής προτίθεται να συνομολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη σε κάθε περίπτωση τις διατάξεις των άρθρων 3 και 4,
– οι διαδικασίες που θα διέπουν την επιδίωξη της συνομολόγησης των εν λόγω συμβάσεων, τη συνακόλουθη επανέναρξη είσπραξης των απαιτήσεων και την παρακολούθηση της τήρησης των όρων αυτών.
iii) Για τις εκποιήσεις απαιτήσεων μεμονωμένα ή με τη μορφή χαρτοφυλακίων, κατά την έννοια των παρ. 3 και 4 του άρθρου 6, ο ειδικός εκκαθαριστής αναγνωρίζει ομάδες απαιτήσεων με ομοειδή στοιχεία, αναφέρει τα κριτήρια για την ομαδοποίηση και τη σύνθεση αυτών, αναλύει τις συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες θα προβεί με σκοπό την υλοποίηση της εκποίησης και παρέχει τη δέουσα τεκμηρίωση για τη λήψη της απόφασης με γνώμονα την παρ. 1 του άρθρου 1 της παρούσας.
γ) Τους ανά τρίμηνο στόχους του ειδικού εκκαθαριστή ως προς τη συγκέντρωση εισπράξεων, για τα δάνεια που βρίσκονται τόσο σε προσωρινή όσο και σε οριστική καθυστέρηση και για τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία. Ειδικότερα, οι στόχοι είσπραξης αντιστοιχούν στα συγκεκριμένα τμήματα του χαρτοφυλακίου δανείων, όπως αυτά έχουν καθορισθεί με την υπό ανωτέρω β) i) διαδικασία κατάτμησης.
δ) Τη μεθοδολογία για τον καθορισμό των προσδοκώμενων χρηματικών ροών και τους συντελεστές προεξόφλησης, σύμφωνα με το άρθρο 5, καθώς και τις παραδοχές που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό τους.
ε) Τις στρατηγικές διαχείρισης και ρευστοποίησης των λοιπών περιουσιακών στοιχείων (πλην δανείων) της ειδικής εκκαθάρισης, όπως εξειδικεύονται με τις επιμέρους πολιτικές και διαδικασίες, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 της παρούσας, με διάκριση ανά κατηγορία (ακίνητα, συμμετοχές, μετοχές, εταιρικά μερίδια, ομόλογα).
στ) Τις πολιτικές εξωτερικής ανάθεσης δραστηριοτήτων σε τρίτους (π.χ. περιοχές έργου, διαδικασία επιλογής παρόχου), με συνοπτική αναφορά στο περιεχόμενο των οικείων συμβάσεων καθώς και στα προσδοκώμενα οφέλη για την ειδική εκκαθάριση.
ζ) Τις πολιτικές οικονομικής διαχείρισης και ελέγχου των κατηγοριών κόστους της ειδικής εκκαθάρισης καθώς και τον ετήσιο προϋπολογισμό εξόδων.
η) Τον ετήσιο προϋπολογισμό για την προσωρινή διανομή από το προϊόν της ειδικής εκκαθάρισης.
θ) Τυχόν μεταβολές έναντι του προγενέστερου επιχειρησιακού σχεδίου.
3. Εντός τριάντα ημερών από το πέρας εκάστου τριμήνου, ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλλει στην Επιτροπή Ειδικών Εκκαθαρίσεων και στην Τράπεζα της Ελλάδος απολογισμό της υλοποίησης του εγκεκριμένου επιχειρησιακού σχεδίου που περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τα εξής:
α) Τις πραγματοποιηθείσες εισπράξεις από τη διαχείριση δανείων ανά τμήμα του χαρτοφυλακίου, από τη ρευστοποίηση των λοιπών στοιχείων ενεργητικού καθώς και το ποσό των υπολειπόμενων εισπράξεων για την επίτευξη του ετήσιου στόχου,
β) τους συμβιβασμούς, τις ρυθμίσεις δανείων και τις ενέργειες αναγκαστικής εκτέλεσης ανά τμήμα του χαρτοφυλακίου που υλοποιήθηκαν εντός του τριμήνου,
γ) τους πραγματοποιηθέντες πλειοδοτικούς διαγωνισμούς για την πώληση ακινήτων και λοιπών στοιχείων ενεργητικού και τα αποτελέσματα αυτών,
δ) τον τριμηνιαίο απολογισμό των λειτουργικών εξόδων της ειδικής εκκαθάρισης ανά κατηγορία εξόδου,
ε) αιτιολόγηση τυχόν αποκλίσεων από τους στόχους εισπράξεων και εξόδων που περιλαμβάνονται στο εγκεκριμένο επιχειρησιακό σχέδιο καθώς και προτάσεις για τη λήψη διορθωτικών μέτρων, εφόσον απαιτείται,
στ) λίστα με τις εξωτερικές αναθέσεις δραστηριοτήτων της ειδικής εκκαθάρισης που πραγματοποιήθηκαν εντός του τριμήνου με συνοπτική αναφορά στο περιεχόμενο των οικείων συμβάσεων καθώς και τεκμηρίωση της αναγκαιότητας διενέργειάς τους,
ζ) συνοπτική αναφορά σε τυχόν τροποποιήσεις στο πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης προς επίτευξη των σκοπών της ειδικής εκκαθάρισης.
Σε περίπτωση ανάθεσης της διαχείρισης τμήματος του χαρτοφυλακίου σε διαχειριστή πιστώσεων κατά την έννοια της περ. 8) του άρθρου 4 του ν. 5072/2023, η ανωτέρω πληροφόρηση θα παρέχεται τόσο συνολικά όσο και διακριτά για τα τμήματα του χαρτοφυλακίου που έχουν ανατεθεί και για αυτά που διαχειρίζεται εσωτερικά ο ειδικός εκκαθαριστής.
4. Η Επιτροπή Ειδικών Εκκαθαρίσεων παρακολουθεί σε τριμηνιαία βάση την πρόοδο υλοποίησης του επιχειρησιακού σχεδίου, συντάσσει δε σχετικό πόρισμα το οποίο υποβάλλει εγγράφως στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Άρθρο 3
Πλαίσιο ρυθμίσεων απαιτήσεων
1. Ο ειδικός εκκαθαριστής συνομολογεί νέες ή πρόσθετες συμβάσεις ρύθμισης απαιτήσεων (εφεξής η «ρύθμιση»), οι οποίες δύνανται να περιλαμβάνουν ενδεικτικά την παράταση του χρόνου αποπληρωμής, τη χορήγηση περιόδου χάριτος, τη δυνατότητα περιοδικών πληρωμών, τη μεταβολή επιτοκίου, έκπτωση τόκων και εξόδων απαίτησης. Επίσης, δύναται να διαγράφεται μέρος της συνολικής απαίτησης που μπορεί να περιλαμβάνει τμήμα του κεφαλαίου. Σε κάθε περίπτωση, ο ειδικός εκκαθαριστής δεν μπορεί να εκταμιεύει ποσά προς εξυπηρέτηση συμβάσεων πιστοδοτήσεων.
2. Κατά την επιλογή κάθε μιας κατάλληλης λύσης ρύθμισης, ο ειδικός εκκαθαριστής οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα εξής:
i) Η αποπληρωμή της απαίτησης πρέπει να συμφωνείται σε μηνιαία βάση, απόκλιση δε από τη μηνιαία εξυπηρέτηση τεκμηριώνεται δεόντως από τον ειδικό εκκαθαριστή, λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια όπως η εποχικότητα ή η ύπαρξη άλλων συνθηκών.
ii) Ο ειδικός εκκαθαριστής οφείλει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τη λήψη πρόσθετης εξασφάλισης.
iii) Τα επιτόκια των ρυθμίσεων ορίζονται από τον ειδικό εκκαθαριστή, λαμβανομένων υπόψη των ισχυόντων τραπεζικών επιτοκίων, των συνθηκών στην αγορά και της βιωσιμότητας της ρύθμισης.
iv) Η περίοδος χάριτος ως προς την καταβολή κεφαλαίου της οφειλής, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν αφορά τους τόκους, δύναται να παρέχεται σε οφειλέτες (φυσικά και νομικά πρόσωπα) κατόπιν δέουσας τεκμηρίωσης εκ μέρους του ειδικού εκκαθαριστή και δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες.
v) Ρυθμίσεις που παρέχουν την ευχέρεια μεταφοράς μέρους του οφειλόμενου κεφαλαίου στη χρονική λήξη της σύμβασης (balloon payment) είναι δυνατές αφού προηγουμένως έχει δεόντως τεκμηριωθεί με κριτήριο την επίπτωσή της στη βιωσιμότητα της ρύθμισης και υφίστανται εμπράγματες εξασφαλίσεις, των οποίων η αξία καλύπτει την καταληκτική δόση κατά τη διάρκεια της ρύθμισης.
vi) Η απομείωση της συνολικής απαίτησης, που μπορεί να περιλαμβάνει και τμήμα του κεφαλαίου, είναι δυνατή εφόσον ο ειδικός εκκαθαριστής έχει αναπτύξει πολιτικές και διαδικασίες ευχέρειας διαγραφής, επί απαιτήσεων με ομοειδή χαρακτηριστικά που διασφαλίζουν την ομοιογένεια και την διαφάνεια στη λήψη κάθε μιας απόφασης.
3. Κατόπιν της έγκρισης του επιχειρησιακού σχεδίου από την Τράπεζα της Ελλάδος, ο ειδικός εκκαθαριστής συνάπτει ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών που καταλαμβάνονται από τις διατάξεις των παρ. 2 και 2α του άρθρου 146 του ν. 4261/2014. Για τον καθορισμό του συνολικού ύψους της απαίτησης λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των απαιτήσεων κατά του ίδιου οφειλέτη από όλες τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί με αυτόν και συνυπολογίζονται τόσο η απαίτηση κεφαλαίου όσο και οι τυχόν παρεπόμενες απαιτήσεις για τόκους και έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξωλογιστικών τόκων. Η νέα ή πρόσθετη σύμβαση έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση του συνόλου ή τμήματος των δανειακών απαιτήσεων κατά του ίδιου οφειλέτη, έστω και αν με αυτόν έχουν συναφθεί περισσότερες της μίας συμβάσεις δανείων. Η νέα ή πρόσθετη σύμβαση δύναται επίσης να έχει ως αντικείμενο την εξάλειψη ενοχικής ή και εμπράγματης εξασφάλισης προς μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου σε τρίτο, σε κάθε περίπτωση κατόπιν καταβολής τιμήματος.
4. Η Επιτροπή Ειδικών Εκκαθαρίσεων δέχεται προς εξέταση αιτήματα ρυθμίσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της και υποβάλλονται από τον ειδικό εκκαθαριστή, ακόμα και στην περίπτωση που κάποιος όρος αποκλίνει από τα υπό ί. έως νι. ανωτέρω, αρκεί να υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση από τον ειδικό εκκαθαριστή ότι η εισήγηση οδηγεί σε επωφελή και βιώσιμη ρύθμιση, μη δεσμευόμενη, κατά τα λοιπά, από το εγκεκριμένο επιχειρησιακό σχέδιο. Τα αιτήματα περιλαμβάνουν αιτήματα ρυθμίσεων μεμονωμένων απαιτήσεων, σύμφωνα με την περ. β της παρ. 2 του άρθρου 146 ν. 4261/2014 καθώς και αιτήματα ρυθμίσεων απαιτήσεων για περιπτώσεις με ομοιόμορφα χαρακτηριστικά, σύμφωνα με την παρ. 2α του άρθρου 146 ν. 4261/2014. Εφόσον τούτο προβλέπεται στη σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων που συνάπτεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 5072/2023, τα κατά τα ανωτέρω αιτήματα δύνανται να υποβάλλονται και από το διαχειριστή της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 5072/2023, στο όνομα και για λογαριασμό του ειδικού εκκαθαριστή, ως εκπροσωπούντος νομίμως τα υπό εκκαθάριση πιστωτικά ιδρύματα.
Άρθρο 4
Πλαίσιο συμβιβασμών απαιτήσεων
1. Ως συμβιβασμός νοείται η εφάπαξ καταβολή ποσού προς οριστική διευθέτηση απαίτησης, με διαγραφή του υπολειπόμενου μέρους της συνολικής απαίτησης, συμπεριλαμβανομένου τμήματος του κεφαλαίου. Ο συμβιβασμός μπορεί να χωρήσει σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια διαχείρισης της απαίτησης.
2. Κατόπιν της έγκρισης του επιχειρησιακού σχεδίου από την Τράπεζα της Ελλάδος, ο ειδικός εκκαθαριστής συνάπτει συμβιβασμούς, συμπεριλαμβανομένων αυτών που καταλαμβάνονται από τις διατάξεις των παρ. 2 και 2α του άρθρου 146 του ν. 4261/2014. Για τον καθορισμό του ύψους της ως άνω απαίτησης συνυπολογίζονται τόσο η απαίτηση κεφαλαίου όσο και οι τυχόν παρεπόμενες απαιτήσεις για τόκους και έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξωλογιστικών τόκων.
3. Η Επιτροπή Ειδικών Εκκαθαρίσεων δέχεται προς εξέταση αιτήματα συμβιβασμών που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της εφόσον στο αίτημα περιλαμβάνεται πρόταση για το ακριβές περιεχόμενο του σκοπούμενου συμβιβασμού της απαίτησης, συνοδευόμενη από το ιστορικό της απαίτησης και ανάλυση, από την οποία προκύπτει ότι ο συμβιβασμός μεγιστοποιεί την εκτιμώμενη αξία ανάκτησης, λαμβάνοντας ταυτόχρονα μέριμνα για την κατά το δυνατόν ταχύτερη ολοκλήρωση της ειδικής εκκαθάρισης. Τα αιτήματα περιλαμβάνουν αιτήματα συμβιβασμών μεμονωμένων απαιτήσεων, σύμφωνα με την περ. α της παρ. 2 του άρθρου 146 ν. 4261/2014 καθώς και αιτήματα συμβιβασμών απαιτήσεων για περιπτώσεις με ομοιόμορφα χαρακτηριστικά, σύμφωνα με την παρ. 2α του άρθρου 146 ν. 4261/2014. Εφόσον τούτο προβλέπεται στη σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων που συνάπτεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 5072/2023, τα κατά τα ανωτέρω αιτήματα δύνανται να υποβάλλονται και από το διαχειριστή της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 5072/2023, στο όνομα και για λογαριασμό του ειδικού εκκαθαριστή, ως εκπροσωπούντος νομίμως τα υπό εκκαθάριση πιστωτικά ιδρύματα.
Άρθρο 5
Αξιολόγηση εναλλακτικών λύσεων διευθέτησης
1. Κατά την αξιολόγηση εναλλακτικών λύσεων για τη διευθέτηση των απαιτήσεων, ο ειδικός εκκαθαριστής αναπτύσσει εναλλακτικά σενάρια όπου ενσωματώνονται όλα τα προσδοκώμενα έσοδα/ανακτήσεις και όλα τα προσδοκώμενα έξοδα/δαπάνες τα οποία υπολογίζει ότι θα προκύψουν ως χρηματικές ροές για καθένα από αυτά.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος, καθαρή χρηματική ροή νοείται η διαφορά των προσδοκώμενων ταμιακών εσόδων και εξόδων που προκύπτουν από τη διαχείριση της απαίτησης σε ετήσια βάση. Συγκεκριμένα, ως προσδοκώμενα ταμιακά έσοδα νοούνται όλες οι πιθανές πηγές ανάκτησης από την απαίτηση, συμπεριλαμβανομένης της ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων ή δευτερογενών πηγών αποπληρωμής. Ως προσδοκώμενα ταμιακά έξοδα νοείται το σύνολο των εξόδων και πληρωμών που είναι απαραίτητα να γίνουν ώστε να επιτευχθούν οι ανακτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των νομικών εξόδων, εξόδων εκποίησης, αποτιμήσεων, διαχείρισης οφειλής κ.λπ. Ο ειδικός εκκαθαριστής πρέπει να τεκμηριώνει κάθε απόκλιση του προσδοκώμενου ανακτήσιμου κεφαλαίου πλέον τόκων από το κεφάλαιο της συνολικής απαίτησης συμπεριλαμβανομένων των τόκων στα εναλλακτικά σενάρια που διαμορφώνει σύμφωνα με την παρ. 1. Με σκοπό την αξιολόγηση ενός εκ των εναλλακτικών σεναρίων διαχείρισης της οφειλής, επιμετρώνται όλα τα ανωτέρω προσδοκώμενα ποσά ανάκτησης ή δαπάνης, σταθμισμένα κατάλληλα με την πιθανότητα πραγματοποίησής τους και για ένα εύλογο διάστημα δεόντως τεκμηριωμένο από τον ειδικό εκκαθαριστή ως ορίζεται στην ακόλουθη παράγραφο.
3. Για την αξιολόγηση των κατά τα ανωτέρω χρηματικών ροών ο ειδικός εκκαθαριστής εφαρμόζει προκαθορισμένους ετήσιους συντελεστές προεξόφλησης, οι οποίοι: α) Είναι κοινοί όσον αφορά απαιτήσεις με ομοειδή χαρακτηριστικά, β) διαμορφώνονται από τον ειδικό εκκαθαριστή και εισάγονται με τη δέουσα τεκμηρίωση στο επιχειρησιακό σχέδιο, αναθεωρούμενοι, εφόσον απαιτείται, σε ετήσια βάση, με διάκριση ανά κατηγορία απαιτήσεων με ομοειδή χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, για τη διαμόρφωση του συντελεστή προεξόφλησης, ως ποσοστό, λαμβάνεται καταρχήν υπόψη το μέσο επιτόκιο υφιστάμενων δανείων της ίδιας κατηγορίας σε ευρώ, με διάρκεια άνω των πέντε ετών, όπως δημοσιεύονται κάθε μήνα στο διαδικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος. Στη συνέχεια ο συντελεστής προεξόφλησης δύναται να αναπροσαρμοσθεί ανάλογα με τον βαθμό καθυστέρησης και τους κινδύνους που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από τυχόν ατέλειες στη σύμβαση, την ενδεχόμενη έλλειψη εμπράγματης εξασφάλισης, τη συνεργασιμότητα και ικανότητα αποπληρωμής (πιστούχου και εγγυητή) και το ιστορικό συμπεριφοράς ως προς την αποπληρωμή. Οι αναπροσαρμογές δεν δύνανται να υπερβαίνουν τις τιμές των ανωτέρω επιτοκίων κατά την αντίστοιχη κατηγορία. Ο ειδικός εκκαθαριστής ορίζει ανώτατο όριο συντελεστή προεξόφλησης για κάθε κατηγορία δανείου, ο οποίος αποτελεί τμήμα του επιχειρησιακού σχεδίου με την έννοια του άρθρου 2 της παρούσας.
4. Η προεξόφληση των καθαρών χρηματικών ροών με τους ως άνω συντελεστές ανά εξεταζόμενο σενάριο διαχείρισης και ανά χρονική περίοδο αποδίδει την αντίστοιχη Καθαρή Παρούσα Αξία (ΚΠΑ), σύμφωνα με την οποία προκρίνονται κατάλληλες λύσεις. Εν τούτοις, η ΚΠΑ δεν αποτελεί αποκλειστικά καθοριστικό κριτήριο για την υιοθέτηση μιας κατάλληλης λύσης, καθώς λαμβάνονται επίσης υπόψη τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά κάθε εξεταζόμενης εναλλακτικής (ενδεικτικά περιουσιακή κατάσταση, ικανότητα αποπληρωμής και βιωσιμότητα οφειλέτη), η ανάγκη για επιτάχυνση των διαδικασιών ειδικής εκκαθάρισης με σκοπό την ολοκλήρωση αυτής καθώς και η λογιστική αξία της απαίτησης, η οποία ορίζεται, για τους σκοπούς της παρούσας, ως η συνολική λογιστικοποιημένη αξία της απαίτησης μείον τις σωρευτικές προβλέψεις για τη συγκεκριμένη απαίτηση κατά τον χρόνο που αυτή περιήλθε στην περιουσία ειδικής εκκαθάρισης. Στο πλαίσιο αυτό, ο ειδικός εκκαθαριστής ή η Επιτροπή Ειδικών Εκκαθαρίσεων, κατά περίπτωση, μπορούν να αποδεχθούν λύσεις οι οποίες υπολείπονται της ΚΠΑ των εναλλακτικών σεναρίων, μετά από αξιολόγηση και επαρκή τεκμηρίωση.
Άρθρο 6
Εκποίηση περιουσιακών στοιχείων
1. Η Επιτροπή Ειδικών Εκκαθαρίσεων παρέχει τη σύμφωνη γνώμη της για την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, εφόσον από την εισήγηση του ειδικού εκκαθαριστή προκύπτει ότι διασφαλίζονται επαρκώς οι συνθήκες διαφάνειας, ίσης μεταχείρισης και υγιούς ανταγωνισμού του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β) της παρούσας απόφασης. Προκειμένου δε για την τιμή πρώτης προσφοράς λαμβάνεται υπόψη η τεκμηριωμένη εισήγηση του ειδικού εκκαθαριστή, η οποία στηρίζεται:
α) Για τα ακίνητα, σε δύο (2) πρόσφατες εκτιμήσεις που διενεργούνται από αρμόδια/πιστοποιημένα προς την εργασία αυτή πρόσωπα που περιλαμβάνονται στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών του Υπουργείου Οικονομικών. Στην περίπτωση απόκλισης μεταξύ των δύο εκτιμήσεων κατά ποσοστό άνω του 20%, το προς εκποίηση στοιχείο αποτιμάται και από έναν τρίτο ανεξάρτητο εκτιμητή, ο οποίος λαμβάνει υπόψη του τις δύο εκτιμήσεις. Ειδικότερα για ακίνητα η αντικειμενική αξία των οποίων δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ δύναται να λαμβάνεται υπόψη μια (1) πρόσφατη εκτίμηση κατά τα ως ανωτέρω. Οι εκτιμήσεις των προς εκποίηση ακινήτων συντάσσονται σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά ή διεθνή αναγνωρισμένα εκτιμητικά πρότυπα και με τον Κώδικα Δεοντολογίας Πιστοποιημένων Εκτιμητών (Β’ 1147/2013). Ο ειδικός εκκαθαριστής ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος για τα πρόσωπα στα οποία πρόκειται να ανατεθεί το έργο, υποβάλλοντας όλη τη συναφή ενημέρωση δυνάμει της παρ. 4, του άρθρου 1 της υπό στοιχεία ΕΠΑΘ 180/3/22.2.2016 απόφασης. Πέραν τούτων, στις εκτιμήσεις πρέπει να περιλαμβάνεται εγγράφως επαρκής πληροφόρηση και ανάλυση ώστε να υποστηρίζεται η απόφαση του ειδικού εκκαθαριστή προς ολοκλήρωση της σκοπούμενης ενέργειας,
β) για τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία, σε μία (1) πρόσφατη εκτίμηση, κατά περίπτωση είτε από ορκωτό ελεγκτή είτε από αρμοδίως εξειδικευμένο, εγνωσμένου κύρους σύμβουλο εκποίησης, η μεθοδολογία της οποίας λαμβάνει υπόψη την κοινή τραπεζική πρακτική.
2. Σε περίπτωση εκποίησης απαιτήσεων, η Επιτροπή Ειδικών Εκκαθαρίσεων δύναται να λάβει τη γνώμη ανεξάρτητου συμβούλου της δικής της επιλογής. Η σύμβαση ωστόσο καταρτίζεται μεταξύ συμβούλου και ειδικού εκκαθαριστή, ο οποίος και επιμερίζει τη σχετική δαπάνη μεταξύ των τυχόν περισσότερων υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων. Ο σύμβουλος της Επιτροπής Ειδικών Εκκαθαρίσεων, κατά πάσα περίπτωση διάφορος του συμβούλου αποτίμησης του ειδικού εκκαθαριστή, θα είναι ελεγκτική/συμβουλευτική εταιρία διεθνούς κύρους ή πιστωτικό ίδρυμα. Ο σύμβουλος της Επιτροπής Ειδικών Εκκαθαρίσεων επισκοπεί την έκθεση του συμβούλου αποτίμησης του ειδικού εκκαθαριστή και πιστοποιεί προς την Επιτροπή Ειδικών Εκκαθαρίσεων ότι η διαδικασία εκποίησης διασφαλίζει επαρκώς συνθήκες διαφάνειας, ίσης μεταχείρισης και υγιούς ανταγωνισμού, καθώς και ότι η εφαρμοζόμενη μεθοδολογία προσδιορισμού της τιμής πρώτης προσφοράς δεν αποκλίνει από τη γενικά αποδεκτή πρακτική και ότι οι παραδοχές της έκθεσης είναι επαρκείς και εύλογες για την άντληση των συμπερασμάτων αποτίμησης, χωρίς πάντως να απαιτείται η εκ νέου διερεύνηση των σχετικών στοιχείων.
3. Ο ειδικός εκκαθαριστής δύναται να συγκεντρώνει προς εκποίηση, κατ’ εφαρμογή του επιχειρησιακού σχεδίου, ομοειδή στοιχεία (με κοινά προς εκποίηση χαρακτηριστικά), τα οποία για τους σκοπούς της παρούσας νοούνται ως χαρτοφυλάκιο.
4. Εφόσον στον ειδικό εκκαθαριστή έχουν ανατεθεί περισσότερα του ενός υπό ειδική εκκαθάριση ιδρύματα, σύμφωνα με την περ. γ) παρ. 1 άρθρου 145 του ν. 4261/2014, ο ειδικός εκκαθαριστής δύναται να προβαίνει στη διαμόρφωση χαρτοφυλακίων ομοειδών στοιχείων των εν λόγω υπό ειδική εκκαθάριση ιδρυμάτων, με γνώμονα σε κάθε περίπτωση τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 1 της παρούσας απόφασης. Η κατανομή της προσόδου του υπό εκποίηση χαρτοφυλακίου ανά ειδική εκκαθάριση προσδιορίζεται από την ανωτέρω υπό 1(β) εκτίμηση.
5. Για εκποίηση, σύμφωνα με τις παρ. 3 και 4, ισχύουν τα παρακάτω:
η Επιτροπή Ειδικών Εκκαθαρίσεων παρέχει σύμφωνη γνώμη:
α) Σε πρώτο στάδιο, όπως ορίζεται στην παρ. 1, για την τιμή πρώτης προσφοράς ως αναγκαία προϋπόθεση για την προκήρυξη και
β) σε δεύτερο στάδιο, πριν ακριβώς από την κατακύρωση, όταν υφίσταται ο υπερθεματιστής. Για τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Ειδικών Εκκαθαρίσεων πριν από την κατακύρωση, με αντικείμενο ότι σε όλα τα στάδια της διαδικασίας τηρήθηκαν οι εφαρμοστέες διατάξεις και ο εγκεκριμένος από την Τράπεζα της Ελλάδος Κανονισμός Εκποιήσεων της ειδικής εκκαθάρισης, λαμβάνεται υπόψη η τεκμηριωμένη εισήγηση που υποβάλλει ο ειδικός εκκαθαριστής, στην οποία περιλαμβάνονται η γνωστοποίηση της προσφοράς των πέντε (5) επικρατέστερων υποψήφιων επενδυτών και του ύψος της προσφοράς τους, οι όροι καταβολής του τιμήματος, το ιστορικό της πλειοδοσίας καθώς και έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου της ειδικής εκκαθάρισης.
6. Ενέργειες διαχείρισης του ειδικού εκκαθαριστή κατά την εκποίηση:
α) Τα προς εκποίηση στοιχεία έχουν απογραφεί και έχουν απεικονιστεί στον ισολογισμό έναρξης ή στον πλέον πρόσφατο, δεν υφίσταται δε ειδική επιφύλαξη του νόμιμου ελεγκτή για τα συγκεκριμένα στοιχεία.
β) Υφίσταται το εγκεκριμένο από την Τράπεζα της Ελλάδος επιχειρησιακό σχέδιο καθώς και εγκεκριμένος από την Τράπεζα της Ελλάδος Κανονισμός Εκποιήσεων, τον οποίο έχει εκπονήσει ο ειδικός εκκαθαριστής.
Ο Κανονισμός Εκποιήσεων περιλαμβάνει σαφή αναφορά στις τηρούμενες διαδικασίες και πολιτικές για τον καθορισμό των στοιχείων (ακινήτων, δανείων, χαρτοφυλακίων, συμμετοχών, μετοχών, εταιρικών μεριδίων και ομολόγων) προς εκποίηση και την αποτίμηση αυτών και λαμβάνει υπόψη το κόστος διαχείρισης αυτών εντός της ειδικής εκκαθάρισης, την αξιολόγηση του εύλογου τιμήματος, τις υφιστάμενες συνθήκες της αγοράς και την ανάγκη για ταχεία ανάκτηση αξίας ρευστοποίησης. Στην εσωτερική πολιτική περιλαμβάνονται επίσης οδηγίες για την τήρηση των γενικών αρχών διαχείρισης της απαίτησης (προ της εκποίησης) καθώς και των λοιπών όρων της συναλλαγής.
Άρθρο 7
Τελικές διατάξεις
1. Τα υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (Α’ 277).
2. Ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλλει στη Διεύθυνση Επιθεώρησης Εποπτευόμενων Εταιρειών της Τράπεζας της Ελλάδος στοιχεία για τους συμβιβασμούς και τις ρυθμίσεις σε μηνιαία βάση, με προθεσμία υποβολής δέκα (10) ημέρες από τη λήξη κάθε μήνα, σύμφωνα με τα πρότυπα που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι. Το Παράρτημα Ι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας.
3. Δια της παρούσας καταργείται η υπό στοιχεία ΕΠΑΘ 221/3/17.3.2017 απόφαση «Όροι και προϋποθέσεις για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των υπό ειδική εκκαθάριση ιδρυμάτων- κατάργηση της υπό στοιχεία ΕΠΑΘ 77/1/30.5.2013» απόφασης (Β’ 971) και κάθε αναφορά στην καταργούμενη νοείται ως αναφορά στην παρούσα.
4. Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Επιθεώρησης Εποπτευόμενων Εταιρειών να παρέχει προς τους ειδικούς εκκαθαριστές οδηγίες και διευκρινίσεις που αφορούν την εφαρμογή της παρούσας.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να αναρτηθεί στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ο Πρόεδρος
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ