Δ. ΟΡΓ. Δ 1138311 ΕΞ 2019

Κοινοποίηση του «Κανονισμού (ΕΕ) 2016/1191 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Ιουλίου 2016 για την προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών μέσω της απλούστευσης των απαιτήσεων για την υποβολή ορισμένων δημόσιων εγγράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012» και παροχή οδηγιών για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων αυτού.

Αθήνα, 8 Οκτωβρίου 2019
Αριθ. Πρωτ.: Δ. ΟΡΓ. Δ 1138311 ΕΞ 2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ και ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ (Γ.Δ.Α.Δ.Ο.)
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ (Δ.ΟΡΓ.)
ΤΜΗΜΑ Δ’

Ταχ. Δ/νση: Λεωχάρους 2 10184 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Ιωάννα Ράνιου
Τηλέφωνο: 210-32.22.577
Fax: 210-32.30.829
Url: www.aade.gr

ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση του «Κανονισμού (ΕΕ) 2016/1191 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Ιουλίου 2016 για την προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών μέσω της απλούστευσης των απαιτήσεων για την υποβολή ορισμένων δημόσιων εγγράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012» και παροχή οδηγιών για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων αυτού.

ΣΧΕΤ: α) Το αριθ. 59257/16.8.2019 έγγραφο του Τμήματος Αστικής & Δημοτικής Κατάστασης της Διεύθυνσης Αστικής & Δημοτικής Κατάστασης της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικών & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών.
β) Το αριθ. ΕΜΠ 1328/23.7.2019 έγγραφο του Τμήματος Διεθνούς Δικαστικής Συνεργασίας σε Ποινικές και Αστικές Υποθέσεις της Διεύθυνσης Νομοθετικού Συντονισμού, Διεθνών Νομικών Σχέσεων & Διεθνούς Δικαστικής Συνεργασίας της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρώπινων Δικαιωμάτων.

Α.- Στέλνουμε, συνημμένα, για ενημέρωσή σας και εφαρμογή, τον αναφερόμενο στο θέμα Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επισημαίνεται ότι ο εν λόγω Κανονισμός έχει τεθεί σε εφαρμογή από την 16.2.2019, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 27 αυτού.

Για διευκόλυνση του έργου σας και για τη βέλτιστη κατανόηση των σημαντικότερων διατάξεών του, επισημαίνουμε τα κατωτέρω:

1. Με τις διατάξεις του άρθρου 1 «Αντικείμενο» του Κεφαλαίου Ι αυτού ορίζεται ότι «ο παρών κανονισμός προβλέπει, σε σχέση με ορισμένα δημόσια έγγραφα που εκδίδονται από τις αρχές ενός κράτους μέλους και πρέπει να υποβληθούν στις αρχές άλλου κράτους μέλους, σύστημα: α) κατάργησης της επικύρωσης ή παρόμοιας διατύπωσης και β) απλούστευσης άλλων διατυπώσεων. Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει ένα πρόσωπο να χρησιμοποιεί άλλα συστήματα που ισχύουν σε κράτος μέλος και αφορούν επικύρωση ή παρόμοια διατύπωση».

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του ίδιου άρθρου «ο παρών κανονισμός επίσης θεσπίζει πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα που θα χρησιμοποιούνται ως μεταφραστικά βοηθήματα συνημμένα σε δημόσια έγγραφα που αφορούν τη γέννηση, το ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται στη ζωή, τον θάνατο, τον γάμο (περιλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη γάμου και της οικογενειακής κατάστασης), την καταχωρισμένη συμβίωση (περιλαμβανομένων της ικανότητας νια σύναψη σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης και της κατάστασης από άποψη καταχωρισμένης συμβίωσης), την κατοικία και/η διαμονή, και το λευκό ποινικό μητρώο».

2. Με τις διατάξεις του άρθρου 2 «Πεδίο εφαρμογής» του ίδιου Κεφαλαίου, καθορίζεται ότι ο εν λόγω Κανονισμός:

(α) Έχει ως πεδίο εφαρμογής, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της παρ. 1 αυτού, τα «δημόσια έγγραφα που εκδίδονται από τις αρχές ενός κράτους μέλους σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, τα οποία πρέπει να υποβληθούν στις αρχές άλλου κράτους μέλους και των οποίων πρωταρχικός σκοπός είναι να βεβαιώσουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα γεγονότα:
α) γέννηση·
β) το ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται στη ζωη·
γ) θάνατος·
δ) όνομα·
ε) γάμος, περιλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη γάμου και της οικογενειακής κατάστασης·
στ) διαζύγιο, δικαστικός χωρισμός ή ακύρωση γάμου·
ζ) καταχωρισμένη συμβίωση, περιλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης και της κατάστασης από άποψη καταχωρισμένης συμβίωσης·
η) λύση σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης, δικαστικός χωρισμός ή ακύρωση καταχωρισμένης συμβίωσης·
θ) γονική ιδιότητα·
ι) υιοθεσία·
ια) κατοικία και/ή διαμονή·
ιβ) ιθαγένεια·
ιγ) λευκό ποινικό μητρώο, υπό τον όρο ότι τα σχετικά με το γεγονός αυτό δημόσια έγγραφα εκδίδονται για πολίτη της Ένωσης από τις αρχές του κράτους μέλους της ιθαγένειάς του».
(β) Δεν εφαρμόζεται, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, «στα δημόσια έγγραφα που εκδίδονται από τις αρχές τρίτης χώρας· ή» σε επικυρωμένα αντίγραφα των εγγράφων αυτών, που εκδόθηκαν και παρήχθησαν από αρχές κράτους μέλους, σύμφωνα με τα εκτιμώμενα της περίπτωσης 17 του προοιμίου αυτού.
(γ) Δεν ισχύει, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της παρ. 4 του ως άνω άρθρου, «για την αναγνώριση σε κράτος μέλος έννομων αποτελεσμάτων σχετικά με το περιεχόμενο δημόσιων εγγράφων που εκδίδονται από τις αρχές άλλου κράτους μέλους».

3. Με τις διατάξεις του άρθρου 3 «Ορισμοί» του Κεφαλαίου Ι, δίδονται οι ορισμοί που αφορούν στις έννοιες: «δημόσια έγγραφα», «αρχή», «επικύρωση», «παρόμοια διατύπωση», «άλλες διατυπώσεις», «κεντρική αρχή» και «επικυρωμένο αντίγραφο».

4. Με τις διατάξεις:

(α) του άρθρου 4 «Απαλλαγή από την επικύρωση και παρόμοια διατύπωση» του Κεφαλαίου ΙΙ αυτού, καθορίζεται ότι «τα δημόσια έγγραφα που υπάγονται στον παρόντα κανονισμό και τα επικυρωμένα αντίγραφά τους απαλλάσσονται από κάθε μορφή επικύρωσης και παρόμοιας διατύπωσης».
Αναφορικά με τη συνύπαρξη του Κανονισμού με τη Σύμβαση για την επισημείωση (Σύμβαση της Χάγης) σύμφωνα με τα εκτιμώμενα της περίπτωσης 5 του προοιμίου αυτού, αναφέρεται ότι « Όσον αφορά τη Σύμβαση για την επισημείωση, παρότι οι αρχές των κρατών μελών δεν θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν επισημείωση όταν ένα πρόσωπο τους προσκομίζει δημόσιο έγγραφο που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό και έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να εκδίδουν επισημείωση όταν το πρόσωπο επιλέξει να τη ζητήσει. Επιπλέον, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εμποδίζει ένα πρόσωπο να εξακολουθεί να κάνει χρήση σε ένα κράτος μέλος της επισημείωσης που έχει εκδοθεί σε ένα άλλο. Κατά συνέπεια, η Σύμβαση για την επισημείωση θα μπορούσε να συνεχίσει να εφαρμόζεται, κατόπιν αιτήματος προσώπου, στις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών. Σε περίπτωση που ένα πρόσωπο ζητήσει επισημείωση σε δημόσιο έγγραφο υπαγόμενο στον παρόντα κανονισμό, οι εθνικές αρχές έκδοσης θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα ενδεδειγμένα μέσα για να ενημερώσουν το πρόσωπο αυτό ότι, βάσει του συστήματος που θεσπίζεται με τον παρόντα κανονισμό, δεν είναι πλέον απαραίτητη η επισημείωση εάν το εν λόγω πρόσωπο σκοπεύει να υποβάλει το έγγραφο σε άλλο κράτος μέλος. Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν αυτές τις πληροφορίες με κάθε κατάλληλο μέσο».

Περαιτέρω και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο, με α/α α’, σχετικό έγγραφο, το οποίο εκδόθηκε ύστερα από σχετικό έγγραφο ερώτημα της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού (Γ.Δ.Η.Δ.Α.Δ.) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), οι υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. υποχρεούνται, από την 16.2.2019 να κάνουν αποδεκτά έγγραφα, όπως ληξιαρχικές πράξεις γέννησης, γάμου, συμφώνου συμβίωσης, θανάτου, πιστοποιητικά οικογενειακής κατάστασης, άνευ επικύρωσης (Σφραγίδα της Χάγης), εφόσον έχουν εκδοθεί από αρχή κράτους μέλους. Επισημαίνεται, επίσης, ότι ο Κανονισμός 2016/1191, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο, με α/α β’, σχετικό έγγραφο, «έχει εφαρμογή και αφορά στον χρόνο προσκόμισης/κατάθεσης των σχετικών εγγράφων και όχι στον χρόνο σύνταξής τους προκειμένου να μην περιορίζονται τα αποτελέσματά του στην έννομη τάξη. Σε αντίθετη περίπτωση και προς υποστήριξη των προαναφερομένων θα είχαν προβλεφθεί στον εν λόγω κανονισμό και αντίστοιχες μεταβατικές διατάξεις».

(β) του άρθρου 5 του ίδιου Κεφαλαίου, καθιερώνεται απλούστευση άλλων διατυπώσεων, που αφορούν στα επικυρωμένα αντίγραφα. Ειδικότερα, καθορίζεται ότι:

«1. Όταν κράτος μέλος αξιώνει την υποβολή του πρωτότυπου δημόσιου εγγράφου που έχει εκδοθεί από τις αρχές άλλου κράτους μέλους, οι αρχές του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται το δημόσιο έγγραφο δεν αξιώνουν επίσης την υποβολή του επικυρωμένου αντιγράφου του.

2. Όταν κράτος μέλος επιτρέπει την υποβολή επικυρωμένου αντιγράφου δημόσιου εγγράφου, οι αρχές αυτού του κράτους μέλους αποδέχονται επικυρωμένα αντίγραφα εκδοθέντα σε άλλο κράτος μέλος».

Επισημαίνεται ότι στα εκτιμώμενα της περίπτωσης 8 του προοιμίου αυτού, αναφέρεται ότι «Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται στα επικυρωμένα αντίγραφα δημόσιων εγγράφων που έγιναν από αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο έχει εκδοθεί το πρωτότυπο δημόσιο έγγραφο. Ωστόσο, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να καλύπτει τα αντίγραφα των επικυρωμένων αντιγράφων».

5. Με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Κεφαλαίου ΙΙΙ, καθιερώνεται απλούστευση άλλων διατυπώσεων, που αφορούν στις μεταφράσεις.

Ειδικότερα, με τις διατάξεις: (α) της παρ. 1 αυτού, καθορίζεται ότι δεν απαιτείται μετάφραση όταν:

«α) το δημόσιο έγγραφο έχει συνταχθεί στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται το έγγραφο αυτό · ή

β) ένα δημόσιο έγγραφο που αφορά τη γέννηση, το ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται στη ζωή, τον θάνατο, τον γάμο (συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη γάμου και της οικογενειακής κατάστασης), την καταχωρισμένη συμβίωση (συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης και της κατάστασης από άποψη καταχωρισμένης συμβίωσης), την κατοικία και/η διαμονή, και το λευκό ποινικό μητρώο συνοδεύεται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, από πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο εφόσον η αρχή στην οποία υποβάλλεται το έγγραφο κρίνει ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στο πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο επαρκούν για την επεξεργασία του δημόσιου εγγράφου».

Περαιτέρω, στα εκτιμώμενα του προοιμίου αυτού αναφέρονται:

(αα) της περίπτωσης 23 ότι «Τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να απηχούν το περιεχόμενο των δημόσιων εγγράφων στα οποία επισυνάπτονται και θα πρέπει να περιορίζουν. όσο αυτό είναι εφικτό, την ανάγκη μετάφρασης των εν λόγω δημόσιων εγγράφων. Ωστόσο, για ορισμένα δημόσια έγγραφα των οποίων το περιεχόμενο δεν μπορεί να απηχείται δεόντως σε πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο, όπως είναι ορισμένες κατηγορίες δικαστικών αποφάσεων. ο στόχος του περιορισμού της ανάγκης μετάφρασης δεν είναι λογικά εφικτός……

(ββ) της περίπτωσης 24 ότι «..η αρχή στην οποία υποβάλλεται το δημόσιο έγγραφο θα πρέπει τελικά να αποφασίζει κατά πόσον οι πληροφορίες που περιέχονται στο πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο είναι επαρκείς για την επεξεργασία του εν λόγω δημόσιου εγγράφου».

(γγ) της περίπτωσης 25 ότι «η αρχή στην οποία υποβάλλεται ένα δημόσιο έγγραφο μπορεί. κατ’ εξαίρεση. αν είναι αναγκαίο προς τον σκοπό της επεξεργασίας του δημόσιου εγγράφου. να απαιτήσει από το πρόσωπο που υποβάλλει το εν λόγω δημόσιο έγγραφο που συνοδεύεται από πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο να προσκομίζει επίσης μετάφραση ή μεταγραμματισμό του περιεχομένου του πολύγλωσσου τυποποιημένου εντύπου στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους της ή. εάν αυτό το κράτος μέλος έχει περισσότερες επίσημες γλώσσες. στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου υποβάλλεται το δημόσιο έγγραφο. η οποία γλώσσα είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης».

(β) της παρ 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι η επικυρωμένη μετάφραση των προαναφερόμενων δημόσιων εγγράφων, από πρόσωπο που, σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους, είναι εξουσιοδοτημένο να πραγματοποιεί τέτοιες μεταφράσεις είναι αποδεκτή σε όλα τα κράτη μέλη. Είναι προφανές ότι μεταφράσεις των εγγράφων αυτών. τα οποία οι ενδιαφερόμενοι προσκομίζουν στις υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε.. για τη διεκπεραίωση υποθέσεών τους. μπορούν να διενεργούν. επίσης και οι υπηρεσίες. οι φορείς και τα πρόσωπα. που αναφέρονται στο αριθ. Δ.ΟΡΓ. Δ 1008736 ΕΞ 2019/18.1.2019 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης. με υπογραφή της Αναπληρώτριας Προϊσταμένου της Γ.Δ.Η.Δ.Α.Δ.. που σας έχει αποσταλεί.

6. Με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ίδιου Κεφαλαίου θεσπίζονται τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έγγραφα. Ειδικότερα. με τις διατάξεις αυτού καθορίζονται:

(α) της παρ. 1. ότι «τα δημόσια έγγραφα που αφορούν τη γέννηση. το ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται στη ζωή. τον θάνατο. τον γάμο (συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη γάμου και της οικογενειακής κατάστασης). την καταχωρισμένη συμβίωση (συμπεριλαμβανομένων της ικανότητας για σύναψη σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης και της κατάστασης από άποψη καταχωρισμένης συμβίωσης). την κατοικία και/ή διαμονή. και το λευκό ποινικό μητρώο και έχουν κοινοποιηθεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχείο γ) συνοδεύονται, κατόπιν αίτησης του προσώπου που δικαιούται να λάβει δημόσιο έγγραφο, από πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο καταρτισμένο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό».

(β) της παρ. 2. ότι τα προαναφερόμενα στην παρ. 1 πολύγλωσσα τυποποιημένα έγγραφα «εκδίδονται από μια αρχή και φέρουν ημερομηνία έκδοσης καθώς και την υπογραφή και, ανάλογα με την περίπτωση, τη σφραγίδα της αρχής έκδοσης».

7. Με τις διατάξεις του άρθρου 8 του ίδιου Κεφαλαίου καθορίζεται η χρήση των πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων. Ειδικότερα, με τις διατάξεις αυτού καθορίζονται:

(α) της παρ. 1, ότι τα εν λόγω έντυπα «χρησιμοποιούνται ως μεταφραστικό βοήθημα και δεν έχουν αυτοτελή νομική ισχύ», δεδομένου ότι στα εκτιμώμενα της περίπτωσης 22 του προοιμίου του Κανονισμού αναφέρεται ότι «μοναδικός σκοπός των πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων είναι η ευκολότερη μετάφραση του δημόσιου εγγράφου στο οποίο είναι συνημμένα. Κατά συνέπεια, τα έντυπα αυτά δεν θα πρέπει να κυκλοφορούν ως αυτοτελή έγγραφα μεταξύ των κρατών μελών».

(β) της παρ. 2, ότι «Τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα δεν αποτελούν: α) αποσπάσματα πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης· β) πιστά αντίγραφα πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης· γ) πολύγλωσσα αποσπάσματα πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης· δ) πολύγλωσσα και κωδικοποιημένα αποσπάσματα πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης· ή ε) πολύγλωσσα και κωδικοποιημένα πιστοποιητικά ληξιαρχικών πράξεων».

(γ) της παρ. 3, ότι «τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο σε άλλα κράτη μέλη εκτός από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκαν».

8. Με τις διατάξεις του:

(α) άρθρου 9 του ίδιου Κεφαλαίου καθορίζεται λεπτομερώς το περιεχόμενο των πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων

(β) του άρθρου 10 αυτού καθορίζονται οι γλώσσες έκδοσης των πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων. Ειδικότερα, με τις διατάξεις αυτού καθορίζεται:

(αα) της παρ. 1, ότι «τα πολύγλωσσα τυποποιημένα έντυπα συμπληρώνονται από την αρχή έκδοσης στην επίσημη γλώσσα του οικείου κράτους μέλους ή, εάν το εν λόγω κράτος μέλος έχει περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες, στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου εκδίδεται το πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο».

(ββ) της παρ. 2, ότι «το τυποποιημένο μέρος και οι ειδικοί ανά χώρα τίτλοι καταχωρίσεων των πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων υφίστανται και στις δύο ακόλουθες γλώσσες: α) στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο εκδίδεται το πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο ή, εάν το εν λόγω κράτος μέλος έχει περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες, στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου εκδίδεται το πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο, η οποία γλώσσα είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης· και β) στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους όπου προορίζεται να υποβληθεί το δημόσιο έγγραφο στο οποίο επισυνάπτεται το πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο ή, εάν το εν λόγω κράτος μέλος έχει περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες, στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου προορίζεται να υποβληθεί το δημόσιο έγγραφο στο οποίο επισυνάπτεται το πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο, η οποία γλώσσα είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης».

(γγ) της παρ. 3, ότι «το τυποποιημένο μέρος και οι ειδικοί ανά χώρα τίτλοι καταχωρίσεων στις δύο γλώσσες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και το πολύγλωσσο γλωσσάριο που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 περιλαμβάνονται σε ενιαίο πολύγλωσσο τυποποιημένο έντυπο».

9. Με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του ίδιου Κεφαλαίου, προβλέπονται, αντίστοιχα, το «Τέλος για τη χορήγηση πολύγλωσσου τυποποιημένου εντύπου» και οι «Ηλεκτρονικές μορφές των πολύγλωσσων τυποποιημένων εντύπων».

10. Με τις διατάξεις:

(α) του άρθρου 13 του Κεφαλαίου IV προβλέπεται για ποιους σκοπούς χρησιμοποιείται το Σύστημα Πληροφόρησης για την Εσωτερική Αγορά («IMI»), που θεσπίστηκε με τον Καν. (ΕΕ) 1024/2012 και με τις διατάξεις του άρθρου 14 αυτού καθορίζεται διαδικασία υποβολής αιτημάτων παροχής πληροφοριών σε περιπτώσεις εύλογης αμφιβολίας. Αναλυτικότερα, προβλέπεται ότι:

«1. Όταν οι αρχές ενός κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται δημόσιο έγγραφο ή το επικυρωμένο του αντίγραφο έχουν εύλογη αμφιβολία σχετικά με τη γνησιότητα του εν λόγω δημόσιου εγγράφου ή του επικυρωμένου αντιγράφου του, προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες ώστε να βεβαιωθούν για τη γνησιότητα:

α) ελέγχουν τα διαθέσιμα υποδείγματα εγγράφων στο αποθετήριο του ΙΜΙ, όπως αναφέρονται στο άρθρο 22·

β) εάν εξακολουθούν να έχουν αμφιβολία, υποβάλλουν αίτημα παροχής πληροφοριών μέσω του ΙΜΙ:

i) στην αρχή που εξέδωσε το δημόσιο έγγραφο ή, κατά περίπτωση, στην αρχή που εξέδωσε το επικυρωμένο αντίγραφο, ή και στις δύο· ή

ii) στην αρμόδια κεντρική αρχή.

2. Η εύλογη αμφιβολία σχετικά με τη γνησιότητα δημόσιου εγγράφου ή του επικυρωμένου αντιγράφου του που προβλέπεται στην παράγραφο 1 μπορεί να αφορά ειδικότερα:

α) τη γνησιότητα της υπογραφής·

β) την ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε ο υπογράφων·

γ) την ταυτότητα της σφραγίδας·

δ) την παραποίηση ή τη νόθευση του εγγράφου.

3. Οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών που υποβάλλονται δυνάμει του παρόντος άρθρου αιτιολογούνται σε κάθε περίπτωση.

4. Οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών που υποβάλλονται δυνάμει του παρόντος άρθρου συνοδεύονται από αντίγραφο του σχετικού δημόσιου εγγράφου ή επικυρωμένου αντιγράφου του, το οποίο διαβιβάζεται ηλεκτρονικά μέσω του ΙΜΙ. Οι αιτήσεις αυτές και οι απαντήσεις στις εν λόγω αιτήσεις απαλλάσσονται από κάθε εισφορά, τέλος ή επιβάρυνση.

5. Οι αρχές απαντούν σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών που υποβάλλονται δυνάμει του παρόντος άρθρου το συντομότερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τις πέντε εργάσιμες ημέρες ή τις δέκα όταν η αίτηση υφίσταται επεξεργασία μέσω κεντρικής αρχής.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η προθεσμία που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν είναι δυνατό να τηρηθεί, η αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση και η αιτούσα αρχή συμφωνούν για την παράτασή της.

6. Εάν δεν επιβεβαιωθεί η γνησιότητα του δημόσιου εγγράφου ή του επικυρωμένου αντιγράφου του, η αιτούσα αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να τα επεξεργαστεί».

(β) των άρθρων 15 και 16 του ίδιου Κεφαλαίου προβλέπονται αντίστοιχα ο ορισμός κεντρικών αρχών και τα καθήκοντα αυτών.

11. Με τις διατάξεις των άρθρων 17, 18 και 19 του Κεφαλαίου V καθορίζεται η σχέση του Κανονισμού με άλλες διατάξεις του Ενωσιακού Δικαίου και με άλλες Πράξεις.

12. Στις διατάξεις των άρθρων 20 έως και 27 του Κεφαλαίου VI περιλαμβάνονται οι Γενικές και Τελικές διατάξεις του Κανονισμού.

Β.- Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο, με α/α α’, σχετικό έγγραφο, οι υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε., σε περίπτωση κατά την οποία έχουν αμφιβολία για τη γνησιότητα διοικητικού εγγράφου, που προβλέπεται στον Κανονισμό και τους έχει υποβληθεί από ενδιαφερόμενο, έχουν τη δυνατότητα να επισκεφτούν τον σύνδεσμο https://e-jusice.europa.eu/content public documents-551-en.do. όπου υπάρχουν στο αποθετήριο υποδείγματα, ανά κράτος μέλος, δημοσίων εγγράφων.

Γ.- α) Υπενθυμίζεται ότι :

(αα) οι πράξεις και τα έγγραφα, τα οποία αφορούν, μεταξύ των άλλων, στη φορολογική κατοικία ή στη διαμονή φυσικών προσώπων, που έχουν εκδοθεί από φορολογικές υπηρεσίες των χωρών της Αυστρίας, Ισπανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Λουξεμβούργου, Ολλανδίας, Πορτογαλίας, Τουρκίας, Πολωνίας και Ελλάδος, οι οποίες έχουν επικυρώσει τη «Σύμβαση που απαλλάσσει από την επικύρωση ορισμένες πράξεις και έγγραφα» (κυρωτικός ν. 4231/2014 – Α’ 19), δεν χρήζουν επικύρωσης με τη Σφραγίδα της Χάγης (Apostille). Σχετικό για το θέμα αυτό είναι το αριθ. Δ. ΟΡΓ. Δ 1112215 ΕΞ 2011/16.11.2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης, με υπογραφή του Προϊσταμένου της Γ.Δ.Η.Δ.Α.Δ..

(ββ) Για την κυκλοφορία δημόσιων εγγράφων μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου δεν απαιτείται η θεώρηση Apostille, γιατί με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 12 της από 5ης Μαρτίου 1984 διμερούς Συμβάσεως μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου (κυρωτικός ν. 1548/85), ορίζεται ότι τα έγγραφα αυτά έχουν ρητώς απαλλαγεί από την επικύρωση. Σχετικό για το θέμα αυτό είναι το αριθ. 1122798/1216/0006Δ/10.1.2008 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών.

β) Επισημαίνεται, επίσης, ότι η Διεύθυνση Οργάνωσης της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού και Οργάνωσης (Γ.Δ.Α.Δ.Ο.) έχει υποβάλει έγγραφο ερώτημα, προς τις αρμόδιες υπηρεσίες των Υπουργείων Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, με το οποίο ζητά να διευκρινιστεί αν τα έγγραφα, που εκδίδουν οι φορολογικές υπηρεσίες των Κρατών – Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και αφορούν στη φορολογική κατοικία και/ή διαμονή φυσικών προσώπων, εμπίπτουν στις ρυθμίσεις της υποπαρ. ια’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του εν θέματι Κανονισμού. Η απάντηση που θα δοθεί στο ως άνω ερώτημα θα σας κοινοποιηθεί, για την ορθή και ενιαία αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιπτώσεων.

Ύστερα από τα παραπάνω, παρακαλούνται οι Προϊστάμενοι των υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε. να μεριμνήσουν ώστε να λάβουν γνώση του παρόντος όλοι οι υπάλληλοι αυτών και να δώσουν σαφείς οδηγίες για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του εν θέματι Κανονισμού.

Με εντολή Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων

Ο Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού και Οργάνωσης
Νικόλαος Βλάχος