Σ.Τ.Ε. 3945/2004

Προθεσμία προσφυγής
Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ τμήματος)

Αριθ. απόφασης: 3945/2004

Προεδρεύων: Ηλ. Παπαγεωργίου, Σύμβουλος ΣτΕ,

Εισηγητής: Κ. Βιολάρης, Πάρεδρος ΣτΕ

Κώδικας Φορολογικής Δικονομίας

(Π.Δ. 331/1985, άρθρο 77)

Προθεσμία προσφυγής: Η προθεσμία της προσφυγής αρχίζει από την επομένη της ημέρας που επιδόθηκε η πράξη. Η επίδοση της πράξης πρέπει να προκύπτει από το περιεχόμενο του αποδεικτικού επίδοσης και όχι από το περιεχόμενο της ατομικής ειδοποίησης.

Δεκτή αίτηση αναίρεσης φορολογουμένου.

[…] 3. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 77 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (Κ.Φ.Δ.) (Π.Δ. 331/1985, ΦΕΚ Α΄ 116) ορίζεται ότι “Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής είναι είκοσι ημέρες και αρχίζει από την επομένη της ημέρας που επιδόθηκε η πράξη…”.

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι η προσφυγή που άσκησε ο ήδη αναιρεσείων κατά της παραπάνω από 20.1.1993 πράξεως χρεώσεως δασμών και λοιπών φόρων του Διευθυντή της ΔΙ.Π.Ε.Α. ήταν απορριπτέα ως εκπρόθεσμη. Ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση: “όπως προκύπτει από το από 16.3.1993 αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα Σ. Γκα… στον ίδιο τον εκκαλούντα (ήδη αναιρεσείοντα) επιδόθηκε την ημερομηνία αυτή (16.3.1993) η 3085/Α 85/ΔΕΑΧ 3157/89 ατομική ειδοποίηση μαζί με την από 20.1.1993 πράξη χρεώσεως δασμών και λοιπών φόρων, όπως αυτό προκύπτει από το περιεχόμενο αυτής (της ατομικής ειδοποίησης)”. Επομένως, κατά την περαιτέρω κρίση του διοικητικού εφετείου, η ένδικη προσφυγή, που ασκήθηκε στις 6.4.1993, μετά δηλαδή την πάροδο της εικοσαήμερης προθεσμίας που προβλέπεται από τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, ασκήθηκε εκπροθέσμως και ορθώς, κατά την κρίση του διοικητικού εφετείου, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την πρωτόδικη απόφαση. Η κρίση όμως αυτή του διοικητικού εφετείου είναι πλημμελώς αιτιολoγημένη, διότι: α) για την έναρξη της επίμαχης προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής κατ΄ άρθρο 77 παρ. 1 του Κ.Φ.Δ. δεν αρκούσε μόνη η κοινοποίηση της ως άνω ατομικής ειδοποιήσεως, αλλά απαιτείτο επίδοση της πράξεως επιβολής των δασμών και λοιπών φόρων, β) το δικάσαν δικαστήριο συνήγαγε το γεγονός της επιδόσεως στον αναιρεσείοντα και της ένδικης καταλογιστικής πράξεως μαζί με την ατομική ειδοποίηση από το περιεχόμενο της ατομικής ειδοποιήσεως και όχι από περιεχόμενο του παραπάνω αποδεικτικού επιδόσεως, χωρίς μάλιστα να αιτιολογεί γιατί δεν απέβλεψε στο περιεχόμενο του εν λόγω αποδεικτικού επιδόσεως. Για το λόγο συνεπώς αυτό, που βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνηση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.