Σ.Τ.Ε. 1408/2005

Δικαίωμα έκπτωσης φόρου επί επενδυτικών δαπανών. Πότε αποκτάται
Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ τμήματος)

Αριθ. απόφασης: 1408/2005

Πρόεδρος: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ,

Εισηγητής: Σ. Μαρκάτης, Πάρεδρος ΣτΕ

Δικηγόροι: Π. Παναγιωτουνάκος, Παρ. Ν.Σ.Κ., Κ. Αλεπάκος

Φόρος προστιθέμενης αξίας (Ν. 1642/1986, `Αρθρα 23, παρ. 1, 25, παρ. 3, 26)

Δικαίωμα έκπτωσης φόρου επί επενδυτικών δαπανών. Πότε αποκτάται: Το πρόσωπο, το οποίο εκδήλωσε την πρόθεση, επιβεβαιούμενη από αντικειμενικά στοιχεία, να αρχίσει, κατά τρόπο ανεξάρτητο, οικονομική δραστηριότητα και το οποίο πραγματοποιεί για το σκοπό αυτό δαπάνες επενδύσεων, πρέπει να θεωρείται υποκείμενος στο φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) και, επομένως, έχει, υπό την ιδιότητα αυτή, το δικαίωμα αμέσου έκπτωσης του φόρου το οποίο κατέβαλε επί των δαπανών για επενδύσεις που έγιναν για τις ανάγκες των πράξεων, στις οποίες παρέχουν δικαίωμα έκπτωσης, χωρίς να απαιτείται προς τούτο και η έναρξη της πραγματικής εκμετάλλευσης της επιχείρησής του. Το δικαίωμα έκπτωσης άπαξ γεννηθέν, κατά τα ανωτέρω, εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη και όταν δεν αναμένεται η πραγματοποίηση εκροών από την επιχείρηση.

Απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης του Δημοσίου

[…] 3. Επειδή, ο Ν. 1642/1986 (Α΄ 125), όπως ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο, ορίζει στο άρθρο 3, παρ. 1, περ. α΄ ότι στον φόρο υπόκειται “κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ημεδαπό ή αλλοδαπό ή ένωση προσώπων, εφόσον ασκεί κατά τρόπο ανεξάρτητο οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασης, τον επιδιωκόμενο σκοπό ή το αποτέλεσμα της δραστηριότητας αυτής”, στο άρθρο 23, παρ. 1 ότι “Ο υποκείμενος δικαιούται να εκπέσει, από το φόρο που αναλογεί στις ενεργούμενες από αυτόν πράξεις παράδοσης αγαθών, παροχής υπηρεσιών και ενδοκοινοτικής απόκτησης αγαθών, το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών που έγιναν σ΄ αυτόν και η εισαγωγή αγαθών που πραγματοποιήθηκε από αυτόν, καθώς και το φόρο που οφείλεται για τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών που πραγματοποιήθηκαν από αυτόν. Η έκπτωση παρέχεται κατά το μέρος που τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση πράξεων που υπάγονται στο φόρο. Ειδικά, για τα αγαθά επένδυσης, το δικαίωμα έκπτωσης κρίνεται οριστικά κατά το χρόνο έναρξης χρησιμοποίησης των αγαθών αυτών”, στο άρθρο 25, παρ. 3 ότι “Όταν το ποσό της έκπτωσης είναι μεγαλύτερο από τον οφειλόμενο φόρο στην ίδια περίοδο, η επιπλέον διαφορά μεταφέρεται για έκπτωση σε επόμενη περίοδο, με την επιφύλαξη των περί παραγραφής διατάξεων. Κατ΄ εξαίρεση, η διαφορά αυτή επιστρέφεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27” και στο άρθρο 27, παρ. 1 ότι “Με την επιφύλαξη των σχετικών με την παραγραφή διατάξεων ο φόρος επιστρέφεται, εφόσον: α) …, β) …., γ) …., δ) αφορά αγαθά επένδυσης, που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 4, του άρθρου 26 …”. Εξάλλου, στο άρθρο 26 του ιδίου νόμου ορίζονται τα ακόλουθα: “1. Η έκπτωση του φόρου που ενεργείται με βάση τις προσωρινές δηλώσεις … υπόκειται σε τελικό διακανονισμό κατά την υποβολή της … εκκαθαριστικής δήλωσης, εφόσον: α) …., β)….. 2. Ειδικά για τα αγαθά επένδυσης, η έκπτωση του φόρου που ενεργήθηκε υπόκειται σε πενταετή διακανονισμό με αφετηρία το έτος χρησιμοποίησής τους. … 3. … Εάν εντός πενταετίας από την πραγματοποίηση της δαπάνης για απόκτηση ή κατασκευή επενδυτικών αγαθών δεν έχει γίνει έναρξη της χρησιμοποίησης αυτών, θεωρείται ότι διατέθηκαν αποκλειστικά και μόνο σε αφορολόγητες πράξεις και ενεργείται εφάπαξ διακανονισμός με την εκκαθαριστική δήλωση της διαχειριστικής αυτής περιόδου … 4. Ως αγαθά επένδυσης, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, θεωρούνται: α) Τα ενσώματα αγαθά, που ανήκουν κατά κυριότητα στην επιχείρηση και τίθενται από αυτή σε διαρκή εκμετάλλευση, καθώς και τα κτίσματα ή άλλου είδους κατασκευές που κατασκευάζονται από την υποκείμενη στο φόρο επιχείρηση σε ακίνητο που δεν ανήκει κατά κυριότητα σε αυτή, αλλά έχει, βάσει οποιασδήποτε έννομης σχέσης, τη χρήση του ακινήτου αυτού, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον εννέα ετών. … β) Τα δικαιώματα χρησιμοποίησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σχεδίου, υποδείγματος, εμπορικού ή βιομηχανικού σήματος και άλλων παρόμοιων, εφόσον εξυπηρετούν περισσότερες από μία χρήσεις. 5. ….”.

4. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, το πρόσωπο, το οποίο εκδήλωσε την πρόθεση, επιβεβαιούμενη από αντικειμενικά στοιχεία, να αρχίσει, κατά τρόπο ανεξάρτητο οικονομική δραστηριότητα και το οποίο πραγματοποιεί για τον σκοπό αυτό δαπάνες επενδύσεων, πρέπει να θεωρείται ως υποκείμενος στον φόρο και, επομένως, έχει, υπό την ιδιότητα αυτή, το δικαίωμα αμέσου εκπτώσεως του φόρου, τον οποίο κατέβαλε επί των δαπανών για επενδύσεις που έγιναν για τις ανάγκες των πράξεων, στις οποίες σκοπεύει να προβεί και οι οποίες έχουν δικαίωμα εκπτώσεως, χωρίς να απαιτείται προς τούτο και η έναρξη της πραγματικής εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεώς του. Πράγματι, η εφαρμογή του συστήματος του φόρου προστιθέμενης αξίας και, επομένως, του μηχανισμού εκπτώσεως εξαρτάται από την απόκτηση των αγαθών ή των υπηρεσιών από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί υπό την ιδιότητα αυτή, η δε πραγματοποιηθείσα ή μελετώμενη χρήση των αγαθών αυτών και υπηρεσιών προσδιορίζει μόνο την έκταση του δικαιώματος της αρχικής εκπτώσεως την οποία δικαιούται ο υποκείμενος στον φόρο και την έκταση των ενδεχόμενων μετέπειτα διακανονισμών. Έτσι, εξασφαλίζεται η ουδετερότητα του φόρου προστιθέμενης αξίας με την αποφυγή αυθαιρέτου διακρίσεως μεταξύ δαπανών επενδύσεων πραγματοποιουμένων πριν από την πραγματική εκμετάλλευση μιας επιχειρήσεως και των δαπανών που πραγματοποιούνται κατά την διάρκεια της εκμεταλλεύσεως αυτής. Συνεπώς, υπό την επιφύλαξη των ενδεχόμενων διακανονισμών, τους οποίους προβλέπει το άρθρο 26 και εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση απάτης ή καταστρατηγήσεως των διατάξεων που παρέχουν το δικαίωμα εκπτώσεως του φόρου, περίπτωση στην οποία η φορολογική αρχή μπορεί να ζητήσει αναδρομικώς την επιστροφή των ποσών τα οποία εξέπεσαν, το δικαίωμα εκπτώσεως, άπαξ γεννηθέν κατά τα ανωτέρω, εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη και όταν δεν αναμένεται η πραγματοποίηση εκροών από την επιχείρηση (ΔΕΚ/8.6.2000, C400/98, Breitsohl, Συλλ. 2000, σελ. Ι-4321, σκέψεις 342, κ.ά.).

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσίβλητη εταιρεία συνεστήθη το έτος 1985 με σκοπό την παραγωγή και εμπορία αλουμίνας, άλλων μετάλλων που τυχόν συνυπάρχουν και κάθε άλλου προϊόντος ή ενώσεως αυτών. Από της συστάσεώς της μέχρι και την ένδικη διαχειριστική περίοδο (1993) ασχολήθηκε με την ίδρυση του εργοστασίου παραγωγής αλουμίνας και ειδικότερα με την εκτέλεση έργων υποδομής (διαμόρφωση χώρου εργοστασίου, διάνοιξη δρόμων, κατασκευή κτιρίων, κλπ.). Με την από 27.12.196 αίτησή της προς την Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών εζήτησε την επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. 51.639.120 δραχμών, τον οποίο είχε καταβάλλει με έκτακτη προσωρινή δήλωση στις 6.8.1993 για λήψη τεχνολογίας – τεχνογνωσίας παραγωγής αλουμίνας, καθώς και υπηρεσιών βασικού και λεπτομερούς σχεδιασμού. Το αίτημά της αυτό απερρίφθη με την 20949/10.7.1997 απάντηση του Προϊσταμένου της ως άνω Δημοσίας Οικονομικής Υπηρεσίας με την αιτιολογία ότι η αναιρεσίβλητη δεν είχε πραγματοποιήσει φορολογητέες εκροές και, ως εκ τούτου, το ως άνω ποσό φόρου, το οποίο είχε καταβάλει και του οποίου εζήτησε τη επιστροφή, επιβαρύνει αυτήν ως τελικό καταναλωτή. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το διοικητικό εφετείο, αφού έλαβε υπ΄ όψιν ότι κατά την ένδικη διαχειριστική περίοδο η αναιρεσίβλητη ευρίσκετο στο στάδιο κατασκευής και για τον λόγο αυτόν δεν είχε πραγματοποιήσει πωλήσεις αγαθών και ότι από τα δεδομένα των βιβλίων της προέκυπτε ότι η δαπάνη, για την οποία κατεβλήθη ο φόρος του οποίου εζήτησε τη επιστροφή εντός του προβλεπομένου από τον νόμο χρόνου παραγραφής, έγινε για την παροχή σ΄ αυτήν, κατά το στάδιο της κατασκευής, υπηρεσιών τεχνολογίας – τεχνογνωσίας παραγωγής αλουμίνας, έκρινε ότι ο καταβληθείς φόρος είναι επιστρεπτέος σ΄ αυτήν, διότι αφορά δαπάνη για επενδυτικά αγαθά, πραγματοποιηθείσα κατά το στάδιο της κατασκευής και, επομένως, για την επιστροφή του φόρου αυτού δεν απαιτείτο ως προϋπόθεση η πραγματοποίηση πωλήσεων αγαθών και φορολογητέων εκροών. Με την σκέψη δε αυτή, απέρριψε την έφεση του Δημοσίου κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως με την οποία είχε γίνει δεκτή η προσφυγή της εταιρείας κατά της προαναφερομένης αρνητικής απαντήσεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών και είχε διαταχθεί η επιστροφή του φόρου.

6. Επειδή, η κρίση αυτή του διοικητικού εφετείου είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη διότι, κατά τα γενόμενα υπ΄ αυτού δεκτά, ο φόρος, του οποίου η αναιρεσίβλητη εζήτησε την επιστροφή, είχε καταβληθεί για δαπάνη επενδυτικών αγαθών αναγκαίων για την λειτουργία της επιχειρήσεώς της πριν από την έναρξη της πραγματικής εκμεταλλεύσεως αυτής και, επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην σκέψη 4, το δικαίωμα για την επιστροφή του φόρου είχε, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, γεννηθεί και δεν εξηρτάτο από την πραγματοποίηση εκροών. Ο περί του αντιθέτου δε λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι το κατά το άρθρο 27, παρ. 1, περ. δ΄ του Ν. 1642/1986 δικαίωμα επιστροφής του φόρου, ο οποίος κατεβλήθη για επενδυτικά αγαθά, έχουν μόνο οι νεοϊδρυόμενες επιχειρήσεις ή εκείνες που επεκτείνουν ή ανανεώνουν τον εξοπλισμό τους και όχι οι από μακρού χρόνου λειτουργούσες επιχειρήσεις και μη πραγματοποιούσες φορολογητέες εκροές, όπως η αναιρεσίβλητη, είναι αβάσιμος και απορριπτέος διότι μόνη η καθυστέρηση της πραγματικής εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως και η μη πραγματοποίηση εκροών δεν εμποδίζει, όπως εκτίθεται στην σκέψη 4, την γέννηση του δικαιώματος αυτού.

7. Επειδή, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση.