Σ.Τ.Ε. 3816/2005
Φορολογικά κίνητρα απαλλαγή από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων
Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ Τμήματος, 7μελούς)
Αριθ. απόφασης: 3816/2005
Πρόεδρος: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ,
Εισηγήτρια: Α. Συγγούνα, Σύμβουλος ΣτΕ
Δικηγόροι: Π. Παναγιωτουνάκος, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ., Γ. Στεφανάκης
Φορολογικά κίνητρα απαλλαγή από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων (Ν.Δ. 1297/1972).
Εισφορά ακινήτου κείμενου στην Ελλάδα σε αλλοδαπή επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε., κατά το Ν.Δ. 1297/1972. Απαλλαγή από το Φ.Μ.Α. Η μη εφαρμογή των ευνοϊκών διατάξεων του ως άνω Ν.Δ., με μοναδικό κριτήριο τον τόπο της έδρας της αλλοδαπής (συγχωνεύσας) επιχείρησης, αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο: Κατά την νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), η ρευστοποίηση επένδυσης σε ακίνητο αποτελεί κίνηση κεφαλαίων. Η διαφορετική φορολογική μεταχείριση της αλλοδαπής εταιρίας, ως προς τον επίμαχο φόρο (μεταβίβασης ακινήτου) με βάση και μόνο τον τόπο της έδρας αυτής, δημιουργεί σε βάρος της ανεπίτρεπτο περιορισμό στην κίνηση κεφαλαίων, αφού καθιστά την ανωτέρω μεταβίβαση επαχθέστερη και συνεπώς αποθαρρύνει την επένδυση κεφαλαίων σε ακίνητα στην Ελλάδα από εταιρία με έδρα άλλο Κράτος μέλος, χωρίς να συντρέχει επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί την παροχή του φορολογικού πλεονεκτήματος μόνο στις ημεδαπές εταιρίες. Επομένως, η μη εφαρμογή, στην επίδικη περίπτωση, των ευνοϊκών φορολογικών διατάξεων του Ν.Δ. 1297/1972, με μοναδικό κριτήριο τον τόπο της έδρας της αλλοδαπής επιχείρησης είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο.
Απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης του Δημοσίου.
[…] 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή το Δημόσιο ζητεί, παραδεκτώς, να αναιρεθεί η απόφαση 4339/1998 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεσή του κατά της απόφασης 11174/1997 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρίας και είχε ακυρωθεί η σιωπηρή απόρριψη από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Α΄ Κεφαλαίου Αθηνών επιφύλαξης που είχε διατυπώσει η αναιρεσίβλητη εταιρία στην υπ΄ αριθμ. 2744/1996 δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτου. Περαιτέρω, με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει δεκτή η ένδικη επιφύλαξη, είχε αναγνωριστεί ότι η αναιρεσίβλητη δεν οφείλει φόρο για την απόκτηση του περιγραφόμενου στην πιο πάνω δήλωση ακινήτου και είχε διαταχθεί να επιστραφεί στην αναιρεσίβλητη ποσό 16.353.860 δραχμών, το οποίο αχρεωστήτως είχε καταβληθεί.
3. Επειδή με την απόφαση 2393/2004 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, στην οποία είχε παραπεμφθεί η υπόθεση με την απόφαση 1581/2002 του Β΄ Τμήματος για την επίλυση ζητημάτων μείζονος σπουδαιότητας, επιλύθηκαν τα παραπεμφθέντα ζητήματα και η υπόθεση αναπέμφθηκε στο Β΄ Τμήμα για περαιτέρω κρίση.
4. Επειδή με την ανωτέρω απόφαση της Ολομέλειας κρίθηκαν τα εξής: “όπως έχει ήδη δεχθεί το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την οδηγία 88/361 που έχει εκδοθεί σε εκτέλεση του άρθρου 67 της Συνθήκης ΕΟΚ, πραγματοποιήθηκε η πλήρης απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων και επιβλήθηκε υποχρέωση στα Κράτη μέλη, με άμεσο αποτέλεσμα, να καταργήσουν όλους τους περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων, εφόσον δεν δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος (Απόφαση της 6ης Ιουνίου 2000, Verkooijen, C-35/98, Συλλ. Ι-4071). Εξάλλου, όπως συνάγεται από το σημείο II του παραρτήματος Ι της ανωτέρω οδηγίας και από την εισαγωγή και τις επεξηγηματικές σημειώσεις της ονοματολογίας, η ρευστοποίηση επενδύσεως σε ακίνητο αποτελεί κίνηση κεφαλαίων (Απόφαση της 16ης Μαρτίου 1999, Trummer και Mayer, C-222/97, Συλλ. Ι-1661). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσίβλητη εταιρία, που έχει την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απέκτησε δια μεταβιβάσεως (εισφοράς), στα πλαίσια συγχωνεύσεως, από τη συγχωνευθείσα σ΄ αυτήν εταιρία ακίνητο κείμενο στην Ελλάδα. Η διαφορετική φορολογική μεταχείριση της αναιρεσίβλητης εταιρίας, ως προς τον επίμαχο φόρο επί των συναλλαγών με βάση και μόνον τον τόπο της έδρας της εταιρίας αυτής, δημιουργεί σε βάρος της ανεπίτρεπτο περιορισμό στην κίνηση κεφαλαίων, αφού καθιστά την ανωτέρω μεταβίβαση, η οποία σύμφωνα με όσα ήδη εκτέθηκαν, εμπίπτει στον τομέα της κίνησης κεφαλαίων, επαχθέστερη και συνεπώς αποθαρρύνει την επένδυση κεφαλαίων σε ακίνητα στην Ελλάδα από εταιρία με έδρα άλλο Κράτος μέλος χωρίς να συντρέχει επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί την παροχή του φορολογικού πλεονεκτήματος μόνο στις ημεδαπές εταιρίες. Επομένως, η απόρριψη της επίδικης επιφυλάξεως της αναιρεσίβλητης, που υπαγορεύθηκε (όπως προκύπτει από την έκθεση που υπέβαλε το Δημόσιο κατά το άρθρο 82 του ΚΦΔ ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου) αποκλειστικά από το γεγονός ότι δεν έχει την έδρα της στην ημεδαπή παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη, γιατί, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η μη εφαρμογή στην επίδικη περίπτωση των ευνοϊκών φορολογικών διατάξεων του Ν.Δ. 1297/1972 με μοναδικό κριτήριο τον τόπο της έδρας της αναιρεσίβλητης είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο, όπως ορθά έκρινε και το διοικητικό εφετείο, ανεξάρτητα από την ειδικότερη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης”.
5. Επειδή, ενόψει των κατά τα ανωτέρω κριθέντων από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου, όλοι οι λόγοι αναιρέσεως της υπό κρίση αιτήσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι δεν είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο η μη εφαρμογή των ευνοϊκών φορολογικών διατάξεων του Ν.Δ. 1297/1972 υπό τις ανωτέρω περιστάσεις στις επιχειρήσεις που δεν έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
6. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής του φορολογουμένου, αν κρίνει ότι δεν απαιτείται κατά νόμον η αμφισβητηθείσα από τη φορολογική αρχή προϋπόθεση, οφείλει να κρίνει κατ΄ ουσίαν τη συνδρομή ή μη των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, περί των οποίων δεν έκρινε η φορολογική αρχή και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραλείψασα να αναφερθεί στις λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει το Ν.Δ. 1297/1972 έσφαλε. Ο λόγος, όμως, αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, αφού με αυτόν δεν προβάλλεται συγκεκριμένα ποιες προϋποθέσεις από τις προβλεπόμενες στο ανωτέρω Ν.Δ/γμα δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω, ώστε να δύναται να κριθεί αν η έλλειψή τους έπρεπε να ερευνηθεί από τα δικαστήρια της ουσίας χωρίς ειδικότερη ενώπιόν τους αμφισβήτηση εκ μέρους του Δημοσίου.
7. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση, με την οποία δεν προβάλλονται άλλοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.