Σ.Τ.Ε. 653/2005
Πρόσθετοι λόγοι έφεσης
Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ τμήματος, 7μελούς)
Αριθ. απόφασης: 653/2005
Πρόεδρος: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ,
Εισηγητής: Σπ. Καραλής, Σύμβουλος ΣτΕ
Δικηγόροι: Στ. Στεφανίδης, Στ. Δέτσης, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.
Κώδικας Φορολογικής Δικονομίας (Ν. 4125/1960, Ν.Δ. 10/1968, Π.Δ. 331/1985, άρθρο 170).
Πρόσθετοι λόγοι έφεσης: Η κατάθεση του δικογράφου μπορεί να γίνει τουλάχιστον δεκαπέντε πλήρεις ημέρες πριν από την πρώτη δικάσιμο, που έχει οριστεί. Ως πρώτη δικάσιμος κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης (άρθρου 170 παρ. 2 ΚΦΔ) νοείται η καθοριζόμενη από τον πρόεδρο του δικαστηρίου μετά την κατάθεση της έφεσης και όχι η καθοριζόμενη από το δικαστήριο κατά την αναβολή της υπόθεσης, ασχέτως αν η αναβολή αποφασίζεται αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση διαδίκου. Συνεπώς, πρόσθετοι λόγοι έφεσης προβαλλόμενοι με δικόγραφο κατατιθέμενο μετά την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης, είναι, κατά την έννοια της διάταξης αυτής απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
Σημείωση: Με την ισχύουσα διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 131 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999) το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και, με τη φροντίδα του διαδίκου που το ασκεί, επιδίδεται σε κυρωμένο αντίγραφο στους άλλους διαδίκους 15 τουλάχιστον ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση και όχι πριν από την πρώτη δικάσιμο, όπως ίσχυε υπό το καθεστώς του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας.
Απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης φορολογουμένου.
[…] 3. Επειδή, διά του άρθρου 170 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (Ν. 4125/1960, άρθρο 15 Ν.Δ. 10/1968, Π.Δ. 331/1985) ορίζεται ότι: “1. Μέσα στα όρια του προηγούμενου άρθρου, επιτρέπεται να προβληθούν πρόσθετοι λόγοι τnς έφεσης με χωριστό δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται n έφεση, πάνω στο δικόγραφο αυτό συντάσσεται πράξη κατάθεσης. 2. Η κατάθεση του δικογράφου μπορεί να γίνει τουλάχιστον δεκαπέντε πλήρεις nμέρες πριν από την πρώτη δικάσιμο, που έχει οριστεί, ακριβές αντίγραφο του δικογράφου αυτού επιδίδεται στον άλλο διάδικο με τη φροντίδα εκείνου που υπέβαλε τους προσθέτους λόγους, μέσα σε τρεις nμέρες από την κατάθεσή του. 3. Πρόσθετος λόγος είναι παραδεκτός και αν ακόμη n έφεση δεν περιέχει λόγο τυπικά παραδεκτό και ορισμένο”. Ως πρώτη δικάσιμος κατά την έννοια τnς ανωτέρω διάταξης (άρθρου 170 παρ. 2 ΚΦΔ) νοείται n καθοριζόμενη από τον πρόεδρο του δικαστηρίου μετά την κατάθεση τnς έφεσης και όχι n καθοριζόμενη από το δικαστήριο κατά την αναβολή τnς υπόθεσης, ασχέτως αν n αναβολή αποφασίζεται αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση διαδίκου. Συνεπώς, πρόσθετοι λόγοι έφεσης προβαλλόμενοι με δικόγραφο κατατιθέμενο μετά την αναβολή τnς συζήτησης της υπόθεσης, είναι, κατά την έννοια τnς διάταξης αυτής, απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Εξάλλου, ο περιορισμός στην προβολή προσθέτων λόγων έφεσης, όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΦΣ, δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος που αναφέρεται στην παροχή έννομης προστασίας, γιατί από τη συνταγματική αυτή διάταξη δεν αποκλείονται δικονομικής φύσης ρυθμίσεις, όπως n ρύθμιση αυτή.
4. Επειδή, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση οι υποβληθέντες την 13.6.1994 πρόσθετοι λόγοι έφεσης απερρίφθησαν ως απαραδέκτως υποβληθέντες μετά την προσδιορισθείσα πρώτη δικάσιμο για τη συζήτηση τnς υπόθεσης την 19.3.1992 ενώπιον του διοικητικού εφετείου, κατ΄ επίκληση τnς διάταξης του άρθρου 170 παρ. 2 τoυ Κ.Φ.Δ. Με την κρίση αυτή το διοικητικό εφετείο ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 του Κ.Φ.Δ. διαπιστώσαν ότι το δικόγραφο προσθέτων λόγων, υποβλήθηκε μετά την αρχική δικάσιμο για τη συζήτηση τnς υπόθεσης και συνεπώς ο λόγος αναίρεσης περί του ότι έσφαλε εν προκειμένω το δικαστήριο, διότι ως πρώτη δικάσιμος νοείται και n μετ΄ αναβολήν ορισθείσα δικάσιμος, εφόσον κατά την πρώτην δε συζητήθηκε n υπόθεση επί τnς ουσίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης περί του ανισχύρου τnς διάταξης του άρθρου 170 παρ. 2 του ΚΦΔ ως αντικειμένης στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, εναντιουμένης στο ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας είναι, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, απορριπτέος ως αβάσιμος.