ΝΟΜΟΣ 1996 ΦΕΚ Α` 196/16.12.1991

Κύρωση Σύμβασης περί  καθορισμού του Κράτους που είναι υπεύθυνο για την  εξέταση αιτήσεως παροχής ασύλου, η οποία υποβάλλεται σύ ένα από τα κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδουμε τον ακόλουθο Νόμο που ψήφισε η Βουλή

Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Σύμβαση περί καθορισμού του Κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως παροχής ασύλου, η οποία υποβάλλεται σ’ ένα από τα κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων”, η οποία υπογράφηκε στο Δουβλίνο στις 15 Ιουνίου 1990 και της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στην ελληνική γλώσσα έχει ως εξής:

ΣΥΜΒΑΣΗ

Περί καθορισμού του Κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως παροχής ασύλου η οποία υποβάλλεται σε ένα από τα κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Η Αυτού Μεγαλειότης ο Βασιλεύς των Βέλγων,

Η Αυτής Μεγαλειότης η Βασίλισσα της Δανίας,

Ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας,

Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας,

Η Αυτού Μεγαλειότης ο Βασιλεύς της Ισπανίας,

Ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας,

Ο Πρόεδρος της Ιρλανδίας,

Ο Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, Η Αυτού Βασιλική Υψηλότης ο Μεγάλος Δούκας του Λουξεμβούργου, Η Αυτής Μεγαλειότης η Βασίλισσα των Κάτω Χωρών Ο Πρόεδρος της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, Η Αυτής Μεγαλειότης η Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας.

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ το στόχο που καθόρισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Στρασβούργου της 8ης και 9ης Δεκεμβρίου 1989 για την εναρμόνιση των εθνικών πολιτικών επί της παροχής ασύλου.

ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ, με πίστη στην κοινή ανθρωπιστική τους παράδοση, να εξασφαλίσουν στους πρόσφυγες την πρέπουσα προστασία, σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί της εννόμου καταστάσεως των προσφύγων, ονομαζομένων του λοιπού “Σύμβαση της Γενεύης” και “Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης”.

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τον κοινό στόχο της δημιουργίας ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα, εντός του οποίου θα διασφαλίζεται μεταξύ άλλων η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, σύμφωνα με τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ενιαία Πράξη.

ΕΧΟΝΤΑΣ ΕΠΙΓΝΩΣΗ της ανάγκης να ληφθούν μέτρα ώστε η υλοποίηση του στόχου αυτού να μην αφήνει τον αιτούντα άσυλο σε παρατεταμένη αβεβαιότητα ως προς την τύχη της αιτήσεώς του, και μεριμνώντας ώστε ο αιτών να είναι βέβαιος ότι η αίτηση του θα εξεταστεί από ένα κράτος μέλος αποφεύγοντας έτσι τη διαδοχική παραπομπή του από ένα κράτος μέλος σε άλλο, χωρίς κανένα να αναγνωρίζει ότι είναι αρμόδιο να εξετάσει την αίτηση παροχής ασύλου.

ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να συνεχίσουν το διάλογο που έχει ήδη αρχίσει με τον Ύπατο Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες ώστε να επιτευχθούν οι προαναφερόμενοι στόχοι.

ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ, για την εφαρμογή της παρούσας σύμβασης, να συνεργαστούν στενά, με διάφορα μέσα, συμπεριλαμβανομένης και της ανταλλαγής πληροφοριών.

ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΝ ΝΑ ΣΥΝΑΨΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΟΡΙΣΑΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟΝ ΩΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥΣ:

Η ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΒΕΛΓΩΝ:

τον κ. ΜELCHIOR WATHELET Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και Υπουργό Δικαιοσύνης και Μεσαίων Τάξεων

Η ΑΥΤΗΣ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΣ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΔΑΝΙΑΣ:

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ τον Δρ. HELMUT ROCKRIEGEL Πρέσβη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο Δουβλίνο

τον κ. WOLFGANK SCHAUBLE Ομοσπονδιακό Υπουργό Εσωτερικών

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ:

τον κ. ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ Υπουργό Δημόσιας Τάξης

Η ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ:

τον κ. JOSE LUIS CORCUERA Υπουργό Εσωτερικών Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ: τον κ. RAY BURKE Υπουργό Δικαιοσύνης και Επικοινωνιών

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ:

τον κ. ANTONIO GAVA Υπουργό Εσωτερικών

Η ΑΥΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΥΨΗΛΟΤΗΣ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΟΥΚΑΣ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ:

τον κ. MAPC FISCHBACH Υπουργό Εθνικής Παιδείας, Υπουργό Δικαιοσύνης, Υπουργό Δημόσιων Υπηρεσιών

Η ΑΥΤΗΣ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΑΤΗΣ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ:

τον κ. EPNST MAURITS BENRICUS HENRICUS HIPSCH BALLIN Υπουργό Δικαιοσύνης και Υπουργό για τις Υποθέσεις των Ολλανδικών Αντιλλών και της Αρούμπα

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ:

τον κ. MANUEL PEREIRA Υπουργό Εσωτερικών

Η ΑΥΤΗΣ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΣ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΑΤΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΑΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ:

τον κ. DAVID WADDINGTON Υπουργό Εσωτερικών τον SIR NICHOLAS MAYTED FENN, KCMG Πρεσβύ του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας στο Δουβλίνο

ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ, μετά την ανταλλαγή των πληρεξουσίων εγγράφων τους τα οποία βρέθηκαν εντάξει,

ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΕΞΗΣ:

ΆΡΘΡΟ 1

1. Κατά την έννοια της παρούσα σύμβασης νοείται ως:

α) αλλοδαπός: κάθε πρόσωπο που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους,

β) αίτηση παροχής ασύλου: αίτηση με την οποία ένας αλλοδαπός ζητά από ένα κράτος μέλος την προστασία της Σύμβασης της Γενεύης, επικαλούμενος την ιδιότητα του πρόσφυγα κατά την έννοια του άρθρου 1 της ανωτέρω σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης,

γ) αιτών άσυλο: αλλοδαπός που έχει υποβάλλει αίτηση παροχής ασύλου, η οποία ακόμη εκκρεμεί,

δ) εξέταση της αίτησης παροχής ασύλου: δέσμη των μέτρων εξέτασης και των αποφάσεων των αρμόδιων αρχών σχετικά με μια αίτηση παροχής ασύλου, πλην διαδικασιών για τον καθορισμό του κράτους μέλους του αρμοδίου προς εξέταση της αίτησης δυνάμει της παρούσας σύμβασης,

ε) άδεια διαμονής: κάθε άδεια εκδιδόμενη από τις αρχές κράτους μέλους, με την οποία επιτρέπεται η διανομή αλλοδαπού στην επικράτειά του, εκτός των θεωρήσεων και των αδειών διαμονής που χορηγούνται κατά τη διάρκεια της εξέτασης μιας αίτησης για άδεια διαμονής ή άσυλο,

στ) θεώρηση εισόδου: άδεια ή απόφαση κράτους μέλους με την οποία επιτρέπεται η είσοδος αλλοδαπού στην επικράτειά του, υπό την επιφύλαξη ότι πληρούνται οι άλλες προϋποθέσεις εισόδου,

ζ) θεώρηση διέλευσης: άδεια ή απόφαση κράτους μέλους η οποία επιτρέπει τη διέλευση αλλοδαπού από την επικράτειά του ή την προσωρινή παραμονή του στο τμήμα διερχομένων λιμένος ή αερολιμένος, υπό την επιφύλαξη ότι πληρούνται και λοιπές, προϋποθέσεις διέλευσης.

2. Η φύση της θεωρήσεως εκτιμάται βάσει των ορισμών της παραγράφου 1, σημεία στ) και ζ).

ΆΡΘΡΟ 2

Τα κράτη μέλη επιβεβαιώνουν τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει δυνάμει της Σύμβασης της Γενεύης όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης για την έννομη κατάσταση των προσφύγων χωρίς κανένα γεωγραφικό περιορισμό της εφαρμογής αυτών των πράξεων, καθώς και τη δέσμευση τους να συνεργαστούν με τις υπηρεσίες της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες με στόχο την εφαρμογή αυτών των κειμένων.

ΆΡΘΡΟ 3

1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την εκ μέρους των αρμοδίων υπηρεσιών τους εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου οποιουδήποτε αλλοδαπού, η οποία υποβάλλεται στα σύνορα ή εντός της επικράτειάς τους.

2. Την αίτηση εξετάζει ένα μόνο κράτος μέλος, το οποίο ορίζεται βάσει των κριτηρίων που ορίζει η παρούσα Σύμβαση. Τα κριτήρια, που απαριθμούνται στα άρθρα 4 έως 8, εφαρμόζονται με τη σειρά με την οποία περιλαμβάνονται στη σύμβαση.

3. Το ως άνω κράτος εξετάζει την αίτηση σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία και τις διεθνείς του υποχρεώσεις.

4. Κάθε κράτος μέλος δικαιούται να εξετάσει αίτηση παροχής ασύλου ενός αλλοδαπού, έστω και εάν δεν είναι αρμόδιο βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται από την παρούσα σύμβαση, εφ` όσον συμφωνεί και ο αιτών.

Στην περίπτωση αυτήν το βάσει των προαναφερομένων κριτηρίων υπεύθυνο κράτος μέλος απαλλάσσεται των υποχρεώσεών του, οι οποίες και μεταβιβάζονται πλέον στο κράτος που επιθυμεί να εξετάσει την αίτηση. Το κράτος αυτό ενημερώνει το βάσει των προαναφερομένων κριτηρίων υπεύθυνο κράτος μέλος, εφ ` όσον η αίτηση είχε υποβληθεί στο κράτος αυτό.

5. Κάθε κράτος μέλος διατηρεί τη δυνατότητα, εφαρμόζοντας το εθνικό του δίκαιο, να αποστείλει έναν αιτούντα άσυλο σε τρίτο κράτος, τηρουμένης πάντοτε της σύμβασης της Γενεύης, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης.

6. Η διαδικασία καθορισμού του κράτους μέλους που, βάσει της παρούσας σύμβασης, είναι αρμόδιο να εξετάσει την αίτηση παροχής ασύλου, κινείται μόλις η αίτηση υποβληθεί για πρώτη φορά σε ένα κράτος μέλος.

7. Το κράτος μέλος στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση παροχής ασύλου οφείλει υπό τους όρους του άρθρου 13 και προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία καθορισμού του υπεύθυνου για την εξέτασή της κράτους, να δεχθεί εκ νέου τον αιτούντα άσυλο ο οποίος βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος όπου και υπέβαλε αίτηση παροχής ασύλου αφού απέσυρε την αίτησή του διαρκούσης της διαδικασίας καθορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους.

Η υποχρέωση αυτή αίρεται εάν ο αιτών άσυλο εξήλθε, στο μεταξύ, από την επικράτεια των κρατών μελών επί περίοδο τριών τουλάχιστον μηνών ή εάν του χορηγήθηκε από άλλο κράτος μέλος άδεια διαμονής άνω των τριών μηνών.

ΆΡΘΡΟ 4

Το κράτος μέλος που έχει αναγνωρίσει σε μέλος της οικογενείας του αιτούντος την ιδιότητα του πρόσφυγα, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης, και του έχει επιτρέψει τη διαμονή είναι υπεύθυνο να εξετάσει την αίτηση παροχής ασύλου, εφ όσον συμφωνούν και οι ενδιαφερόμενοι.

Ως μέλη της οικογενείας νοούνται ανωτέρω μόνο ο/η σύζυγος του αιτούντος άσυλο, τα άγαμα τέκνα κάτω των 18 ετών ή, όταν ο ίδιος ο αιτών άσυλο είναι άγαμο τέκνο κάτω των 18 ετών, ο πατέρας ή η μητέρα του.

ΆΡΘΡΟ 5

1. ` Όταν ο αιτών άσυλο είναι κάτοχος εν ισχύι άδειας διαμονής, υπεύθυνο προς εξέταση της αιτήσεως είναι το κράτος μέλος που εξέδωσε την άδεια.

2. Εάν ο αιτών άσυλο είναι κάτοχος εν ισχύι θεώρησης, υπεύθυνο προς εξέταση της αίτησης είναι το κράτος μέλος το οποίο την εξέδωσε, εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) αν η θεώρηση εκδόθηκε μετά από γραπτή εξουσιοδότηση άλλου κράτους μέλους, υπεύθυνο είναι το κράτος αυτό. Εάν, ιδίως για λόγους ασφαλείας, ένα κράτος μέλος διαβουλεύεται προηγουμένως με τις κεντρικές αρχές άλλου κράτους μέλους, η συμφωνία του κράτους αυτού δεν συνιστά γραπτή εξουσιοδότηση κατά την έννοια της παρούσας διάταξης,

β) αν ο αιτών άσυλο, κάτοχος θεώρησης διέλευσης, υποβάλλει την αίτησή του σε άλλο κράτος μέλος που δεν απαιτεί θεώρηση, το τελευταίο κράτος είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης,

γ) αν ο αιτών, κάτοχος θεώρησης διέλευσης, υποβάλλει την αίτησή του στο κράτος που εξέδωσε τη θεώρηση, το οποίο είχε λάβει γραπτή επιβεβαίωση από τις διπλωματικές ή τις προξενικές αρχές του κράτους μέλους προορισμού ότι ο μη υπέχων υποχρέωση θεώρησης εισόδου αλλοδαπός πληρούσε τις προϋποθέσεις εισόδου στην χώρα αυτήν, υπεύθυνο είναι το κράτος προορισμού.

3. Εάν ο αιτών διαθέτει πλείονες ισχύουσες άδειες διαμονής ή θεωρήσεις που έχουν εκδοθεί από διαφορετικά κράτη μέλη, υπεύθυνα για την εξέταση της αίτησης ασύλου είναι κατά σειρά:

α) το κράτος μέλος που εξέδωσε την άδεια διαμονής που επιτρέπει διαμονή μεγαλύτερης διάρκειας, ή, όταν η διάρκεια είναι η ίδια, την άδεια διαμονής με την μεταγενέστερη ημερομηνία λήξεως,

β) το κράτος μέλος που εξέδωσε τη θεώρηση με τη μεταγενέστερη ημερομηνία λήξεως, εφ’ όσον οι διάφορες θεωρήσεις είναι του ιδίου τύπου,

γ) το κράτος μέλος που εξέδωσε τη θεώρηση με τη μεγαλύτερη διάρκεια, εφ΄ όσον πρόκειται για θεωρήσεις διαφορετικού τύπου, ή, όταν η διάρκεια είναι η ίδια, τη θεώρηση με τη μεταγενέστερη ημερομηνία λήξεως. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που ο αιτών άσυλο διαθέτει μία η περισσότερες θεωρήσεις διέλευσης τις οποίες απέκτησε επιδεικνύοντας τη θεώρηση εισόδου σε άλλο κράτος μέλος. Στην περίπτωση αυτήν, υπεύθυνο είναι αυτό το κράτος μέλος.

4. Εάν ο αιτών διαθέτει μόνο μία ή και περισσότερες άδειες διαμονής που έχουν λήξει πριν από διάστημα μικρότερο των δύο ετών ή μία ή περισσότερες θεωρήσεις που έχουν λήξει πριν από διάστημα μικρότερο των έξι μηνών, αλλά που του επέτρεψαν να εισέλθει σε κράτος μέλος, αλλά που του επέτρεψαν να εισέλθει σε κράτος μέλος, τότε, εφ’ όσον ο αλλοδαπός δεν έχει εξέλθει των κρατών μελών, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 1, 2 και 3.

Εφ’ όσον ο αιτών είναι κάτοχος μιας ή περισσότερων αδειών διαμονής που έχουν λήξει πριν από διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών ή μιας ή περισσοτέρων θεωρήσεων που έχουν λήξει πριν από διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών αλλά που του επέτρεψαν να εισέλθει σε κράτος μέλος και εφ` όσον ο αλλοδαπός δεν έχει εγκαταλείψει το κοινό έδαφος, υπεύθυνο είναι το κράτος μέλος στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση.

ΆΡΘΡΟ 6

` Όταν ο αιτών άσυλο, ο οποίος προέρχεται από τρίτη χώρα, έχει διαβεί παράνομα δια ξηράς, δια θαλάσσης ή αεροπορικώς τα σύνορα κράτους μέλους, το κράτος μέλος, από το οποίο μπορεί να αποδειχθεί ότι εισήλθε, είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου.

Το κράτος εισόδου παύει να είναι αρμόδιο για την εξέταση της αίτησης ασύλου σύμφωνα με τις παρούσες διατάξεις εάν αποδειχθεί ότι ο ενδιαφερόμενος παρέμεινε τουλάχιστον έξι μήνες στο κράτος μέλος όπου υπέβαλε αίτηση παροχής ασύλου, πριν την υποβάλει. Στην περίπτωση αυτήν υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το τελευταίο αυτό κράτος.

ΆΡΘΡΟ 7

1. Υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου είναι μέλος που είναι υπεύθυνο για τον έλεγχο της εισόδου του αλλοδαπού στην επικράτεια των κρατών μελών, εκτός εάν, αφού εισήλθε νομίμως σε κράτος μέλος που δεν απαιτεί θεώρηση, ο αλλοδαπός ζητεί άσυλο σε άλλο κράτος μέλος που επίσης δεν απαιτεί θεώρηση εισόδου. Στην περίπτωση αυτήν η αίτηση εξετάζεται από το τελευταίο αυτό κράτος.

2. Μέχρις ότου αρχίσει να ισχύει η συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με τον τρόπο διελεύσεώς των εξωτερικών συνόρων, το κράτος μέλος που επιτρέπει τη διέλευση χωρίς θεώρηση από τη ζώνη διερχομένων των αεροδρομίων του δεν θεωρείται υπεύθυνο για τον έλεγχο εισόδου όσον αφορά τους ταξιδιώτες που δεν εξέρχονται από τη ζώνη διερχομένων.

3. Αν η αίτηση υποβληθεί στη ζώνη διερχομένων του αεροδρομίου ενός κράτους μέλος, υπεύθυνο για την εξέτασή της είναι το κράτος αυτό.

ΆΡΘΡΟ 8

Εάν το κράτος μέλος το υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου δεν μπορεί να ορισθεί βάσει των άλλων κριτηρίων που απαριθμούνται στην παρούσα σύμβαση, υπεύθυνο για την εξέταση είναι το πρώτο κράτος μέλος όπου υποβλήθηκε η αίτηση.

ΆΡΘΡΟ 9

Κάθε κράτος μέλος, ακόμα και αν δεν είναι υπεύθυνο σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στην παρούσα σύμβαση, μπορεί να εξετάσει μια αίτηση παροχής ασύλου για λόγους ανθρωπιστικούς, και ιδίως οικογενειακούς ή πολιτιστικούς, εάν του το ζητήσει άλλο κράτος μέλος και εφ’ όσον το επιθυμεί και ο αιτών.

Αν το κράτος μέλος από το οποίο ζητείται να εξετάσει την αίτηση δεχθεί, η σχετική ευθύνη μεταβιβάζεται πλέον σε αυτό.

ΆΡΘΡΟ 10

1. Το κράτος μέλος που, βάσει των κριτηρίων που ορίζεται στην παρούσα σύμβαση, είναι αρμόδιο προς εξέταση της αίτησης ασύλου υποχρεούται:

α) να αναλάβει τον αλλοδαπό που έχει ζητήσει άσυλο σε άλλο κράτος μέλος, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 11,

β) να περατώσει την εξέταση της αίτησης,

γ) να δεχθεί εκ νέου, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 13, τον αιτούντα άσυλο, του οποίου η αίτηση εξετάζεται και ο οποίος ευρίσκεται παράνομα σε άλλο κράτος μέλος,

δ) να δεχθεί εκ νέου, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 13, τον αιτούντα άσυλο που απέσυρε την εξεταζόμενη αίτηση του και υπέβαλε αίτηση παροχής ασύλου σε άλλο κράτος μέλος.

ε) να δεχθεί εκ νέου, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 13, τον αλλοδαπό, του οποίου την αίτηση απέρριψε και ο οποίος ευρίσκεται παράνομα σε άλλο κράτος μέλος.

2. Εάν ένα άλλο κράτος μέλος χορηγήσει στον αιτούντα άσυλο άδεια διαμονής διάρκειας άνω των τριών μηνών, οι υποχρεώσεις της παραγράφου 1 σημεία α) έως ε) μεταβιβάζονται στο κράτος αυτό.

3. Οι υποχρεώσεις της παραγράφου 1 σημεία α) έως δ) αίρονται εφ` όσον ο εν λόγω αλλοδαπός εγκατέλειψε την επικράτεια των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επί τρεις τουλάχιστον μήνες.

4. Οι υποχρεώσεις της παραγράφου 1 σημεία δ) και ε) αίρονται αν το αρμόδιο προς εξέταση της αίτησης ασύλου κράτος μέλος έλαβε και εφάρμοσε πραγματικά, μετά την απόσυρση ή την απόρριψη της αίτησης, τα αναγκαία μέτρα για την επάνοδο του αλλοδαπού στη χώρα καταγωγής του ή σε άλλη χώρα στην οποία μπορεί να εισέλθει νομίμως.

ΆΡΘΡΟ 11

1. Το κράτος μέλος, στο οποίο υποβάλλεται αίτηση παροχής ασύλου, μπορεί, αν θεωρεί ότι υπεύθυνο προς εξέτασή της είναι άλλο μέλος, να καλέσει το κράτος αυτό να αναλάβει τον αιτούντα το συντομότερο δυνατό και οπωσδήποτε εντός εξαμήνου από την υποβολή της αίτησης παροχής ασύλου.

Αν το αίτημα αναλήψεως δεν υποβληθεί εντός του εξαμήνου, υπεύθυνο προς εξέταση της αίτησης παροχής ασύλου καθίσταται πλέον το κράτος στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση αυτή.

2. Το αίτημα αναλήψεως πρέπει να περιέχει τα στοιχεία εκείνα που θα επιτρέψουν στο κράτος αποδέκτη του αιτήματος να διαπιστώσει αν, βάσει των κριτηρίων της παρούσας σύμβασης, είναι αρμόδιο προς εξέταση της αίτησης παροχής ασύλου.

3. Ο καθορισμός του αρμοδίου κράτους μέλους βάσει των κριτηρίων αυτών γίνεται λαμβανομένης υπόψη της υφισταμένης κατάστασης τη στιγμή που ο αλλοδαπός υπέβαλε για πρώτη φορά αίτηση παροχής ασύλου σε κράτος μέλος.

4. Το οικείο κράτος μέλος αποφαίνεται επί του αιτήματος αναλήψεως εντός τριμήνου από την υποβολή του. Αν δεν αποφανθεί εμπροθέσμως, τεκμαίρεται ότι αποδέχεται το αίτημα αναλήψεως.

5. Η μεταγωγή του αιτούντος από το κράτος όπου ζήτησε άσυλο στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο προς εξέταση της αίτησής του γίνεται εντός τριμήνου από τη στιγμή που το δεύτερο κράτος δέχθηκε να αναλάβει τον αιτούντα ή εντός τριμήνου μετά την περάτωση της διαδικασίας ένστασης την οποία ο αλλοδαπός έχει ενδεχομένως κινήσει κατά της απόφασης μεταγωγής του, εάν η διαδικασία αυτή έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

6. Ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο διενεργείται η ανάληψη του αιτούντος μπορεί να καθορισθεί αργότερα με διατάξεις εγκρινόμενες βάσει του άρθρου 18.

ΆΡΘΡΟ 12

` Όταν μία αίτηση παροχής ασύλου υποβάλλεται στις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους από αιτούντα που ευρίσκεται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, το κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου ευρίσκεται ο αιτών καθορίζει το κράτος μέλος το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου. Το εν λόγω κράτος ενημερώνεται χωρίς καθυστέρηση από το κράτος στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση και θεωρείται στο εξής, για την εφαρμογή της παρούσας σύμβασης ως το κράτος μέλος στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση παροχής ασύλου.

ΆΡΘΡΟ 13

1. Η εκ νέου ανάληψη του αιτούντος άσυλο, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 7 και στο άρθρο 1Ο, διενεργείται ως εξής:

α) η αίτηση με την οποία ζητείται από το κράτος μέλος να αναλάβει εκ νέου τον ενδιαφερόμενο πρέπει να περιέχει στοιχεία που θα του επιτρέψουν να διαπιστώσει ότι είναι υπεύθυνο σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 7 και το άρθρο 10,

β) το εν λόγω κράτος μέλος οφείλει να απαντήσει εντός οκτώ ημερών από την ημερομηνία που του υπεβλήθη η σχετική αίτηση. Οφείλει δε να αναλάβει εκ νέου τον αιτούντα το συντομότερο και το αργότερο εντός μηνός από τη στιγμή που αποδέχθηκε την ευθύνη.

2. Ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η ανάληψη μπορεί να ορισθεί μεταγενέστερα με διατάξεις στα πλαίσια του άρθρου 18.

ΆΡΘΡΟ 14

1. Τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικές με:

-τις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή την εθνική πρακτική που ισχύει στον τομέα του ασύλου

-στατιστικά στοιχεία όσον αφορά τις μηνιαίες αφίξεις των αιτούντων άσυλο και την κατανομή τους ανά εθνικότητα. Τα στοιχεία αυτά διαβιβάζονται ανά τρίμηνο μέσω της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων, το οποίο φροντίζει για τη διανομή τους στα κράτη μέλη, στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στην `Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να ανταλλάσσουν:

– πληροφορίες γενικού χαρακτήρα για τις νέες τάσεις όσον αφορά τις αιτήσεις παροχής ασύλου

– πληροφορίες γενικού χαρακτήρα για την κατάσταση στις χώρες καταγωγής ή προέλευσης των αιτούντων άσυλο. 3. Αν το κράτος μέλος που διαβιβάζει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 επιθυμεί να τις χαρακτηρίσει ως εμπιστευτικές, τα άλλα κράτη μέλη οφείλουν να σεβαστούν αυτόν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα.

ΆΡΘΡΟ 15

1. Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί σε κάθε κράτος μέλος που διατυπώνει σχετική αίτηση ατομικές πληροφορίες, οι οποίες είναι αναγκαίες για:

– τον καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου

– την εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου

– την υλοποίηση όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα σύμβαση.

2. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να αφορούν μόνο:

– τα προσωπικά στοιχεία του αιτούντος άσυλο και, ενδεχομένως, των μελών της οικογένειάς του (επώνυμο και όνομα – ενδεχομένως προηγούμενο επώνυμο – παρώνυμα ή ψευδώνυμα, εθνικότητα – τωρινή και προηγούμενη – χρόνο και τόπο γέννησης)

– τα έγγραφα ταυτότητας ή ταξιδίου (κωδικά στοιχεία, διάρκεια ισχύος, χρόνο έκδοσης, εκδούσα αρχή, τόπος έκδοσης κ.λπ.)

– άλλα στοιχεία αναγκαία για τη εξακρίβωση της ταυτότητας του αιτούντος

– τους τόπους διαμονής και τις διαδρομές ταξιδίων

– τα έγγραφα διαμονής ή τις θεωρήσεις που χορήγησε ένα κράτος μέλος

– τον τόπο υποβολής της αίτησης

– την ημερομηνία της ενδεχόμενης υποβολής προηγούμενης αίτησης, την ημερομηνία υποβολής της παρούσας αίτησης, την εξέλιξη της διαδικασίας και την απόφαση που έχει ενδεχομένως ληφθεί.

3. Επιπλέον, ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από ένα άλλο κράτος μέλος να του γνωστοποιήσει τους λόγους που επικαλέστηκε ο αιτών άσυλο προς υποστήριξη της αίτησης του και, ενδεχομένως, το σκεπτικό της απόφασης που ελήφθη γι αυτόν. Το κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται το εν λόγω αίτημα, εκτός αν μπορεί να ανταποκριθεί στο αίτημα αυτό. Εν πάση περιπτώσει όμως η παροχή αυτών των πληροφοριών προϋποθέτει τη συναίνεση του αιτούντος άσυλο.

4. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πραγματοποιείται μετά από αίτηση ενός κράτους μέλους και μπορεί να γίνει μόνο μεταξύ των αρχών των οποίων ο καθορισμός, εκ μέρους κάθε κράτους μέλους, ανακοινώνεται στην επιτροπή του άρθρου 18.

5. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους σκοπούς που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Σε κάθε κράτος μέλος οι πληροφορίες αυτές μπορεί να κοινοποιηθούν μόνο προς τις διοικητικές ή δικαιοδοτικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με:

– τον καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου

– την εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου

– την υλοποίηση όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα σύμβαση.

6. Το κράτος μέλος που διαβιβάζει τα στοιχεία φροντίζει ώστε να είναι ακριβή και ενημερωμένα.

Εάν αποδειχθεί ότι αυτό το κράτος μέλος παρέσχει στοιχεία ανακριβή ή τα οποία δεν έπρεπε να διαβιβαστούν, τα κράτη μέλη που είναι παραλήπτες αυτών των στοιχείων ενημερώνονται αμέσως σχετικά. Οφείλουν να διορθώσουν ή να εξασφαλίσουν τις πληροφορίες αυτές.

7. Ο αιτών άσυλο, κατόπιν αιτήσεώς του, έχει δικαίωμα να ενημερώνεται για τις ανταλλαγές πληροφοριών οι οποίες τον αφορούν, εφ’ όσον οι πληροφορίες αυτές είναι διαθέσιμες.

Εάν διαπιστώσει ότι αυτές οι πληροφορίες είναι ανακριβείς ή δεν έπρεπε να έχουν διαβιβαστεί έχει το δικαίωμα να επιτύχει τη διόρθωση ή την εξαφάνισή τους. Το δικαίωμα αυτό ασκείται υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 6.

8. Σε κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος γίνεται μνεία της διαβιβάσεως και της παραλαβής των ανταλλασσομένων πληροφοριών.

9. Τα στοιχεία αυτά διατηρούνται για χρονικό διάστημα, το οποίο δεν υπερβαίνει το διάστημα που είναι απαραίτητο για την ολοκλήρωση των σκοπών για τους οποίους αντηλλάγησαν. Η ανάγκη διατήρησής τους πρέπει να εξετάζεται την κατάλληλη στιγμή από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

1Ο. Εν πάση περιπτώσει, τα στοιχεία που διαβιβάζονται τυγχάνουν τουλάχιστον της ιδίας προστασίας την οποία παρέχει το κράτος παραλήπτης σε παρόμοιες πληροφορίες.

11. Εάν η επεξεργασία των στοιχείων δεν γίνεται αυτόματα αλλά με άλλο τρόπο, κάθε κράτος μέλος πρέπει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την τήρηση του παρόντος άρθρου μέσω αποτελεσματικών ελέγχων. Εάν ένα κράτος μέλος έχει την υπηρεσία του αναφέρεται στην παράγραφο 12, μπορεί να αναθέσει αυτούς τους ελέγχους στην υπηρεσία αυτή.

12. Αν ένα ή περισσότερα κράτη μέλη επιθυμούν να επεξεργαστούν με ηλεκτρονικά μέσα το σύνολο ή μέρος των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, η επεξεργασία αυτή είναι δυνατή μόνον εφ` όσον οι οικείες χώρες διαθέτουν νομοθεσία εφαρμοζόμενη στην επεξεργασία αυτήν και η οποία υλοποιεί τις αρχές της συμβάσεως του Στρασβούργου της 28ης Φεβρουαρίου 1981 για την προστασία των προσώπων από την ηλεκτρονική επεξεργασία στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα, έχουν δε αναθέσει σε κατάλληλο εθνικό όργανο τον ανεξάρτητο έλεγχο της επεξεργασίας και εκμεταλλεύσεως των στοιχείων, που διαβιβάζονται βάσει της παρούσας σύμβασης.

ΆΡΘΡΟ 16

1. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει στην επιτροπή του άρθρου 18 σχέδια για την αναθεώρηση της παρούσας σύμβασης προκειμένου να παραμερισθούν οι δυσχέρειες που παρουσιάζονται κατά τη θέση σε εφαρμογή της.

2. Εάν αποδειχθεί αναγκαία η αναθεώρηση ή η τροποποίηση της παρούσας σύμβασης εξαιτίας της υλοποίησης των στόχων του άρθρου 8 Α της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, υλοποίησης που συνδέεται κυρίως με τη διαμόρφωση μιας εναρμονισμένης πολιτικής για την παροχή ασύλου και μιας κοινής πολιτικής για τις θεωρήσεις, το κράτος μέλος που ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οργανώνει συνεδρίαση της επιτροπής του άρθρου 18.

3. Οι αναθεωρήσεις ή τροποποιήσεις της παρούσας σύμβασης θεσπίζονται από την επιτροπή του άρθρου 18. Αρχίζουν να ισχύουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22.

ΆΡΘΡΟ 17

1. Εάν ένα κράτος μέλος συναντά μείζονες δυσκολίες λόγω σημαντικής μεταβολής των συνθηκών που ίσχυαν κατά τη σύναψη της παρούσας σύμβασης, το κράτος αυτό μπορεί να φέρει το θέμα στην επιτροπή του άρθρου 18, προκειμένου αυτή να προτείνει στα κράτη μέλη μέτρα για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης ή να προβεί στις αναγκαίες αναθεωρήσεις ή τροποποιήσεις της παρούσας σύμβασης, οι οποίες τίθενται σε ισχύ υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 16 παράγραφος 3.

2. Εάν μετά την παρέλευση εξαμήνου η κατάσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 συνεχίζεται, η επιτροπή, αποφασίζοντας σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2, μπορεί να επιτρέψει στο κράτος μέλος που θίγεται απ’ αυτήν την αλλαγή να αναστείλει προσωρινά την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας σύμβασης, χωρίς αυτή η αναστολή να εμποδίζει την επίτευξη των στόχων, που αναφέρονται στο άρθρο 8 Α της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ή να αντιβαίνει σ` άλλες διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών μελών.

3. Κατά τη διάρκεια της αναστολής, που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η επιτροπή, αν δεν έχει καταλήξει προηγουμένως σε συμφωνία, συνεχίζει τις εργασίες της με σκοπό την αναθεώρηση των διατάξεων της παρούσας σύμβασης.

ΆΡΘΡΟ 18

1. Συνιστάται επιτροπή, που αποτελείται από έναν αντιπρόσωπο της κυβέρνησης κάθε κράτους μέλους.

Η προεδρία της επιτροπής αυτής ασκείται από το κράτος μέλος, που ασκεί και την προεδρία του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μπορεί να παρευρίσκεται στις εργασίες της επιτροπής αυτής και των ομάδων εργασίας, που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

2. Η επιτροπή εξετάζει, μετά από αίτηση ενός ή περισσότερων κρατών μελών, οποιοδήποτε θέμα γενικού χαρακτήρα σχετικό με την εφαρμογή και την ερμηνεία της παρούσας σύμβασης.

Η επιτροπή θεσπίζει τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 6 και στο άρθρο 13 παράγραφος 2 και χορηγεί την άδεια που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2.

Η επιτροπή θεσπίζει βάσει των άρθρων 16 και 17 τις αναθεωρήσεις ή τροποποιήσεις της παρούσας σύμβασης.

3. Η επιτροπή αποφασίζει με ομοφωνία, εκτός αν λαμβάνει απόφαση κατ` εφαρμογή του άρθρου 17 παράγραφος 2 στην περίπτωση αυτήν αποφασίζει με την πλειοψηφία των 2/3 των ψήφων των μελών της.

4. Η επιτροπή θεσπίζει τους διαδικαστικούς κανόνες της και μπορεί να συστήσει ομάδες εργασίας.

Τα καθήκοντα γραμματείας της επιτροπής και των ομάδων εργασίας ασκούνται από τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

ΆΡΘΡΟ 19

` Όσον αφορά το Βασίλειο της Δανίας, οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης δεν εφαρμόζονται στις Φερόες Νήσους των Ευρωπαϊκών ούτε στη Γροιλανδία, πλην αντιθέτου δηλώσεως εκ μέρους του Βασιλείου της Δανίας. Παρόμοια δήλωση μπορεί να γίνει οποτεδήποτε, με ανακοίνωση προς την κυβέρνηση της Ιρλανδίας, η οποία ενημερώνει τις κυβερνήσεις των άλλων κρατών μελών.

` Όσον αφορά τη Γαλλική Δημοκρατία, οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης εφαρμόζονται μόνο στο Ευρωπαϊκό έδαφος της χώρας.

` Όσον αφορά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης εφαρμόζονται μόνο στην επικράτεια του Βασιλείου στην Ευρώπη.

` Όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης εφαρμόζονται μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας. Δεν εφαρμόζονται στα Ευρωπαϊκά εδάφη, για τις εξωτερικές σχέσεις των οποίων το Ηνωμένο Βασίλειο είναι υπεύθυνο, εκτός αντίθετης δήλωσης εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτή η δήλωση μπορεί να γίνει οποτεδήποτε με ανακοίνωση προς την κυβέρνηση της Ιρλανδίας, η οποία ενημερώνει σχετικά τις κυβερνήσεις των άλλων κρατών μελών.

ΆΡΘΡΟ 20

Καμία επιφύλαξη δεν μπορεί να γίνει στην παρούσα σύμβαση.

ΆΡΘΡΟ 21

1. Στην παρούσα σύμβαση μπορεί να προσχωρήσει κάθε κράτος που γίνεται μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τα έγγραφα προσχώρησης θα κατατεθούν στην κυβέρνηση της Ιρλανδίας.

2. ` Έναντι κάθε προσχωρούντος κράτους και η παρούσα σύμβαση αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του τρίτου μήνα, που ακολουθεί την κατάθεση του εγγράφου προσχώρησης εκ μέρους του προσχωρούντος αυτού κράτους.

ΆΡΘΡΟ 22

1. Η παρούσα σύμβαση υπόκειται σε κύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα έγγραφα επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης θα κατατεθούν στην κυβέρνηση της Ιρλανδίας.

2. Η κυβέρνηση της Ιρλανδίας κοινοποιεί στις κυβερνήσεις των άλλων κρατών μελών την κατάθεση των εγγράφων επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης.

3. Η παρούσα σύμβαση αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του τρίτου μήνα που ακολουθεί την κατάθεση του εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης εκ μέρους του συμβαλλόμενου κράτους, που θα προβεί τελευταίο στη διατύπωση αυτή. Το κράτος, στο οποίο κατατίθενται τα έγγραφα επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης, ενημερώνει τα κράτη μέλη σχετικά με την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας σύμβασης.

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Η παρούσα Σύμβαση τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου  1997 με την από 15.10.1997 Ανακοίνωση Υπ.Εξωτερ.(ΦΕΚ Α 221/29.10.1997)

ΣΕ ΠΙΣΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ, οι κάτωθι πληρεξούσιοι υπέγραψαν την παρούσα σύμβαση.

ΕΓΙΝΕ στο Δουβλίνο στις δέκα πέντε Ιουνίου χίλια εννιακόσια ενενήντα, σε ένα μόνο αντίτυπο στην αγγλική, γαλλική, γερμανική, δανική, ελληνική, ιρλανδική, ισπανική, ιταλική, ολλανδική και πορτογαλική γλώσσα. Τα κείμενα στις γλώσσες αυτές είναι εξίσου αυθεντικά και είναι κατατεθειμένα στα αρχεία της κυβέρνησης της Ιρλανδίας η οποία θα διαβιβάσει επικυρωμένο αντίγραφο σε κάθε κράτος μέλος.

Για τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας (υπογραφή)

Τα Πρωτόκολλα – Πρακτικά, που συντάσσονται από την Επιτροπή του άρθρου 18 σε εκτέλεση της Σύμβασης αυτής, εγκρίνονται, με κοινή πράξη των καθ` ύλη αρμόδιων υπουργών.

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, της δε κυρουμένης Σύμβασης από την ολοκλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 22 αυτής.