ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 2324 ΦΕΚ Α’146/17.7.1995
Τροποποίηση της νομοθεσίας για τα Χρηματιστήρια Αξιών, Οργάνωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Σύστημα Εγγύησης Καταθέσεων και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΜΕΡΟΣ Α΄
Τροποποίηση της νομοθεσίας για τα Χρηματιστήρια Αξιών
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ίδρυση ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε.”
Άρθρο 1
Το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε.” και συνεχίζεται με τη νέα αυτή μορφή διεπόμενο από τις διατάξεις αυτού του νόμου και συμπληρωματικώς από τις διατάξεις της νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρίες.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
Άρθρο 2
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Σκοπός του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. είναι η οργάνωση των χρηματιστηριακών συναλλαγών, οι οποίες καταρτίζονται σε χρηματιστήρια αξιών, καθώς και κάθε άλλη δραστηριότητα του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών υπό τη σημερινή νομική του μορφή.
2. Μέτοχοι του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α.) δύνανται να είναι το Ελληνικό Δημόσιο, τα μέλη του Χ.Α.Α., πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα (είτε αι μετοχές τους είναι εισηγμένες στο Χ.Α.Α. είτε όχι), εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα, εταιρίες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα, καθώς και τα αμοιβαία κεφάλαια που αυτές διαχειρίζονται, ασφαλιστικές εταιρίες που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, ασφαλιστικά ταμεία που τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, καθώς και εταιρίες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες και τελούν υπό διαπραγμάτευση στο Χ.Α.Α..
Δεν επιτρέπεται μέτοχος, εκτός του Ελληνικού Δημοσίου, να έχει ποσοστό ανώτερα του πέντε τοις εκατό (5%) του μετοχικού κεφαλαίου του Χ.Α.Α.. Στο ποσοστό συμμετοχής της εταιρείας διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων στο μετοχικό κεφάλαιο του Χ.Α.Α. συνυπολογίζονται και τα ποσοστά συμμετοχής των αμοιβαίων κεφαλαίων, τα οποία αυτή διαχειρίζεται.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 101 του Ν.2533/1997 (Α 228)
3. Η εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου πώληση μετοχών του Χ.Α.Α. προς τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου γίνεται με ιδιωτική τοποθέτηση, μετά από απόφαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 2 του ν. 2000/1991 (ΦΕΚ 206 Α`) Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποίησης (Δ.Ε.Α.) και με τη μεσολάβηση χρηματοοικονομικού συμβούλου, που προσλαμβάνεται κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 του ν. 2000/1991, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 70 παρ. 1 του ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α`) και έχει συμπληρωθεί με το άρθρο 39 του ν. 2093/1992 (ΦΕΚ 181 Α`) και το άρθρο 8 παρ. 9 του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α`). Ο χρηματοοικονομικός αυτός σύμβουλος προβαίνει και στην αποτίμηση της αξίας του Χ.Α.Α..
Η Δ.Ε.Α., αφού λάβει υπόψη την αποτίμηση της αξίας του Χ.Α.Α. στην οποία έχει προβεί προηγουμένως ο παραπάνω χρηματοοικονομικός σύμβουλος, καθώς και τις συνθήκες της αγοράς, καθορίζει τη διαδικασία, το εύρος τιμών και κάθε σχετικό όρο πωλήσεως των μετοχών.
Ο Υπουργός Οικονομικών, ως εκπρόσωπος του Ελληνικού Δημοσίου, ή το εξουσιοδοτημένο από αυτόν δημόσιο όργανο, προσδιορίζει τον αριθμό καιτην τελική τιμή διάθεσης των μετοχών του Χ.Α.Α, και υπογράφει κάθε σχετική με την όλη διαδικασία της διάθεσης αυτής πράξη ή σύμβαση.
Η μεταβίβαση των μετοχών είναι ελεύθερη από οποιονδήποτε άμεσο ή έμμεσο φόρο ή άλλη εισφορά υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων.
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 101 του Ν.2533/1997 (Α 228)
4. Με απόφαση της Δ.Ε.Α. μπορεί να διευρύνεται η μετοχική βάση του Χ.Α.Α. ώστε να δύνανται να καταστούν μέτοχοι αυτού, πέραν των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου προσώπων, και άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 101 του Ν.2533/1997 (Α 228)
5. Ο αριθμός των μετοχών που μπορεί να διαθέτει το Δημόσιο, για το σκοπό της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και η διαδικασία, οι όροι και η τιμή διάθεσής τους καθορίζονται με απόφαση της Δ.Ε.Α. Τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου ως προς την πρόσληψη συμβούλου, την εκπροσώπηση ταυ Δημοσίου και την απαλλαγή της μεταβίβασης μετοχών από φόρους ή εισφορές ισχύουν και για τη διάθεση αυτή.
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 101 του Ν.2533/1997 (Α 228)
Άρθρο 3
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 12 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), ως ισχύουν, τροποποιούνται ως εξής:
“1. Το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α. Ε. διοικείται από εννεαμελές Διοικητικό Συμβούλιο που διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.
2. Τρία μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζονται από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας μεταξύ προσώπων που έχουν ειδική πείρα και κύρος. Ένα από αυτά ορίζεται από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας ως Πρόεδρος του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε., για το διορισμό του οποίου εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 3, 4 και 5 του άρθρου 49Α του Κανονισμού της Βουλής.
Δύο μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εκλέγονται από τα τακτικά μέλη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και είναι είτε χρηματιστές είτε χρηματιστηριακοί εκπρόσωποι είτε μέλη διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας. Ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, ένα μέλος από το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, ένα μέλος από την Ένωση θεσμικών Επενδυτών και ένα μέλος εκλέγεται από τους εργαζομένους στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε. με καθολική και άμεση ψηφοφορία.”
2. Καταργούνται τα εδάφια 2-4 της παραγράφου 4 του άρθρου 12 και τα άρθρα 15 και 16 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄).
3. Στο τέλος του άρθρου 12 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) προστίθενται παράγραφοι 5 και 6 που έχουν ως εξής:
“5. Για τον ορισμό των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από τους αρμόδιους προς τούτο, σύμφωνα με την παράγραφο 2, φορείς τάσσεται σε αυτούς από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας εύλογη προθεσμία όχι βραχύτερη των δεκαπέντε (15) ημερών από τη σχετική έγγραφη πρόσκληση.
Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας προβαίνει στο διορισμό των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, τα οποία επιλέγει ο ίδιος ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
6. Μέλη του πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α. Ε., θα είναι τα μέλη του τελευταίου πριν από τη μετατροπή του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών σε ανώνυμη εταιρία Διοικητικού Συμβουλίου με θητεία μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1996. ”
4. Τα εδάφια 1 και 2 της πρώτης παραγράφου του άρθρου 13 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής:
“Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. είναι ο διοριζόμενος από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας Πρόεδρος του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε., ο οποίος και παρέχει τις υπηρεσίες του στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε. κατά κύρια απασχόληση. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. εκλέγει τον αντιπρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, ο οποίος αναπληρώνει τον Πρόεδρο όταν απουσιάζει ή κωλύεται. ”
5. Η παράγραφος 3 του άρθρου 13 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
“3. Αν διορισθεί Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. χρηματιστής ή Χρηματιστηριακός εκπρόσωπος, αναστέλλεται η άσκηση του επαγγέλματος του όσο διαρκεί η θητεία του. Ο χρηματιστής εξακολουθεί να είναι μέλος του Συνεγγυητικού και ασφαλισμένος στο Ταμείο Ασφαλίσεως στο οποίο σύμφωνα με το νόμο ασφαλίζονται οι χρηματιστές. ”
6. Το άρθρο 14 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε. ασκεί τον έλεγχο και την εποπτεία των μελών του χρηματιστηρίου ως προς την τήρηση των απορρεουσών από τη χρηματιστηριακή νομοθεσία υποχρεώσεων τους σε σχέση με τις χρηματιστηριακές συναλλαγές.
2. Ο Πρόεδρος του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. εκτός των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και του Καταστατικού, έχει και εκείνες τις αρμοδιότητες του κυβερνητικού επόπτη που του ανατίθενται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.”
Άρθρο 4
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. ΤΟ Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε. απολαμβάνει, ως ανώνυμη εταιρία, διοικητικής και οικονομικής αυτονομίας και δεν υπάγεται στις διατάξεις που προβλέπουνοποιουσδήποτε περιορισμούς για τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.15 Ν.3152/2003,ΦΕΚ Α 152/19.6.2003.
2. Η εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς επί του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. εκτείνεται στην εν γένει παρακολούθηση της τήρησης από αυτό της ισχύουσας χρηματιστηριακής νομοθεσίας.
3. Στο τέλος της τρίτης παραγράφου του άρθρου 52 του Ν. 1969/1991 διαγράφεται η τελεία και προστίθενται το εξής: «ή αφού τούτο επελήφθη, αλλά δεν επέβαλε τις προβλεπόμενες κυρώσεις ή επέβαλε κυρώσεις ελαφρότερες εκείνων που αρμόζουν στις συγκεκριμένες παραβάσεις».
4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων αυτού του νόμου, εξακολουθούν να ισχύουν για το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε. οι διατάξεις της ισχυούσας νομοθεσίας για τα χρηματιστήρια αξιών.
Επίσης για το “Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε. ισχύουν οι διατάξεις του εδ. ζ΄ του άρθρου 3 του Ν. 813/1978 (ΦΕΚ 137 Α΄) που προστέθηκε με το άρθρο 55 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄) και της παραγράφου 8 του άρθρου 9 του Ν. 813/1978, όπως ισχύει με την προσθήκη σε αυτή τρίτου εδαφίου με το άρθρο 2, παράγραφος 12 του Ν. 2235/1994 (ΦΕΚ 145 Α΄).
5. Το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε. δεν υπάγεται στις διατάξεις που προβλέπουν οποιουσδήποτε περιορισμούς για τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, εκτός από τα θέματα των προσλήψεων, τα οποία θα αντιμετωπισθούν με εφαρμογή του Ν. 2190/1994.
6. Ειδικώς για την πρόσληψη ειδικού επιστημονικού προσωπικού και νομικών συμβούλων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε. εφαρμόζεται η διάταξη του εδαφίου δ της παρ. 2 του άρθρου 36 του παρόντος νόμου.Η διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως και για την πρόσληψη ειδικού επιστημονικού προσωπικού και νομικών συμβούλων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε..
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.1 άρθρ.37 Ν.2459/1997 Α 17/18-2-1997.
Άρθρο 5
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1.Το αρχικό κατά τη σύσταση του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών καταστατικό του ορίζεται στο άρθρο 8 του παρόντος.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 του άρθρου 101 του Ν.2533/1997 (Α 228)
2. Ο τακτικός και έκτακτος έλεγχος του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε., ο οποίος προβλέπεται από τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες, ασκείται από δύο ορκωτούς ελεγκτές.
3. Για την τροποποίηση του καταστατικού ισχύουν οι διατάξεις της νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρίες.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 του άρθρου 101 τουΝ.2533/1997 (Α 228)
4. Οι καταχωρίσεις, που προβλέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρίες, γίνονται στο Μητρώο της παραγράφου 8 του άρθρου 7β του Κ.Ν. 2190/1920, που τηρείται στη Διεύθυνση Α.Ε. και Πίστεως της κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εμπορίου.
5. Τα προβλεπόμενα στο άρθρο 18 του ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α`) χρηματιστήρια θα έχουν τη μορφή ανώνυμης εταιρίας.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.1 άρθρ.18 Ν.3152/2003,ΦΕΚ Α 152/19.6.2003.
Άρθρο 6
1. Η σχέση εργασίας που συνδέει το υπάρχον προσωπικό με το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών διατηρείται και μεταξύ του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. και του υπάρχοντος αυτού προσωπικού υπό το ισχύον σήμερα καθεστώς και τους ίδιους όρους και τα εν γένει πλεονεκτήματα, όπως μονιμότητα. Για το προσωπικό που θα προσλαμβάνεται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου θα απασχολείται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.
2. Το μόνιμο προσωπικό και το προσωπικό με σύμβαση αορίστου χρόνου που υπηρετεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών κατά τη δημοσίευσή του παρόντος νόμου δύναται να μεταταγεί, ύστερα από αίτησή του, στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας χωρίς να απαιτείται προς τούτο η σύμφωνη γνώμη υπηρεσιακών συμβουλίων, εφόσον υπάρχει αντίστοιχη προς τα προσόντα του μετατασσόμενου κενή θέση. Αν δεν υπάρχει κενή θέση η μετάταξη γίνεται σε προσωποπαγή θέση, που συνιστάται στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας με την περί μετάταξης πράξη και καταργείται με την καθ` οιονδήποτε τρόπο αποχώρηση του μετατασσόμενου υπαλλήλου.”Η αίτηση για τη μετάταξη υποβάλλεται μέσα σε τριάντα (30) μήνες από τη δημοσίευση αυτού του νόμου. Σε κάθε περίπτωση, η καθ` οιονδήποτε τρόπο αποχώρηση των υπαλλήλων από τις υπηρεσίες τουΧρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών έχει ως συνέπεια την κατάργηση των θέσεών τους, οι οποίες, από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, είναι προσωποπαγείς. Η ρύθμιση των παραπάνω εδαφίων ανατρέχει στις 17 Ιουλίου 1995, οπότε τέθηκε σε ισχύ ο ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α`.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 102 του Ν.2533/1997 (Α 228)
3. Το προσωπικό του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. διέπεται από Κανονισμό Εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας και από Γενικό Κανονισμό Προσωπικού, που συντάσσονται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Χ.Α.Α. Α.Ε. και εγκρίνονται από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της εταιρίας. Με τους κανονισμούς αυτούς τροποποιούνται οι υφιστάμενες διατάξεις για τον Οργανισμό του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Οι εργασιακές σχέσεις του υφιστάμενου προσωπικού δεν μπορούν να υποστούν βλαπτική μεταβολή.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 του άρθρου 102 του Ν.2533/1997 (Α 228)
4. Οι κανονισμοί της προηγούμενης παραγράφου ρητά προβλέπουν τις εγγυήσεις της μονιμότητας των υπαλλήλων που υπηρετούν στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου, τα των προαγωγών και πειθαρχικών διαδικασιών και τα της λύσης της εργασιακής σχέσης, ανάλογα με τα ισχύοντα στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δίκαιου.
Μέχρι να εκδοθούν οι παραπάνω κανονισμοί εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι ισχύοντες μέχρι σήμερα κανονισμοί και διατάξεις.
Άρθρο 7
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Οι εκκρεμείς δίκες του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών συνεχίζονται χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή τους και χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ειδικότερη διατύπωση για τη συνέχιση τους.
2. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου η κυριότητα των κινητών και ακινήτων πραγμάτων του “Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών” περιέρχεται αυτοδικαίως στη συνιστώμενη με τον παρόντα νόμο ανώνυμη εταιρεία “Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών”.
3. Κάθε πράξη και συμφωνία που συνδέεται με τη μετατροπή του άρθρου 1 και η καταχώριση τους στα οικεία βιβλία των αρμόδιων υποθηκοφυλακείων απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος χαρτοσήμου ή οποιοδήποτε άλλο τέλος, εισφορά ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου.
4. Το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε. απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά, δικαίωμα ή οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και γενικώς τρίτων επί του αρχικού κεφαλαίου του. Δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής των πάσης φύσεως πόρων ή εισφορών που υποχρεούται να αποδίδει στο Ν.Π.Δ.Δ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Προκειμένου για το Φ.Π.Α. έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Ν. 1642/1986 (ΦΕΚ 125 Α΄).
Άρθρο 8
Καταστατικό Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Σύσταση, επωνυμία, έδρα, σκοπός και διάρκεια
Άρθρο (1)
Η επωνυμία του νομικού προσώπου, που με τον παρόντα νόμο μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρία μη κερδοσκοπικού σκοπού, είναι “ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ”. Σε ξενόγλωσσα κείμενα η επωνυμία της Εταιρίας θα αποδίδεται σε μετάφραση στην αντίστοιχη γλώσσα.
Άρθρο (2)
Έδρα της Εταιρίας ορίζεται ο Δήμος Αθηναίων. Η Εταιρία μπορεί να ιδρύει υποκαταστήματα , πρακτορεία και γραφεία για την εξυπηρέτηση των σκοπών της και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας ή και στο εξωτερικό με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, που θα προσδιορίζουν ταυτόχρονα τα καθήκοντα, τις αρμοδιότητες, τη δικαιοδοσία τους και γενικά τον τρόπο λειτουργίας τους.
Άρθρο (3)
1. Σκοπός της Εταιρίας είναι η οργάνωση των χρηματιστηριακών συναλλαγών, οι οποίες καταρτίζονται κατ΄ αποκλειστικότητα σε χρηματιστήρια αξιών, κάθε άλλη δραστηριότητα του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών υπό τη σημερινή νομική του μορφή, καθώς και κάθε άλλη δραστηριότητα συναφής με τις ανωτέρω.
2. Η Εταιρία μπορεί επίσης να συμμετέχει σε άλλες επιχειρήσεις που έχουν ίδιο ή παρεμφερή σκοπό και, γενικά, επιδιώκουν σκοπούς συναφείς ή υποβοηθητικούς της δραστηριότητας της Εταιρίας, καθώς και να συνεργάζεται με τις παραπάνω επιχειρήσεις.
Μπορεί επίσης να αναθέτει σε αυτές, όταν είναι ανώνυμες εταιρίες στις οποίες συμμετέχει με πενήντα ένα τοις εκατό (51%) τουλάχιστον, την κατά τόπους άσκηση μέρους ή του συνόλου των δραστηριοτήτων της. “Επίσης, μπορεί σε περίπτωση που δεν διαθέτει την απαραίτητη οργάνωση και εξειδικευμένα στελέχη για την ικανοποιητική διεκπεραίωση δραστηριοτήτων της να αναθέτει αυτές στη θυγατρική της εταιρεία “Ανάπτυξη Συστημάτων Υποστήριξης Κεφαλαιαγοράς Α.Ε. (Α.Σ.Υ.Κ.).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 του Ν.2471/1997(Α 46)
Άρθρο (4)
Η διάρκεια της Εταιρίας ορίζεται σε διακόσια έτη. Η διάρκεια μπορεί να παραταθεί ή να συντομευθεί με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27 του Καταστατικού, και τροποποίηση του παρόντος άρθρου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Μετοχικό κεφάλαιο, μετοχές, μέτοχοι
Άρθρο (5)
1. Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρίας ορίζεται σε πέντε δισεκατομμύρια (5.000.000.000) δραχμές και διαιρείται σε πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μετοχές, ονομαστικής αξίας δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών η καθεμία.
Το μετοχικό κεφάλαιο αναλαμβάνεται και καλύπτεται εξ ολοκλήρου από το Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο (35) του παρόντος.
2. Σε κάθε περίπτωση αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου που δεν γίνεται με εισφορά σε είδος ή έκδοση ομολογιών με δικαίωμα μετατροπής τους σε μετοχές, παρέχεται δικαίωμα προτίμησης, σε ολόκληρο το νέο κεφάλαιο ή το ομολογιακό δάνειο, υπέρ του μετόχου της Εταιρίας. Μετά το τέλος της προθεσμίας, που όρισε το όργανο της Εταιρίας που αποφάσισε την αύξηση για την ενάσκηση του δικαιώματος προτίμησης, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα, οι μετοχές που δεν έχουν αναληφθεί σύμφωνα με τα παραπάνω διατίθενται ελεύθερα από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρίας.
3. Κατά τη διάρκεια της πρώτης πενταετίας από τη σύσταση της Εταιρίας ή μέσα σε πέντε (5) έτη από τη σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, το Διοικητικό Συμβούλιο έχει το δικαίωμα με απόφαση του που λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου των μελών του, να αυξάνει το μετοχικό κεφάλαιο με την έκδοση νέων μετοχών. Το ποσό των αυξήσεων δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό του μετοχικού κεφαλαίου που έχει καταβληθεί αρχικά ή του μετοχικού κεφαλαίου που έχει καταβληθεί κατά την ημερομηνία λήψης της σχετικής απόφασης από τη Γενική Συνέλευση. Η παραπάνω εξουσία του Διοικητικού Συμβουλίου μπορεί να ανανεώνεται από τη Γενική Συνέλευση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη για κάθε ανανέωση.
4. Οι σύμφωνα με την παράγραφο 3 αποφασιζόμενες αυξήσεις κεφαλαίου δεν αποτελούν τροποποιήσεις του Καταστατικού.
5. Κατ΄ εξαίρεση των διατάξεων της παραγράφου 3 αυτού του άρθρου, για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου απαιτείται πάντοτε απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, όταν τα αποθεματικά υπερβαίνουν το ένα δέκατο (1/10) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου.
6. Μέσα στο πρώτο δίμηνο από κάθε αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου, το Διοικητικό Συμβούλιο είναι υποχρεωμένο να πραγματοποιήσει ειδική συνεδρίαση για να πιστοποιήσει αν καταβλήθηκε ή όχι το κεφάλαιο της αυξήσεως. Μέσα στην ίδια προθεσμία ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου είναι υποχρεωμένος να υποβάλει στην αρμόδια εποπτική αρχή βεβαιωμένο αντίγραφο του σχετικού πρακτικού, που θα συνταχθεί στην παραπάνω ειδική συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου, υποκείμενο στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 7β του Κ.Ν. 2190/1920.
Άρθρο (6)
1. Οι μετοχές της Εταιρίας είναι ονομαστικές.
2. Οι τίτλοι των μετοχών φέρουν τα στοιχεία του κυρίου των μετοχών, τη σφραγίδα της Εταιρίας και τις υπογραφές του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και ενός Συμβούλου που ορίζεται ειδικά από το Διοικητικό Συμβούλιο. Οι υπογραφές αυτές μπορούν να τεθούν με μηχανικό μέσο. Κάθε τίτλος δύναται να παριστά πλείονες της μιας μετοχής, όπως ορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρίας.
Άρθρο (7)
Ο μέτοχος της Εταιρίας αποκτά αυτοδίκαια και ανεπιφύλακτα σύμφωνα με το νόμο την εξουσία άσκησης των δικαιωμάτων και αναλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τους ισχύοντες νόμους περί Ανωνύμων Εταιριών, το Καταστατικό, τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων και του Διοικητικού Συμβουλίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Διοικητικό Συμβούλιο
Άρθρο (8)
1. Η Εταιρία διοικείται από εννεαμελές Διοικητικό Συμβούλιο, που διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και απαρτίζεται από τα εξής πρόσωπα:
Τρία μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζονται από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας μεταξύ προσώπων που έχουν ειδική πείρα και κύρος. Δύο μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εκλέγονται από τα τακτικά μέλη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και είναι είτε χρηματιστές είτε χρηματιστηριακό εκπρόσωπο είτε μέλη διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας. Ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, ένα μέλος από το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, ένα μέλος από την Ένωση θεσμικών Επενδυτών και ένα μέλος εκλέγεται από τους εργαζομένους στην Εταιρία με καθολική και άμεση ψηφοφορία.
2. Για τον ορισμό των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από τους αρμόδιους προς τούτο, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, φορείς, τάσσεται σε αυτούς από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας εύλογη προθεσμία όχι βραχύτερη των δεκαπέντε (15) ημερών από τη σχετική έγγραφη πρόσκληση. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας προβαίνει στο διορισμό των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, τα οποία επιλέγει ο ίδιος, ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Άρθρο (9)
Εάν μείνει κενή η θέση κάποιου Συμβούλου λόγω θανάτου, παραίτησης ή από οποιονδήποτε άλλο λόγο έκπτωσης, πριν λήξει ο χρόνος της θητείας του, ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας ορίζει το νέο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου (8) του παρόντος Καταστατικού.
Άρθρο (10)
1. Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου (36) παρ. 1 του Καταστατικού, η θητεία των Συμβούλων είναι τριετής, αρχόμενη οπό το διορισμό τους και λήγουσα με το διορισμό νέου Διοικητικού Συμβουλίου από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας, ο οποίος λαμβάνει χώρα το τελευταίο δεκαήμερο της θητείας τους. Με την απόφαση αυτή του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας μπορεί να ορίζεται ως ημέρα ενάρξεως της θητείας του νέου Διοικητικού Συμβουλίου ημέρα μεταγενέστερη της εκδόσεως της αποφάσεως, η οποία όμως δεν δύναται να απέχει περισσότερο από τριάντα (30) ημέρες της ημέρας εκδόσεως της αποφάσεως.
2. Οι Σύμβουλοι είναι πάντοτε επανεκλέξιμοι.
Άρθρο (11)
1. Οι παραιτήσεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου υποβάλλονται στο Διοικητικό Συμβούλιο. Η παραίτηση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου υποβάλλεται και στον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας.
2. Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, που αδικαιολόγητα απουσιάζει ή δεν εκπροσωπείται στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για διάστημα μεγαλύτερο των έξι (6) μηνών, εκπίπτει της θέσεως του και αντικαθίσταται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας σύμφωνα με το άρθρο (9).
Άρθρο (12)
1. Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. είναι ο διοριζόμενος από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας Πρόεδρος του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε.. Το Διοικητικό Συμβούλιο εκλέγει έναν Αντιπρόεδρο με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων ή αντιπροσωπευόμενων μελών. Το Διοικητικό Συμβούλιο αναθέτει καθήκοντα Γραμματέα σε υπάλληλο της Εταιρίας.
2. Τον Πρόεδρο, όταν απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνει ο Αντιπρόεδρος. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος και του Αντιπροέδρου, τον Πρόεδρο αναπληρώνει ο Σύμβουλος που ορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.
3. Η εκλογή του Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου λαμβάνει χώρα κατά την πρώτη συνεδρίαση, του μετά το διορισμό του Διοικητικού Συμβουλίου.
4. Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ή ο κατά την παράγραφο 2 αναπληρωτής του προεδρεύει των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου, διευθύνει τις εργασίες του και έχει την ανώτατη εποπτεία της λειτουργίας της Εταιρίας και του προσωπικού της.
5. Ο Πρόεδρος είναι το ανώτατο εκτελεστικό όργανο της Εταιρίας και έχει τη γενική εποπτεία των εργασιών της.
Άρθρο (13)
Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά τη διοίκηση της Εταιρίας, τη διαχείριση της περιουσίας της και τη γενική επιδίωξη του σκοπού της και εκπροσωπεί την Εταιρία δικαστικώς και εξωδίκως. Της αρμοδιότητας του Διοικητικού Συμβουλίου εξαιρούνται τα θέματα που κατά τις διατάξεις του νόμου ή του Καταστατικού υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Γενικής Συνέλευσης.
Άρθρο (14)
Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει με απόφαση του την άσκηση ορισμένων εξουσιών ή αρμοδιοτήτων του, εκτός από αυτές που απαιτούν συλλογική ενέργεια, καθώς και τη διαχείριση, διοίκηση ή διεύθυνση των υποθέσεων ή την εκπροσώπηση της Εταιρίας σε ένα ή περισσότερα μέλη του, στους Διευθυντές ή υπαλλήλους της Εταιρίας, ορίζοντας συγχρόνως με την απόφαση αυτή και τα θέματα, ως προς τα οποία μεταβιβάζεται η εξουσία του, με την επιφύλαξη των άρθρων 22 και 23α του Κ.Ν. 2190/1920 . Μπορεί επίσης να αναθέτει την άσκηση των αρμοδιοτήτων του σε μία ή περισσότερες εκτελεστικές επιτροπές, που αποτελούνται από πρόσωπα με επαρκή μόρφωση και πείρα. Για την έκδοση κανονιστικού χαρακτήρα πράξεων το Διοικητικό Συμβούλιο ενεργεί πάντοτε συλλογικά.
Άρθρο (15)
Για τη δόση όρκου που έχει επαχθεί στην Εταιρία, για την υποβολή μηνύσεων ή εγκλήσεων και την παραίτηση από αυτές, για την έγερση πολιτικής αγωγής σε ποινικά δικαστήρια κατά την προδικασία και την κύρια διαδικασία και την παραίτηση από αυτή, για την κατάθεση εφέσεων κατά ποινικών αποφάσεων που απαιτεί αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο δικαστήριο, σε εισαγγελικές ή άλλες δικαστικές αρχές, η Εταιρία εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο ή τον κατά την παράγραφο 2 του άρθρου (12) νόμιμο αναπληρωτή του ή από οποιονδήποτε υπάλληλο της Εταιρίας που ορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο.
Άρθρο (16)
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο συνέρχεται στην έδρα της Εταιρίας τακτικώς τουλάχιστον μία φορά κάθε ημερολογιακό μήνα σε ημέρες και ώρες που καθορίζει το ίδιο με απόφαση του και εκτάκτως, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου.
2. Με αίτηση τριών (3) τουλάχιστον Συμβούλων, ο Πρόεδρος ή ο σύμφωνα με το άρθρο (12) παρ. 2 του Καταστατικού αναπληρωτής του υποχρεούται: (α) να συγκαλεί το Διοικητικό Συμβούλιο ορίζοντας ημέρα συνεδρίασης του, που δεν απέχει περισσότερο από δέκα (10) ημέρες από την υποβολή της σχετικής αίτησης και (β) να θέτει κάθε προτεινόμενο θέμα στην ημερήσια διάταξη της πρώτης μετά την υποβολή της σχετικής αίτησης συνεδρίασης.
Άρθρο (17)
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει νόμιμα, όταν παρίστανται αυτοπροσώπως ή αντιπροσωπεύονται, σύμφωνα με την παράγραφο 3 αυτού του άρθρου, το ήμισυ πλέον ενός των Συμβούλων. Ο αριθμός των αυτοπροσώπως παρόντων Συμβούλων δεν μπορεί να είναι μικρότερος από τρεις (3). Για την εξεύρεση του αριθμού απαρτίας παραλείπεται κάθε κλάσμα που προκύπτει.
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία των παρόντων και αντιπροσωπευόμενων μελών του, εκτός της περιπτώσεως της παραγράφου 3 του άρθρου (5).
3. Καθένας από τους Συμβούλους μπορεί, ύστερα από έγγραφη εντολή, να αντιπροσωπεύει έγκυρα μόνο έναν άλλο Σύμβουλο. Η αντιπροσώπευση στο Διοικητικό Συμβούλιο δεν μπορεί να ανατεθεί σε πρόσωπο που δεν είναι μέλος του Συμβουλίου.
4. Στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου παρίσταται χωρίς δικαίωμα ψήφου ο εκάστοτε προϊστάμενος της αρμόδιας για την εποπτεία του Χρηματιστηρίου Διεύθυνσης του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
Άρθρο (18)
1. Για τις συζητήσεις και τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου τηρούνται πρακτικά που καταχωρούνται σε ειδικό βιβλίο. Τα πρακτικά αυτά υπογράφονται από τον Πρόεδρο και τους Συμβούλους που παρίστανται στη συνεδρίαση.
2. Τα αντίγραφα και τα αποσπάσματα των πρακτικών του Διοικητικού Συμβουλίου υπογράφονται από τον Πρόεδρο ή, εάν αυτός κωλύεται, από το νόμιμο αναπληρωτή του ή από άλλο πρόσωπο που ορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο.
Άρθρο (19)
Κάθε αμοιβή ή αποζημίωση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς και του προϊσταμένου της αρμόδιας για την εποπτεία του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α. Ε. Διεύθυνσης του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, βαρύνει την Εταιρία μόνο αν εγκριθεί με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας. Οι διατάξεις του άρθρου 24 του Κ.Ν. 2190/1920 δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί αμοιβών και αποζημιώσεων.
Άρθρο (20)
1. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ευθύνονται απέναντι στην Εταιρία για κάθε πταίσμα τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τους ειδικότερους ορισμούς των άρθρων 22α και 22β του Κ.Ν. 2190/1920.
2. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου υποχρεούνται να τηρούν απόλυτη εχεμύθεια για εμπιστευτικά θέματα της Εταιρίας, των οποίων έλαβαν γνώση με την ιδιότητα τους ως Συμβούλων.
3. Ο διορισμός και η για οποιονδήποτε λόγο παύση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των προσώπων που έχουν την εξουσία να εκπροσωπούν την Εταιρία από κοινού ή μεμονωμένα υποβάλλονται, με τα στοιχεία της ταυτότητας των προσώπων αυτών, σε δημοσιότητα κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 7α και 7β του Κ.Ν. 2190/1920.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Γενική Συνέλευση των Μετόχων
Άρθρο (21)
Η Γενική Συνέλευση των μετόχων, νόμιμα καταρτισμένη, είναι το ανώτατο όργανο της Εταιρίας.
Άρθρο (22)
1. Η Γενική Συνέλευση των μετόχων συνέρχεται τακτικά στην έδρα της Εταιρίας μια φορά τουλάχιστον σε κάθε εταιρική χρήση και μέσα σε έξι (6) μήνες από τη λήξη της εταιρικής χρήσης. Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί, όποτε κρίνει σκόπιμο, να συγκαλεί έκτακτη Γενική Συνέλευση.
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο υποχρεούται να συγκαλεί τη Γενική Συνέλευση των μετόχων με αίτηση των ελεγκτών μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την επίδοση της αίτησης στον Πρόεδρο του, ορίζοντας ως αντικείμενο ημερήσιας διάταξης το θέμα που περιέχεται στην αίτηση.
3. Με αίτηση του μετόχου, το Διοικητικό Συμβούλιο υποχρεούται να συγκαλέσει έκτακτη Γενική Συνέλευση, ορίζοντας ημέρα συνεδριάσεως αυτής που να μην απέχει περισσότερο από τριάντα (30) ημέρες από τη χρονολογία της επίδοσης της αίτησης στον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου. Η αίτηση πρέπει να αναφέρει τα αντικείμενα, τα οποία θα περιληφθούν στην ημερήσια διάταξη.
Άρθρο (23)
1. Η Γενική Συνέλευση συγκαλείται πάντοτε από το Διοικητικό Συμβούλιο.
2. Η πρόσκληση της Γενικής Συνέλευσης, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον το οίκημα, τη χρονολογία και την ώρα της συνεδρίασης, καθώς και τα θέματα της ημερήσιας διάταξης με σαφήνεια, τοιχοκολλάται σε εμφανή θέση του καταστήματος της Εταιρίας και δημοσιεύεται ως εξής:
α. στο τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 3 του π.δ/τος «περί δελτίου Ανωνύμων Εταιριών» της 16ης Ιανουαρίου 1930,
β. σε μία ημερήσια πολιτική εφημερίδα που εκδίδεται στην Αθήνα, έχει, κατά την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου, ευρεία κυκλοφορία σε ολόκληρη τη χώρα και επιλέγεται από τις εφημερίδες του άρθρου 3 του ν.δ/τος 3757/1957, και
γ. σε μία ημερήσια οικονομική εφημερίδα από εκείνες που ορίζει με απόφαση του ο Υπουργός Εμπορίου.
3. Η Γενική Συνέλευση προσκαλείται είκοσι (20) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα που ορίζεται για τη συνεδρίαση της, υπολογιζόμενων και των εξαιρετέων ημερών. Η δημοσίευση στο τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως γίνεται δέκα (10) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν την ημέρα της συνεδρίασης και στις άλλες εφημερίδες είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν την ημέρα της συνεδρίασης.
4. Προκειμένου περί επαναληπτικών Γενικών Συνελεύσεων, οι καταχωρίσεις των προσκλήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 πρέπει να πραγματοποιούνται δέκα (10) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συνεδρίαση στις εφημερίδες και πέντε (5) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συνεδρίαση στο τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως.
5. Η ημέρα της δημοσίευσης της πρόσκλησης της Γενικής Συνέλευσης και η ημέρα της συνεδρίασης δεν υπολογίζονται.
6. Η πρόσκληση για τη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης και η απόφαση της για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου πρέπει, με ποινή ακυρότητας, να ορίζει το σκοπό της μείωσης, καθώς και τον τρόπο πραγματοποίησης της. Η απόφαση αυτή πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση ορκωτού λογιστή.
Άρθρο (24)
1. Δικαίωμα παράστασης στη Γενική Συνέλευση έχουν το Ελληνικό Δημόσιο, ως μοναδικός μέτοχος της Εταιρίας, εκπρόσωπος του Υπουργού Εμπορίου, τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Εταιρίας, ο προϊστάμενος της αρμόδιας για την εποπτεία του Χρηματιστηρίου Διεύθυνσης του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, ανά ένας εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος των μελών του Χρηματιστηρίου και των εταιριών των οποίων κινητές αξίες είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε., καθώς και εκπρόσωποι των εργαζομένων στην Εταιρία.
2. Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων του ως μετόχου της Εταιρίας το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται από τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
3. Το λόγο στη Γενική Συνέλευση δικαιούνται να λάβουν και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρίας.
Άρθρο (25)
Στη Γενική Συνέλευση προεδρεύει ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου. Εάν αυτός κωλύεται στην εκτέλεση αυτού του καθήκοντος, αντικαθίσταται από τον αναπληρωτή του, σύμφωνα με το άρθρο (12) παρ. 2 του Καταστατικού. Εάν και ο τελευταίος αυτός κωλύεται, προεδρεύει στη Γενική Συνέλευση ο πρεσβύτερος των Συμβούλων. Χρέη Γραμματέα της Γενικής Συνέλευσης εκτελεί το πρόσωπο, το οποίο ορίζει ο Πρόεδρος.
Άρθρο (26)
1. Οι συζητήσεις και οι αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης περιορίζονται στα θέματα που αναγράφονται στην ημερήσια διάταξη, που δημοσιεύεται παραπάνω σύμφωνα με το άρθρο (23) παρ. 2 του Καταστατικού. Συζήτηση εκτός των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης δεν επιτρέπεται, με εξαίρεση τις τροπολογίες επί των προτάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου προς τη Συνέλευση και τις προτάσεις σύγκλησης άλλης Γενικής Συνέλευσης.
2. Περίληψη όλων των συζητήσεων και αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης καταχωρείται στο βιβλίο των πρακτικών και υπογράφεται από τον Πρόεδρο και το Γραμματέα.
3. Αντίγραφα και αποσπάσματα πρακτικών Γενικής Συνέλευσης επικυρώνονται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου ή τον σύμφωνα με το άρθρο (12) παρ. 2 του Καταστατικού αναπληρωτή του.
Άρθρο (27)
1. Η Γενική Συνέλευση είναι μόνη αρμόδια να αποφασίζει για τα εξής θέματα:
α) για τροποποίηση του Καταστατικού, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η αύξηση ή μείωση του μετοχικού κεφαλαίου, με εξαίρεση τα άρθρα (6) παρ. 1, (8), (9), (10), (11), (12) παρ. 1εδ. 1, (14) εδ. 3, (24) και (29) εδ. 1, τα οποία τροποποιούνται με νόμο,
β) για έγκριση των ετήσιων λογαριασμών (ετήσιων οικονομικών καταστάσεων) της Εταιρίας,
γ) για διάθεση των ετήσιων κερδών,
δ) για έκδοση δανείου με ομολογίες,
ε) για συγχώνευση, παράταση της διάρκειας ή διάλυση της Εταιρίας,
στ) για διορισμό ελεγκτών και καθορισμό της αμοιβής τους,
ζ) για διορισμό εκκαθαριστών.
2. Στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν περιλαμβάνεται η σύμφωνα με το άρθρο (5) παρ. 3 του Καταστατικού αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου.
Άρθρο (28)
Μετά την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων, η Γενική Συνέλευση αποφασίζει για την απαλλαγή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των ελεγκτών από κάθε ευθύνη αποζημίωσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Ελεγκτές
Άρθρο (29)
Ο τακτικός έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης και των ετήσιων λογαριασμών (ετήσιων οικονομικών καταστάσεων) της Εταιρίας, όπως και τα υπόλοιπα καθήκοντα των ελεγκτών, ασκούνται σύμφωνα με το νόμο από δύο ορκωτούς ελεγκτές, που εκλέγονται, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας, από την προηγούμενη τακτική Γενική Συνέλευση. Τα καθήκοντα και τα δικαιώματα των ελεγκτών ασκούνται όπως ορίζεται στα άρθρα 36 , 37 , 38 και 43α παρ. 4 του Κ.Ν. 2190/1920. Ο διορισμός και η για οποιονδήποτε λόγο παύση των ελεγκτών υποβάλλεται, με τα στοιχεία ταυτότητας των ελεγκτών, σε δημοσιότητα κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 7α και 7β του Κ.Ν. 2190/1920.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις Βιβλία-Διάθεση αποτελεσμάτων
Άρθρο (30)
1. Η εταιρική χρήση είναι δωδεκάμηνης διάρκειας.
Αρχίζει την πρώτη (1η) Ιανουαρίου και λήγει την τριακοστή πρώτη (31η) Δεκεμβρίου κάθε έτους. Κατ΄ εξαίρεση, η πρώτη εταιρική χρήση αρχίζει από τη σύσταση της Εταιρίας και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου της συστάσεως της Εταιρίας έτους, δηλαδή την 31η Δεκεμβρίου 1996.
2. Στο τέλος κάθε εταιρικής χρήσης το Διοικητικό Συμβούλιο κλείνει τους λογαριασμούς, συντάσσει λεπτομερή απογραφή της περιουσίας της Εταιρίας και καταρτίζει τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και έκθεση επ΄ αυτών, σύμφωνα με τα άρθρα 42α, 42β, 42γ, 42δ, 42ε, 43, 43α, 43β, 111 παρ. 1 και 2 και 112 παρ . 1, 2, 3, 4, 5, 6 και 7 του Κ.Ν. 2190/1920.
3. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις περιλαμβάνουν:
α) τον ισολογισμό,
β) το λογαριασμό “αποτελέσματα χρήσεως”,
γ) τον “πίνακα διαθέσεως αποτελεσμάτων” και
δ) το προσάρτημα.
Οι παραπάνω καταστάσεις αποτελούν ενιαίο σύνολο, ελέγχονται όπως ορίζουν τα άρθρα 36, 36α και 37 του Κ.Ν. 2190/1920 και εμφανίζουν με απόλυτη σαφήνεια την πραγματική εικόνα της περιουσιακής διάρθρωσης, της χρηματοοικονομικής θέσης και των αποτελεσμάτων χρήσης της Εταιρίας.
4. Για να ληφθεί από τη Γενική Συνέλευση έγκυρη απόφαση σχετικά με τις οικονομικές καταστάσεις, που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο, πρέπει αυτές να έχουν ειδικά θεωρηθεί από:
α) τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου ή το νόμιμο αναπληρωτή του,
β) ένα Σύμβουλο που ορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο και
γ) τον υπεύθυνο για τη διεύθυνση του λογιστηρίου.
Οι παραπάνω, σε περίπτωση διαφωνίας όσον αφορά τη νομιμότητα του τρόπου κατάρτισης των οικονομικών καταστάσεων, οφείλουν να εκθέτουν εγγράφως τις αντιρρήσεις τους στη Γενική Συνέλευση.
5. Η έκθεση διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου προς την τακτική Γενική Συνέλευση πρέπει να παρέχει σαφή και πραγματική εικόνα της εξέλιξης των εργασιών και της οικονομικής θέσης της Εταιρίας, καθώς και πληροφορίες για την προβλεπόμενη πορεία της Εταιρίας και για τις δραστηριότητες της στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης. Επιπλέον στην έκθεση αυτήν αναφέρονται τα στοιχεία που ορίζονται στην παράγραφο 3 περίπτωση β΄ του άρθρου 43α του Κ.Ν. 2190/1920.
6. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρίας οφείλει να δημοσιεύσει τον ισολογισμό της Εταιρίας, το λογαριασμό “αποτελέσματα χρήσεως” και τον “πίνακα διαθέσεως αποτελεσμάτων”, μαζί με το σχετικό πιστοποιητικό ελέγχου, είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης:
α) Σε μία ημερήσια πολιτική εφημερίδα, που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 του ν.δ/τος 3757/1957, η οποία εκδίδεται στην Αθήνα και έχει ευρεία κυκλοφορία σε ολόκληρη τη χώρα, κατά την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου.
β) Σε μία ημερήσια οικονομική εφημερίδα, που πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του Κ.Ν. 2190/1920 . Η δημοσίευση γίνεται με τη μορφή και στην έκταση που προβλέπεται από το άρθρο 43β του παραπάνω νόμου.
γ) Στο Φ.Ε.Κ., Τ.Α.Ε. και Ε.Π.Ε. σύμφωνα με το άρθρο 7β παρ. 1 εδ. β του Κ.Ν. 2190/1920 .
Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, αρχικές και τροποποιημένες από τη Γενική Συνέλευση (ισολογισμός, αποτελέσματα χρήσεως, πίνακας διαθέσεως αποτελεσμάτων και προσάρτημα) και οι σχετικές εκθέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου και των ελεγκτών της Εταιρίας, δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 7α και 7β του K.N. 2190/1920. Ο ισολογισμός πρέπει να περιέχει τα ατομικά στοιχεία των προσώπων που τον πιστοποιούν, σύμφωνα με την παράγραφο 4 αυτού του άρθρου.
7. Αντίγραφο των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων μαζί με τις εκθέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου και των ελεγκτών υποβάλλονται στην αρμόδια εποπτική αρχή είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα της Γενικής Συνέλευσης.
8. Μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων από την τακτική Γενική Συνέλευση υποβάλλεται στην αρμόδια εποπτική αρχή αντίγραφο των πρακτικών της Γενικής Συνέλευσης με αντίγραφο των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων που εγκρίθηκαν.
Άρθρο (31)
1. Καθαρά κέρδη της Εταιρίας είναι αυτά που προκύπτουν μετά την αφαίρεση από τα πραγματοποιηθέντα ακαθάριστα κέρδη κάθε εξόδου, κάθε ζημίας, των σύμφωνα με το νόμο αποσβέσεων και κάθε άλλου εταιρικού βάρους.
2. Ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) επί των καθαρών κερδών αποδίδεται ως μέρισμα στο Ελληνικό Δημόσιο ως μοναδικό μέτοχο.
3. Ποσοστό τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%) των καθαρών κερδών αφαιρείται προς σχηματισμό τακτικού αποθεματικού. Η κράτηση αυτή παύει να είναι υποχρεωτική, όταν το αποθεματικό καλύψει ποσό ίσο προς το ένα τρίτο (1/3) του μετοχικού κεφαλαίου. Εάν όμως τούτο μειωθεί για οποιονδήποτε λόγο, η κράτηση επαναλαμβάνεται μέχρι το ίδιο όριο.
4. Το υπόλοιπο ποσό των καθαρών κερδών, κατά την κρίση της τακτικής Γενικής Συνέλευσης, είτε διατίθεται για τη δημιουργία έκτακτου αποθεματικού είτε μεταφέρεται σε νέα χρήση είτε κεφαλαιοποιείται, αυξανομένου του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρίας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση εφαρμόζονται όσα ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 3α του Κ.Ν. 2190/1920 .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
Διάλυση – Εκκαθάριση
Άρθρο (32)
Σε περίπτωση που το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας, όπως προσδιορίζονται στο υπόδειγμα ισολογισμού που προβλέπεται από το άρθρο 42γ του Κ.Ν. 2190/1920 , είναι κατώτερο από το μισό (1/2) του μετοχικού κεφαλαίου, το Διοικητικό Συμβούλιο υποχρεούται, μέσα σε έξι (6) μήνες από τη λήξη της χρήσης, να συγκαλέσει τη Γενική Συνέλευση, που θα αποφασίσει τη λύση της Εταιρίας ή την υιοθέτηση άλλου μέτρου.
Άρθρο (33)
1. Η Εταιρία λύεται:
α) Με τη λήξη του χρόνου της διάρκειας της, εκτός αν με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης αποφασισθεί η παράταση του χρόνου της διάρκειας της. β) Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης. γ) Η Εταιρία λύεται επίσης με την κήρυξη της σε πτώχευση.
2. Η λύση της Εταιρίας υποβάλλεται σε δημοσιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 7α και 7β του Κ.Ν. 2190/1920.
Άρθρο (34)
1. Εκτός από την περίπτωση της πτώχευσης, τη λύση της Εταιρίας ακολουθεί η εκκαθάριση αυτής. Στην περίπτωση του εδαφίου α΄ της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, το Διοικητικό Συμβούλιο εκτελεί χρέη εκκαθαριστή μέχρι το διορισμό εκκαθαριστών από τη Γενική Συνέλευση. Στην περίπτωση του εδαφίου β΄ της ίδιας παραγράφου, η Γενική Συνέλευση με την ίδια απόφαση ορίζει τρεις (3) εκκαθαριστές, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης ασκούν όλες τις συναφείς με τη διαδικασία και το σκοπό της εκκαθάρισης αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης. Ο διορισμός των εκκαθαριστών υποβάλλεται στη δημοσιότητα των άρθρων 7α και 7β του Κ.Ν. 2190/1920 και συνεπάγεται αυτοδίκαια την παύση της εξουσίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.
2. Οι εκκαθαριστές που διορίζονται από τη Γενική Συνέλευση οφείλουν με την ανάληψη των καθηκόντων τους να ενεργήσουν απογραφή της εταιρικής περιουσίας και να δημοσιεύσουν δια του τύπου και του τεύχους των Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως ισολογισμό, αντίτυπο του οποίου υποβάλλεται στην αρμόδια εποπτεύουσα αρχή. Την ίδια υποχρέωση έχουν οι εκκαθαριστές και κατά τη λήξη της εκκαθάρισης.
3. Η Γενική Συνέλευση των μετόχων διατηρεί όλα τα δικαιώματα της κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης.
4. Οι ισολογισμοί της εκκαθάρισης εγκρίνονται από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, η οποία αποφασίζει και για την ευθύνη των εκκαθαριστών.
5. Κάθε έτος υποβάλλονται στη Γενική Συνέλευση τα αποτελέσματα της εκκαθάρισης μαζί με έκθεση των αιτίων τα οποία εμπόδισαν την αποπεράτωση της εκκαθάρισης.
6. Οι ισολογισμοί της εκκαθάρισης και ο τελικός της ισολογισμός υποβάλλονται στη δημοσιότητα των άρθρων 7α και 7β του Κ.Ν. 2190/1920.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄
Τελικές διατάξεις
Άρθρο (35)
1. Το εκ δραχμών πέντε δισεκατομμυρίων (5.000.000.000) μετοχικό κεφαλαίο αναλαμβάνεται και καλύπτεται εξ ολοκλήρου από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εισφέρει το σύνολο της ανήκουσας σε αυτό καθαρής περιουσίας του μετατρεπόμενου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου “ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΑΘΗΝΩΝ”.
2. Μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος θα διενεργηθεί απογραφή και εκτίμηση του ενεργητικού και παθητικού του “ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΊΟΥ ΑΞΙΩΝ ΑΘΗΝΩΝ”, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Κ.Ν. 2190/1920 . Στην τριμελή επιτροπή του άρθρου 9 του Κ.Ν. 2190/1920 θα συμμετέχουν και δύο ορκωτοί ελεγκτές, που θα ορισθούν με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
3. Εάν μεταξύ της πραγματικής καθαρής περιουσίας του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, που θα προσδιορισθεί από την επιτροπή του άρθρου 9 του Κ.Ν. 2190/1920, και του οριζόμενου στο άρθρο (5) μετοχικού κεφαλαίου υπάρχει διαφορά επιπλέον, η εν λόγω διαφορά θα αχθεί σε πίστωση του αποθεματικού από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο. Εάν τυχόν προκύψει διαφορά επί έλαττον, θα μειωθεί το μετοχικό κεφάλαιο κατά το ισόποσο αυτής της διαφοράς, εντός διμήνου από της δημοσιεύσεως της εκθέσεως εκτιμήσεως της προαναφερόμενης επιτροπής.
4. Η πιστοποίηση της καταβολής του κεφαλαίου θα γίνει εντός διμήνου από της δημοσιεύσεως της εκθέσεως εκτιμήσεως της επιτροπής της προηγούμενης παραγράφου.
Άρθρο (36)
1. Μέλη του πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. είναι τα μέλη του κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, με θητεία μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1996.
2. Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο συνέρχεται με πρόσκληση ενός από τα μέλη του το ταχύτερο δυνατό μετά τη σύσταση της Εταιρίας και εκλέγει από τα μέλη του τον Αντιπρόεδρο.
Άρθρο (37)
Οι τακτικοί και έκτακτοι ορκωτοί ελεγκτές για την πρώτη εταιρική χρήση διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Τροποποίηση διατάξεων της χρηματιστηριακής νομοθεσίας
Άρθρο 9
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
1. Στο τμήμα Ι του άρθρου 3 του π.δ/τος 350/1985 (ΦΕΚ 126 Α΄), που αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί η εταιρία που αιτείται την εισαγωγή των μετοχών της στο χρηματιστήριο, μεταξύ των περιπτώσεων 3 και 4 προστίθεται περίπτωση 3α, που έχει ως εξής:
“3α. Φορολογικός έλεγχος
Η εταιρία που υποβάλλει αίτηση προκειμένου να εισαγάγει για πρώτη φορά μετοχές της στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών θα πρέπει να έχει ελεγχθεί φορολογικά για όλες τις χρήσεις για τις οποίες κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως έχουν δημοσιευθεί οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις. Εάν η εταιρία καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, η υποχρέωση φορολογικού ελέγχου του προηγούμενου εδαφίου εκτείνεται και στις εταιρίες που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση για τις χρήσεις στις οποίες καταρτίζονταν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις. Η αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) υποχρεούται να προβεί σε φορολογικό έλεγχο και να κοινοποιήσει στην εταιρία και τις εταιρίες που περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις τα σχετικά φύλλα ελέγχου εντός τριμήνου από την υποβολή σε αυτήν της σχετικής αιτήσεως της εταιρίας. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για άλλους τρεις (3) μήνες με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του προϊστάμενου της Δ.Ο.Υ. και του αρμόδιου επιθεωρητή Δ.Ο.Υ., η οποία απόφαση κοινοποιείται στην εταιρία εντός τριμήνου από της υποβολής της αιτήσεως, για εξαιρετικούς λόγους που αφορούν το μέγεθος της επιχειρήσεως ή την έκταση των απαιτούμενων ελεγκτικών επαληθεύσεων.”
2. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης 2 του τμήματος Α του άρθρου 4 του π.δ/τος 350/1985 αντικαθίσταται ως εξής:
“Για την εισαγωγή ομολογιών στο χρηματιστήριο ισχύουν και τα προβλεπόμενα στις περιπτώσεις3 και3α του τμήματος Ι του άρθρου 3. ”
3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ισχύουν για κάθε αίτηση εισαγωγής κινητών αξιών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, που υποβάλλεται μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
4. Οι αρμόδιες Δ.Ο.Υ. υποχρεούνται να προβαίνουν κατά προτεραιότητα σε φορολογικό έλεγχο των εταιριών, των οποίων κινητές αξίες είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, ώστε οι ανέλεγκτες χρήσεις τους να μην υπερβαίνουν τις δύο. Εάν η εταιρία καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, η υποχρέωση φορολογικού ελέγχου του προηγούμενου εδαφίου εκτείνεται και στις εταιρίες που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση.
Άρθρο 10
Στην περίπτωση 4α του τμήματος Ι του άρθρου 3 του π.δ/τος 350/1985 (ΦΕΚ 126 Α΄), όπως ισχύει, προστίθενται τα εξής εδάφια:
“Όταν, επί αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου ανώνυμης εταιρίας, προκειμένου να εισαχθούν οι μετοχές της για πρώτη φορά στο χρηματιστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, μέρος των εκδιδόμενων νέων μετοχών δεν διατίθεται με δημόσια εγγραφή, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις;
ι) Οι μετοχές που δεν διατίθενται σε δημόσια εγγραφή δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) των μετοχών που διατίθενται με δημόσια εγγραφή.
ιι) Η τιμή διάθεσης των νέων μετοχών σε δημόσια εγγραφή δεν επιτρέπεται να είναι ανώτερη της τιμής διάθεσης των νέων μετοχών που δεν διατίθενται σε δημόσια εγγραφή. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου ισχύει και στην περίπτωση που κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν από τη λήψη από το αρμόδιο όργανο της Εταιρίας της απόφασης για την αύξηση του κεφαλαίου με δημόσια εγγραφή είχε προηγηθεί αύξηση του κεφαλαίου της εταιρίας με εισφορά μετρητών.
ιιι) Η ανάληψη των μετοχών που δεν διατίθενται με δημόσια εγγραφή, η καταβολή του ποσού της αυξήσεως και η πιστοποίηση της καταβολής του πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί πριν από την έναρξη της δημόσιας εγγραφής.
ιν) Η εκδότρια εταιρία πρέπει να έχει υποβάλει στο Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών κατάλογο των προσώπων που ανέλαβαν τις μετοχές που δεν διατέθηκαν σε δημόσια εγγραφή και κατέβαλαν την αξία τους. Ο κατάλογος αυτός πρέπει να περιέχει το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση κατοικίας, τον αριθμό αστυνομικής ταυτότητας ή διαβατηρίου, τον αριθμό των μετοχών που αποκτήθηκαν και την καταβληθείσα αξία τους.
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4 του Ν. 876/1979 (ΦΕΚ 48 Α΄), εκδότρια εταιρία που εισάγει για πρώτη φορά μετοχές της στο Χρηματιστήριο επιτρέπεται να διαθέσει σε δημοσία εγγραφή προνομιούχες χωρίς δικαίωμα ψήφου μετοχές μόνον εάν και πριν από τη δημόσια εγγραφή είχε εκδώσει τέτοιες μετοχές. Η αναλογία των κοινών μετοχών που διατίθενται σε δημόσια εγγραφή προς τις προνομιούχες χωρίς δικαίωμα ψήφου μετοχές που διατίθενται σε δημόσια εγγραφή δεν επιτρέπεται να είναι εις βάρος των κοινών μετοχών ως προς την αναλογία τους προς τις προνομιούχες μετοχές της εταιρίας πριν από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου”.
Άρθρο 11
Στο Π.Δ. 350/1985 (ΦΕΚ 126 Α΄), μετά το άρθρο 3, προστίθεται άρθρο 3α, που έχει ως εξής:
“Άρθρο 3α
Ευθύνη αναδόχων έκδοσης κινητών αξιών σε δημόσια εγγραφή
1. Το ενημερωτικό δελτίο, που συντάσσεται και εκδίδεται συμφωνά με τις διατάξεις των Π.Δ. 348/1985 (ΦΕΚ 125 Α΄) και 52/1992 (ΦΕΚ 22 Α΄), υπογράφεται από τον εκδότη των κινητών αξιών και τον ανάδοχο έκδοσης. Εάν υπάρχουν περισσότεροι του ενός ανάδοχοι έκδοσης, αρκεί η υπογραφή του από τον οριζόμενο ως κύριο ανάδοχο.
2. Ο ανάδοχος ευθύνεται έναντι αυτών που απέκτησαν κινητές αξίες σε δημόσια εγγραφή, για κάθε θετική ζημία που υπέστησαν από τη χρηματιστηριακή πώληση κινητών αξιών εξαιτίας πταίσματος του αναδόχου ως προς την ακρίβεια και πληρότητα του ενημερωτικού δελτίου και τον καθορισμό της τιμής των κινητών αξιών που διατέθηκαν σε δημόσια εγγραφή. Πλείονες ανάδοχοι ευθύνονται σε ολόκληρο.
3. Ο ζημιωθείς φέρει το βάρος αποδείξεως της ζημίας που υπέστη και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του πταίσματος του αναδόχου και της ζημίας.
4. Ο ανάδοχος φέρει το βάρος αποδείξεως της έλλειψης πταίσματος. Για την εκτίμηση της έλλειψης πταίσματος λαμβάνεται υπόψη, ιδιαίτερα, αν τα στοιχεία του εκδότη των κινητών αξιών, τα οποία έλαβε υπόψη του για να κρίνει την πληρότητα και ακρίβεια του ενημερωτικού δελτίου και τον καθορισμό της τιμής έκδοσης, είχαν αποτελέσει αντικείμενο πρόσφατου και προσηκόντως επιμελούς νομικού, λογιστικού και οικονομικού ελέγχου από νομικό και ορκωτό ελεγκτή, που δεν συνδέονται με τον εκδότη των κινητών αξιών.
5. Περαιτέρω ευθύνη του αναδόχου με βάση άλλες διατάξεις του νόμου δεν αποκλείεται.
6. Η ευθύνη του αναδόχου μπορεί να μειούται ή και να αίρεται αν συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος.
7. Εκδότρια εταιρία και ανάδοχος ευθύνονται εις ολόκληρον. Κάθε συμφωνία περιορισμού ή απαλλαγής της ευθύνης της εκδότριας εταιρίας ή του αναδόχου είναι άκυρη έναντι αυτών που αποκτούν κινητές αξίες σε δημόσια εγγραφή.
8. Αξιώσεις για αποζημίωση κατά του αναδόχου παραγράφονται μετά την πάροδο έτους από την ημέρα έναρξης της διαπραγμάτευσης των κινητών αξιών στο Χρηματιστήριο.
9. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν περιορίζουν την ευθύνη της εκδότριας εταιρίας για κάθε πταίσμα ως προς την ακρίβεια και την πληρότητα των περιεχόμενων στο ενημερωτικό δελτίο στοιχείων, με βάση τις γενικές διατάξεις του νόμου”.
Άρθρο 12
Στο άρθρο 4 του π.δ/τος 348/1985 (ΦΕΚ 125 Α΄) προστίθεται δεύτερη παράγραφος που έχει ως εξής και το πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού αριθμείται ως παράγραφος 1:
“2. Το ενημερωτικό δελτίο, κατά την υποβολή προς έγκριση, δεν αναγράφει υποχρεωτικά την τιμή διαθέσεως των μετοχών σε δημόσια εγγραφή. Η τιμή διαθέσεως των μετοχών καθορίζεται από τον ανάδοχο της έκδοσης, αναγγέλλεται τουλάχιστον τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της δημόσιας εγγραφής, περιέχεται στο ενημερωτικό δελτίο όπως ορίζεται στο άρθρο 21 και γνωστοποιείται πριν από την έναρξη της δημόσιας εγγραφής στο Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Α.Ε. και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.”
Άρθρο 13
1. Καταργείται η παράγραφος 2 του άρθρου 2 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), που προστέθηκε με το άρθρο 58 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄).
2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Η χρηματιστηριακή εταιρία είναι ανώνυμη εταιρία με σκοπό τη διεξαγωγή χρηματιστηριακών συναλλαγών. Η ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία μπορεί επίσης να παρέχει επενδυτικές συμβουλές για επενδύσεις σε χρηματιστηριακά πράγματα, να παρέχει υπηρεσίες συμβούλου έκδοσης, να φυλάσσει ως θεματοφύλακας τίτλους πελατών της και από της εκδόσεως της υπουργικής αποφάσεως που προβλέπεται παρακάτω να διαχειρίζεται χαρτοφυλάκιο πελατών της, αποτελούμενο από μετρητά, χρηματιστηριακά πράγματα και μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων και να καταθέτει το χρηματικά ποσά των πελατών της σε τραπεζικούς λογαριασμούς επ΄ ονόματι τους. Η χρηματιστηριακή εταιρία πρέπει να φυλάττει τους τίτλους των πελατών της χωριστά από τους τίτλους κυριότητας της. Υποχρεούται, επίσης, να ενημερώνει τουλάχιστον ανά μήνα τους πελάτες της, των οποίων διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιο, ως προς τις αγοραπωλησίες τίτλων, εφόσον υπάρχει μεταβολή και, ανεξάρτητα αν υπάρχει μεταβολή ή όχι, το Χρηματιστήριο ως προς το σύνολο των υποχρεώσεων της έναντι πελατών της ως προς τα περιουσιακά στοιχεία τους που φυλάττει ή διαχειρίζεται. Με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ορίζονται: α) οι κανόνες διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και οι μηχανισμοί ελέγχου και ασφάλειας, που πρέπει να τηρεί η ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία που φυλάττει ως θεματοφύλακας τίτλους πελατών της ή διαχειρίζεται χαρτοφυλάκιο πελατών της, ούτως ώστε να προστατεύονται τα δικαιώματα των πελατών της και να αποτρέπεται η χρησιμοποίηση από την εταιρία χρηματιστηριακών πραγμάτων ή κεφαλαίων των πελατών της για δικό της λογαριασμό, β) τα στοιχεία που πρέπει να αποστέλλει σε κάθε πελάτη της η χρηματιστηριακή εταιρία που φυλάττει ως θεματοφύλακας τίτλους του ή διαχειρίζεται χαρτοφυλάκιο του προς ενημέρωση τους, γ) τα στοιχεία που πρέπει να παραδίδει η ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία προς το χρηματιστήριο ή τα ελέγχοντα όργανα σε σχέση με τα χρηματιστηριακά πράγματα και κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία, που φυλάττει ως θεματοφύλακας για λογαριασμό πελατών της και που διαχειρίζεται ως διαχειριστής χαρτοφυλακίου, καθώς και η διαδικασία και ο ακριβής τρόπος παράδοσης τους, δ) κάθε άλλο ειδικό θέμα ή αναγκαία λεπτομέρεια, που σχετίζεται με την άσκηση της δραστηριότητας του θεματοφύλακα τίτλων και διαχειριστή χαρτοφυλακίου πελατών της.”
Άρθρο 14
1. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) προστίθενται τα εξής:
“Υφιστάμενες, κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης του προηγούμενου εδαφίου, ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρίες υποχρεούνται να αυξήσουν το μετοχικό τους κεφάλαιο μέχρι του καθοριζόμενου στην απόφαση ορίου εντός έτους από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του προηγούμενου εδαφίου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι υφιστάμενες ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρίες υποχρεούνται να αυξήσουν το μετοχικό τους κεφάλαιο μέχρι του ποσού που ορίζεται με την απόφαση του Υπουργού 66855/3.11.1994 (ΦΕΚ 842 Β΄) για τις ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρίες αυτής της κατηγορίας το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1995. Σε περίπτωση που χρηματιστηριακή εταιρία δεν αυξήσει το μετοχικό της κεφάλαιο εντός της προθεσμίας των προηγούμενων εδαφίων, ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της εταιρίας. Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των ανωνύμων χρηματιστηριακών εταιριών μπορεί να γίνεται και με κεφαλαιοποίηση αποθεματικών τους, με εξαίρεση το τακτικό αποθεματικό.”
2. Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της πρώτης παραγράφου του άρθρου 23 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) προστίθεται τρίτο εδάφιο που έχει ως εξής:
“Υφιστάμενες, κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης του προηγούμενου εδαφίου, ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρίες δικαιούνται να εξακολουθούν να συνάπτουν εκτός κύκλου χρηματιστηριακές συναλλαγές επί εξάμηνο μετά τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης για την αύξηση του ορίου, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ακόμη και αν δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ύψους κεφαλαίου της απόφασης του Υπουργού.”
3. Στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 26 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) προστίθεται δεύτερο εδάφιο που έχει ως εξής:
“Υφιστάμενες, κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης του προηγούμενου εδαφίου, ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρίες δικαιούνται να εξακολουθούν να παρέχουν υπηρεσίες αναδόχου σε δημόσια εγγραφή επί εξάμηνο μετά τη δημοσίευση στην· Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης για την αύξηση του ορίου, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ακόμη και αν δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ύψους κεφαλαίου της απόφασης του Υπουργού.”
4. Οι χρηματιστές που λειτουργούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου υποχρεούνται όπως, εντός έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, μετατρέψουν τις επιχειρήσεις τους σε ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρίες, τις οποίες θα ιδρύσουν σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1806/1988. `Αλλως, ανακαλείται η άδεια λειτουργίας τους.
Άρθρο 15
1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 3 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 59 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
“3. Οι μετοχές της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας είναι ονομαστικές. Η μεταβίβαση τους για οποιαδήποτε νομική αιτία, με εξαίρεση την κληρονομική διαδοχή και τη γονική παροχή, χωρίς προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, είναι άκυρη, εκτός και αν με τη μεταβίβαση ο αποκτών δεν συγκεντρώνει μετοχές που αντιπροσωπεύουν ποσοστό μεγαλύτερο του δέκα τοις εκατό (10%) του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας. Για τη χορήγηση της άδειας η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εκτιμά την καταλληλότητα του αποκτώντος για τη διασφάλιση της χρηστής διαχείρισης της εταιρίας και με απόφαση της μπορεί να εξειδικεύει τα κριτήρια της χορήγησης της παραπάνω άδειας. Κάθε μεταβίβαση μετοχών της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας, για την οποία δεν απαιτείται άδεια, γνωστοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία δικαιούται να ζητεί για τους νέους μετόχους όσα στοιχεία θεωρεί απαραίτητα, εφόσον κρίνει ότι είναι δυνατόν να επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τη διαχείριση της εταιρίας.
Νομικά πρόσωπα πλην των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, δεν δύνανται να αποκτήσουν μετοχές ανωνύμων χρηματιστηριακών εταιρειών σε ποσοστά άνω του σαράντα τοις εκατό (40%) του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας αυτής. Εξαιρούνται οι μετοχές χρηματιστηριακών εταιρειών που έχουν εισαχθεί στην κύρια αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών.
Το ανωτέρω ποσοστό δεν δύνανται να υπερβούν συνολικά συνδεδεμένες επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο οικονομικό όμιλο. Νομικά πρόσωπα που κατέχουν μετοχές σε υφιστάμενες ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρείες σε ποσοστό άνω του ανωτέρω οριζομένου υποχρεούνται να πωλήσουν το υπερβάλλον ποσοστό μετοχών το αργότερο μέχρι, την 31η Δεκεμβρίου 1995. Νομικά πρόσωπα που παραβιάζουν τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις διατάξεις των τριών παραπάνω εδαφίων υπόκεινται, με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σε αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου κατά τις Γενικές Συνελεύσεις.”
2. Στο άρθρο 3 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄). όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 59 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄), προστίθενται παράγραφοι 7 και 8 που έχουν ως εξής:
“7. Εάν οι μετοχές ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας εισαχθούν στην κύρια αγορά του χρηματιστηρίου, η απόκτηση μετοχών της εταιρίας, καθ΄ υπέρβαση των ορίων της παραγράφου 3 ή από πρόσωπα που δεν επιτρέπεται σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους να αποκτήσουν μετοχές της εταιρίας, δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της κτήσεως των μετοχών αλλά τη στέρηση για τους παραβάτες του δικαιώματος ψήφου στη γενική συνέλευση της εταιρίας. Η ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία, της οποίας οι μετοχές έχουν εισαχθεί στην κύρια αγορά του χρηματιστηρίου, εξαιρείται της υποχρεώσεως του τετάρτου εδαφίου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που προτίθεται να αποκτήσει μετοχές της που υπερβαίνουν ποσοστό 10%, 20%, 33%, 50% ή 66% του μετοχικού της κεφαλαίου, υποχρεούται όμως να ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν από την κτήση των μετοχών”.
“8. Μέτοχος ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας που προτίθεται να μεταβιβάσει μετοχές της, ούτως ώστε με τη μεταβίβαση το ποσοστό συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας να κατέρχεται των ποσοστών 10%, 20%, 33%, 50% ή 66% του μετοχικού της κεφαλαίου, υποχρεούται να ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν από τη μεταβίβαση των μετοχών.”
3. Η φράση που προστέθηκε στο τέλος του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) με την παράγραφο 5 του άρθρου 59 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
“και με απόφαση της μπορεί να εξειδικεύει τα παραπάνω κριτήρια για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας σε ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία.”
4. Στην παράγραφο 6 του άρθρου 3 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 59 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄), προστίθεται δεύτερο εδάφιο που έχει ως εξής:
“Η συμβατική μεταβίβαση μετοχών ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας σε πρόσωπο από τα παραπάνω αναφερόμενα είναι άκυρη απέναντι στην εταιρία. Πρόσωπο από τα παραπάνω αναφερόμενα, στα οποία περιέρχονται αιτία θανάτου μετοχές ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας, στερείται του δικαιώματος παράστασης και ψήφου στις γενικές συνελεύσεις μετόχων και του δικαιώματος ελέγχου της εταιρίας. Για τον υπολογισμό της απαρτίας για τη νόμιμη συγκρότηση γενικής συνελεύσεως και της πλειοψηφίας για τη λήψη αποφάσεων από τη γενική συνέλευση δεν λαμβάνονται υπόψη οι μετοχές που στερούνται δικαιώματος παραστάσεως και ψήφου.”
5. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) προστίθενται τα εξής:
“όπως το ύψος της δαπάνης για την εκτέλεση των εξετάσεων, καθώς και το νομικό πρόσωπο το οποίο βαρύνει η εν λόγω δαπάνη”.
6. Η περίπτωση ε΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 45 του Ν. 1914/1990 (ΦΕΚ 178 Α΄) και με την παράγραφο 1 του άρθρου 63 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
“ε. Να έχει ασχοληθεί επαγγελματικά, με πλήρη απασχόληση για μία τριετία τουλάχιστον, με τα χρηματιστηριακά ή να έχει άδεια, κατόπιν εξετάσεων, χρηματιστηριακού εκπροσώπου από αρμόδια όργανα της αλλοδαπής και να έχει εργασθεί σαν χρηματιστής σε χρηματιστηριακή εταιρία.”
7. Κατ΄ εξαίρεση, οι κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εν ενεργεία αντικρυστές μπορούν να μετάσχουν άπαξ στις πρώτες εξετάσεις για χρηματιστές και χρηματιστηριακούς εκπροσώπους που θα διενεργηθούν μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου χωρίς να έχουν πτυχίο ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος ή Τ.Ε.Ι., εάν κατά την ημέρα υποβολής της αίτησης για συμμετοχή στις εξετάσεις έχουν ασκήσει επί πέντε (5) τουλάχιστον έτη το επάγγελμα του αντικρυστή.
8. Η προβλεπόμενη από την παράγραφο 11 του άρθρου 6 του ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α`), όπως προστέθηκε από το άρθρο 61 παρ. 2 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α`), προθεσμία των έξι (6) μηνών δύναται να παρατείνεται πέραν των έξι (6) μηνών και μέχρι (1) ένα έτος, με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μετά από αίτηση του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας.Η ευχέρεια παράτασης της εν λόγω προθεσμίας πέραν του εξαμήνου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ισχύει μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 1996 και μετά καταργείται.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τηνπαρ.3 άρθρ.60 Ν.2396/1996 (Α 73).
Άρθρο 16
Στο τέλος της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) προστίθενται τα εξής:
“Επιτρέπεται η κατάρτιση χρηματιστηριακών συμβάσεων πωλήσεως μετοχών εισηγμένων στο χρηματιστήριο με σύμφωνο επαναγοράς των μετοχών την ίδια εργάσιμη ημέρα, όταν ένας τουλάχιστον εντολέας του μέλους του χρηματιστηρίου είναι πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική εταιρία, αμοιβαίο κεφάλαιο ή εταιρία επενδύσεων χαρτοφυλακίου και εφόσον η αξία της συναλλαγής υπερβαίνει το ποσό των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών, ύστερα από προηγούμενη άδεια του χρηματιστηρίου, το οποίο ελέγχει τη συνδρομή των προϋποθέσεων που ορίζει αυτή η διάταξη. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του χρηματιστηρίου μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ποσό του προηγούμενου εδαφίου και να ορίζονται οι όροι και η διαδικασία σύναψης και εκτέλεσης των συμβάσεων του προηγούμενου εδαφίου, ο τρόπος με τον οποίο θα πραγματοποιείται η πληροφόρηση του χρηματιστηρίου και του επενδυτικού κοινού για τις συναλλαγές αυτές και να ρυθμίζεται κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια του παρόντος άρθρου. Η τιμή των συναλλαγών δεν επιτρέπεται να αποκλίνει των τιμών, στις οποίες διακυμάνθηκε η μετοχή που απετέλεσε αντικείμενο της συναλλαγής κατά την ημέρα κατάρτισης της σύμβασης. Το χρηματιστήριο ανακοινώνει αμέσως την κατάρτιση συμβάσεων με σύμφωνο επαναγοράς και τους όρους κατάρτισης τους.”
Άρθρο 17
Στον Κανονισμό του χρηματιστηρίου καθορίζονται οι μηχανισμοί πουεφαρμόζονται για τον περιορισμό της διακύμανσης ενδοσυνεδριακά των τιμών τωνεισηγμένων στο χρηματιστήριο μετοχών και άλλων κινητών αξιών, το εύρος τωνπεριορισμών, ο τρόπος και ο χρόνος εφαρμογής τους. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς,στην απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν.3152/2003, μπορεί να προσδιορίζει τις γενικές αρχές λειτουργίας των παραπάνωμηχανισμών και το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινούνται οι περιορισμοί τηςδιακύμανσης των τιμών των μετοχών και άλλων κινητών αξιών στις οργανωμένεςαγορές.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4 άρθρ. 52Ν.3371/2005,ΦΕΚ Α 178/14.7.2005 kai sth syn;exeia ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
Άρθρο 18
Στο άρθρο 20 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) προστίθεται τρίτη παράγραφος που έχει ως εξής:
“3. Σε περίπτωση αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου εταιρίας, της οποίας οι μετοχές είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο, με άσκηση του δικαιώματος προτιμήσεως υπέρ των παλαιών μετόχων, η διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο των δικαιωμάτων προτιμήσεως γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζει με απόφαση του το Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών.”
Άρθρο 19
1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“Οι παραπάνω δηλώσεις γίνονται με τρόπο που εξασφαλίζει τη δημοσιότητα των δηλώσεων ως προς εκείνους που συμμετέχουν στη συνεδρίαση, ο οποίος καθορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε., λαμβανομένων υπόψη των τεχνικών εξελίξεων. Με την απόφαση αυτή ρυθμίζεται επίσης ο ανώτατος αριθμός τερματικών σταθμών που κάθε μέλος του χρηματιστηρίου δικαιούται να χρησιμοποιεί στο χώρο συνεδριάσεων του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε., οι τεχνικές προδιαγραφές αυτών των τερματικών σταθμών, τα πρόσωπα που επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση στους τερματικούς σταθμούς και κάθε άλλο ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια. Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής εξακολουθούν να ισχύουν οι κείμενες διατάξεις. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται λόγος για εκφώνηση ή αντιφώνηση, νοείται η δήλωση προσφοράς ή αποδοχής που γίνεται με τον εκάστοτε προβλεπόμενο τρόπο.”
2. Στο άρθρο 22 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), όπως ισχύει, προστίθενται παράγραφοι 5-9 που έχουν ως εξής:
“5. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, μπορεί να ορίζεται ως τόπος από τον οποίο τα μέλη του χρηματιστηρίου θα δικαιούνται να προβαίνουν στις δηλώσεις προσφοράς και αποδοχής για την κατάρτιση χρηματιστηριακών συναλλαγών και άλλος από το χώρο συνεδριάσεων του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Με όμοια απόφαση μπορεί να ορίζεται ότι τα μέλη του χρηματιστηρίου θα δικαιούνται να προβαίνουν στις δηλώσεις προσφοράς και αποδοχής για την κατάρτιση χρηματιστηριακών συναλλαγών και από τα κεντρικά τους γραφεία ή και από τα υποκαταστήματα τους.”
“6. Οι δηλώσεις βουλήσεως, στις οποίες θα προβαίνουν τα μέλη του χρηματιστηρίου, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, διαβιβάζονται αμέσως με ηλεκτρονικό σύστημα στο αυτόματο σύστημα ηλεκτρονικών συναλλαγών του χρηματιστηρίου και εξασφαλίζεται η δημοσιότητα και των δηλώσεων αυτών υπό τους αυτούς όρους με εκείνες που προέρχονται από τους τερματικούς σταθμούς του χώρου της συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. ”
“7. Μόνο χρηματιστές, χρηματιστηριακοί εκπρόσωποι ή αντικρυστές δικαιούνται να προβαίνουν στις δηλώσεις προσφοράς ή αποδοχής προσφοράς των μελών του χρηματιστηρίου για την κατάρτιση χρηματιστηριακών συναλλαγών.”
“8. Τα μέλη του χρηματιστηρίου ευθύνονται πλήρως για κάθε δήλωση που προέρχεται από τους τερματικούς τους σταθμούς.”
“9. Με τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. της παραγράφου 5 ορίζονται επίσης ο ανώτατος αριθμός τερματικών σταθμών, που κάθε μέλος του χρηματιστηρίου δικαιούται να χρησιμοποιεί στο κεντρικό του κατάστημα και ανά υποκατάστημα, καθώς και στους άλλους χώρους από τους οποίους θα επιτραπεί η διαβίβαση δηλώσεων βουλήσεως, οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τη διαβίβαση δηλώσεων από τερματικούς σταθμούς που βρίσκονται εκτός του χώρου συνεδριάσεων του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α. Ε., οι τεχνικές προδιαγραφές αυτών των τερματικών σταθμών, τα δικαιώματα που καταβάλλουν τα μέλη του χρηματιστηρίου στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α. Ε. για τη χρήση τερματικών σταθμών πέραν αυτών που είναι εγκατεστημένοι στο χώρο συνεδριάσεων του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. και κάθε άλλο ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.”
3. Οι παράγραφοι 1 και 3, 4, 5, 6, 7 και 8 του άρθρου 13 του Α.Ν. 2341/1940 (ΦΕΚ 153 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής:
“1. Κάθε τακτικό μέλος του χρηματιστηρίου δικαιούται να απασχολεί αντικρυστές, οι οποίοι βοηθούν το χρηματιστηριακό εκπρόσωπο ή το χρηματιστή στη διεξαγωγή των χρηματιστηριακών συναλλαγών και δικαιούνται να προβαίνουν στη διαβίβαση δηλώσεων βουλήσεως για κατάρτιση χρηματιστηριακών συναλλαγών, σύμφωνα με τις οδηγίες του χρηματιστηριακού, εκπροσώπου ή του χρηματιστή. Σύμβαση εργασίας μεταξύ τακτικού μέλους του χρηματιστηρίου και αντικρυστή είναι πάντοτε αορίστου χρόνου. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. μπορεί να καθορίζεται: α) ο ανώτατος αριθμός των αντικρυστών κάθε τακτικού μέλους του χρηματιστηρίου, οι οποίοι επιτρέπεται να παρίστανται στις δημόσιες συνεδριάσεις του χρηματιστηρίου, β) ο ανώτατος αριθμός αντικρυστών που μπορεί να απασχολεί κάθε τακτικό μέλος του χρηματιστηρίου.”
“3. Ο αντικρυστής πρέπει:
α) Να έχει ηλικία είκοσι ενός τουλάχιστονετών.
β) Να έχει απολυτήριο λυκείου ή άλλο ισότιμο με αυτό.
γ) Να μην έχει καταδικασθεί για αδίκημα από εκείνα που αποτελούν κώλυμα διορισμού, σε θέση δημοσίου υπαλλήλου.
δ) Να μην έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως.
ε) Αν υπέχει στρατιωτικές υποχρεώσεις, να τις έχει εκπληρώσει ή να έχει απαλλαγεί από αυτές.
στ) Να έχει ασχοληθεί με πλήρη απασχόληση για ένα (1) τουλάχιστον έτος με τα χρηματιστηριακά. Η απασχόληση αυτή αποδεικνύεται με βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα ή της φορολογούσας αρχής και συστατική επιστολή του εργοδότη”.
“4. Ο αντικρυστής διορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε., ύστερα από αίτηση του τακτικού μέλους του χρηματιστηρίου”.
“5. Κατά τυχόν απορριπτικής αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. χωρεί προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας”.
“6. Η κατά την παράγραφο 4 απόφαση για το διορισμό αντικρυστή τοιχοκολλάται με μέριμνα του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. σε εμφανές σημείο της αίθουσας συνεδριάσεων του χρηματιστηρίου, γνωστοποιείται στα τακτικά μέλη του και τα ελεγκτικά όργανα και δημοσιεύεται στο Δελτίο Τιμών Χρηματιστηρίου”.
“7. Το τακτικό μέλος του χρηματιστηρίου υποχρεούται να γνωστοποιήσει αυθημερόν στο Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. την καθ΄ οιονδήποτε τρόπο λύση της σχέσεως του τακτικού μέλους του χρηματιστηρίου με τον αντικρυστή. Με μέριμνα του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. η λύση της σχέσεως τακτικού μέλους του χρηματιστηρίου και αντικρυστή τοιχοκολλάται σε εμφανές σημείο της αίθουσας συνεδριάσεων του χρηματιστηρίου, γνωστοποιείται στα τακτικά μέλη του και τα ελεγκτικά όργανα και δημοσιεύεται στο Δελτίο Τιμών Χρηματιστηρίου”.
“8. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. δύναται να ανακαλέσει την αδεία διορισμού αντικρυστή που έχει χορηγήσει, αν στο πρόσωπο του αντικρυστή συντρέχουν προϋποθέσεις που δεν θα επέτρεπαν το διορισμό του στη θέση αυτή. Κατά της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. χωρεί προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας. Η ανάκληση της άδειας διορισμού αντικρυστή γνωστοποιείται και δημοσιεύεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 7”.
4. Καταργούνται οι παράγραφοι 5, 6 και 8 του άρθρου 14 του Ν. 3632/1928 (ΦΕΚ 137 Α΄) και το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 6 του ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄).
Άρθρο 20
1. Στο τέλος της περίπτωσης β΄ της πρώτης παραγράφου του άρθρου 23 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) προστίθενται τα εξής:
“Η αξία του κατώτατου ορίου αξιών που η εταιρία υποχρεούται να καλύπτει κατά εντολέα, δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερη των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών, τόσο επί πωλήσεως, όσο και επί αγοράς κινητών αξιών. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του χρηματιστηρίου μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ανωτέρω ποσό. Για να δύναται ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία να αρχίσει να διαπραγματεύεται κινητές αξίες εκτός κύκλου, πρέπει να συναινεί με την εκτός κύκλου διαπραγμάτευση των κινητών αξιών της από την εν λόγω ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία η εκδότρια των κινητών αξιών εταιρία. Η χορήγηση της συναίνεσης δεν είναι απαραίτητη, αν οι κινητές αξίες αποτελούν ήδη αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε εκτός κύκλου συναλλαγές. Ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία δεν επιτρέπεται να διαπραγματεύεται εκτός κύκλου κινητές αξίες εταιριών που είναι συνδεδεμένες μαζί της κατά την έννοια του άρθρου 42ε του Κ.Ν. 2190/1920. Η ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία υποχρεούται να διαπραγματεύεται εκτός κύκλου τουλάχιστον επί ένα (1) έτος κάθε κινητή αξία, της οποίας αναλαμβάνει την εκτός κύκλου διαπραγμάτευση, και θα πρέπει να γνωστοποιεί στο χρηματιστήριο την πρόθεση της να διακόψει την εκτός κύκλου διαπραγμάτευση κινητής αξίας τουλάχιστον τρεις (3) μήνες πριν από την ημερομηνία της διακοπής”.
2. Στο άρθρο 23 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) προστίθενται παράγραφοι 8 και 9, που έχουν ως εξής:
“8. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε., ορίζεται ο κατώτατος ποσοστιαίος συντελεστής που εκφράζει τη σχέση των ιδίων κεφαλαίων της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας προς τη χρηματιστηριακή αξία του συνόλου των κινητών αξιών των εταιριών, τις οποίες αυτή διαπραγματεύεται εκτός κύκλου. Με όμοια απόφαση μπορεί επίσης να ορίζεται ανώτατος αριθμός εκδοτριών εταιριών, των οποίων τις κινητές αξίες η ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία θα δύναται να διαπραγματεύεται εκτός κύκλου. Ο προσδιορισμός του ανώτατου αριθμού εκδοτριών εταιριών καθορίζεται με βάση τα ίδια κεφάλαια της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας”.
“9. Δεν επιτρέπεται η έναρξη εκτός κύκλου διαπραγμάτευσης μετοχών, των οποίων, κατά τα τελευταία τρία (3) έτη, ο λόγος της απόκλισης μεταξύ κατώτατης και ανώτατης τιμής ανά ημερολογιακό έτος προς τη μέση τιμή των μετοχών κατά το αντίστοιχο ημερολογιακό έτος ήταν, σωρευτικώς, μεγαλύτερος κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) της αντίστοιχης απόκλισης των τιμών του δείκτη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και μεγαλύτερος κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της αντίστοιχης απόκλισης των τιμών των μετοχών των εταιριών του αυτού κλάδου. Εάν ετησίως ο λόγος της απόκλισης μεταξύ κατώτατης και ανώτατης τιμής προς τη μέση τιμή των μετοχών εταιρίας, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο εκτός κύκλου συναλλαγών, είναι, σωρευτικώς, μεγαλύτερος κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) της αντίστοιχης απόκλισης των τιμών του δείκτη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της αντίστοιχης απόκλισης τιμών των μετοχών των εταιριών του αυτού κλάδου, παύει η εκτός κύκλου διαπραγμάτευση των μετοχών της εταιρίας αυτής εντός εξαμήνου από τη διαπίστωση της απόκλισης. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του χρηματιστηρίου μπορούν να αναπροσαρμόζονται τα ποσοστά απόκλισης των προηγούμενων εδαφίων”
Άρθρο 21
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 24 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
“Κάθε μέλος του χρηματιστηρίου επιτρέπεται να συνάπτει χρηματιστηριακή σύμβαση, εκτελώντας αντίθετες μεταξύ τους εντολές αγοράς και πώλησης, χωρίς συμμετοχή στη συνεδρίαση του χρηματιστηρίου (χρηματιστηριακή σύμβαση με συμψηφιστική εγγραφή) μόνο στην περίπτωση πώλησης μετοχών ανώνυμης εταιρίας, των οποίων η αξία υπερβαίνει το ποσό των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών ή οι οποίες αντιπροσωπεύουν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του πέντε τοις εκατό (5%) του μετοχικού κεφαλαίου της εκδότριας εταιρίας. Για τη σύναψη της παραπάνω σύμβασης απαιτείται προηγούμενη άδεια του χρηματιστηρίου, το οποίο ελέγχει τη συνδρομή των προϋποθέσεων που ορίζει αυτή η διάταξη και την αυθεντικότητα της σύμβασης. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του χρηματιστηρίου μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ποσό του πρώτου εδαφίου αυτής της παραγράφου, να ορίζονται οι όροι και η διαδικασία σύναψης και εκτέλεσης των συμβάσεων με συμψηφιστική εγγραφή και να ρυθμίζεται κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια του παρόντος άρθρου”.
2. Στο άρθρο 24 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) προστίθεται παράγραφος 4 που έχει ως εξής:
“4. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του χρηματιστηρίου ορίζονται οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες μέλος του χρηματιστηρίου δύναται να εκτελεί αντίθετες μεταξύ τους εντολές πελατών του για αγορά και πώληση κινητών αξιών κατά τη συνεδρία του χρηματιστηρίου, καταρτίζοντας χρηματιστηριακή σύμβαση επ΄ ονόματι τους χωρίς τη μεσολάβηση άλλου μέλους του χρηματιστηρίου”.
Άρθρο 22
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 31 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
“1. (α) Οι συναλλασσόμενοι επιτρέπεται να συμφωνούν ελεύθερα τα ποσά των δικαιωμάτων για τη διεκπεραίωση χρηματιστηριακών συναλλαγών και για κάθε παροχή υπηρεσίας κατά την άσκηση του επαγγέλματος των μελών του χρηματιστηρίου, καθώς και το ποσοστό απόκλισης μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πώλησης των μετοχών από ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία για τη σύναψη χρηματιστηριακής συναλλαγής εκτός κύκλου.
(β) Με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του χρηματιστηρίου και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθορίζονται τα ποσά που καταβάλλουν στο χρηματιστήριο οι εταιρίες των οποίων οι τίτλοι έχουν εισαχθεί ή εισάγονται στο χρηματιστήριο, είτε ως δικαίωμα καταβαλλόμενο κατά την εισαγωγή είτε ως περιοδική ή άλλης μορφής συνδρομή”.
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 31 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 60 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του χρηματιστηρίου και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθορίζονται τα ποσά που καταβάλλουν τα μέλη του χρηματιστηρίου ως δικαίωμα εγγραφής και ως συνδρομή τους στο χρηματιστήριο. Μέχρις ότου εκδοθεί τέτοια απόφαση, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, το θέμα εξακολουθεί να ρυθμίζεται από τις κείμενες διατάξεις”.
3. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 31 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
“Η καταβολή εισφορών, εκτός από την αρχική δαπάνη για τη μηχανοργάνωση, καλύπτει και τις δαπάνες για τη συντήρηση και επέκταση της μηχανοργάνωσης του συστήματος συναλλαγών, του αποθετηρίου τίτλων και των υπηρεσιών στατιστικής και πληροφόρησης του κοινού”.
Άρθρο 23
Στο άρθρο 37 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) προστίθενται παράγραφοι 2 και 3 που έχουν ως εξής:
2. Οι προβλεπόμενες στον παρόντα νόμο αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”.
“3. Οι κανονιστικού περιεχομένου αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου του χρηματιστηρίου δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”.
Άρθρο 24
Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 78 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄), όπως ισχύει. προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
“Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με αποφάσεις της, δύναται να ρυθμίζει τη διαδικασία, τους όρους καιτιςπροϋποθέσεις, υπό τις οποίες τα μέλη του χρηματιστηρίου θα .συναλλάσσονται με πρόσωπα που εκπροσωπούν επενδυτές και μεσολαβούν μεταξύ αυτών και των μελών του χρηματιστηρίου για την κατάρτιση από τα μέλη του χρηματιστηρίου χρηματιστηριακών συναλλαγών επ΄ ονόματι των επενδυτών”.
Άρθρο 25
1. Η παράγραφος 14 του άρθρου 33α που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 1 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 56 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
“14. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Ε. Αποθετηρίων Τίτλων, καθορίζονται τα δικαιώματα της Εταιρίας Αποθετηρίων για τη φύλαξη των τίτλων των αξιών, για την έκδοση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή ακύρωση ονομαστικών αποθετηρίων εγγράφων και γενικώς για κάθε υπηρεσία που παρέχει η Εταιρία Αποθετηρίων στους δικαιούχους ονομαστικών αποθετηρίων εγγράφων, στις εκδότριες εταιρίες ή τρίτους κατά την επιδίωξη του εταιρικού σκοπού της. Με όμοια απόφαση ρυθμίζεται κάθε ειδικό θέμα και λεπτομέρεια σχετικά με την έκδοση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή ακύρωση ονομαστικών αποθετηρίων εγγράφων και τον τύπο τους και γενικώς κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή αυτού του άρθρου”.
2. Στο άρθρο 33α του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), όπως ισχύει, προστίθενται παράγραφοι 15-16 που έχουν ως εξής:
“15. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Ε. Αποθετηρίων Τίτλων και του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε., καθορίζονται τα δικαιώματα των μελών του χρηματιστηρίου και της Εταιρίας Αποθετηρίων Α.Ε. επί μεταβιβάσεως ονομαστικών μετοχών”.
“16. Μέχρις ότου εκδοθούνοι αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που προβλέπονται στις παραγράφους 14 και 15, τα θέματα που προβλέπονται στις παραγράφους αυτές εξακολουθούν να ρυθμίζονται από τις κείμενες διατάξεις”.
3. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 12 του άρθρου 33 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 1960/1991 (ΦΕΚ 123 Α΄) και το άρθρο 14 παράγραφος 27 του Ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
“Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Ε. Αποθετηρίων Τίτλων, καθορίζονται τα δικαιώματα της Εταιρίας Αποθετηρίων για τη φύλαξη των τίτλων των ανωνύμων μετοχών, την έκδοση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή ακύρωση ανωνύμων αποθετηρίων εγγράφων και γενικώς για κάθε υπηρεσία που παρέχει η Εταιρία Αποθετηρίων στους δικαιούχους ανώνυμων αποθετηρίων εγγράφων, στις εκδότριες εταιρίες ή τρίτους κατά την επιδίωξη του εταιρικού σκοπού της. Με όμοια απόφαση ρυθμίζεται κάθε ειδικό θέμα και λεπτομέρεια σχετικά με την έκδοση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή ακύρωση των ανωνύμων αποθετηρίων εγγράφων, τον τύπο τους, την άσκηση των δικαιωμάτων των κομιστών των αποθετηρίων και γενικώς κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή αυτού του άρθρου. Μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο, το θέμα εξακολουθεί να ρυθμίζεται από τις κείμενες διατάξεις”.
Άρθρο 26
1. Η παράγραφος 4 του άρθρου 15 του Ν. 3632/1928 (ΦΕΚ 137 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“4. Η απευθείας μεταξύ πωλητή και αγοραστή πώληση τοις μετρητοίς είναι έγκυρη, εκτός αν ασκείται κατ΄ επάγγελμα από κάποιον από τους συμβαλλομένους”.
2. Η παράγραφος 8 του άρθρου 15 του ν. 3632/1928 (ΦΕΚ 137 Α`), που προστέθηκε με το άρθρο 74 του ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α`), αντικαθίσταται ως εξής:”8. Η εξωχρηματιστηριακή πώληση μετοχών με πίστωση του τιμήματος είναι έγκυρη, μόνον εάν οι πωλούμενες μετοχές αντιπροσωπεύουν ποσοστό τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%) των μετοχών της εκδότριας εταιρίας”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με παρ.5 άρθρ.60 Ν.2396/1996 (Α 73).
Άρθρο 27
Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης γγ΄ της πρώτης παραγράφου του άρθρου 32 του Ν. 3632/1928 (ΦΕΚ 137 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 52 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄), τροποποιείται ως εξής:
“Απαγόρευση διενέργειας χρηματιστηριακών συναλλαγών για διάστημα μέχρι τριάντα (30) εργάσιμων ημερών”.
Άρθρο 28
1. Οι υπάλληλοι του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας που υπηρετούν στην αρμόδια για την εποπτεία του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Διεύθυνση, στις περιπτώσεις που διώκονται για πράξεις ή παραλείψεις κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους και προς το συμφέρον της υπηρεσίας, παρίστανται ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων με μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εάν το ζητήσουν και υπό την απαράβατη προϋπόθεση ότι θα εγκριθεί η αίτηση τους από τον Πρόεδρο τούτου.
2. Στους υπαλλήλους του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε., καθώς και στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, που υπηρετούν στην αρμόδια για την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, Διεύθυνση, και ασκούν ελεγκτικά και εποπτικά καθήκοντα, είναι δυνατόν να χορηγηθεί επίδομα αυξημένης ευθύνης, το οποίο δεν είναι δυνατό να υπερβεί το τριάντα τοις εκατό (30%) των συνολικών αποδοχών τους. Το επίδομα αυτό χορηγείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. και βαρύνει τον προϋπολογισμό του τελευταίου.
Άρθρο 29
Δεν επιτρέπεται η εμπορία και εν γένει η κατ΄ επάγγελμα άμεση ή έμμεση διάθεση, μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων, των στοιχείων και δεδομένων των συναλλαγών που συνάπτονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, όπως των τιμών των συναλλαγών, του όγκου τους των τιμών ζητήσεως και προσφοράς κ.λ.π. παρά μόνον ύστερα από έγγραφη άδεια του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, με την οποία θα καθορίζονται οι όροι υπό τους οποίους θα επιτρέπεται να παρέχονται οι πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά, ο τρόπος με τον οποίο θα διοχετεύονται, το εύρος της πληροφόρησης, καθώς και η αμοιβή του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 85 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
ΜΕΡΟΣ Β΄
Εσωτερική οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ”
Άρθρο 30
Διοίκηση
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τοάρθρο 110 Ν.2533/1997 και το άρθρο 43 Ν.2992/2002,αντικαταστάθηκε πάλι με την παρ.1άρθρ.23Ν.3371/2005,ΦΕΚ Α 178/14.7.2005
1. Όπου στην κείμενη νομοθεσία προβλέπεται έκδοση απόφασης (περιλαμβανομένων και των κανονισμών) της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, νοείται απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, εκτός και αν η συγκεκριμένη αρμοδιότητα έχει εκχωρηθεί στην Εκτελεστική Επιτροπή.
2. Πέραν των αναφερόμενων στην κείμενη νομοθεσία αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής με απόφαση του καταρτίζει τον εσωτερικό κανονισμό διοίκησης και λειτουργίας και τις τροποποιήσεις αυτού.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως ενώπιον κάθε αρχής από την Εκτελεστική Επιτροπή. Είναι δυνατόν, κατόπιν απόφασης της Εκτελεστικής Επιτροπής, να εκπροσωπείται εκάστοτε και από ανώτατο υπάλληλο πλήρους απασχόλησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
4. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς συνεδριάζει οπότε τούτο είναι αναγκαίο και τουλάχιστον δύο φορές το μήνα, για τη λήψη αποφάσεων επί θεμάτων τα οποία εισηγούνται οι υπηρεσίες και ανάγονται στις αρμοδιότητες της.
Σημ.: όπως η παρ.4 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την περ.ε`παρ.4 άρθρ.75 Ν.3371/2005,ΦΕΚ Α 178/14.7.2005 και επανήλθε με το άρθρο 28 Ν.3401/2005,ΦΕΚ Α 257/17.10.2005.
5. Το Διοικητικό Συμβούλιο συγκαλείται μετά από πρόσκληση του Προέδρου. Η ημερήσια διάταξη καταρτίζεται από τον Πρόεδρο, ο οποίος ορίζει και τον τόπο και την ώρα της συνεδρίασης. Η ημερήσια διάταξη μπορεί να καταρτίζεται και από τον Αντιπρόεδρο, ο οποίος αναπληρώνει τον Πρόεδρο, εφόσον υπάρχει ειδική έγγραφη εντολή του Προέδρου προς τούτο.
Η Εκτελεστική Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο ή τον πρώτο Αντιπρόεδρο, εφόσον υπάρχει ειδική έγγραφη εντολή του Προέδρου προς τούτο.
6. Τον Πρόεδρο του Δ.Σ. απόντα ή κωλυόμενο, αναπληρούν οι Αντιπρόεδροι κατά τη σειρά τους. Το Συμβούλιο συνεδριάζει έγκυρα παρουσία του Προέδρου και εφόσον παρίστανται αυτοπροσώπως τέσσερα τουλάχιστον μέλη. Δύναται επίσης να συνεδριάσει παρουσία των νόμιμων αναπληρωτών του Προέδρου, εφόσον ο Πρόεδρος δώσει ειδική προς τούτο έγγραφη εντολή για τη σύγκληση του Δ.Σ., στην οποία θα αναφέρονται περιοριστικά και τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Για την έγκυρη λήψη απόφασης απαιτείται απλή πλειοψηφία των παρόντων.Σε περίπτωση ισοψηφίας λαμβάνεται η απόφαση υπέρ της οποίας εψήφισε ο Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή ο αναπληρωτής του.
Χρέη Γραμματέα του Συμβουλίου εκτελεί ένας από τους υπαλλήλους της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που ορίζεται από τον Πρόεδρο. Στο Γραμματέα εγκρίνεται μηνιαία αποζημίωση για τις υπηρεσίες του με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από πρόταση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
7. Ο Πρόεδρος προεδρεύει του Διοικητικού Συμβουλίου. Τον Πρόεδρο τουΔιοικητικού Συμβουλίου απόντα ή κωλυόμενο, αναπληρώνουν οι Αντιπρόεδροι κατάτη σειρά τους. Το Συμβούλιο συνεδριάζει έγκυρα εφόσον παρίστανταιαυτοπροσώπως πέντε τουλάχιστον μέλη. Για την έγκυρη λήψη απόφασης απαιτείταιαπλή πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος τουΠροέδρου. Χρέη Γραμματέα του Συμβουλίου εκτελεί ένας από τους υπαλλήλους τηςΕπιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που ορίζεται από τον Πρόεδρο. Με απόφαση τουΥπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από πρόταση του ΔιοικητικούΣυμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εγκρίνεται στον Γραμματέα μηνιαίααποζημίωση για τις υπηρεσίες του.
Σημ.: όπως η παρ.7 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.3 άρθρ.43 Ν.2992/2002 (ΦΕΚ A 54 20.3.2002)
8. Η Εκτελεστική Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο. Όταν ο Πρόεδροςκωλύεται η Εκτελεστική Επιτροπή συγκαλείται από τον Α` Αντιπρόεδρο.
9. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορείνα παρέχεται νομική προστασία στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και στο ενγένει προσωπικό της, ακόμη και μετά τη λήξη της θητείας τους ή την αποχώρησήτους από την υπηρεσία, όταν ενάγονται ή διώκονται ποινικά για πράξεις ήπαραλείψεις που έλαβαν χώρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η νομικήπροστασία συνίσταται στην καταβολή των δικαστικών δαπανών και των δικηγορικών αμοιβών για την υπεράσπισή τους ή σε ό,τι άλλο κρίνεται αναγκαίο για το σκοπό αυτόν, περιλαμβανομένης και της ασφαλιστικής κάλυψης. Σε περίπτωσηαμετάκλητης ποιοτικής καταδίκης οι καταβληθείσες δικαστικές δαπάνες καιδικηγορικές αμοιβές μπορεί να αναζητούνται από τον καταδικασθέντα κατά τομέρος που τον αφορούν.
10. Από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 3260/2004, αφότουίσχυσαν, εξαιρείται και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
11. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από εισήγησητου Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να προβλέπεται
η χορήγηση ειδικού μηνιαίου επιδόματος εξειδικευμένων υπηρεσιών στουςτακτικούς, πλην του ειδικού επιστημονικού προσωπικού, υπαλλήλους τηςΕπιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθώς και στους υπαλλήλους που αποσπώνται ήμετατάσσονται σε αυτήν.
Άρθρο 31
Προϋπολογισμός – Απολογισμός Οικονομικός έλεγχος
1. Το οικονομικό έτος αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους. Δύο (2) μήνες πριν από την έναρξη κάθε έτους συντάσσεται ο προϋπολογισμός του επόμενου οικονομικού έτους, εντός δε τριών (3) μηνών από την έναρξη του συντάσσεται ο απολογισμός του προηγούμενου οικονομικού έτους. Ο προϋπολογισμός και ο απολογισμός συντάσσονται από την Εκτελεστική Επιτροπή, εγκρίνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο και στη συνέχεια υποβάλλονται προς έγκριση στον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας.
2. Για κάθε πίστωση που δεν προβλέπεται στον αρχικό προϋπολογισμό, καθώς και για κάθε τροποποίηση του αρχικού προϋπολογισμού, απαιτείται απόφαση του Δ. Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και έγκριση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.
3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 39 του παρόντος, κάθε είσπραξη διενεργείται με την έκδοση απόδειξης από τριπλότυπο στέλεχος, ένα απόκομμα του οποίου παραδίδεται στον καταβάλλοντα και το άλλο στο Τμήμα Οικονομικής Υποστήριξης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Οι καθυστερημένες οφειλές προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι έντοκες με το εκάστοτε ισχύον νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας. Οι οφειλές αυτές βεβαιώνονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στις αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και εισπράττονται υπέρ αυτής, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.). Από το εισπραττόμενο ποσό παρακρατείται ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%) ως δαπάνη είσπραξης του Δημοσίου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης των προηγούμενων εδαφίων.
4. Για την πληρωμή των εξόδων που βαρύνουν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εκδίδονται από τη Διεύθυνση Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης χρηματικά εντάλματα από στέλεχος ειδικών εντύπων, σε βάρος των οικείων πιστώσεων του εγκεκριμένου προϋπολογισμού και μέσα στα όρια του προϋπολογισμού αυτού.
5. Τα Χρηματικά εντάλματα και οι καταστάσεις πληρωμής υπογράφονται από τον κατά βαθμό ανώτερο υπάλληλο του Τμήματος Οικονομικής Υποστήριξης και από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου ή έναν από τους νόμιμους αναπληρωτές του. Με την υπογραφή των ανωτέρων βεβαιούται η ύπαρξη των νόμιμων δικαιολογητικών, η διενέργεια των κρατήσεων και εν γένει το νομότυπο της διατασσόμενης πληρωμής. Μέχρι το διορισμό του αρμόδιου προσωπικού, τα εντάλματα υπογράφονται από δύο τουλάχιστον μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής.
Για τον υπολογισμό των ποσών των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου, δεν λαμβάνονται υπόψη οι εισφορές του άρ8ρου 31 παρ. 3 του ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α`), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 παρ. 3 του ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α`), οι οποίες αποτελούν ειδικά τέλη για το σχηματισμό ειδικών αφορολόγητων αποθεματικών για τον εκσυγχρονισμό της μηχανογραφικής οργάνωσης και λειτουργίας της εταιρίας χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε.. Η ρύθμιση του παραπάνω εδαφίου ανατρέχει στις 17 Ιουλίου 1995, οπότε τέθηκε σε ισχύ ο ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α`).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 104 του Ν.2533/1997(Α 228)
6. Είναι δυνατόν να εκδίδονται επ΄ ονόματι υπαλλήλων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς χρηματικά εντάλματα επί αποδόσει λογαριασμού και σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού της, εφόσον για τις δαπάνες τις οποίες αφορούν, είναι δυνατόν, με αποφάσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής, να εκδίδονται εντάλματα προπληρωμής. Τα παραπάνω εντάλματα τακτοποιούνται εντός ορισμένης προθεσμίας, τασσομένης από την Εκτελεστική Επιτροπή από τους υπολόγους, δια της υποβολής καταστάσεων συνοδευόμενων από τα νόμιμα δικαιολογητικά. Κατά των τυχόν καθυστερούντων μετά την πάροδο της οριζόμενης προθεσμίας, δύναται να ενεργείται επίσχεση των αποδοχών και καταλογισμός για απόδοση του λογαριασμού.
7. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς πουεγκρίνεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και δημοσιεύεται στηνΕφημερίδα της Κυβερνήσεως, θεσπίζεται Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρισης. Μετον Κανονισμό αυτόν προσδιορίζονται οι λειτουργικές δαπάνες της ΕπιτροπήςΚεφαλαιαγοράς, οι οποίες είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της,η διαδικασία έγκρισης τους και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
Από τη δημοσίευση του παραπάνω Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης τηςΕπιτροπής Κεφαλαιαγοράς στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καταργείται κάθε άλλησχετική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του Κανονισμού αυτού.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.34 Ν.3556/2007,ΦΕΚ Α 91/30.4.2007.
8. Ο έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς διενεργείται από ορκωτούς ελεγκτές.
Άρθρο 32
Προμήθειες – Αναθέσεις έργου
1. Προμήθειες ή αναθέσεις έργου διενεργούνται ύστερα από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Εκτελεστικής Επιτροπής, μετά από εξουσιοδότηση του Διοικητικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού προμηθειών και αναθέσεις έργου, τον οποίο καταρτίζει και εγκρίνει το Διοικητικό Συμβούλιο, στα πλαίσια των κειμένων διατάξεων περί προμηθειών και αναθέσεων έργου.
2. Κάθε προμήθεια, εκτέλεση έργου, εκτύπωση εντύπων και κάθε συναφής δραστηριότητα διεξάγεται και κάθε παραλαβή διενεργείται από Επιτροπή Προμηθειών, η οποία συνιστάται με απόφαση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Η Επιτροπή Προμηθειών συνιστάται στην αρχή κάθε οικονομικού έτους και αποτελείται από τρεις υπαλλήλους της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Άρθρο 33
Διάρθρωση – Αρμοδιότητες Υπηρεσιών Επιτροπής
Ι. 1. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαρθρώνεται σε γραφεία, διευθύνσεις και τμήματα ως εξής:
Α. 1. Γραφείο Προέδρου.
2. Γραφεία Αντιπροέδρων.
Β. 1. Διεύθυνση Νομικής Υπηρεσίας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 τουάρθρου 103 του Ν.2533/1997 (Α 228)
2. Διεύθυνση Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης.
α. Τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης
β. Τμήμα Οικονομικής Υποστήριξης
γ. Τμήμα Γραμματείας και Δημοσίων Σχέσεων
3. Διεύθυνση Εποπτείας και Ελέγχου Χρηματιστηρίου και Εταιρειών.
α. Τμήμα Εποπτείας και Ελέγχου Χρηματιστηρίου
β. Τμήμα Εποπτείας και Ελέγχου θεσμικών Επενδυτών, εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Εταιρειών και λοιπών Εταιρειών
4. Διεύθυνση Μελετών, Παρακολούθησης της Κεφαλαιαγοράς και Διεθνών Σχέσεων.
α. Τμήμα Μελετών και παρακολούθησης της Κεφαλαιαγοράς
β. Τμήμα Διεθνών Σχέσεων και Παρακολούθησης Διεθνών Εξελίξεων.
Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, η οποία εκδίδεται κατόπιν εισηγήσεως του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δύνανται να ανακατανέμονται οι αρμοδιότητες μεταξύ των επί μέρους τμημάτων και διευθύνσεων.
ΙΙ. Οι αρμοδιότητες της Νομικής Υπηρεσίας είναι οι εξής:
1. Η δικαστική παράσταση για την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στα ελληνικά και αλλοδαπά δικαστήρια.
2. Η επεξεργασία και διατύπωση προτάσεων επί νομικών θεμάτων, σχετικών με τη λειτουργία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
3. Η σύνταξη γνωμοδοτήσεων και η παροχή νομικών υπηρεσιών προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, επί θεμάτων που προκύπτουν από την άσκηση των γενικότερων αρμοδιοτήτων της.
III. Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης κατανέμονται μεταξύ των τμημάτων της ως εξής:
Α. Στο τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης ανήκουν:
1. Η εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας που αναφέρεται στα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης του πάσης φύσεως προσωπικού, η τήρηση προσωπικού μητρώου των υπαλλήλων και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, η τήρηση των ατομικών τους φακέλων και η διενέργεια των μετακινήσεων, αποσπάσεων, τοποθετήσεων και προαγωγών του πάσης φύσεως προσωπικού.
2. Η μέριμνα συντήρησης, βελτίωσης και φύλαξης των χώρων και των εγκαταστάσεων, των τηλεφωνικών δικτύων, κλιματισμού, θέρμανσης και η φροντίδα για την καθαριότητα.
Β. Στο Τμήμα Οικονομικής Υποστήριξης ανήκουν:
1. Η κατάρτιση και επεξεργασία του προϋπολογισμού, η κατάρτιση του ετήσιου απολογισμού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η παρακολούθηση της κίνησης των πιστώσεων, η εκκαθάριση των αποδοχών και των πάσης φύσεως αμοιβών των υπαλλήλων και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η διαχείριση των πάσης φύσεως δαπανών, η μέριμνα για την είσπραξη των εσόδων και η ευθύνη της κατανομής των οικείων πιστώσεων.
2. Η τήρηση της διαδικασίας για την προμήθεια υλικού και εξοπλισμού.
Γ. Στο Τμήμα Γραμματείας και Δημοσίων Σχέσεων ανήκουν:
1. Η γραμματειακή εξυπηρέτηση των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η τήρηση των πρακτικών, η οργάνωση και τήρηση του πρωτοκόλλου, η διεκπεραίωση της απλής και της διαβαθμισμένης αλληλογραφίας και του λοιπού έντυπου υλικού, η ευθύνη για την αναπαραγωγή και διακίνηση των εγγράφων, η γραμματειακή υποστήριξη των λοιπών διευθύνσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η τήρηση αρχείου πρωτοτύπων και εξερχόμενων εγγράφων όλων των διευθύνσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, πλην εκείνων για τα οποία τηρείται ειδικό πρωτόκολλο, καθώς και η βεβαίωση από τον προϊστάμενο του τμήματος ή τον αναπληρωτή του, της ακρίβειας αντιγράφων, φωτογραφιών ή φωτοτυπιών οποιωνδήποτε εγγράφων και γενικά δικαιολογητικών, ύστερα από την αντιπαραβολή τους με το επιδεικνυόμενο σχετικό πρωτότυπο ή ακριβές αντίγραφο, όλων των διευθύνσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
2. Η πληροφόρηση των μέσων ενημέρωσης για τις δραστηριότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η κάλυψη των γεγονότων και εκδηλώσεων, η παρακολούθηση, επισήμανση και συλλογή ειδήσεων και δημοσιευμάτων, τα οποία αφορούν δραστηριότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η επιμέλεια οργάνωσης διαφόρων εκδηλώσεων.
IV. Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποπτείας και Ελέγχου Χρηματιστηρίου και Εταιριών κατανέμονται μεταξύ των τμημάτων της ως εξής:
Α. Στο τμήμα Εποπτείας και Ελέγχουτου Χρηματιστηρίου και των μελών του ανήκουν:
1. Η παρακολούθηση της όλης λειτουργίας της χρηματιστηριακής αγοράς, κύριας και παράλληλης.
2. Η Εποπτεία του Χρηματιστηρίου και των μελών του, τακτικών και έκτακτων και η τήρηση μητρώου γι΄ αυτά.
3. Η μελέτη και παρακολούθηση των εφαρμοζόμενων από τα μέλη του Χρηματιστηρίου διαδικασιών για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές.
4. Η παρακολούθηση και ο εντοπισμός δημοσιεύσεων, πληροφοριών και φημών που είναι ικανές να επηρεάσουν τις συναλλαγές των τίτλων στην αγορά, συνολικά ή μεμονωμένα.
5. Η αναφορά προς την Εκτελεστική Επιτροπή ή το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, επί περιπτώσεων παραβάσεων της χρηματιστηριακής νομοθεσίας, καθώς και η εισήγηση, σε συνεργασία με τη νομική υπηρεσία, για τον τρόπο αντιμετώπισης τους.
6. Η εισήγηση στην Εκτελεστική Επιτροπή και το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, επί θεμάτων σχετικών με τις αρμοδιότητες του τμήματος.
7. Η διαπίστωση παραβάσεων της χρηματιστηριακής νομοθεσίας σε περιπτώσεις απότομων μεταβολών των τιμών της αγοράς.
8. Η διενέργεια έρευνας σε περιπτώσεις τυχόν εκμετάλλευσης ή μη νόμιμης διασποράς εσωτερικών πληροφοριών.
9. Η υποβολή προτάσεων προς την Εκτελεστική Επιτροπή και το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για προσαρμογές του θεσμικού πλαισίου του Χρηματιστηρίου.
10. Η διενέργεια ελέγχου των βιβλίων και στοιχείων των μελών του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και των λοιπών φυσικών και νομικών προσώπων, τα οποία εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και δεν αναφέρονται στην περίπτωση ΙV.Β.1 του παρόντος άρθρου.
11. Η εισήγηση επί αιτήσεων των μελών του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών για διορισμό υπευθύνων στα εκτός έδρας γραφεία τους.
12. Η εισήγηση για την έκδοση αποφάσεων του Δ.Σ., βάσει των οποίων θα διενεργούνται τακτικοί ή έκτακτοι έλεγχοι στα μέλη του Χ.Α.Α., καθώς και για τη διαδικασία και τα όργανα διενέργειας των ελέγχων αυτών.
13. Η παρακολούθηση και ο έλεγχος των εργασιών και της εν γένει δραστηριότητας της Εταιρείας Αποθετηρίου.
14. Η εισήγηση προς το Δ.Σ. για την έγκριση της λειτουργίας νέων Ανωνύμων Χρηματιστηριακών Εταιριών ή και άλλων νομικών προσώπων για τη λειτουργία των οποίων απαιτείται άδεια ή έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, εκτός των εταιρειών οι οποίες αναφέρονται στην περίπτωση IV. Β. 1 του παρόντος άρθρου.
Β. Στο τμήμα Εποπτείας και Ελέγχου θεσμικών Επενδυτών, Εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Εταιρειών και λοιπών Εταιρειών, ανήκουν:
1. Η εποπτεία και η τήρηση μητρώου των Εταιρειών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου, Εταιριών Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων ελληνικών και αλλοδαπών που λειτουργούν στην ελληνική αγορά, καθώς και των εισηγμένων στην κύρια ή την παράλληλη αγορά του Χρηματιστηρίου ανώνυμων εταιρειών.
2. Η εισήγηση προς την Εκτελεστική Επιτροπή ή το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, επί αιτήσεων για χορήγηση άδειας λειτουργίας νέων εταιριών Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων και Εταιριών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου, καθώς και για την έγκριση ή τροποποίηση Κανονισμών Αμοιβαίων Κεφαλαίων και καταστατικών Α.Ε.Δ.Α.Κ..
3. Ο έλεγχος της καταλληλότητας των κατά νόμο υπευθύνων των Εταιριών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου και των Εταιριών Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων.
4. Ο έλεγχος των βιβλίων και στοιχείων των αναφερομένων στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου εταιριών, καθώς και της εν γένει συμμόρφωσης αυτών προς τις διατάξεις του νομοθετικού πλαισίου που τους αφορά.
5. Ο έλεγχος των εκάστοτε ακολουθούμενων πρακτικών πώλησης και εξαγοράς μεριδίων και της τυχόν μη συμμόρφωσης των Εταιριών Διαχείρισης προς τους Κανονισμούς των Αμοιβαίων Κεφαλαίων και τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας.
6. Ο εντοπισμός ανακριβών διαφημίσεων και ανακοινώσεων των εταιριών των αναφερομένων στην περ. IV. Β.1 του παρόντος άρθρου.
7. Η συλλογή και ο έλεγχος των υποβαλλόμενων περιοδικών καταστάσεων και στοιχείων από τα υποχρεούμενα από το νόμο φυσικά ή νομικά πρόσωπα και η υποβολή τους στην Εκτελεστική Επιτροπή και στο Διοικητικό Συμβούλιο.
8. Η υποβολή προτάσεων στην Εκτελεστική Επιτροπή και στο Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, για την αναμόρφωση και προσαρμογή του θεσμικού πλαισίου και των κανόνων λειτουργίας των Εταιριών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου και των Αμοιβαίων Κεφαλαίων.
9. Η υποβολή προτάσεων στην Εκτελεστική Επιτροπή και στο Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, για την επιβολή κυρώσεων στις περιπτώσεις παραβάσεων της νομοθεσίας περί Κεφαλαιαγοράς.
10. Η εισήγηση προς την Εκτελεστική Επιτροπή ή το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, επί αιτήσεων επενδύσεων σε μη εισηγμένους στο χρηματιστήριο τίτλους, από Εταιρίες Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου και Α.Ε. Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων.
11. Η παρακολούθηση της τήρησης των ορίων επενδύσεων που έχουν τεθεί από τις σχετικές ρυθμίσεις του Ν. 1969/1991, όπως ισχύει σήμερα.
12. Η εισήγηση για την έκδοση αποφάσεων του Δ.Σ., βάσει των οποίων θα διενεργούνται τακτικοί ή έκτακτοι έλεγχοι σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα από τα αναφερόμενα στην περίπτωση IV. Β.1 του παρόντος άρθρου, όσον αφορά την τήρηση της νομοθεσίας περί Κεφαλαιαγοράς.
13. Η εισήγηση για έγκριση ενημερωτικών δελτίων, στις περιπτώσεις της, δια δημοσίας εγγραφής κάλυψης του μετοχικού κεφαλαίου εταιρειών που οι μετοχές τους δεν εισάγονται στο Χρηματιστήριο.
14. Ο έλεγχος συμμόρφωσης των αναφερομένων στην περ. IV.Β. 1 του παρόντος άρθρου προς τις διατάξεις της νομοθεσίας περί Κεφαλαιαγοράς, και οι σχετικές εισηγήσεις προς την Εκτελεστική Επιτροπή και το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, για εντοπιζόμενες παραβάσεις της νομοθεσίας που αφορά τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο εταιρίες, καθώς και τις μη εισηγμένες, για την περίπτωση παραβάσεων σχετικών με την, δια δημοσίας εγγραφής, κάλυψη του μετοχικού τους κεφαλαίου.
15. Η επεξεργασία των εισηγήσεων του Χρηματιστηρίου που αφορούν την εισαγωγή εταιρειών στην κύρια ή την παράλληλη αγορά του Χ.Α.Α., η προετοιμασία των σχετικών εισηγήσεων για την Εκτελεστική Επιτροπή και το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθώς και η κατάρτιση των σχετικών αποφάσεων.
V. Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Μελετών, Παρακολούθησης της Κεφαλαιαγοράς και Διεθνών Σχέσεων κατανέμονται μεταξύ των τμημάτων της ως εξής:
Α. Στο τμήμα Μελετών και Παρακολούθησης της Κεφαλαιαγοράς ανήκουν:
1. Η παρακολούθηση των συντελούμενων εξελίξεων στις χρηματιστηριακές αγορές και στην αγορά κεφαλαίου εν γένει, η ανάλυση αυτών και η ενημέρωση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
2. Η κατάρτιση μελετών σε θέματα της χρηματιστηριακής αγοράς και της κεφαλαιαγοράς εν γένει.
3. Η σύνταξη της ετήσιας έκθεσης απολογισμού του έργου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η σύνταξη και δημοσίευση ενημερωτικών φυλλαδίων και η επιμέλεια των εν γένει εκδόσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
4. Η σύνταξη των γνωμοδοτήσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προς τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας.
5. Η κατάρτιση κανονισμών, σε συνεργασία με τις συναρμόδιες διευθύνσεις, στις περιπτώσεις που ο νόμος προβλέπει την έκδοση κανονισμών.
6. Η συλλογή και παρακολούθηση της νομοθεσίας για την Κεφαλαιαγορά, η παροχή γνώμης για νομοθετικές μεταρρυθμίσεις και η σύνταξη των σχετικών μελετών.
Β. Στο τμήμα Διεθνών Σχέσεων και Παρακολούθησης Διεθνών Εξελίξεων ανήκουν:
1. Η παρακολούθηση των θεσμικών και άλλων μεταρρυθμίσεων στα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στα ανεπτυγμένα σε θέματα Κεφαλαιαγοράς κράτη.
2. Η παρακολούθηση και ο συντονισμός της εφαρμογής των συμφωνιών με τα κράτη αυτά, που αφορούν στον τομέα της Κεφαλαιαγοράς και η σύνταξη περιοδικών εκθέσεων, ιδίως μετά την παρακολούθηση σχετικών επιτροπών.
3. Η μελέτη τρόπων και μεθόδων για την ανάπτυξη της τεχνικής συνεργασίας σε θέματα Κεφαλαιαγοράς με άλλα κράτη και ιδίως με τα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
4. Η συγκέντρωση στοιχείων για μηχανογραφική επεξεργασία και ανάλυση στατιστικών σειρών των παραπάνω Κρατών σε θέματα Κεφαλαιαγοράς.
5. Η διαμόρφωση προτάσεων για τις ελληνικές θέσεις επί της Κεφαλαιαγοράς, σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας ή άλλων Υπουργείων, και ο συντονισμός της αναγκαίας εφαρμογής διεθνών συμβάσεων ή συμφωνιών, σε θέματα Κεφαλαιαγοράς.
VI. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, μπορούν να συστήνονται περιφερειακά γραφεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και να ρυθμίζονται τα σχετικά με την οργάνωση, λειτουργία και την έδρα αυτών θέματα.
Σημ.: όπως η περ.VI προστέθηκε με την παρ.8 του άρθρου 14 του Ν.2733/1999 (Α 155) και οι παρ.I-V καταργήθηκαν με το άρθρο 24 ΠΔ 25/2003,ΦΕΚ Α 26/6.2.2003.
Άρθρο 34
θέσεις προσωπικού
Ι. 1. Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνιστώνται εξήντα (60) θέσεις προσωπικού που κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:
Α. Μόνιμοι υπάλληλοι:
α) Κατηγορία Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης: έντεκα (11) θέσεις που κατατάσσονται στον Κλάδο ΠΕ Διοικητικό – Οικονομικό.
β) Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης: δεκαπέντε (15) θέσεις που κατατάσσονται ως εξής:
– έντεκα (11) θέσεις στον Κλάδο ΔΕ Διοικητικό -Λογιστικό
– τέσσερις (4) θέσεις στον Κλάδο ΔΕ Δακτυλογράφων
– Στενογράφων.
γ) Κατηγορία Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης: δύο (2) θέσεις που κατατάσσονται στον Κλάδο ΥΕ Επιμελητών.
Β. Προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου:
Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό: είκοσι εννέα (29) θέσεις, από τις οποίες i) δεκατρείς (13) θέσεις ελεγκτών και ii) τρεις (3) θέσεις ειδικών συμβούλων.
Γ. Προσωπικό με σχέση έμμισθης εντολής:
Νομικοί Σύμβουλοι (δικηγόροι): πέντε (5) θέσεις.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4 τουάρθρου 103 του Ν.2533/1997 (Α 228)
2. Μετά την παρέλευση διετίας από της ισχύος του παρόντος νόμου είναι δυνατόν με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Εθνικής Οικονομίας και μετά από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να αυξάνονται οι θέσεις του προσωπικού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μέχρι το 20% του συνόλου των στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου οριζόμενων θέσεων προσωπικού.
II. 1. Ο αριθμός των θέσεων του προσωπικού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατανέμεται ως εξής:
α) Τέσσερις (4) θέσεις Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων
– Στενογράφων στα γραφεία του Προέδρου και των Αντιπροέδρων.
β) Πέντε (5) θέσεις Νομικών Συμβούλων (δικηγόρων) και τρεις (3) θέσεις ΔΕ Διοικητικού Λογιστικού στη Νομική Υπηρεσία.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5 του Ν.2533/1997 (Α 228)
γ) Δεκατέσσερις (14) θέσεις στη Διεύθυνση Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης, από τις οποίες:
γ.1.: Μία (1) θέση Προϊσταμένου Διεύθυνσης του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού
γ.2.: Τέσσερις (4) θέσεις στο Τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης: (Δύο (2) θέσεις ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού και δύο (2) θέσεις ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού)
γ.3.: Τρεις (3) θέσεις στο Τμήμα Οικονομικής Υποστήριξης: (Δύο (2) θέσεις ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού και μία (1) θέση ΔΕ Οικονομικού – Λογιστικού).
γ.4.: Τέσσερις (4) θέσεις στο Τμήμα Γραμματείας και Δημόσιων Σχέσεων:
(Τρεις (3) θέσεις ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού και μία (1) θέση ΔΕ Οικονομικού – Λογιστικού).
γ.5.: Δύο (2) θέσεις Κλάδου YΕ Επιμελητών.
δ) Είκοσι δύο (22) θέσεις στη Διεύθυνση Εποπτείας και Ελέγχου Χρηματιστηρίου και Εταιριών, από τις οποίες:
δ.1.: Μία (1) θέση Προϊσταμένου Διεύθυνσης από το ειδικό επιστημονικό προσωπικό.
δ.2.: Δεκατρείς (13) θέσεις στο Τμήμα Εποπτείας και Ελέγχου Χρηματιστηρίου (Δέκα (10) θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού,εκ των οποίων εννέα (9) θέσεις ελεγκτών, μία (1) θέση ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού και δύο (2) θέσεις ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού).
δ.3.: Οκτώ (8) θέσειςστο Τμήμα Εποπτείας και Ελέγχου θεσμικών Επενδυτών, Εταιριών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο και λοιπών εταιριών:
(πέντε (5) θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού, εκ των οποίων τέσσερις (4) θέσεις ελεγκτών, μία (1) θέση ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού και δύο (2) θέσεις ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού).
ε) Δεκαέξι (16) θέσεις στη Διεύθυνση Μελετών, Παρακολούθησης της Κεφαλαιαγοράς και Διεθνών Σχέσεων, από τις οποίες:
ε. 1.: Μία (1) θέση Προϊσταμένου Διεύθυνσης απότοειδικό επιστημονικό προσωπικό.
ε. 2.: Οκτώ (8) θέσεις στο Τμήμα Μελετών Παρακολούθησης, της Κεφαλαιαγοράς:
(επτά (7) θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού και μία (1) θέση ΔΕ Διοικητικού-Λογιστικού).
ε.3.: Τέσσερις (4) θέσεις στο Τμήμα Διεθνών Σχέσεων και Παρακολούθησης Διεθνών Εξελίξεων:
(δύο (2) θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού, μία (1) θέση ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού και μία(1)θέση ΔΕ Διοικητικού-Λογιστικού).
ε.4.: Τρεις (3) θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού (Ειδικοί Σύμβουλοι).
2. Μετά την παρέλευση έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, είναι δυνατόν, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, μετά από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να ανακατανέμονται οι θέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο II. 1. του παρόντος άρθρου μεταξύ Διευθύνσεων και Τμημάτων.
Σημ.: όπως η παρ.2 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.1 άρθρ.18 Ν.3152/2003,ΦΕΚ Α 152/19.6.2003.
Άρθρο 35
Προσόντα διορισμού προσωπικού – Βαθμολόγιο – Θέσεις Προϊσταμένων
1. Προσόντα διορισμού για τον εισαγωγικό βαθμότουΚλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού είναι πτυχίο ή δίπλωμα, που προβλέπεται στο άρθρο 3 του π.δ/τος 194/1988 (ΦΕΚ 84 Α΄) και επιπλέον άριστη γνώση της αγγλικής ή γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας, που αποδεικνύεται σύμφωνα με το άρθρο 5 του π.δ/τος 172/1992 (ΦΕΚ 81 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο μόνο του π.δ/τος 368/1992 (ΦΕΚ 186 Α΄).
2. Προσόντα διορισμού για τον εισαγωγικό βαθμό του Κλάδου ΔΕ Διοικητικού-Λογιστικού είναι τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 του π.δ/τος 94/1988 (ΦΕΚ 84 Α΄), όπως ισχύει, και επαρκής γνώση της αγγλικής ή γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας, η οποία αποδεικνύεται με πτυχίο τουλάχιστον First Certificate των Πανεπιστημίων Cambridge ή Michigan για την αγγλική γλώσσα ή αντίστοιχο τίτλο των λοιπών γλωσσών.
3. Προσόντα διορισμού για τον εισαγωγικό βαθμό του Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων-Στενογράφων είναι τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16 του π.δ/τος 194/1988 (ΦΕΚ 84 Α΄), όπως ισχύει, και επιπλέον, γνώση επεξεργασίας κειμένων με ηλεκτρονικό υπολογιστή, η οποία αποδεικνύεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 24 του π.δ/τος 194/1988 και άριστη γνώση μιας ξένης γλώσσας, που αποδεικνύεται σύμφωνα με το άρθρο 5 του π.δ/τος 172/1992 (ΦΕΚ 81 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο μόνο του π.δ/τος 368/1992 (ΦΕΚ 186 Α΄).
4. Προσόντα διορισμού για τον Κλάδο ΥΕ Επιμελητών είναι τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 22 του π.δ/τος 194/1988.
5. Για την πλήρωση των θέσεων ειδικού επιστημονικού προσωπικού εκτός των ελεγκτών απαιτούνται πτυχίο ή δίπλωμα Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Α.Ε.Ι.) της ημεδαπής ή ισότιμο της αλλοδαπής και επιστημονική εξειδίκευση στο γνωστικό αντικείμενο της ελεγκτικής ή της διοίκησης επιχειρήσεων ή συναφούς ειδικότητας που αποδεικνύεται με: α) διδακτορικό δίπλωμα ελληνικού Α.Ε.Ι. ή αναγνωρισμένο ισότιμο της αλλοδαπής και αντίστοιχη εμπειρία τουλάχιστον δύο ετών ή β) μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών διάρκειας τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους ελληνικού Α.Ε.Ι. ή αναγνωρισμένο ισότιμο της αλλοδαπής και αντίστοιχη εμπειρία τουλάχιστον τεσσάρων ετών και γ) άριστη γνώση της αγγλικής ή γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας, που αποδεικνύεται σύμφωνα με το άρθρο 5 του π.δ/τος 172/1992 (ΦΕΚ 81 Α΄) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο μόνο του π.δ/τος 368/1992 (ΦΕΚ 186 Α΄).
6. Για την πλήρωση των θέσεων ειδικού επιστημονικού προσωπικού πουπροσλαμβάνονται ως ελεγκτές, απαιτούνται πτυχίο ή δίπλωμα ΑνωτάτουΕκπαιδευτικού Ιδρύματος (Α.Ε.Ι.) της ημεδαπής ή ισότιμο της αλλοδαπής, εμπειρία τουλάχιστον δύο ετών σε ελεγκτικές εργασίες και γνώση ξένης γλώσσας που αποδεικνύεται μεβάση τα κριτήρια που ορίζει το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕπιτροπήςΚεφαλαιαγοράς.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.17 Ν.3152/2003,ΦΕΚ Α 152/19.6.2003.
7. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ορίζονται τα κριτήρια με τα οποία αποδεικνύεται η εμπειρία που απαιτείται στις ανωτέρω παραγράφους 5 και 6.
8. “Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνιστώνται τέσσερις (4) θέσεις δικηγόρων, οι οποίες σε περίπτωση υπηρεσιακής ανάγκης μπορεί να αυξάνονται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και μία (1) θέση Προϊσταμένου Δικηγόρου της Νομικής Υπηρεσίας. Επίσης συνιστώνται και τρεις (3) θέσεις προσωπικού της κατηγορίας ΔΕ του κλάδου Διοικητικού Λογιστικού στη Νομική Υπηρεσία.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προσδιορίζει τα προσόντα των δικηγόρων και του Προϊσταμένου της Νομικής Υπηρεσίας, τα οποία πρέπει να είναι ανάλογα προς την αποστολή και τις ανάγκες της Επιτροπής, καθώς και τη διαδικασία επιλογής τους. Οι προσλαμβανόμενοι οφείλουν ενδεικτικά να έχουν ενεργό υπερδιετή δικηγορία, μεταπτυχιακές σπουδές ή/και πρακτική ενασχόληση στο εμπορικό δίκαιο, ιδίως στο χρηματιστηριακό, τραπεζικό και το δίκαιο των εταιριών και να γνωρίζουν άριστα την αγγλική ή τη γαλλική ή τη γερμανική γλώσσα.”Ο προϊστάμενος δικηγόρος, επιπρόσθετα, πρέπει να είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος νομικής και δικηγόρος στον Άρειο Πάγο”.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να συνιστά επιτροπές και ομάδες εργασίας, διαρκείς ή πρόσκαιρες, προς εξυπηρέτηση των αναγκών της, όπως ενδεικτικά Νομικό Συμβούλιο, επιτροπή μελετών κ.ά.. Η σύσταση των επιτροπών πραγματοποιείται με αιτιολογούμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου μετά από εισήγηση της εκτελεστικής επιτροπής. Στην απόφαση καθορίζεται το έργο, η διάρκεια και η σύνθεση κάθε επιτροπής, ως και το ύψος και ο τρόπος καταβολής της αμοιβής των μελών της. Η αμοιβή δεν δύναται σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει αυτή που κάθε φορά ισχύει για τους ειδικούς συμβούλους της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.6 του άρθρου 103του Ν.2533/1997 (Α 228) και με την παρ.6 του άρθρου 14 του Ν.2733/1999 (Α 155).Έναρξη ισχύος από την ισχύ του Ν.2533/1997.
9. Της Διεύθυνσης Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης και των Τμημάτων της προΐστανται υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού.
10. Της Διεύθυνσης Εποπτείας και Ελέγχου Χρηματιστηρίου και Εταιριών και των Τμημάτων της προΐστανται υπάλληλοι του ειδικού επιστημονικού προσωπικού.
11. Της Διεύθυνσης Μελετών και Παρακολούθησης της Κεφαλαιαγοράς και των Τμημάτων της προΐστανται υπάλληλοι του ειδικού επιστημονικού προσωπικού.
12. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων οι εν γένει αποδοχές και τα επιδόματα του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ.. Η σύνθεση και η διαβάθμιση των αποδοχών των απασχολούμενων δικηγόρων και Προϊσταμένου Δικηγόρου καθορίζονται κατά κλιμάκιο με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στα πλαίσια των βασικών μισθών και επιδομάτων της ανωτέρω κοινής υπουργικής απόφασης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 του άρθρου 103 του Ν.2533/1997 (Α 228)
13. Με εσωτερικό κανονισμό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, καθορίζονται τα της υπηρεσιακής εξέλιξης του με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού.
14. α) Οι μόνιμοι υπάλληλοι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς διέπονται από τιςδιατάξεις περί μισθολογίου και βαθμολογίου του Δημοσίου.
β) Οι αποσπώμενοι στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπάλληλοι συνεχίζουν ναλαμβάνουν το σύνολο των αποδοχών τους, μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων, σεβάρος του προϋπολογισμού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
γ) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να χορηγείταιειδικό επίδομα στο αποσπώμενο στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προσωπικό.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2άρθρ.23Ν.3371/2005,ΦΕΚ Α 178/14.7.2005
15. Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λειτουργεί με διετή θητεία, πενταμελές Υπηρεσιακό Συμβούλιο για την εν γένει κρίση του με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού της, το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και αποτελείται από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. ή τον αναπληρούντα αυτόν Αντιπρόεδρο και τέσσερα τακτικά μέλη από τα οποία τα μεν δύο προέρχονται από τα μέλη του Δ.Σ., τα δε άλλα δύο είναι αιρετοί εκπρόσωποι του μη αποσπασμένου προσωπικού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που υπηρετεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.
16. Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λειτουργεί πειθαρχικό συμβούλιο, το οποίο συγκροτείται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Το με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς υπάγεται στον έλεγχο του πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο, ανάλογα με τη βαρύτητα των παραπτωμάτων, δύναται να επιβάλλει τις εξής ποινές:
α) Έγγραφη επίπληξη.
β) Πρόστιμο μέχρι τις αποδοχές ενός μηνός.
γ) Λύση της συμβάσεως για χρονικό διάστημα μέχρι τριών μηνών.
δ) Καταγγελία της συμβάσεως.
17. Ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς υπόκεινται στα ασυμβίβαστα και στις απαγορεύσεις του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα.
Όσον αφορά τα ασυμβίβαστα, εξαίρεση είναι δυνατή, λόγω των ειδικών αναγκών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, εν συνεχεία ειδικής και αιτιολογημένης για κάθε περίπτωση απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.
Τον πειθαρχικό έλεγχο επί του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των μελών του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ασκεί ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας.
Άρθρο 36
Σχέσεις εργασίας προσωπικού
1. Το εν γένει προσωπικό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται να προέρχεται εν μέρει από μετάταξη ή απόσπαση, από Υπουργεία, Τράπεζες, Ν.Π.Δ.Δ., δημόσιους οργανισμούς ή Ν.Π.Ι.Δ. υπαγόμενα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, πλην των ελεγκτών οι οποίοι δύνανται να προέρχονται μόνο από πρόσληψη ή μετάταξη, και των ειδικών συμβούλων οι οποίοι δύνανται να προέρχονται μόνο από πρόσληψη ή απόσπαση.
2.(α) Το Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό απασχολείται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, αορίστου ή ορισμένου χρόνου, εκτός των Ειδικών Συμβούλων που απασχολούνται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, η οποία μπορεί να ανανεώνεται με απόφαση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
(β) Οι νομικοί σύμβουλοι απασχολούνται με σχέση έμμισθης εντολής.
(γ) Το λοιπό προσωπικό είναι μόνιμο και, αν δεν προέρχεται από μετάταξη ή απόσπαση, προσλαμβάνεται με βάση τις κείμενες διατάξεις για τις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα.
(δ) Οι προσλήψεις των υπαλλήλων του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των νομικών συμβούλων διενεργούνται κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων περί προσλήψεων στο δημόσιο τομέα.
3. Το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου πλην των αποσπασμένων και των εκ μετατάξεως υπαλλήλων, προσλαμβάνεται με διετή σύμβαση, η οποία δύναται μετά τη λήξη της να μετατραπεί σε σύμβαση αορίστου χρόνου με απόφαση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατόπιν σχετικής εισηγήσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου.
Η πρόσληψη του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου λόγω των αυξημένων προσόντων του, διενεργείται κατά παρέκκλιση, με μόνη την περί πρόσληψης απόφαση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, χωρίς να έχει στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή οποιαδήποτε άλλη διάταξη νόμου, προεδρικού διατάγματος ή κανονιστικής απόφασης.
Μετά τη σχετική απόφαση του Δ.Σ. περί πληρώσεων των θέσεων, την προκήρυξη των θέσεων αυτών δια δημοσιεύσεως στον ημερήσιο τύπο και την υποβολή των σχετικών δικαιολογητικών, οι υποψήφιοι αξιολογούνται από τριμελή Επιτροπή, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Δ.Σ. και αποτελείται από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. και ένα τουλάχιστον μέλος αυτού. Μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, με την οποία καθορίζεται και η ένταξη του προσλαμβανομένου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον εσωτερικό κανονισμό, ο οποίος εκδίδεται με βάση την παράγραφο 13 του άρθρου 35 του παρόντος νόμου, η πρόσληψη πραγματοποιείται με απόφαση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
4. Προκειμένου για δημοσίους υπαλλήλους και υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ., η απόσπασή τους στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γίνεται μετά από πρόταση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με κοινή απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και του Υπουργού, στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η Υπηρεσία στην οποία ανήκει οργανικά ο αποσπώμενος υπάλληλος.
Προκειμένου για υπαλλήλους Τραπεζών, Δημόσιων Οργανισμών ή Ν.Π.Ι.Δ. του ευρύτερου δημόσιου τομέα, η απόσπαση τους γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από πρόταση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και μετά από σύμφωνη γνώμη της Διοίκησης της οικείας Τράπεζας, Δημόσιου Οργανισμού ή Ν.Π.Ι.Δ..
Σε κάθε περίπτωση, στην οικεία απόφαση ορίζεται και ο χρόνος για τον οποίο διενεργείται η απόσπαση, ο οποίος μπορεί κάθε φορά να παρατείνεται μετά από πρόταση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και τήρηση της παραπάνω διαδικασίας.
5. Η υπηρεσία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, των κατά τα ανωτέρω αποσπώμενων υπαλλήλων, λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στην Υπηρεσία από την οποία αποσπάσθηκαν και λαμβάνεται υπόψη κατά τις κρίσεις για προαγωγή των υπαλλήλων αυτών. Για το προσωπικό αυτό συντάσσονται από τον αρμόδιο προϊστάμενο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς τα κατά περίπτωση προβλεπόμενα φύλλα ή εκθέσεις ποιότητας, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του Υπαλληλικού Κώδικα ή των διατάξεων που διέπουν την υπηρεσία από την οποία έχει αποσπασθεί ο υπάλληλος και διαβιβάζονται στην υπηρεσία στην οποία ανήκει ο αποσπασθείς υπάλληλος.
6. Η μετάταξη των τακτικών υπαλλήλων από άλλη δημόσια υπηρεσία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γίνεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εκτός των μετατάξεων υπαλλήλων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας ή του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε., όπου απαιτείται μόνο απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ή του Προέδρου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. κατά περίπτωση, μετά από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, χωρίς να απαιτείται προς τούτο η σύμφωνη γνώμη υπηρεσιακών συμβουλίων.
7. Προκειμένου για νομικούς συμβούλους (δικηγόρους) Υπουργείων, Ν.Π.Δ.Δ., Τραπεζών, Δημόσιων Οργανισμών ή Ν.Π.Ι.Δ. του ευρύτερου δημόσιου τομέα, η διάθεση τους στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γίνεται, μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με κοινή απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και του Υπουργού στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η Υπηρεσία στην οποία απασχολείται ο νομικός σύμβουλος ή με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και τη σύμφωνη γνώμη της οικείας Τράπεζας, Δημόσιου Οργανισμού ή Ν.Π.Ι.Δ. στην οποία απασχολείται αυτός.
8. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθορίζεται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διατάξεως, ειδικό μηνιαίο επίδομα εξειδικευμένων υπηρεσιών, χορηγούμενο από 3ης Φεβρουαρίου 1994, στους υπαλλήλους οι οποίοι διετέθησαν από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας βάσει των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 18 του Ν. 2198/1994, για την υποστήριξη του έργου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για το χρονικό διάστημα παροχής των υπηρεσιών τους, εις βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
9. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από πρόταση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δύναται να παρέχεται αποζημίωση υπερωριακής εργασίας στο πάσης φύσεως υπαλληλικό προσωπικό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, απασχολούμενο πέραν των καθορισμένων ωρών εργασίας, σε περιπτώσεις υπηρεσιακής ανάγκης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
10. Μέλη του Δ.Σ. ή υπηρεσιακοί παράγοντες που μεταβαίνουν για υπηρεσία στο εσωτερικό ή το εξωτερικό, δικαιούνται αποζημίωση για τα έξοδα μεταφοράς και διαμονής, καθώς και ημερήσια αποζημίωση εκτός έδρας. Η αποζημίωση αυτή καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από πρόταση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
11. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να αναθέτει σε τρίτους με σύμβαση έργου εργασίας που λόγω εξαιρετικών περιστάσεων δεν μπορεί να εκτελέσει η ίδια, λόγω εξειδίκευσης αντικειμένου εργασίας ή αδυναμίας αντιμετώπισης από το υπάρχον προσωπικό.
“Μπορεί επίσης να προβαίνει, σε επείγουσες περιπτώσεις, σε απευθείας ανάθεση ελεγκτικού, νομικού ή μελετητικού έργου, κατά παράκληση των ισχυουσών διατάξεων, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα, σε Ν.Π.Δ.Δ. και λοιπούς φορείς του δημοσίου τομέα καθώς και στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή θυγατρικές εταιρείες αυτού.
Μπορεί επίσης να συνάπτει συμφωνίες με τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα για τη μερική ή θερινή απασχόληση φοιτητών προπτυχιακού ή μεταπτυχιακού κύκλου, των οποίων το γνωστικό αντικείμενο είναι συναφές με το έργο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με σκοπό αφού ενός την πρακτική εξάσκηση των φοιτητών σε θέματα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και αφ` ετέρου την υποβοήθηση του έργου των υπηρεσιών της Επιτροπής.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5 του άρθρου 1 του Ν.2471/1997 (Α 46) και με την παρ.8 του άρθρου 103 του Ν.2533/1997 (Α 228)
Άρθρο 37
Πρόεδρος – Αντιπρόεδροι
1. Ο Πρόεδρος και οι δύο Αντιπρόεδρο του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προσλαμβάνονται με έγγραφη σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, υπογραφόμενη από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α΄) και το άρθρο 18 του Ν. 2198/1994 (ΦΕΚ 43 Α΄) και ισχύει σήμερα.
2. Οι αρμοδιότητες των δύο Αντιπροέδρων σχετικά με την εποπτεία των Διευθύνσεων καθορίζονται με απόφαση του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, κατόπιν σχετικής εισηγήσεως του Προέδρου.
Άρθρο 38
1. Ο Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι και τα μέλη του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθώς και το πάσης φύσεως προσωπικό αυτής, όσον αφορά στις, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, περιερχόμενες σε γνώση τους εμπιστευτικές πληροφορίες κατά την έννοια της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), υποχρεούνται:
(α) Να μην τις γνωστοποιούν σε τρίτους. Ως τρίτοι νοούνται και το λοιπό προσωπικό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, εφόσον η γνώση των πληροφοριών αυτών δεν είναι υπηρεσιακά αναγκαία.
(β) Να μην χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές είτε οι ίδιοι είτε μέσω άλλου προσώπου, για να αγοράζουν ή να πωλούν κινητές αξίες με σκοπό την επίτευξη περιουσιακού οφέλους για τον εαυτό τους ή τρίτο ή για να επιφέρουν οικονομική ζημία σε τρίτο.
2. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οφείλουν να μην διαδίδουν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, ικανές να επηρεάσουν τη διαμόρφωση των τιμών και των συναλλαγών στην Κεφαλαιαγορά.
3. Παράλληλα με τις πειθαρχικές ποινές τις προβλεπόμενες στο άρθρο 35 παρ. 16 του παρόντος νόμου, τα παραπάνω πρόσωπα υπόκεινται, για κάθε παράβαση των αναφερόμενων στο παρόν άρθρο υποχρεώσεων και στις κυρώσεις τις προβλεπόμενες από το άρθρο 30 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄).
Άρθρο 39
Σύσταση, οργάνωση και λειτουργία συστήματος εγγύησης καταθέσεων
ΜΕΡΟΣ Γ΄
Σύσταση, οργάνωση και λειτουργία συστήματος εγγύησης καταθέσεων
Άρθρο 40
Σκοπός
Άρθρο 41
Ίδρυση Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων (Τ.Ε.Κ.)
Άρθρο 42
Συμμετοχή πιστωτικών ιδρυμάτων στο Τ.Ε.Κ.
1. Στο σύστημα εγγύησης καταθέσεων του Τ.Ε.Κ. συμμετέχουν υποχρεωτικά όλα τα κατά την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄) πιστωτικά ιδρύματα, που έχουν λάβει την άδεια ίδρυσης και λειτουργίας στην Ελλάδα, εκτός του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και των πιστωτικών ιδρυμάτων με τη μορφή πιστωτικών συνεταιρισμών του Ν. 1667/1986 (ΦΕΚ 196 Α΄).
2. Στο σύστημα αυτό συμμετέχουν προαιρετικά, ύστερα από αίτηση τους, για συμπληρωματική, του αντίστοιχου συστήματος της έδρας τους, κάλυψη, ως προς το ποσό ή και ως προς τις κατηγορίες των καλυπτόμενων καταθέσεων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 44, τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων των οποίων η έδρα βρίσκεται σε άλλο Κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συμμετέχουν επίσης υποχρεωτικά τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων των οποίων η έδρα βρίσκεται σε τρίτες χώρες, εφόσον τα τελευταία δεν καλύπτονται από ισοδύναμο σύστημα εγγύησης καταθέσεων που λειτουργεί στη χώρα της έδρας των πιστωτικών ιδρυμάτων στα οποία ανήκουν αυτά τα υποκαταστήματα.
Το ύψος και η έκταση της παρεχόμενης κάλυψης στους καταθέτες όλων των ως άνω υποκαταστημάτων που ασκούν δραστηριότητα στην Ελλάδα δεν θα υπερβαίνει το ύψος και την έκταση της συμφωνά με το άρθρο 44 του παρόντος παρεχόμενης κάλυψης. Για τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων των οποίων η έδρα βρίσκεται σε άλλο Κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο περιορισμός αυτός ισχύει μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1999 ή τυχόν άλλη ημερομηνία που απορρέει από σχετικές ρυθμίσεις στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 43
Πόροι και λοιπά έσοδο του Τ.Ε.Κ.
1. Οι πόροι του Τ.Ε.Κ. προέρχονται από:
α) Ετήσιες τακτικές εισφορές που καταβάλλουν τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία συμμετέχουν στο σύστημα εγγύησης καταθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 42 του παρόντος. Οι ετήσιες εισφορές υπολογίζονται επί του μέσου υπολοίπου του μηνός Ιουνίου κάθε έτους του συνόλου των καταθέσεων τους σε δραχμές και συνάλλαγμα, περιλαμβανομένων των μη αναληφθέντων τόκων, με εξαίρεση: i) το ποσό του προς παρακράτηση αναλογούντος φόρου, ii) τα υπόλοιπα κατηγοριών καταθέσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2, 4, 5,8, 9, 10 και 11 του άρθρου 50 του παρόντος νόμου και iii) τα υπόλοιπα καταθέσεων των υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε τρίτες χώρες, εφόσον οι καταθέσεις αυτές καλύπτονται από ισοδύναμο σύστημα εγγύησης καταθέσεων στις χώρες υποδοχής.
β) Συμπληρωματική εισφορά, πέραν της ετήσιας τακτικής, εφόσον οι πόροι του Τ.Ε.Κ. δεν επαρκούν για την αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 44 του παρόντος νόμου. Η εισφορά αυτή καθορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Κ. μέχρι το τριπλάσιο της ετήσιας τακτικής εισφοράς του τελευταίου πριν από τη λήψη της απόφασης έτους, καταβάλλεται υποχρεωτικά από τα συμμετέχοντα στο Τ.Ε.Κ. πιστωτικά ιδρύματα και συμψηφίζεται με τις τακτικές εισφορές των επόμενων ετών, όπως καθορίζεται στην απόφαση.
γ) Δωρεές.
δ) Έσοδα από ρευστοποίηση απαιτήσεων του Τ.Ε.Κ., καθώς και έσοδα που προκύπτουν από τη διαχείριση της περιουσίας του.
2. α) Σε περίπτωση που τα διαθέσιμα του Τ.Ε.Κ., που προκύπτουν από τους πόρους της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, δεν επαρκούν για την καταβολή αποζημιώσεων, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του το Τ.Ε.Κ. δανείζεται τα απαιτούμενα κεφάλαια από τα συμμετέχοντα σε αυτό πιστωτικά ιδρύματα ή και από άλλες πηγές. Για τα ποσά των δανείων αυτών εγγυώνται τα συμμετέχοντα στο Τ.Ε.Κ. πιστωτικά ιδρύματα.
β) Στις υποχρεώσεις που προκύπτουν για τα πιστωτικά ιδρύματα από τις παραγράφους 1β και 2α δύνανται να υπαχθούν με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Κ. και τα πιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στο Τ.Ε.Κ. για συμπληρωματική κάλυψη με βάση τις κατευθυντήριες αρχές του άρθρου 54.
3. α) Το ύψος της ετήσιας εισφοράς καθορίζεται στα ακόλουθα κατά κλιμάκιο καταθέσεων ποσοστά:
Κλιμάκιο καταθέσεων (σε δισ. δρχ.)
Ποσοστιαία εισφορά επί τοις χιλίοις
0 – 200 2
201 – 500 1
501 – 1000 0,4
1001 & άνω 0,1
Το μέσο ποσοστό της συνολικής ετήσιας τακτικής εισφοράς επί των καταθέσεων που αποτελούν τη βάση υπολογισμού κατά το πρώτο έτος λειτουργίας του Τ.Ε.Κ. διατηρείται σταθερό. Τα κλιμάκια αναπροσαρμόζονται ετησίως από το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Ε.Κ. με ειδική πλειοψηφία, ώστε να διατηρείται σταθερό το ανωτέρω μέσο ποσοστό. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η ως άνω ειδική πλειοψηφία, η αναπροσαρμογή των κλιμακίων γίνεται αναλογικά για την επίτευξη του ανωτέρω ποσοστού.
Όταν επιτευχθεί εύλογη σχέση μεταξύ των διαθεσίμων του Τ.Ε.Κ. και του συνόλου των καλυπτόμενων καταθέσεων, οι εισφορές αναπροσαρμόζονται, ώστε να αντιστοιχούν μόνο στη μεταβολή των υπολοίπων των καταθέσεων. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Ε.Κ. αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία για την ως άνω εύλογη σχέση, την αύξηση ή μείωση της μέσης εισφοράς, τη διακοπή και εκ νέου καταβολή της ετήσιας εισφοράς, καθώς και για την τυχόν επιστροφή εισφορών στα πιστωτικά ιδρύματα που τις έχουν καταβάλει.
β) Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να καταβάλλουν σε αξία την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Σεπτεμβρίου εκάστου ημερολογιακού έτους το 1/2 της ετήσιας τακτικής εισφοράς που τους αναλογεί μετά από προηγούμενη έγγραφη γνωστοποίηση προς το Τ.Ε.Κ.. Το υπόλοιπο 1/2 της ετήσιας τακτικής εισφοράς καταβάλλεται την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Μαρτίου του αμέσως επόμενου ημερολογιακού έτους. Η διαδικασία και το περιεχόμενο της γνωστοποίησης καθορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Κ..
Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί τον έλεγχο των υποβαλλόμενων στοιχείων και εισφορών.
Ειδικά προκειμένου περί της πρώτης εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου το συνολικό ποσό της τακτικής εισφοράς του έτους 1995 θα καταβληθεί μέχρι την 1η Νοεμβρίου 1995, με βάση στοιχεία καταθέσεων της 31ης Δεκεμβρίου 1994 .
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.14του άρθρου 20 του Ν.2386/1996 (Α 43)
γ) Η καταβολή των αναλογουσών κατά πιστωτικό ίδρυμα εισφορών πραγματοποιείται με πίστωση των αναφερόμενων πιο κάτω λογαριασμών του Τ.Ε.Κ.,ωςεξής:
i) Ποσοστό 20% της εισφοράς καταβάλλεται στο Τ.Ε.Κ. με πίστωση του λογαριασμού του που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος. Το ποσό που αντιστοιχεί στο ποσοστό αυτό επενδύεται εν όλω ή εν μέρει από την Τράπεζα της Ελλάδος ύστερα από πρόταση και για λογαριασμό του Τ.Ε.Κ., σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου σε δραχμές ή ρήτρα συναλλάγματος, καθώς και σε ισοδύναμους τίτλους της αλλοδαπής εναπομένουσας διάρκειας μέχρι και 12 μήνες, ή παραμένει στο λογαριασμό του για κάλυψη άμεσων και λειτουργικών αναγκών του.
ii) Το υπολειπόμενο ποσοστό 80% της ως άνω εισφοράς κατατίθεται σε λογαριασμό προθεσμιακής κατάθεσης του Τ.Ε.Κ. που τηρείται στο πιστωτικό ίδρυμα που καταβάλλει την αντίστοιχη εισφορά, με επιτόκιο ίσο με αυτό που ισχύει για τοποθετήσεις κεφαλαίων σε Έντοκα Γραμμάτια Ελληνικού Δημοσίου (Ε.Γ.Ε.Δ.) τρίμηνης διάρκειας της τελευταίας πριν την ως άνω ημερομηνία έκδοσης. Το επιτόκιο των καταθέσεων αυτών αναπροσαρμόζεται ανά τρίμηνο με βάση το ισχύον κατά την αναπροσαρμογή επιτόκιο Ε.Γ.Ε.Δ. τρίμηνης διάρκειας, οι δε προκύπτοντες τόκοι κεφαλαιοποιούνται.
Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Κ. τμήμα του ως άνω ποσού μπορεί να τηρείται σε κατάθεση σε συνάλλαγμα με επιτόκιο που ισχύει για τίτλους αντίστοιχης διάρκειας και ισοδύναμης ρευστότητας και ασφάλειας με τους πιο πάνω.
iii) Τα κεφάλαια του Τ.Ε.Κ., που κατατίθενται και εκτοκίζονται όπως παραπάνω (ii), σε πιστωτικό ίδρυμα που καταβάλλει την αντίστοιχη εισφορά, καθώς και οι προκύπτοντες τόκοι αποδίδονται αμέσως στο Τ.Ε.Κ., από τους ασκούντες τη Διοίκηση του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης νόμου, πριν από την ικανοποίηση οποιασδήποτε άλλης απαίτησης, στην περίπτωση ενεργοποίησης του συστήματος εγγύησης καταθέσεων, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 45.
4. α) Τα νεοεισερχόμενα, μετά την παρέλευση των τριάντα (30) ημερών που αναφέρονται στην παρ. 3(β΄) του παρόντος άρθρου, στο Τ.Ε.Κ. πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα εισερχόμενα από την ως άνω ημερομηνία υποκαταστήματα τραπεζών που έχουν την έδρα τους σε χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν καλύπτονται από το αντίστοιχο σύστημα της χώρας έδρας τους, καταβάλλουν στο Τ.Ε.Κ., πέραν της εκάστοτε αναλογούσας σ΄ αυτά τακτικής εισφοράς, εντός μηνός το αργότερο από την έναρξη της λειτουργίας τους ή υπαγωγής τους στο σύστημα, αρχική εισφορά ίση με το ποσό που προκύπτει από το γινόμενο του ύψους των συσσωρευμένων πόρων του Τ.Ε.Κ. επί το λόγο των ιδίων κεφαλαίων τους προς το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέχουν ήδη στο σύστημα εγγύησης του Τ.Ε.Κ.. Ως ημερομηνία βάσης υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των πόρων του Τ.Ε.Κ. λαμβάνεται η 31η Δεκεμβρίου του αμέσως προηγούμενου ημερολογιακού έτους.
Για τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, καθώς και για τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες, εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χώρες, ως ίδια κεφάλαια νοούνται τα ίδια κεφάλαια κατά την έννοια των Πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2053/1992 (ΦΕΚ 49 Α΄) και 2184/1993 (ΦΕΚ 42 Α΄), όπως εκάστοτε ισχύουν.
β) Με απόφαση του Τ.Ε.Κ. η καταβολή της αναλογούσας κατά πιστωτικό ίδρυμα αρχικής εισφοράς που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο δύναται να πραγματοποιηθεί τμηματικά με ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις εντός χρονικού διαστήματος τριών (3) ετών κατά ανώτατο όριο.
Η καταβολή και η επένδυση των αρχικών εισφορών διενεργείται σύμφωνα με το αναφερόμενα στην παράγραφο 3, περιπτώσεις β΄ και γ΄, του παρόντος άρθρου.
5. Τυχόν έσοδα από ρευστοποίηση απαιτήσεων του Τ.Ε.Κ. διατίθενται σύμφωνα με την ακόλουθη σειρά:
α) αποπληρωμή δανείων,
β) κατάθεση στους λογαριασμούς του Τ.Ε.Κ. στην Τράπεζα της Ελλάδος σε ποσοστό 20% και στα πιστωτικά ιδρύματα 80%, αναλογικά προς τις καταβαλλόμενες από αυτά ετήσιες εισφορές στο σύνολο των πιστωτικών ιδρυμάτων.
6. Στην περίπτωση υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλο Κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα οποία καλύπτονται συμπληρωματικά από το Τ.Ε.Κ. τα σχετικά με το ύψος των τακτικών και των αρχικών εισφορών, καθώς και τα της καταβολής των αποζημιώσεων καθορίζονται από το Τ.Ε.Κ. και το αντίστοιχο σύστημα της χώρας έδρας του πιστωτικού ιδρύματος κατά περίπτωση, με βάση το ύψος και την έκταση της συμπληρωματικής κάλυψης και σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αρχές του άρθρου 55 του παρόντος νόμου. Οι σύμφωνες με την παρούσα παράγραφο συμφωνίες γνωστοποιούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και στην Ένωση Ελληνικών Τραπεζών.
Άρθρο 44
Καλυπτόμενες καταθέσεις
1. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως καταθέσεις ορίζονται τα πιστωτικά υπόλοιπα των κατατεθειμένων σε λογαριασμούς κεφαλαίων ή τα πιστωτικά υπόλοιπα προσωρινού χαρακτήρα που προκύπτουν κατά τις συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές και τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να επιστρέψει βάσει των εφαρμοζόμενων νόμιμων και συμβατικών όρων, καθώς και οι υποχρεώσεις για τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα έχει εκδόσει παραστατικούς τίτλους.
2. α) Το σύνολο των καταθέσεων του ιδίου καταθέτη σε πιστωτικό ίδρυμα που καλύπτεται από το σύστημα εγγύησης καταθέσεων ανέρχεται κατ΄ ανώτατο όριο στο σε δραχμές αντίτιμο των είκοσι χιλιάδων Ευρωπαϊκών Νομισματικών Μονάδων (20.000 ECU), υπολογιζόμενων με την τιμή fixing της ημέρας κατά την οποία οι καταθέσεις κατέστησαν μη διαθέσιμες. Το ποσό αυτό καταβάλλεται σε δραχμές και ισχύει για το σύνολο των καταθέσεων κάθε καταθέτη που διατηρούνται στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των λογαριασμών, το νόμισμα ή τη χώρα λειτουργίας του υποκαταστήματος του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο τηρείται η κατάθεση. Το δραχμικό ισότιμο των αποζημιώσεων που αφορούν τις καταθέσεις σε ξένα νομίσματα που τηρούνται στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό επιτρέπεται να μετατρέπεται στα αντίστοιχα νομίσματα. Στο ως άνω όριο συμπεριλαμβάνονται και οι δεδουλευμένοι τόκοι μέχρι την ημέρα που η κατάθεση κατέστη μη διαθέσιμη.
β) Το ποσό της κάλυψης αναπροσαρμόζεται στο εκάστοτε ελάχιστο όριο που ισχύει στα πλαίσια σχετικών ρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Κ.. Στην περίπτωση αυτήν η απόφαση για ανάλογη αναπροσαρμογή των τακτικών ετήσιων εισφορών λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία.
3. Για τον υπολογισμό της καταβαλλόμενης αποζημίωσης τα πιστωτικά υπόλοιπα των λογαριασμών καταθέσεων συμψηφίζονται, εφόσον χρονικά συνυπάρχουν με πάσης φύσεως ανταπαιτήσεις του πιστωτικού ιδρύματος. Στην περίπτωση καταβολής συμπληρωματικής αποζημίωσης σε καταθέτες υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ισχύουν οι κατευθυντήριες αρχές του άρθρου 54 του παρόντος νόμου.
4. α) Στις περιπτώσεις λογαριασμών που έχουν ανοιχθεί στο όνομα δύο ή περισσότερων προσώπων από κοινού, κατά την έννοια του Ν. 5638/1932, το τμήμα που αναλογεί σε κάθε καταθέτη με βάση τυχόν ειδικότερους συμβατικούς όρους ή διαφορετικά το ισόποσο τμήμα που αναλογεί σε κάθε καταθέτη του κοινού λογαριασμού θεωρείται ως χωριστή κατάθεση του κάθε δικαιούχου του λογαριασμού και καλύπτεται ως τοιαύτη μέχρι το όριο της παρ. 2 του παρόντος άρθρου.
β) Οι καταθέσεις σε λογαριασμό του οποίου δύο ή περισσότερα πρόσωπα είναι δικαιούχοι υπό την ιδιότητα τους ως εταίρων μιας επαγγελματικής προσωπικής εταιρίας, ενός σωματείου ή οποιασδήποτε ένωσης προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα ενοποιούνται και θεωρούνται ως κατάθεση ενός καταθέτη για τον υπολογισμό του ορίου που προβλέπεται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου.
5. Όταν ο καταθέτης δεν είναι ο αποκλειστικός δικαιούχος των ποσών που έχουν κατατεθεί στο λογαριασμό, από την εγγύηση καλύπτεται ο πραγματικός δικαιούχος, εφόσον το πρόσωπο αυτό ορίζεται ή δύναται να οριστεί πριν από την ημερομηνία κατά την οποία μια κατάθεση καθίσταται μη διαθέσιμη. Εάν υπάρχουν πολλοί πραγματικοί δικαιούχοι, για την εφαρμογή του ορίου που προβλέπει η παράγραφος 2, πιο πάνω, λαμβάνεται υπόψη το μερίδιο που αναλογεί στον καθένα με βάση τις ρυθμίσεις που διέπουν τη διαχείριση των κατατεθέντων ποσών.
Άρθρο 45
Ενεργοποίηση του συστήματος εγγύησης καταθέσεων
1. Μία κατάθεση καθίσταται μη διαθέσιμη όταν οφείλεται και δεν έχει καταβληθεί από πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τους νόμιμους και συμβατικούς όρους και συντρέχει μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει διαπιστώσει με απόφαση της ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι ικανό να επιστρέψει τις καταθέσεις του, για λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική του κατάσταση, ούτε προβλέπει ότι θα καταστεί ικανό προς τούτο στο προσεχές μέλλον. Η Τράπεζα της Ελλάδος προβαίνει στην ως άνω διαπίστωση το αργότερο μέσα σε είκοσι μία (21) ημερολογιακές ημέρες από τη στιγμή που αποδειχθεί, για πρώτη φορά, ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει επιστρέψει τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις, είτε
β) Δικαστική αρχή βασιζόμενη σε λόγους που άμεσα σχετίζονται με την οικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος έχει εκδόσει απόφαση, αποτέλεσμα της οποίας είναι η αναστολή των ένδικων μέσων που έχουν κατά του ιδρύματος οι καταθέτες του, στην περίπτωση που το γεγονός αυτό συμβεί πριν πραγματοποιηθεί η διαπίστωση της Τράπεζας της Ελλάδος που αναφέρει η προηγούμενη παράγραφος.
2. Το Τ.Ε.Κ. αμέσως μόλις του γνωστοποιηθεί η ως άνω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, της δικαστικής αρχής ή της αρμόδιας εποπτικής αρχής του Κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου έχει την έδρα του το πιστωτικό ίδρυμα του οποίου υποκατάστημα λειτουργεί στην Ελλάδα που καλύπτεται συμπληρωματικά από το Τ.Ε.Κ. σύμφωνα με το άρθρο 42, καταρτίζει κατάλογο καταθετών με βάση τα στοιχεία που του υποβάλλονται από το πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο αφορούν οι ως άνω αποφάσεις, και μετά τους, σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 3, συμψηφισμούς καταβάλλει τις σχετικές αποζημιώσεις που αφορούν μη διαθέσιμες καταθέσεις, εντός τριμήνου από την ημέρα κατά την οποία οι καταθέσεις κατέστησαν μη διαθέσιμες, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου.
3. Σε έκτακτες περιπτώσεις και κατόπιν αιτήσεως του Τ.Ε.Κ. η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εγκρίνει δύο το πολύ παρατάσεις της ως άνω προθεσμίας εκάστη των οποίων δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες.
4. Το Τ.Ε.Κ. δεν μπορεί να επικαλεστεί τις προθεσμίες των παρ. 2 και 3 για να αρνηθεί την καταβολή της εγγύησης σε καταθέτη ο οποίος δεν ήταν σε θέση να απαιτήσει εγκαίρως την αποζημίωση του δυνάμει του παρόντος.
Άρθρο 46
Κριτήρια αποζημίωσης των καταθετών και διατυπώσεις για την καταβολή των αποζημιώσεων
1. Η αξίωση των καταθετών έναντι του Τ.Ε.Κ. παραγράφεται μετά την πάροδο πενταετίας από τη λήξη της τελευταίας παράτασης, σύμφωνα με το άρθρο 45 παρ. 2 και 3.
2. Στην περίπτωση καταθέτη ή άλλου πραγματικού δικαιούχου ή άλλου προσώπου έχοντος συμφέρον σε ποσά που βρίσκονται σε λογαριασμό ο οποίος βαρύνεται με κατηγορία σχετική με νομιμοποίηση κεφαλαίων αποκτηθέντων με παράνομες πρακτικές (κατά την έννοια του τρίτου κεφ. του Ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α΄ /28.5.93), όπως εκάστοτε ισχύει), το Τ.Ε.Κ. αναστέλλει οποιαδήποτε καταβολή, μέχρι την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου.
3. Το Τ.Ε.Κ. ανακοινώνει δια του τύπου τη διαδικασία καταβολής των αποζημιώσεων.
Άρθρο 47
Υποκατάσταση στα δικαιώματα των καταθετών
Με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 3, περίπτωση γ (iii) του άρθρου 43 του παρόντος νόμου, το Τ.Ε.Κ. υποκαθίσταται στα δικαιώματα των καταθετών και για ποσό ίσο προς τις πληρωμές του προς αυτούς και απολαμβάνει του ιδίου προνομίου με τους καταθέτες κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων που καλύπτονται από το σύστημα εγγύησης καταθέσεων του Τ.Ε.Κ.
Άρθρο 48
Πληροφόρηση καταθετών
1. Εντός τριμήνου από της συμμετοχής τους στο σύστημα του Τ.Ε.Κ. τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, καθώς και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων υποχρεούνται να εκδώσουν αναλυτικό ενημερωτικό φυλλάδιο στην ελληνική γλώσσα στο οποίο θα περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:
i) ανώτατα όρια κάλυψης, καθώς και το τυχόν ποσοστό συνυπευθυνότητας,
ii) καλυπτόμενα νομίσματα κατάθεσης,
iii) εξαιρούμενες κατηγορίες καταθέσεων,
iν) συμψηφιζόμενες ανταπαιτήσεις του πιστωτικού ιδρύματος,
ν) τα περί προθεσμίας και, κατόπιν σχετικής αίτησης, των διατυπώσεων και προϋποθέσεων καταβολής των αποζημιώσεων.
Ειδικότερα (i) τα υποκαταστήματα των αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων θα ανακοινώνουν και την έδρα εγκατάστασης του συστήματος στο οποίο υπάγονται και (ii) τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα θα παρέχουν τις ως άνω πληροφορίες και στις χώρες εγκατάστασης των υποκαταστημάτων τους στην επίσημη ή επίσημες γλώσσες του κράτους εγκατάστασης.
2. Τα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται να κάνουν απλή μνεία της συμμετοχής τους στο σύστημα του Τ.Ε.Κ., τα δε πιστωτικά ιδρύματα που εξαιρούνται απότην υποχρέωση συμμετοχής στο σύστημα του Τ.Ε.Κ. ενημερώνουν σαφώς τους καταθέτες και υποψήφιους καταθέτες σχετικά με το γεγονός αυτό. Η μορφή και ο τρόπος των ανακοινώσεων εγκρίνονται από το Τ.Ε.Κ.
Άρθρο 49
Τήρηση υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων έναντι του Τ.Ε.Κ.
1. α) Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει την έδρα του στην Ελλάδα ή υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος που λειτουργεί στην Ελλάδα με έδρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και συμμετέχει υποχρεωτικά στο Τ.Ε.Κ. δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του ως μέλους του Τ.Ε.Κ., ενημερώνεται η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία σε συνεργασία με το Τ.Ε.Κ., λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα, περιλαμβανομένων και των κυρώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παρ. 1Α του Ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄), για να εξασφαλιστεί η τήρηση των υποχρεώσεων του πιστωτικού ιδρύματος ή υποκαταστήματος.
β) Εάν με τα μέτρα αυτά δεν εξασφαλιστεί η τήρηση των υποχρεώσεων των ως άνω πιστωτικών ιδρυμάτων ή υποκαταστημάτων, το Τ.Ε.Κ. μπορεί μετά από ρητή συναίνεση της Τράπεζας της Ελλάδος να δηλώσει ότι προτίθεται να αποκλείσει το πιστωτικό ίδρυμα, τάσσοντας προθεσμία δώδεκα (12) μηνών τουλάχιστον. Τα υπόλοιπα των καταθέσεων που έχουν πραγματοποιηθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας εξακολουθούν να καλύπτονται πλήρως από το σύστημα. Εάν, μετά την πάροδο της προθεσμίας, το πιστωτικό ίδρυμα συνεχίζει να μην τηρεί τις υποχρεώσεις του, το Τ.Ε.Κ. μπορεί, πάντοτε με τη ρητή συναίνεση της Τράπεζας της Ελλάδος να αποκλείσει το πιστωτικό ίδρυμα ή υποκατάστημα από το σύστημα εγγύησης. Στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 22, παρ. 1 ή του άρθρου 8, παρ. 1Α του Ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄), όπως εκάστοτε ισχύει.
2. Εάν ένα από τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καλύπτεται συμπληρωματικά από το σύστημα εγγύησης του Τ.Ε.Κ. δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του ως μέλους του εν λόγω συστήματος, το Τ.Ε.Κ. γνωρίζει σχετικά στην εποπτική αρχή της χώρας έδρας του πιστωτικού ιδρύματος του υποκαταστήματος και σε συνεργασία με αυτή λαμβάνονται όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλιστεί η τήρηση των υποχρεώσεων του υποκαταστήματος. Η ως άνω γνωστοποίηση ανακοινώνεται άμεσα και στην Τράπεζα της Ελλάδος. Εάν με τα μέτρα αυτά το υποκατάστημα δεν συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του και παρέλθει μετά από σχετική προειδοποίηση χρονικό διάστημα τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών, το Τ.Ε.Κ. μπορεί, με τη συγκατάθεση και της εποπτικής αρχής του ενδιαφερόμενου Κράτους μέλους και μετά από σχετική γνωστοποίηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος να αποκλείσει το υποκατάστημα. Οι καταθέσεις που έγιναν πριν από την ημερομηνία του αποκλεισμού καλύπτονται συμπληρωματικά από το σύστημα του Τ.Ε.Κ. μέχρι την ημερομηνία που αυτές καθίστανται απαιτητές. Το Τ.Ε.Κ. ενημερώνει τους καταθέτες για την παύση της συμπληρωματικής κάλυψης.
Άρθρο 50
Εξαιρούμενες καταθέσεις
Εξαιρούνται από την κάλυψη του συστήματος του Τ.Ε.Κ. οι ακόλουθες κατηγορίες καταθέσεων.
1. Οι καταθέσεις άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων στο όνομα τους και για ίδιο λογαριασμό.
2. Οι τίτλοι που αποτελούν στοιχεία των “ιδίων κεφαλαίων”, κατά την έννοια της ΠΔ/ΤΕ 2053/1992 (ΦΕΚ 49 Α΄), όπως εκάστοτε ισχύει.
3. Οι καταθέσεις που προέρχονται από συναλλαγές για τις οποίες εξεδόθη καταδικαστική ποινική απόφαση για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή άλλη παράνομη πράξη, όπως ορίζεται από το Ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α΄/28.5.93) ή την αντίστοιχη νομοθεσία άλλων κρατών.
4. Καταθέσεις των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 6 του Ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄), ασφαλιστικών εταιριών, καθώς και των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες.
5. Καταθέσεις της Κεντρικής Διοίκησης.
6. Καταθέσεις στα πιστωτικά ιδρύματα των διοικητικών στελεχών, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1(γ) του Ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄), των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των μετόχων που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον το πέντε τοις εκατό 5% του κεφαλαίου των πιστωτικών ιδρυμάτων, των προσώπων των ελεγκτικών εταιριών που είναι επιφορτισμένα με το νόμιμο έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων, των καταθετών που έχουν τις ίδιες ιδιότητες σε άλλες επιχειρήσεις που ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα το πιστωτικό ίδρυμα.
7. Καταθέσεις συζυγών και τέκνων των καταθετών που αναφέρονται στην παρ. 6 πιο πάνω, καθώς και τρίτων που ενεργούν για λογαριασμό των ως άνω καταθετών.
8. Καταθέσεις συνδεδεμένων με το πιστωτικό ίδρυμα εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 42ε του Κ.Ν. 2190/1920 , όπως ισχύει.
9. Διαπραγματεύσιμα πιστοποιητικά καταθέσεων.
10. Ομολογίες και τραπεζικά ομόλογα εκδοθέντα από πιστωτικά ιδρύματα, υποχρεώσεις από αποδοχές συναλλαγματικών και από υποσχετικές επιστολές ή γραμμάτια έκδοσης τους.
11. Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από πώληση με ταυτόχρονη συμφωνία επαναγοράς τίτλων (repos).
Άρθρο 51
Διοίκηση Τ.Ε.Κ. – Αρμοδιότητες Διοικητικού. Συμβουλίου Τ.Ε.Κ.
1. Το Τ.Ε.Κ. διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο (Δ. Σ.). Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου διορίζεται ένας εκ των Υποδιοικητών της Τράπεζας της Ελλάδος. Από τα υπόλοιπα έξι (6) μέλη, ένα (1) προέρχεται από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, δύο (2) από την Τράπεζα της Ελλάδος και τρία (3) από την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών.
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο, απαρτιζόμενο από τα μέλη που προτείνονται από τους φορείς της παρ. 1, διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και έχει πενταετή θητεία. Μετά τη λήξη της πρώτης θητείας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου το Διοικητικό Συμβούλιο γίνεται οκταμελές και ο αριθμός των μελών του που προέρχονται από την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών αυξάνεται σε τέσσερα (4).
3. Ο Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου εκλέγεται από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου δύναταινα παρίσταται ο Γενικός Επιθεωρητής Τραπεζών χωρίς δικαίωμα ψήφου. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου είναι πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους και διαθέτουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε θέματα του τραπεζικού τομέα. Ειδικότερα το ένα από τα προερχόμενα από την Τράπεζα της Ελλάδος μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου είναι νομικός, ένα δε μέλος που προέρχεται από την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών είναι ειδικευμένος σε θέματα τραπεζικής λογιστικής.
4. Η θητεία δύναται να ανανεώνεται άπαξ για αντίστοιχο χρονικό διάστημα και παρατείνεται μέχρι το διορισμό νέας Διοίκησης και πάντως όχι πέραν τριμήνου από τη λήξη της.
5. Η θητεία των μελών διακόπτεται μόνο εάν κατά τη διάρκεια αυτής προκύψουν πράξεις ή παραλείψεις που θέτουν υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία που συνάδει με την άσκηση του λειτουργήματος τους ή αδυνατούν να ασκήσουν τα καθήκοντα τους για λόγους υγείας. Σε περίπτωση χηρεύσεως με οποιονδήποτε τρόπο, πέραν του προαναφερομένου, θέσεως μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου διορίζεται νέο μέλος για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.
6. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου αναπληρώνει ως προς όλες τις αρμοδιότητες του ο Αντιπρόεδρος.
7. Το Διοικητικό Συμβούλιο ευρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα όταν είναι παρόντα πέντε (5) τουλάχιστο μέλη στην περίπτωση του πρώτου επταμελούς Διοικητικού Συμβουλίου και έξι (6) τουλάχιστο μέλη στην περίπτωση του οκταμελούς Διοικητικού Συμβουλίου. Μεταξύ των μελών αυτών πρέπει απαραιτήτως να είναι ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η άποψη υπέρ της οποίας τάσσεται ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος, κατά περίπτωση.
8. Η ειδική πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Κ. επιτυγχάνεται με τη σύμφωνη ψήφο τουλάχιστον πέντε (5) μελών στην περίπτωση του πρώτου επταμελούς Διοικητικού Συμβουλίου και την ψήφο έξι (6) τουλάχιστο μελών στην περίπτωση του οκταμελούς Διοικητικού Συμβουλίου.
9. Η αποζημίωση του Πρόεδρου, του Αντιπροέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ύστερα από πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών και βαρύνει τον προϋπολογισμό του Τ.Ε.Κ..
10. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Ε.Κ. είναι αρμόδιο για κάθε θέμα που αφορά στη διοίκηση και εκπροσώπηση του Τ.Ε.Κ. στο εσωτερικό ή εξωτερικό, στην είσπραξη των πόρων, στη διαχείριση της περιουσίας του και γενικά για κάθε θέμα που σχετίζεται με την εκπλήρωση της αποστολής του.
11. Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Κ. εκπροσωπεί το Τ.Ε.Κ. ενώπιον κάθε αρχής και τρίτου, παρίσταται και εκπροσωπεί το Τ.Ε.Κ. δικαστικώς και εποπτεύει την ορθή εφαρμογή των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου, την ορθή εκτέλεση του προγράμματος και του προϋπολογισμού του Τ.Ε.Κ. στα πλαίσια της επίτευξης του σκοπού του, την τήρηση του κανονισμού οργάνωσης και λειτουργίας των υπηρεσιών του Τ.Ε.Κ. και του κανονισμού λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου. Συγκαλεί σε συνεδριάσεις το Διοικητικό Συμβούλιο, προεδρεύει στις συνεδριάσεις του και ορίζει τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Όταν ο Πρόεδρος απουσιάζει, κωλύεται και δεν μπορεί να αναπληρώνεται, τα καθήκοντα του ασκεί ο Αντιπρόεδρος. Με την έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου ο Πρόεδρος μπορεί να αναθέτει την εκπροσώπηση του Τ.Ε.Κ. ενώπιον κάθε αρχής και τρίτων και τη δικαστική και εξώδικη παράσταση και εκπροσώπηση του σε άλλο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή στο Διευθυντή του Τ.Ε.Κ., που διορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Κ..
12. Το Τ.Ε.Κ. δύναται να ζητεί από τα πιστωτικά ιδρύματα και τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να υποβάλλουν στο Τ.Ε.Κ. στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν στην εκτέλεση της αποστολής του για την καταβολή αποζημίωσης και ειδικότερα (i) στοιχεία ισολογισμού και αποτελεσμάτων χρήσεως (ii) στοιχεία που αφορούν τη βάση υπολογισμού των εισφορών, τις καλυπτόμενες και μη καταθέσεις, καθώς και (iii) στοιχεία σχετικά με τη διαθεσιμότητα των σύμφωνα με το άρθρο 43 πόρων του.
13. α) Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και το προσωπικό του Τ.Ε.Κ., καθώς και οι ελεγκτές των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του Τ.Ε.Κ. υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού υπηρεσιακού απορρήτου και του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων.
β) Η απαγόρευση γνωστοποίησης σε πρόσωπα ή αρχές πληροφοριών που περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν ισχύει έναντι:
(i) Της Τράπεζας της Ελλάδος. Η ευχέρεια της Τράπεζας της Ελλάδος να γνωστοποιεί τις σχετικές πληροφορίες που προβλέπονται στην παρ. 6 του άρθρου 21 του Ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄) επεκτείνεται και στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων.
(ii) Του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.
(iii) Του Υπουργού Οικονομικών.
(iν) Του Προέδρου και Γενικού Γραμματέα της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών.
(ν) Των ειδικών εξεταστικών επιτροπών της Βουλής, κατά την σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, ενάσκηση των καθηκόντων τους.
γ) Επιτρέπεται και δεν αποτελεί παράβαση του επαγγελματικού υπηρεσιακού απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και των αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στα λοιπά Κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και των συστημάτων εγγύησης καταθέσεων που λειτουργούν σ΄ αυτή, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους που συνδέονται με την εγγύηση καταθέσεων.
Το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων μπορεί να συνάπτει συμφωνίες με τις αντίστοιχες αρχές τρίτων εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρών υπό τους αυτούς ως άνω όρους και προϋποθέσεις.
δ) Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι κυρώσεις του άρθρου 371 του Π.Κ. και αναλογικά του άρθρου 2 του ν.δ/τος 1059/1971. Αμετάκλητη καταδίκη για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 1 του ν.δ/τος 1059/1971 συνεπάγεται αυτοδικαίως την άμεση απόλυση του από τη θέση που κατέχει στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων.
14. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζονται οι προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων του Τ.Ε.Κ., οι αρμοδιότητες τους, καθώς και λοιπά θέματα που αφορούν την εσωτερική οργάνωση των εργασιών και της λειτουργίας του Τ.Ε.Κ..
Άρθρο 52
Προσωπικό Τ.Ε.Κ.
1. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, καθορίζεται η οργανική διάρθρωση του Τ.Ε.Κ..
2. Το προσωπικό αποτελείται από εξειδικευμένους υπαλλήλους και βοηθητικό προσωπικό και απασχολείται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου.
Η απασχόληση του προσωπικού διέπεται από τις διατάξεις περί βαθμολογίου και μισθολογίου των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος. Η απασχόληση υπαλλήλων που προέρχονται από τους συμμετέχοντες στο σύστημα φορείς εξακολουθεί να διέπεται από το καθεστώς απασχόλησης (ασφαλιστικό και υπηρεσιακής εξέλιξης) που ισχύει στο φορέα προέλευσης τους, με εξαίρεση την ιεραρχική ένταξη των υπαλλήλων, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό της υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού του Τ.Ε.Κ.
3. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Κ. ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν στον κανονισμό στελέχωσης, οργάνωσης και λειτουργίας του Τ.Ε.Κ., ο τρόπος πρόσληψης προσωπικού του Τ.Ε.Κ. και ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού του Τ.Ε.Κ..
Άρθρο 53
Τακτικός έλεγχος – Ισολογισμός – Δημοσιεύσεις
1. Ο έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης του Τ.Ε.Κ. και του ισολογισμού του ανατίθεται από το Διοικητικό Συμβούλιο σε ορκωτούς ελεγκτές ή αναγνωρισμένη ελεγκτική εταιρία που υποβάλλουν σχετική έκθεση προς την αρμόδια Επιτροπή Οικονομικών Θεμάτων της Βουλής των Ελλήνων, τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας, τον Υπουργό Οικονομικών, την Τράπεζα της Ελλάδος, την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών και προς το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Ε.Κ..
2. Το οικονομικό έτος αρχίζει, με εξαίρεση την πρώτη χρήση, την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους. Το αργότερο μέχρι τέλος Οκτωβρίου συντάσσεται ο προϋπολογισμός του επόμενου οικονομικού έτους, εντός δε τριών (3) μηνών από την έναρξη του συντάσσεται ο απολογισμός του προηγούμενου οικονομικού έτους που υποβάλλεται στους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για έγκριση και κοινοποιείται στα πρόσωπα και τους φορείς που αναφέρονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου. Η ετήσια έκθεση περιλαμβάνει κατάλογο των πιστωτικών ιδρυμάτων ή υποκαταστημάτων που συμμετέχουν στο σύστημα του Τ.Ε.Κ.. Τροποποιήσεις του καταλόγου δημοσιεύονται το αργότερο εντός μηνός από την ημέρα πραγματοποίησης της μεταβολής.
Άρθρο 54
Κατευθυντήριες αρχές
Στην περίπτωση συμπληρωματικής κάλυψης υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Τ.Ε.Κ. θεσπίζει διμερώς με το σύστημα του Κράτους-μέλους καταγωγής κατάλληλους κανόνες και διαδικασίες για την καταβολή αποζημίωσης στους καταθέτες του υποκαταστήματος αυτού. Κατά τη θέσπιση των διαδικασιών, καθώς και για τον προσδιορισμό των όρων συμμετοχής του υποκαταστήματος, ισχύουν οι ακόλουθες αρχές:
α) Το Τ.Ε.Κ. διατηρεί πλήρως το δικαίωμα (i) να επιβάλλει τους όρους και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τη συμμετοχή των λοιπών πιστωτικών ιδρυμάτων και (ii) να απαιτεί την παροχή ισοδύναμων πληροφοριών και να τις επαληθεύει με τις αρχές του Κράτους-μέλους καταγωγής που είναι αρμόδιες για την εποπτεία του υποκαταστήματος.
β) Το Τ.Ε.Κ. ικανοποιεί τις αξιώσεις για συμπληρωματική αποζημίωση, εφόσον λάβει δήλωση των αρμόδιων αρχών του Κράτους-μέλους καταγωγής ότι οι καταθέσεις δεν είναι διαθέσιμες. Το Τ.Ε.Κ. διατηρεί πλήρως το δικαίωμα να εξακριβώνει κατά πόσον ο καταθέτης νομιμοποιείται σύμφωνα με τους δικούς του βασικούς κανόνες και διαδικασίες, προτού καταβάλλει συμπληρωματική αποζημίωση.
γ) Το σύστημα του Κράτους-μέλους καταγωγής και το Τ.Ε.Κ. συνεργάζονται πλήρως μεταξύ τους προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι καταθέτες αποζημιώνονται αμέσως και κατά το ενδεδειγμένο ποσό. Ιδιαίτερα συμφωνούν όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η ύπαρξη ανταπαιτήσεως, η οποία μπορεί να προταθεί για συμψηφισμό στα πλαίσια ενός από τα δύο συστήματα, επηρεάζει την αποζημίωση που καταβάλλεται από κάθε σύστημα στον καταθέτη.
δ) Το Τ.Ε.Κ. δικαιούται να χρεώνει το υποκατάστημα για τη συμπληρωματική κάλυψη κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο που λαμβάνει υπόψη την εγγύηση τη χρηματοδοτούμενη από το σύστημα του Κράτους-μέλους καταγωγής. Προκειμένου να διευκολυνθεί η χρέωση, το Τ.Ε.Κ. θεωρεί ότι η ευθύνη του περιορίζεται πάντοτε στη διαφορά μεταξύ της εγγύησης που προσφέρει και της εγγύησης που παρέχει το Κράτος-μέλος καταγωγής, ανεξαρτήτως του κατά πόσον το Κράτος-μέλος καταγωγής καταβάλλει όντως αποζημίωση για τις καταθέσεις που υφίστανται στην Ελλάδα.
Άρθρο 55
1. Επιτρέπεται στην Τράπεζα της Ελλάδος να συμψηφίσει προς το ποσό της εισφοράς της για το σχηματισμό του κεφαλαίου του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων ποσό μέχρι εξακόσια πενήντα (650.000.000) εκατομμύρια δραχμές, που κατέβαλε ή θα καταβάλει για την αποζημίωση των καταθετών της υπό εκκαθάριση Αραβοελληνικής Τράπεζας Α.Ε.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκχωρεί στο Τ.Ε.Κ. τις απαιτήσεις της κατά του προϊόντος της εκκαθάρισης της υπό εκκαθάριση “Αραβοελληνική Τράπεζα Α.Ε.” που προκύπτουν από την κατά τα προαναφερθέντα καταβολή αποζημιώσεων σε καταθέτες αυτής. Η εκχώρηση αυτή απαλλάσσεται από κάθε τέλος ή φόρο, άμεσο ή έμμεσο.
Άρθρο 56
1. Με εφάπαξ εκδιδόμενο προεδρικό διάταγμα εντός έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έπειτα από πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, τα πιστωτικά ιδρύματα με τη μορφή πιστωτικών συνεταιρισμών του Ν. 1667/1986 (ΦΕΚ 196 Α΄) θα ενταχθούν στο Τ.Ε.Κ.. Με αυτό το προεδρικό διάταγμα ρυθμίζονται ανάλογα με τα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο, τα θέματα σχετικά με: α) τη συμμετοχή στο Τ.Ε.Κ. των πιστωτικών ιδρυμάτων με τη μορφή πιστωτικών συνεταιρισμών του ν. 1667/1986, β) τις εισφορές τους προς το Τ.Ε.Κ., γ) τις καλυπτόμενες καταθέσεις, δ) τις εξαιρούμενες καταθέσεις, ε) την πληροφόρηση των καταθετών, στ) και γενικά τις υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων αυτών που απορρέουν από τη συμμετοχή τους στο Τ.Ε.Κ..
2. Τα άρθρα 1 και 2 του Ν. 2114/1993 (ΦΕΚ 4 Α΄/28.1.93) καταργούνται.
ΜΕΡΟΣ Δ΄
Λοιπές διατάξεις
Άρθρο 57
Το άρθρο 25 του Ν. 2008/1992 συμπληρώνεται ως ακολούθως:
5. Παρακρατείται ποσοστό πέντε τοις χιλίοις(5 )στο σύνολο του προϋπολογισμού εκάστου έτους των επιχορηγήσεων επενδύσεων των νόμων 1116/1981, 1262/1982, 1682/1987, 1892/1990 και 2234/1994 και των εκάστοτε αναπτυξιακών νόμων, το οποίο διατίθεται ως κίνητρο παραγωγικότητας στους μόνιμους και ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, καθώς και στους αποσπασμένους σ΄ αυτό υπαλλήλους.
6. Το τυχόν αδιάθετο ποσό του δύο τοις χιλίοις (2‰) της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Ν. 2008/1992 διατίθεται σύμφωνα με τη διαδικασία του παρόντος.
Προς το σκοπό αυτόν εγγράφεται στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ειδικό έργο που αντιστοιχεί στα ποσά των παραγράφων 5 και 6.
Η διοίκηση, διάθεση και κατανομή των πόρων του ανωτέρω ποσού καθορίζεται με απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Άρθρο 58
1. Η περίπτωση (ιε) της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“ιε. Η κατασκευή, επέκταση και εκσυγχρονισμός λιμένων σκαφών αναψυχής (μαρίνες), με την έγκριση, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, του Υπουργείου Τουρισμού ή και του Ε.Ο.Τ.”
2.α. Η περίπτωση (ιη) της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 1892/1990 που προστέθηκε με το άρθρο 35 του Ν. 1947/1991, όπως ισχύει, καταργείται.
β. Η περίπτωση υπό στοιχείο επίσης (ιη) της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 1892/1990, που προστέθηκε με το άρθρο 31του Ν. 2008/1992, αντικαθίσταται ως εξής:
“ιη. Η αγορά ή η εισφορά και εγκατάσταση μεταχειρισμένου μηχανολογικού εξοπλισμού, καθώς και η αγορά ή η εισφορά σε συσταθησόμενο νομικό πρόσωπο, ημιτελών ή αποπερατωθεισών βιομηχανικών κτιριακών εγκαταστάσεων, μόνο για τους σκοπούς εφαρμογής της παραγράφου 4 του, άρθρου 2.”
3. Από την υποπερίπτωση (β) της περίπτωσης (α) της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, διαγράφεται η φράση “κατασκηνωτικών κέντρων”.
4. Από την περίπτωση (β) της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, διαγράφεται η φράση “καθώς και η ανέγερση και επέκταση οργανωμένων τουριστικών κατασκηνώσεων (camping).”
5. Στην περίπτωση (γ) της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, προστίθενται τα εξής:
“Κατ΄ εξαίρεση, για τις ξενοδοχειακές μονάδες για τις οποίες έχει εγκριθεί επένδυση εκσυγχρονισμού τους προ της 31.8.1994 και υποβάλλουν, μετά την ημερομηνία αυτή, αίτηση υπαγωγής στις διατάξεις του παρόντος νόμου επένδυσης ολοκληρωμένης μορφής εκσυγχρονισμού των εγκαταστάσεων τους προ της παρόδου δεκαετίας από τον εγκριθέντα αυτόν εκσυγχρονισμό τους, ο αιτούμενος ολοκληρωμένης μορφής εκσυγχρονισμός θεωρείται παραγωγική επένδυση εφόσον αφορά σε άλλα πλην των εκσυγχρονισθέντων τμήματα της παραγωγικής μονάδας. Σε περίπτωση που στον αιτούμενο ολοκληρωμένης μορφής εκσυγχρονισμό περιλαμβάνονται και επενδυτικά έργα που αναφέρονται στον εκσυγχρονισμό τμημάτων της ξενοδοχειακής μονάδας, τα οποία είχαν εκσυγχρονισθεί εντός της τελευταίας δεκαετίας και είχαν υπαχθεί στα κίνητρα επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, τα έργα αυτά μπορεί να θεωρηθούν παραγωγική επένδυση και να επιχορηγηθούν, εφόσον η σκοπιμότητα πραγματοποίησης τους κρίνεται πλήρως αιτιολογημένη μετά από γνώμη της αρμόδιας γνωμοδοτικής επιτροπής”.
6. Η δεύτερη πρόταση της περίπτωσης (θ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“Επίσης, επιχειρήσεις που για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων τυποποιούν, συσκευάζουν ή και συντηρούν τα ως άνω προϊόντα”.
7. Η περίπτωση (ιγ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, καταργείται.
8.α. Η περίπτωση (ιδ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“ιδ. Επιχειρήσεις εκμετάλλευσης ιαματικών πηγών, κέντρα θαλασσοθεραπείας κέντρα τουρισμού υγείας και χιονοδρομικά κέντρα”.
β. Οι ρυθμίσεις της προηγούμενης περίπτωσης (α) έχουν εφαρμογή για τις αιτήσεις υπαγωγής επενδύσεων που υποβάλλονται μετά την 1η Μαΐου 1995.
9. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν. 1262/1982, όπως διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 3 του Ν. 1892/1990, αντικαθίσταται ως εξής:
“Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του νόμου σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις εκμετάλλευσης λιμένων σκαφών αναψυχής (μαρίνες), συνεδριακών κέντρων, γηπέδων γκολφ και ιαματικών πηγών, κέντρα θαλασσοθεραπείας, κέντρα τουρισμού υγείας και χιονοδρομικά κέντρα, η Επικράτεια κατανέμεται στις ακόλουθες περιοχές:”.
10. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 του Ν. 1262/1982,όπως διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 3 του Ν. 1892/1990, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
“Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και Εργασίας, που δεν είναι δυνατόν να τροποποιείται πριν από την παρέλευση διετίας από την έναρξη της ισχύος της, καθορίζονται τα τμήματα των νομών της Επικράτειας που χαρακτηρίζονται ως φθίνουσες βιομηχανικές περιοχές. Στις επενδύσεις ύψους μέχρι πέντε (5) δισ. δρχ. που πραγματοποιούνται στις περιοχές αυτές και υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου μετά την 1 Μαΐου 1995 παρέχεται με την ίδια απόφαση ποσοστό επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου μέχρι σαράντα πέντε τοις εκατό (45%) του κόστους της παραγωγικής επένδυσης κατά περίπτωση.”
11.α. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, προστίθενται τα εξής:
“Προκειμένου για παραγωγικές επενδύσεις που πραγματοποιούνται στη Θράκη, το ανώτατο όριο της παρεχόμενης επιχορήγησης ορίζεται στο ύψος των τεσσάρων (4) δισεκατομμυρίων δραχμών”.
β. Η δεύτερη πρόταση της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“Με τις ίδιες αποφάσεις ορίζονται για τις επενδύσεις της παραγράφου αυτής οι αναγκαίες παρεκκλίσεις από τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου που αφορούν στην ίδια συμμετοχή, στο χρόνο υποβολής των αιτήσεων υπαγωγής, στη διαδικασία παροχής των επιχορηγήσεων στα ποσοστά και το ύψος της επιχορήγησης, στα ποσοστά και τη διάρκεια της επιδότησης επιτοκίου, στο ύψος του επιδοτούμενου δανείου, στις προϋποθέσεις μεταβίβασης των μετοχών της επιχείρησης, καθώς και στη δυνατότητα συμμετοχής στην επένδυση δημόσιων επιχειρήσεων.”
γ. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του Ν. 1892/1990, όπως αυτό διαμορφώνεται με τη διάταξη της προηγούμενης περίπτωσης (β), προστίθενται τα εξής:
“Με όμοια απόφαση ορίζονται επίσης οι αναγκαίες παρεκκλίσεις που αφορούν στη σύνθεση της Ειδικής Γνωμοδοτικής Επιτροπής της περίπτωσης (ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 8, για την εξέταση των επενδύσεων της παραγράφου αυτής.”
12.α. Στο τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, προστίθενται τα εξής:
“Για τις επενδύσεις ύψους μέχρι πέντε (5) δισ. δρχ. που πραγματοποιούνται στις φθίνουσες περιοχές, όπως αυτές καθορίζονται με την απόφαση του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του Ν. 1262/1982, όπως αυτό διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 3 του Ν. 1892/1990, το ποσοστό της ιδίας συμμετοχής στην επένδυση ορίζεται σε τριάντα τοις εκατό (30%) για όλες τις περιοχές”.
β. Η εφαρμογή της διάταξης της προηγούμενης περίπτωσης (α) αρχίζει την 1η Μαΐου 1995.
13. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, προστίθενται τα εξής:
“Ιερές μονές για την πραγματοποίηση των επενδύσεων τους, σύμφωνα με την περίπτωση (ιζ) της παραγράφου 1 του άρθρου2, δεν υποχρεούνται σε σύσταση εταιρείας σύμφωνα με τα παραπάνω”.
14.α. Στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης (α) της παραγράφου 3. του άρθρου 5 του Ν. 1892/1990, προστίθενται τα εξής:
“Ειδικά προκειμένου για ίδρυση ή επέκταση αλιευτικών επιχειρήσεων (υδατοκαλλιεργειών) και αγελαδοτροφικών μονάδων κρεατοπαραγωγής σύγχρονης τεχνολογίας, η πιστοποίηση έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης γίνεται σύμφωνα με τα παραπάνω χωρίς την υποχρέωση πραγματοποίησης πωλήσεων προϊόντων.”
β. Οι ρυθμίσεις της προηγούμενης περίπτωσης (α) ανατρέχουν στην 31η Αυγούστου 1994, ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 2234/1994 και εφαρμόζονται για τις αιτήσεις υπαγωγής επενδύσεων στο Ν. 1892/1990, που υποβάλλονται μετά την ημερομηνία αυτή.
15. Η περίπτωση (α) της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“α. Η έναρξη των επενδύσεων του νόμου αυτού μπορεί να γίνεται μετά την υποβολή της σχετικής αίτησης και των αναγκαίων δικαιολογητικών στην αρμόδια υπηρεσία σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 6. Επενδυτικά έργα που πραγματοποιήθηκαν πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης δεν συνυπολογίζονται στην επιχορηγούμενη επένδυση ούτε στην ίδια συμμετοχή του επενδυτή, ανεξαρτήτως εάν αυτά έχουν εξοφληθεί ή όχι μέχρι την ημερομηνία αυτή.
Κατ΄ εξαίρεση, σε περίπτωση υποβολής αιτήσεως από επιχειρήσεις, μονάδες των οποίων έχουν πληγεί από πυρκαγιές, πλημμύρες ή άλλα φυσικά φαινόμενα, για επενδύσεις τους που σχετίζονται με την αποκατάσταση των δραστηριοτήτων που επλήγησαν, συνυπολογίζονται στην επιχορηγούμενη επένδυση και τα επενδυτικά έργα που πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα από το χρόνο που συνέβη η πυρκαγιά ή το φυσικό φαινόμενο που προκάλεσε τη ζημία μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, υπό την προϋπόθεση ότι τα επενδυτικά αυτά έργα πραγματοποιήθηκαν μέσα σε διάστημα δώδεκα (12) μηνών κατ΄ ανώτατο όριο πριν από την υποβολή της αίτησης αυτής. Οι ρυθμίσεις του παρόντος εδαφίου έχουν εφαρμογή για τις αιτήσεις υπαγωγής επενδύσεων στον παρόντα νόμο που υποβάλλονται μετά την 1η Μαΐου 1995”.
16. Στην περίπτωση (γ) της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, προστίθενται τα εξής:
“Σε περίπτωση εκτέλεσης της παραγγελίας και αγοράς του εξοπλισμού ή εν γένει πραγματοποίησης του συγκεκριμένου επενδυτικού έργου πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, η πράξη αυτή αποτελεί έναρξη της επένδυσης και τα επενδυτικά αυτά έργα που πραγματοποιήθηκαν δεν συνυπολογίζονται στην επιχορηγούμενη επένδυση ούτε στην ίδια συμμετοχή του επενδυτή.”
17. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 6 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
“Αιτήσεις που δεν συνοδεύονται από όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και στοιχεία, δεν συνιστούν αίτηση υπαγωγής στις διατάξεις του παρόντος νόμου, δεν εξετάζονται και τίθενται στο αρχείο της αρμόδιας υπηρεσίας, μη επιστρεφομένου του καταβληθέντος γι΄ αυτές χρηματικού ποσού που προβλέπεται στην περίπτωση (β) της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού. Το ίδιο ισχύει και σε περιπτώσεις αιτήσεων υπαγωγής που περιλαμβάνουν μεν οικονομοτεχνική μελέτη, πλην όμως κατά τον έλεγχο και την εξέταση του φακέλου διαπιστώνεται, μετά από γνώμη της αρμόδιας γνωμοδοτικής επιτροπής, ότι η οικονομοτεχνική μελέτη εμφανίζει σοβαρές ελλείψεις οι οποίες καθιστούν αδύνατη την αξιολόγηση του υποβληθέντος επενδυτικού προγράμματος. Οι ρυθμίσεις του παρόντος εδαφίου έχουν εφαρμογή για τις αιτήσεις υπαγωγής επενδύσεων στον παρόντα νόμο που υποβάλλονται μετά την 1η Μαΐου 1995. ”
18. Μεταξύ του πρώτου και δευτέρου εδαφίου της περίπτωσης (α) της παραγράφου 6 του άρθρου 6 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, προστίθενται εδάφια ως εξής:
“Δεν είναι δυνατή η υποβολή, μέσα στην ίδια εξεταστική περίοδο, αίτησης υπαγωγής από τον ίδιο φορέα σε περισσότερες της μιας υπηρεσίες ή φορείς για επενδυτικά σχέδια κατά βάση ίδια, που εμφανίζουν όμως διαφοροποιήσεις είτε στο κόστος είτε στα επί μέρους προτεινόμενα επενδυτικά έργα ή για επενδυτικά σχέδια που αφορούν στην ίδια παραγωγική μονάδα.
Σε περίπτωση πολλαπλής υποβολής αίτησης υπαγωγής, σύμφωνα με τα παραπάνω, καθώς και σε περίπτωση υποβολής αίτησης για υπαγωγή επενδυτικού προγράμματος που έχει ήδη υπαχθεί στις διατάξεις του παρόντος νόμου στο σύνολο του είτε κατά ένα τμήμα του, όλες οι αιτήσεις θεωρούνται ως ουδέποτε υποβληθείσες και δεν εξετάζονται, μη επιστρεφομένου του καταβληθέντος γι΄ αυτές χρηματικού ποσού που προβλέπεται στην περίπτωση (β) της παραγράφου αυτής.
Τα ως άνω ισχύουν επίσης και σε περιπτώσεις υποβολής αιτήσεων υπαγωγής επενδύσεων ή και έγκρισης τους στις διατάξεις των άρθρων 1-11 και στις διατάξεις των άρθρων 23α και 23β του παρόντος νόμου ή και αντιστρόφως”.
19. Μεταξύ του δευτέρου και τρίτου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 6 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
“Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας μπορεί να ορίζεται, κατά παρέκκλιση των προηγούμενων εδαφίων, ότι οι επενδύσεις των επιχειρήσεων της περίπτωσης (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 και της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, καθώς και επενδύσεις κέντρων θαλασσοθεραπείας, κέντρων τουρισμού υγείας και χιονοδρομικών κέντρων εξετάζονται από την Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, ανεξαρτήτως ύψους επένδυσης”.
20. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 11 του άρθρου 6 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“Ή προβλεπόμενη στην αρχική εγκριτική πράξη υπαγωγής προθεσμία ολοκλήρωσης της επένδυσης μπορεί να παρατείνεται για δύο (2) έτη κατ΄ ανώτατο όριο. Η υποβολή του αιτήματος για την πρώτη παράταση της προθεσμίας ολοκλήρωσης μπορεί να γίνεται το αργότερο εντός αποκλειστικής προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη λήξη της προθεσμίας ολοκλήρωσης της επένδυσης που ορίζεται στην αρχική εγκριτική απόφαση και υπό την προϋπόθεση ότι μέχρι την υποβολή του σχετικού αιτήματος έχει πραγματοποιηθεί το πενήντα τοις εκατό (50%) του εγκριθέντος επενδυτικού έργου”.
21. Από το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν. 1892/1990 διαγράφεται, αφότου ίσχυσε, η φράση “στη νήσο Σαμοθράκη”.
22. Από το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν. 1892/1990 διαγράφεται, αφότου ίσχυσε, η φράση “στη νήσο Σαμοθράκη”.
23. Η περίπτωση (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“δ. Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ορίζονται οι αναγκαίοι περιορισμοί και παρεκκλίσεις από τις διατάξεις του παρόντος νόμου στην παροχή επενδυτικών κινήτρων, που επιβάλλονται κάθε φορά από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την παροχή εθνικών ενισχύσεων σε συγκεκριμένους τομείς ή κατηγορίες επενδύσεων”.
24. Η περίπτωση (ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν. 1892/1990, αφότου ίσχυσε, αντικαθίσταται ως εξής:
“ε. Για τις παραγωγικές επενδύσεις μεταποιητικών επιχειρήσεων ύψους μεγαλυτέρου των πέντε (5) και μέχρι είκοσι πέντε (25) δισεκατομμυρίων δραχμών το ποσοστό επιχορήγησης ορίζεται, για το σύνολο της επένδυσης, αποκλειστικά σε τριάντα τοις εκατό (30%) για τις περιοχές Β, Γ και Δ και σαράντα τοις εκατό (40%) για τη Θράκη. Για το μέχρι πέντε (5) δισεκατομμύρια δραχμές τμήμα των επενδύσεων αυτών, εάν με βάση το προβλεπόμενο κατά περιοχή ποσοστό και τα τυχόν πρόσθετα κατά περίπτωση ποσοστά επιχορήγησης, που παρέχονται από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος νόμου, προκύπτει ποσοστό επιχορήγησης υψηλότερο του τριάντα τοις εκατό (30%) ή σαράντα τοις εκατό (40%) κατά περίπτωση, εφαρμόζεται το ευνοϊκότερο αυτό ποσοστό.
Οι ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4 έχουν εφαρμογή και για τις επενδύσεις της περίπτωσης αυτής.”
25. α. Η παράγραφος 5 του άρθρου 11 του Ν. 1892/1990 καταργείται αφότου ίσχυσε.
β. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση (στ), ως εξής:
“στ. Παρέχεται επιπλέον επιχορήγηση μέχρι τρεις (3) ποσοστιαίες μονάδες για τις περιοχές Α και Β, μέχρι τέσσερις (4) ποσοστιαίες μονάδες για την περιοχή Γ, μέχρι πέντε (5) ποσοστιαίες μονάδες για την περιοχή Δ και μέχρι επτά (7) ποσοστιαίες μονάδες για τη Θράκη, στις επενδύσεις ύψους μέχρι πέντε (5) δισ. δρχ. που πραγματοποιούνται με ίδια συμμετοχή μεγαλύτερη από την προσαυξημένη κατά πέντε (5) ποσοστιαίες μονάδες ελάχιστη προβλεπόμενη κατά περιοχή.
Στις επενδύσεις που πραγματοποιούνται μόνο με την ίδια συμμετοχή του επενδυτή και την επιχορήγηση του Δημοσίου, παρέχεται ολόκληρη η ως άνω επιπλέον επιχορήγηση.
Στις επενδύσεις που πραγματοποιούνται και με χρήση μεσομακροπρόθεσμου δανεισμού, παρέχεται τμήμα των επιπλέον αυτών μονάδων επιχορήγησης, ανάλογο του ποσοστού κατά το οποίο είναι μειωμένος ο δανεισμός, λόγω της μεγαλύτερης, πέραν της αυξημένης κατά πέντε (5) ποσοστιαίες μονάδες ελάχιστης προβλεπόμενης κατά περιοχή ίδιας συμμετοχής.”
γ. Οι ρυθμίσεις της προηγούμενης περίπτωσης (β) ανατρέχουν στην 31η Αυγούστου 1994, ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 2234/1994 και εφαρμόζονται για τις αιτήσεις υπαγωγής επενδύσεων στις διατάξεις του Ν. 1892/1990 που υποβάλλονται μετά την ημερομηνία αυτή.
26. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“Τα μέλη των οργάνων ελέγχου ορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας μη δημοσιευόμενες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως από υπαλλήλους των αρμόδιων υπουργείων και υπηρεσιών, από εκπροσώπους τραπεζών, από εκπροσώπους της αυτοδιοίκησης, καθώς και από ορκωτούς ελεγκτές.”
27. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
“Στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν στους νομούς Καβάλας και Δράμας ι) επενδύσεις για κατάψυξη, τυποποίηση και συσκευασία προϊόντων αλιείας και ιχθυοτροφίας και ιι) επενδύσεις στον τομέα κατεργασίας ξύλου, παρέχονται τα κίνητρα επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου που ισχύουν για τη Δ΄ περιοχή αυξημένα κατά δέκα (10) ποσοστιαίες μονάδες. Επίσης, επιχειρήσεις κατασκευής ετοίμων ενδυμάτων, που πραγματοποιούν επενδύσεις στους ίδιους νομούς, υπάγονται στους όρους επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου που ισχύουν για τη Δ΄ περιοχή”.
28. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης (α) της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“4α. Στις μεταποιητικές επιχειρήσεις που μετεγκαθίστανται από την περιοχή Α΄ (περιλαμβανομένων της επαρχίας Λαγκαδά και του τμήματος δυτικά του Αξιού), στις ΒΙΠΕ ΕΤΒΑ της Β΄ και Γ΄ περιοχής ή στην περιοχή Δ΄, καθώς και στη Θράκη ή στις ειδικές ζώνες του άρθρου 3 του νόμου αυτού, στις οποίες δίνονται τα κίνητρα της Δ΄ περιοχής ή στις φθίνουσες βιομηχανικές περιοχές της παραγράφου 3 του άρθρου 3, παρέχεται ποσοστό επιχορήγησης ίσο με το κατά περίπτωση εφαρμοζόμενο ποσοστό επιχορήγησης αυξημένο κατά δέκα (10) ποσοστιαίες μονάδες για τις ΒΙΠΕ ΕΤΒΑ Β΄ και Γ΄ περιοχής, την περιοχή Δ΄, τις ειδικές ζώνες με κίνητρα Δ΄ περιοχής και τις φθίνουσες βιομηχανικές περιοχές και κατά δεκαπέντε (15) μονάδες για τη Θράκη.”
29. Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης (α) της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του Ν. 1892/1990 αντικαθίσταται ως εξής:
“Ή διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τη μετεγκατάσταση από την περιοχή Α΄ κτηνοτροφικών και πτηνοτροφικών επιχειρήσεων της περίπτωσης (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 2, χωρίς τον περιορισμό της εγκατάστασης τους εντός ΒΙΠΕ ΕΤΒΑ.”
30. Η πρώτη πρόταση της παραγράφου 11 του άρθρου 9 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“Για την υπαγωγή στις διατάξεις του παρόντος νόμου επιχειρήσεων της παραγράφου 4 του άρθρου 2, που πραγματοποιούν παραγωγικές επενδύσεις, η σχετική απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας εκδίδεται κατά παρέκκλιση των υπό στοιχεία (4) έως και (11) κριτηρίων της παραγράφου 2 του άρθρου 7.”
31.α. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 του Ν. 1892/1990 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
“Προκειμένου για τις επενδύσεις ύψους μεγαλύτερου των πέντε (5) δις δρχ. και μέχρι είκοσι πέντε (25) δις δρχ., οι οποίες επιχορηγούνται με το μέγιστο ποσό επιχορήγησης των τριών (3) δις δρχ., το παρεχόμενο ποσοστό της επιδότησης επιτοκίου είναι ίσο προς το τελικό ποσοστό επιχορήγησης που παρέχεται για το σύνολο της παραγωγικής επένδυσης και το οποίο προκύπτει από την αναλογία του παρεχόμενου μέγιστου ποσού επιχορήγησης των τριών (3) δις δρχ. προς το συνολικό ύψος της παραγωγικής επένδυσης”.
β. Οι ρυθμίσεις της προηγούμενης περίπτωσης (α) ανατρέχουν στην 31η Αυγούστου 1994, ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 2234/1994 και εφαρμόζονται για τις αιτήσεις υπαγωγής στο Ν. 1892/1990, που υποβάλλονται μετά την ημερομηνία αυτή.
32. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 12 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“Για τις επιχειρήσεις των περιπτώσεων (ιδ) και (κα) της παραγράφου 1 του άρθρου 2, καθώς και για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις αξιοποίησης ιαματικών πηγών, κέντρων θαλασσοθεραπείας, κέντρων τουρισμού υγείας, χιονοδρομικών κέντρων, συνεδριακών κέντρων, γηπέδων γκολφ και λιμένων σκαφών αναψυχής (μαρίνων), στην περιοχή Α΄, παρέχονται τα ποσοστά αφορολόγητων εκπτώσεων της περιοχής Γ΄. Για τις ίδιες επενδύσεις που πραγματοποιούνται στις λοιπές περιοχές παρέχονται τα ποσοστά αφορολόγητων εκπτώσεων της περιοχής Δ΄, πλην της Θράκης για την οποία παρέχονται τα ποσοστά της περιοχής αυτής.”
33. Το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 12 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“Στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, που πραγματοποιούν επενδύσεις ολοκληρωμένης μορφής εκσυγχρονισμού των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού τους, σύμφωνα με την περίπτωση (λβ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2, σε οποιαδήποτε περιοχή συμπεριλαμβανομένης και της Α΄ παρέχονται τα ποσοστά αφορολόγητων εκπτώσεων της περιοχής Γ΄.”
34.α. Η περίπτωση (δ) της παραγράφου 6 του άρθρου 12 του Ν. 1892/1990 αντικαθίσταται ως εξής:
“δ. Υπαγωγή μιας επιχείρησης στα κίνητρα των αφορολόγητων εκπτώσεων για εκσυγχρονισμό ενός αυτοτελούς τμήματος της παραγωγικής μονάδας ή ενός αυτοτελούς τμήματος συγκεκριμένης παραγωγικής της διαδικασίας στην περίπτωση που η παραγωγική μονάδα διαθέτει περισσότερες παραγωγικές διαδικασίες, μπορεί να γίνει μόνο μετά την παρέλευση τριετίας από την ολοκλήρωση προηγούμενης επένδυσης εκσυγχρονισμού στο ίδιο τμήμα της παραγωγικής μονάδας ή της ίδιας παραγωγικής διαδικασίας στην περίπτωση που η παραγωγική μονάδα διαθέτει περισσότερες παραγωγικές διαδικασίες, που έχει τύχει του κινήτρου αυτού ή κινήτρου επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου.”
β. Οι ρυθμίσεις της προηγούμενης περίπτωσης (α) ανατρέχουν στην 31η Αυγούστου 1994, ημερομηνία ισχύος του Ν. 2234/1994 και έχουν εφαρμογή για τις παραγωγικές επενδύσεις, που πραγματοποιούνται μετά την ημερομηνία αυτή.
γ. Οι ρυθμίσεις της περίπτωσης (ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 13 και της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, εφαρμόζονται ανάλογα και για τις επενδύσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 12 του ίδιου νόμου που η πραγματοποίηση τους διαρκεί πέραν της μιας διαχειριστικής περιόδου. Η παρούσα διάταξη έχει εφαρμογή για παραγωγικές επενδύσεις που πραγματοποιούνται από την 31η Αυγούστου 1994, ημερομηνία ισχύος του Ν. 2234/1994, και μετά.
35.α. Η παράγραφος 1 του άρθρου 15του Ν.1892/1990, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Οι αυξημένες αποσβέσεις του παρόντος νόμου ισχύουν για παραγωγικές επενδύσεις του άρθρου 1 που θα πραγματοποιήσουν οι επιχειρήσεις του άρθρου 2 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2004”.
β. Η ρύθμιση της προηγούμενης περίπτωσης (α) ανατρέχει στην 1 Ιανουαρίου 1995.
36. Η παράγραφος 1 του άρθρου 18 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Επιχειρήσεις των οποίων επενδύσεις έχουν υπαχθεί στο νόμο αυτόν ή στο Ν. 1262/1982, εφόσον από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης υπαγωγής και πριν παρέλθει δεκαετία από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης ολοκλήρωσης της επένδυσης, παύσουν για οποιονδήποτε λόγο να λειτουργούν ή μεταβιβάσουν αναγκαστικά πάγια περιουσιακά στοιχεία που είχαν συμπεριληφθεί στην επένδυση ή μεταβιβαστούν αναγκαστικά ή οι μέτοχοι ή οι εταίροι αυτών μεταβιβάσουν αναγκαστικά μετοχές ή εταιρικά μερίδια πέραν ενός ποσοστού που θα καθοριστεί με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ή μειώσουν το εταιρικό τους κεφάλαιο χωρίς η μείωση να επιβάλλεται από την κείμενη νομοθεσία, η απόφαση υπαγωγής της επένδυσης τους θεωρείται αυτοδικαίως ως μηδέποτε εκδοθείσα και η καταβληθείσα επιχορήγηση και επιδότηση επιτοκίου καθίσταται ολικά ή μερικά αμέσως απαιτητή, η δε επιχείρηση υποχρεούται σε άμεση επιστροφή των ως άνω ποσών εισπραττομένων κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Προκειμένου περί μεταβιβάσεως μετοχών ή εταιρικών μεριδίων, η υποχρέωση για άμεση επιστροφή των ως άνω ποσών επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου βαρύνει εις ολόκληρον και τους μετόχους ή εταίρους που μεταβίβασαν μετοχές ή μερίδια τους. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας προσδιορίζονται οι περιπτώσεις για τις οποίες καθίσταται αμέσως απαιτητό το σύνολο της καταβληθείσας επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου, καθώς και εκείνες για τις οποίες καθίσταται αμέσως απαιτητό συγκεκριμένο τμήμα της.
Σε περίπτωση που, μέσα στο διάστημα, που καθορίζεται στο πρώτο εδάφιο, η επιχείρηση μεταβιβάσει εκούσια πάγια περιουσιακά στοιχεία που είχαν συμπεριληφθεί στην επένδυση ή εκμισθώσει εν όλω ή εν μέρει την υπαχθείσα στις διατάξεις του παρόντος νόμου ή του ν. 1262/1982 επένδυση, υποχρεούται σε μερική ή ολική επιστροφή της επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που εκδίδεται μετά από γνώμη της αρμόδιας γνωμοδοτικής επιτροπής του νόμου αυτού.
Επιχειρήσεις που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις αυτού του νόμου ή του Ν. 1262/1982 μπορούν, μέσα στο διάστημα που καθορίζεται στο πρώτο εδάφιο, να μεταβιβαστούν εκουσίως κατά κυριότητα ή επικαρπία ή οι μέτοχοι ή οι εταίροι αυτών να μεταβιβάσουν εκούσια μετοχές ή εταιρικά μερίδια πέραν του ποσοστού που θα καθοριστεί με την προβλεπόμενη στο πρώτο εδάφιο της παρούσας απόφαση ή να μεταβάλουν τη νομική μορφή τους ή να μεταβιβάσουν εκουσίως πάγια περιουσιακά στοιχεία που είχαν συμπεριληφθεί στην επένδυση και τα οποία θα αντικαταστήσουν μέσα σε έξι (6) μήνες, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που εκδίδεται μετά από γνώμη της αρμόδιας γνωμοδοτικής επιτροπής. Η πραγματοποίηση των παραπάνω πράξεων μπορεί να γίνεται μετά από την υποβολή της σχετικής αίτησης στην αρμόδια υπηρεσία, με αποκλειστική ευθύνη της επιχείρησης και δεν δεσμεύει την κρίση της γνωμοδοτικής επιτροπής ούτε την απόφαση της Διοίκησης σχετικά με την έγκριση ή μη του αιτήματος. Σε περίπτωση πραγματοποίησης των ως άνω πράξεων για τις οποίες το σχετικό αίτημα απορρίπτεται, επιστρέφεται ολικά ή μερικά η καταβληθείσα επιχορήγηση και επιδότηση επιτοκίου, στη δε απορριπτική απόφαση προσδιορίζεται το ακριβές ύψος του επιστρεφόμενου ποσού. Προκειμένου περί μεταβιβάσεως μετοχών ή εταιρικών μεριδίων, η υποχρέωση για επιστροφή των ως άνω ποσών της επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου βαρύνει εις ολόκληρον και τους μετόχους ή εταίρους που μεταβίβασαν μετοχές ή μερίδιο τους.
Με την απόφαση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καθορίζονται και οι ειδικότεροι όροι που πρέπει να τίθενται στις αποφάσεις υπαγωγής των επενδύσεων στις διατάξεις του παρόντος νόμου σχετικά με το αμεταβίβαστο είτε του συνόλου των μετοχών ή εταιρικών μεριδίων είτε αυτών που αντιστοιχούν στο ποσό της ίδιας συμμετοχής του επενδυτή στην επένδυση, ανάλογα με την πολυμετοχική ή μη σύνθεση του κεφαλαίου της εταιρείας φορέα της επένδυσης και τη σχέση του ποσού της ίδιας συμμετοχής στην επένδυση προς το κεφάλαιο της εταιρείας.
Οι ρυθμίσεις της παραγράφου αυτής που σχετίζονται με τη μεταβίβαση μετοχών δεν έχουν εφαρμογή για τις επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες ή εισάγονται στο Χρηματιστήριο από της εισαγωγής των τίτλων τους σε αυτό και για όσο διάστημα είναι εισηγμένοι. Επίσης, οι συνέπειες της παραγράφου αυτής δεν επέρχονται στις περιπτώσεις μεταβιβάσεων λόγω κληρονομικής διαδοχής.
Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας καθορίζονται οι υποχρεώσεις των επιχειρήσεων, επενδύσεις των οποίων έχουν υπαχθεί στα κίνητρα επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου του παρόντος νόμου ή του Ν. 1262/1982 και οι οποίες καταστράφηκαν μερικά ή ολικά από πυρκαγιά, πλημμύρα ή άλλα φυσικά φαινόμενα, είτε κατά το στάδιο υλοποίησης τους είτε μέσα στη δεκαετία από τη δημοσίευση της απόφασης ολοκλήρωσης της επένδυσης, μη εφαρμοζομένων για τις περιπτώσεις αυτές των λοιπών ρυθμίσεων της παραγράφου αυτής. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται και οι υποχρεώσεις των παραπάνω επιχειρήσεων σε περίπτωση που υποβάλλουν νέα αίτηση υπαγωγής επένδυσης που σχετίζεται με την αποκατάσταση της καταστραφείσας επένδυσης τους”.
37.α. Το άρθρο 19 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
Άρθρο 19
Παροχή κινήτρων για χρήση εξοπλισμού με χρηματοδοτική μίσθωση
1. Στις επιχειρήσεις του άρθρου 2 που αποκτούν τη χρήση καινούργιου μηχανολογικού και λοιπού εξοπλισμού με χρηματοδοτική μίσθωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1665/1986, όπως ισχύει και υπό την προϋπόθεση ότι στη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης ορίζεται ότι μετά τη λήξη της μίσθωσης ο εξοπλισμός θα περιέρχεται στην κυριότητα της επιχείρησης, είτε η χρήση του εξοπλισμού αυτού συνδυάζεται με επένδυση που υπάγεται στις διατάξεις επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου του παρόντος νόμου είτε όχι, παρέχεται επιδότηση υπολογιζόμενη επί της αξίας κτήσης από την εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης του ενοικιαζόμενου εξοπλισμού. Το παρεχόμενο ποσοστό της επιδότησης είναι ίσο προς το ποσοστό επιχορήγησης που θα ελάμβανε η επιχείρηση εάν είχε αγοράσει τον εξοπλισμό αυτόν και υπάγονταν στις διατάξεις των άρθρων 1 έως και 9 του παρόντος. Για τον προσδιορισμό του ποσοστού της επιδότησης, προκειμένου για χρήση εξοπλισμού αξίας μεγαλύτερης των πέντε (5) και μέχρι είκοσι πέντε (25) δισ. δρχ., έχουν ανάλογη εφαρμογή τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 11.
Η καταβολή της επιδότησης αρχίζει μετά την εγκατάσταση του μισθωμένου εξοπλισμού και την έναρξη της παραγωγικής λειτουργίας του, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 5, στις περιπτώσεις δε που η χρήση του εξοπλισμού με χρηματοδοτική μίσθωση συνδυάζεται και με επένδυση που υπάγεται στις διατάξεις επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου του παρόντος νόμου, η καταβολή της επιδότησης γιατομισθωμένο εξοπλισμό αρχίζει μετά και την έναρξη της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης. Η επιδότηση καταβάλλεται μετά την εκάστοτε πληρωμή των δόσεων του μισθώματος από την επιχείρηση σε δόσεις, καθεμία εκ των οποίων υπολογίζεται επί του τμήματος της αξίας κτήσεως του εξοπλισμού, το οποίο εμπεριέχεται στην εκάστοτε καταβαλλόμενη δόση του μισθώματος. Σε περίπτωση που η σύμβαση της χρηματοδοτικής μίσθωσης προβλέπει καταβολή των δόσεων του μισθώματος σε διαστήματα μικρότερα του τριμήνου, η καταβολή της επιδότησης γίνεται ανά τρίμηνο.
Η επιδότηση του παρόντος άρθρου παρέχεται μόνο για την απόκτηση της χρήσης εξοπλισμού αξίας κτήσης μέχρι πέντε (5) δισ. δρχ. και προκειμένου για μεταποιητικές επιχειρήσεις μέχρι είκοσι πέντε (25) δισ. δρχ.. Στις περιπτώσεις που η χρήση του ενοικιαζόμενου εξοπλισμού συνδυάζεται και με επένδυση που υπάγεται στις διατάξεις επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου του παρόντος νόμου, η επιδότηση παρέχεται για την αξία εκείνη του εξοπλισμού, η οποία αθροιζόμενη με το ύψος της επένδυσης συμπληρώνει το ποσό των πέντε (5) δισ. δρχ. ή είκοσι πέντε (25) δισ. δρχ. κατά περίπτωση.
Τα ποσά των δόσεων της επιδότησης που εισπράττει η επιχείρηση μειώνουν το ποσό των δαπανών που αφαιρούνται από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης για να υπολογιστούν τα καθαρά κέρδη που φορολογούνται.
Για την εφαρμογή του κινήτρου της επιδότησης της παραγράφου αυτής ισχύουν ανάλογα οι ρυθμίσεις των άρθρων 1 έως και 23 του παρόντος, που αφορούν στην υποβολή της αίτησης υπαγωγής και τα απαιτούμενα γι΄ αυτήν δικαιολογητικά, στο ελάχιστο ύψος, στην έναρξη, στην αξιολόγηση, στην έγκριση και έκδοση των αποφάσεων υπαγωγής, ολοκλήρωσης και έναρξης παραγωγικής λειτουργίας, στον επιτόπιο έλεγχο και τα όργανα ελέγχου, καθώς και στην επιστροφή της καταβληθείσας επιδότησης.
Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας καθορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή του κινήτρου της παραγράφου αυτής.
2. Οι επιχειρήσεις της προηγούμενης παραγράφου και με την ίδια ως άνω προϋπόθεση μπορούν να κάνουν χρήση του κινήτρου των αφορολόγητων εκπτώσεων των άρθρων 12, 13 και 14 ή του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού του άρθρου 22 του Ν. 1828/1989, επί της αξίας κτήσης από την εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης του χρησιμοποιούμενου από τις επιχειρήσεις αυτές καινούργιου μηχανολογικού και λοιπού εξοπλισμού.
Σε περίπτωση που η επιχείρηση μετά τη λήξη της χρηματοδοτικής μίσθωσης δεν αποκτά την κυριότητα του εξοπλισμού, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 14.
3. Επιχείρηση που έτυχε του κινήτρου της επιδότησης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να εφαρμόσει το κίνητρο των αφορολόγητων εκπτώσεων ή του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού της προηγούμενης παραγράφου 2, για τη χρήση με χρηματοδοτική μίσθωση του ίδιου εξοπλισμού.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 9 και 10 του άρθρου 6 του Ν. 1665/1986, όπως ισχύει, καταργούνται.
β. Οι ρυθμίσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του Ν. 1892/1990, όπως αυτό διαμορφώνεται με την περίπτωση (α) της παραγράφου αυτής, έχουν εφαρμογή για τις αιτήσεις υπαγωγής στο Ν. 1892/1990, που υποβάλλονται από την 1η Μαΐου 1995 και μετά.
38. Για τις επενδύσεις ύψους άνω των τριακοσίων (300) εκατ. δρχ. που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 1892/1990 μετά την 30ή Ιουνίου 1992, ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 2065/1992, και μέχρι την 30ή Νοεμβρίου 1994, έχουν εφαρμογή οι ρυθμίσεις των περιπτώσεων (α) και (β) της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, μετά από σχετική αίτηση του φορέα της επένδυσης.
39.α. Στις βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες, εμπορικά καταστήματα, αγροτικές εκμεταλλεύσεις, άλλες επιχειρήσεις και μη κερδοσκοπικούς φορείς, που επλήγησαν από τις πλημμύρες: α) του Ιανουαρίου 1994 στην περιοχή Ηρακλείου Κρήτης, β) του Οκτωβρίου 1994 στις περιοχές των νομών Αττικής Κορινθίας, Βοιωτίας, Φθιώτιδας, Δωδεκανήσου και Σάμου, καθώς και στη Θεσσαλία και γ) του Δεκεμβρίου 1994 στην περιοχή Θεσσαλονίκης, παρέχεται επιχορήγηση για την αντιμετώπιση των ζημιών τους που αφορούν σε κτιριακές εγκαταστάσεις, μηχανολογικό εξοπλισμό, πρώτες ύλες, εμπορεύματα και για τα φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης, που καταγράφηκαν από την αρμόδια επιτροπή ως ολοσχερώς κατεστραμμένα από τις πλημμύρες.
Η επιχορήγηση συνίσταται σε δωρεάν χρηματική ενίσχυση του Δημοσίου, είναι ίση με το τριάντα τοις εκατό (30%) του συνόλου της κατά περίπτωση εκτιμηθείσας από την αρμόδια νομαρχιακή επιτροπή εντοπισμού, καταγραφής και αποτίμησης ζημιών από τις πλημμύρες ζημίας και καταβάλλεται στους δικαιούχους απευθείας από τον ΕΟΜΜΕΧ.
Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας καθορίζονται οι διαδικασίες και οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας διάταξης.
β. Στους σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο δικαιούχους επιχορήγησης, όταν λαμβάνουν για την αντιμετώπιση των ζημιών τους πέραν της επιχορήγησης και τραπεζικό δάνειο, παρέχεται επιδότηση επιτοκίου δέκα (10) ποσοστιαίων μονάδων του δανείου αυτού. Η επιδότηση παρέχεται για όλη τη διάρκεια εξυπηρέτησης του δανείου και μέχρι ύψος δανείου ίσο με το υπόλοιπο των ζημιών κατ΄ ανώτατο όριο και καταβάλλεται απευθείας από τον EOMMEX.
Οι ειδικότεροι όροι, διαδικασίες και λεπτομέρειες για την καταβολή της επιδότησης επιτοκίου από τον ΕΟΜΜΕΧ θα καθοριστούν με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
γ. Η εφαρμογή των ρυθμίσεων της παραγράφου αυτής ανατρέχει στη 12η Ιανουαρίου 1994.
40. Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην παράγραφο 6α του άρθρου 6 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, η προβλεπόμενη προθεσμία υποβολής των αιτήσεων υπαγωγής στον εν λόγω νόμο για την πρώτη περίοδο 1995, παρατείνεται μέχρι 15 Ιουλίου 1995, προκειμένου για επενδύσεις που πραγματοποιούνται στους νομούς Κοζάνης και Γρεβενών.
41. Το άρθρο 19 του Ν. 1959/1991, όπως ισχύει, καταργείται.
42. Οι προβλεπόμενες από την παράγραφο 1 του άρθρου 43 του Ν. 1563/1985 αιτήσεις για υπαγωγή των επενδύσεων του ίδιου άρθρου στις διατάξεις του Ν. 1892/1990 μπορούν να υποβληθούν το αργότερο μέχρι 15 Δεκεμβρίου 1995.
43. Η παράγραφος 17 του άρθρου 1 του Ν. 2234/1994 αντικαθίσταται, αφότου ίσχυσε, ως εξής:
“17. Στους νομούς όπου λειτουργούν ΒΙΠΕ, σύμφωνα με το Ν. 4458/1965, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 742/1977, η εγκατάσταση εντός αυτών νέων βιομηχανικών επιχειρήσεων που θα υπαχθούν στις διατάξεις του Ν. 1892/1990 είναι υποχρεωτική, εκτός εάν η κατά περίπτωση αρμόδια γνωμοδοτική επιτροπή αποφανθεί αιτιολογημένα ότι είναι αναγκαία ή σκόπιμη η εγκατάσταση εκτός ΒΙΠΕ.”
44. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 του Ν. 2240/1994 προστίθεται, αφότου ίσχυσε, εδάφιο ως εξής:
“Οι ρυθμίσεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή για τις αιτήσεις υπαγωγής επενδύσεων στις διατάξεις του Ν. 1892/1990, που θα υποβληθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.”
Άρθρο 59
1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 18 του Ν. 1642/1986 προστίθεται περίπτωση λε΄, που έχει ως εξής:
“λε) τα έσοδα που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις του Ν. 2206/1994 (Φ ΕΚ 62 Α΄) από τα παιχνίδια που αναφέρονται στην παράγραφο 7 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου και τα οποία διεξάγονται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις αυτού του νόμου.”
2. Επιδοτείται με ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) και μέχρι ανώτατο ύψος μηνιαίου μισθού διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) δρχ. το κόστος μισθοδοσίας ενός εξειδικευμένου στελέχους πτυχιούχου ανώτερης ή ανώτατης σχολής για κάθε δέκα εργαζόμενους σε βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές, κτηνοτροφικές επιχειρήσεις βιομηχανικού τύπου, ξενοδοχειακές, καθώς και ναυτιλιακές επιχειρήσεις, που είναι εγκαταστημένες στους νομούς Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου.
Η δαπάνη για την επιδότηση βαρύνει τον Προϋπολογισμό Δημοσίων Επενδύσεων.
Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας θα καθορισθούν οι προϋποθέσεις, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και η διαδικασία χορήγησης της επιδότησης αυτής.
3. Η ισχύς του άρθρου 84 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄) παρατείνεται μέχρι 31 Ιουνίου 1996 και το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου τροποποιείται ως εξής:
“Οι τράπεζες δύνανται να ιδρύουν μέχρι την 31η Ιουνίου 1996 ανώνυμες εταιρείες διαχειρίσεως και ρευστοποιήσεως στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού τους.”
4. Τροποποιείται ο Ν. 528/1977 (ΦΕΚ 29 Α΄) “Περί ιδρύσεως Ανωνύμου Εταιρείας υπό την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΡΟΩΘΗΣΕΩΣ ΕΞΑΓΩΓΩΝ Ο.Π.Ε. Α.Ε.”, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 2232/1994 (ΦΕΚ 140 Α΄) “Σύσταση Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και άλλες διατάξεις”, ως ακολούθως:
α. Αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του Ν. 528/1977 ως εξής:
“1. Συνιστάται με τον παρόντα νόμο, Ανώνυμος Εταιρεία, εδρεύουσα στο Δήμο Ηλιουπόλεως Αττικής, με την επωνυμία “ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ Α.Ε.” και το διακριτικό τίτλο “Ο.Π.Ε. Α.Ε.”, τελούσα υπό την εποπτεία του Κράτους, ασκούμενη δια του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.”
β. Η παράγραφος 4 του άρθρου 2 του Ν. 528/1977, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 2232/1994, τροποποιείται ως εξής:
“4. Διαχειριστικά πλεονάσματα του Ο.Π.Ε. εκ της συμμετοχής του στις αναφερόμενες στο εδάφιο Θ΄, της παραγράφου 3 του άρθρου 1 εταιρείες διατίθενται κατόπιν απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου για τους ακόλουθους σκοπούς:
α. δημιουργία αποθεματικού,
β. επενδύσεις,
γ. βελτίωση των όρων παροχής των προσφερόμενων υπηρεσιών,
δ. απόδοση στο Δημόσιο.”
γ. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του Ν. 528/1977, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 1236/1982, προστίθεται εδάφιο:
“Τα έξοδα παραστάσεως και κινήσεως, καθώς και η εκτός έδρας ημερήσια αποζημίωση των μετακινούμενων μελών του Δ.Σ. καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από πρόταση του Δ.Σ.”
δ. Το εδάφιο στ΄ του άρθρου 5 του Ν. 528/1977 διαγράφεται.
Άρθρο 60
1. Η ρύθμιση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 10 του άρθρου 4 του Ν. 2271/1994 (ΦΕΚ 229 Α΄) ισχύει και για τα μέλη του Δ.Σ. της εταιρίας “ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ Α.Ε.”, τους τυχόν εντολοδόχους τους και τα όργανα της διοίκησης της, για το διάστημα μέχρι 30 Ιουνίου 1995.
2. Στο τέλος του άρθρου 46α του Ν. 1892/1990, όπως τροποποιημένος ισχύει σήμερα, προστίθεται άρθρο που αριθμείται 46β και έχει ως εξής:
“Άρθρο 46β
1. Σε περίπτωση που την υπαγωγή επιχειρήσεως στις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου ζητούν πιστωτές οι οποίοι εκπροσωπούν τουλάχιστον το εξήντα τοις εκατό (60%) των κατά της επιχειρήσεως απαιτήσεων, όπως αυτές προσδιορίζονται κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου, μεταξύ δε των πιστωτών είναι το Ελληνικό Δημόσιο, πιστωτικά ιδρύματα και δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμοί κοινωνικής ασφαλίσεως κύριας και επικουρικής και το σύνολο των οφειλών της επιχειρήσεως υπερβαίνει το ποσό των πενήντα (50) δισ. δραχμών, είναι δε αυτό τουλάχιστον πενταπλάσιο από το άθροισμα του μετοχικού κεφαλαίου και των εμφανών αποθεματικών της, ισχύουν συμπληρωματικώς ή κατά απόκλιση των πιο πάνω οριζομένων και τα ακόλουθα:
2. Οι προθεσμίες της παρ. 3 του άρθρου 46α ορίζονται σε ένα (1) μήνα η καθεμιά.
Η προθεσμία της παρ. 4 ορίζεται σε δύο (2) μήνες. Οι προθεσμίες της παρ. 5γ των είκοσι (20) και τριάντα (30) ημερών ορίζονται σε ένα (1) μήνα και δύο (2) μήνες αντιστοίχως.
Η προθεσμία της παρ. 7 ορίζεται σε ένα (1) μήνα. Το κατά την παρ. 7 απαιτούμενο ποσοστό του πενήντα ένα τοις εκατό (51%) ορίζεται σε εξήντα τοις εκατό (60%).
3. Ο εκκαθαριστής εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως την υπό εκκαθάριση τεθείσα επιχείρηση.
Η θέση της επιχείρησης υπό εκκαθάριση δεν επιφέρει διακοπή εκκρεμών δικών, συμπεριλαμβανομένων και διαιτησιών, ανεξαρτήτως του σταδίου στο οποίο αυτές βρίσκονται.
Οι μέχρι της θέσεως της επιχειρήσεως υπό εκκαθάριση εκπρόσωποι αυτής οφείλουν να παρέχουν στον εκκαθαριστή όλες τις πληροφορίες, τα στοιχεία και τα αποδεικτικά μέσα που είναι απαραίτητα για την επιτυχή υπέρ της επιχειρήσεως έκβαση κάθε δίκης ή διαιτησίας, η οποία είναι ήδη εκκρεμής κατά τα ανωτέρω ή θα ανοίγει στο μέλλον.
Εφόσον το ζητήσουν οι πιστωτές του εισαγωγικού εδαφίου του παρόντος άρθρου, ο εκκαθαριστής υποχρεούται να εξαιρέσει από το προς εκποίηση ενεργητικό της επιχειρήσεως ορισμένες σημαντικού ύψους επίδικες απαιτήσεις. Το προϊόν αυτών διανέμεται στους πιστωτές κατά τα οριζόμενα στην παρ. 6 του παρόντος άρθρου.
4. Η λειτουργία της επιχειρήσεως συνεχίζεται και μετά τη θέση της υπό εκκαθάριση. Ο εκκαθαριστής λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα και προβαίνει στις πράξεις και τις δικαιοπραξίες, που είναι απαραίτητες για το σκοπό της εκκαθάρισης και τη λειτουργία της επιχειρήσεως. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού μπορεί να χρησιμοποιεί ως συμβούλους και τρίτα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
Η θέση της επιχειρήσεως υπό εκκαθάριση δεν επιφέρει τη λύση των σχέσεων εργασίας.
Απαιτήσεις από τραπεζικές χρηματοδοτήσεις,οι οποίες πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της εκκαθαρίσεως και για την επίτευξη των σκοπών της περιλαμβανομένης και της συνέχισης της λειτουργίας της επιχείρησης μέχρι τη μεταβίβαση της, ικανοποιούνται πριν από οποιαδήποτε διανομή του προϊόντος αυτής.
5. Για την επιλογή του τελικού πλειοδότη ισχύουν τα κριτήρια της παρ. 5 του άρθρου 1 του Ν. 2302/1995.
6. Ο εκκαθαριστής, προκειμένου να συντάξει τον πίνακα διανομής του προϊόντος της-εκκαθαρίσεως, απευθύνει πρόσκληση προς τους πιστωτές, η οποία δημοσιεύεται κατά την κρίση του σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες πολιτικές και δύο οικονομικές εφημερίδες που εκδίδονται στην Πρωτεύουσα, καθώς και σε μία τουλάχιστον του τόπου της έδρας της επιχειρήσεως, εφόσον υπάρχει περίπτωση.
Πιστωτές, οι οποίοι εκπροσωπούν τουλάχιστον το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του συνόλου των εμπραγμάτως ασφαλισμένων ή άλλως προνομιακώς ικανοποιούμενων απαιτήσεων, μπορούν να συμφωνήσουν την κατανομή του προϊόντος της εκκαθαρίσεως, καθώς και κάθε άλλου ποσού που θα διανεμηθεί στους πιστωτές. Κατά την απόφαση τους αυτή λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμώνται τα γενικά και ειδικά προνόμια που ισχύουν για την κατάταξη των δανειστών, με βάση κυρίως το κεφάλαιο των απαιτήσεων τους, τυχόν υπέρογκες ζημιές μεγάλων πιστωτών και δημόσιων επιχειρήσεων, οι οποίες με τις παροχές τους συνέβαλαν στη διατήρηση της επιχειρήσεως εν λειτουργία, καθώς και του μηχανολογικού της εξοπλισμού. Η συμφωνία που καταρτίζεται σύμφωνα με τα προηγούμενα, επικυρούμενη με απόφαση του αρμόδιου κατά το άρθρο 46 δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, καθίσταται δεσμευτική για τον εκκαθαριστή, ο οποίος συντάσσει τον πίνακα διανομής βάσει αυτής, και για το σύνολο των πιστωτών, περιλαμβανομένων του Δημοσίου, των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, των τραπεζών και των πάσης φύσεως πιστωτικών ιδρυμάτων και γενικώς για κάθε δανειστή.
Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία των πιστωτών κατά το προηγούμενο εδάφιο μέσα σε εύλογο χρόνο, η διανομή γίνεται με απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται ύστερα από αίτηση του εκκαθαριστή, που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Το δικαστήριο αποφασίζει με βάση τα κριτήρια του εδαφίου β΄. Η απόφαση αυτή είναι δεσμευτική κατά τα προηγούμενα για το σύνολο των πιστωτών και τον εκκαθαριστή, ο οποίος συντάσσει τον πίνακα διανομής βάσει αυτής.
7. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και σε περιπτώσεις επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν ήδη τεθεί υπό εκκαθάριση κατά το άρθρο 46α του Ν. 1892/1990, όπως αυτό ισχύει, ανεξαρτήτως χρόνου κατά τον οποίο τέθηκαν υπό εκκαθάριση και του σταδίου στο οποίο αυτή βρίσκεται.”
3. Το εδάφιο 2 της παραγράφου 1 του άρθρου 46 του Ν. 1892/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του Ν. 2000/1991, αντικαθίσταται ως εξής:
“Ως παύση πληρωμών για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου λογίζεται η τουλάχιστον επί εξάμηνο μη πληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων, ίση ή μεγαλύτερη από το είκοσι τοις εκατό (20%) του συνόλου των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της επιχείρησης και πάντως μεγαλύτερη από το ποσό των τριακοσίων εκατομμυρίων (300.000.000) δραχμών. Ειδικά για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις το ανωτέρω κατώτατο όριο ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων πρέπει να είναι μεγαλύτερο από το ποσό των εξακοσίων εκατομμυρίων (600.000.000) δραχμών.”
Άρθρο 61
Εξουσιοδοτούνται οι Υπουργοί Εθνικής Οικονομίας και Δικαιοσύνης να ρυθμίζουν με κοινή απόφαση τους τα άμεσα προβλήματα που προκύπτουν με τις τραπεζικές επιταγές (λ.χ. αναστολή ή αναβολή σφράγισης τους) στις περιπτώσεις θεομηνιών (σεισμών κ.λ.π.) που δημιουργούν πασίδηλη κατάσταση ανωτέρας βίας σε ορισμένες περιοχές της χώρας.
Άρθρο 62
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από το άρθρο 22, η ισχύς του οποίου αρχίζει τρεις (3) μήνες μετά τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 12 Ιουλίου 1995
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Ι. ΠΟΤΤΑΚΗΣΓ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣΑ. ΠΕΠΟΝΗΣ
ΤΟΥΡΙΣΜΟΥΕΜΠΟΡΙΟΥ
Ν. ΣΗΦΟΥΝΑΚΗΣΚ. ΣΗΜΙΤΗΣ
ΑΝΑΠΛ. ΥΠΟΥΡΓΟΣΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Χ. ΡΟΚΟΦΥΛΛΟΣΦ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 17 Ιουλίου 1995
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Α. ΠΕΠΟΝΗΣ