ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ.2839 ΦΕΚ Α’196 12.9.2000

Ρυθμίσεις θεμάτων του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο Νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο 1
Ρυθμίσεις θεμάτων Σώματος Επιθεωρητών – Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης

1. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 2477/1997 (ΦΕΚ 59 Α`), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: “Το Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. είναι όργανο εσωτερικού ελέγχου και συντονισμού όλων των σωμάτων ελέγχου και επιθεώρησης της Δημόσιας Διοίκησης, πλην των σωμάτων Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών, και υπάγεται στον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Στην αρμοδιότητά του υπάγεται ο έλεγχος των υπηρεσιών: α) του Δημοσίου, β) των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των επιχειρήσεών τους και γ) των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.”

2. Το εδάφιο α της παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν. 2477/1997, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

“α) Μία (1) θέση μετακλητού Ειδικού Γραμματέα σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ν. 1558/1985 (ΦΕΚ 137 Α`), ο οποίος προϊσταται της υπηρεσίας αυτής.”

3. Τα δύο πρώτα εδάφια της παρ.4 του άρθρου 6 του Ν. 2477/1997, όπως ισχύει, καταργούνται.

4. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 6 του Ν. 2477/1997, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

“Η απόσπαση των Επιθεωρητών – Ελεγκτών και των Βοηθών Επιθεωρητών – Ελεγκτών στο Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. διαρκεί τρία (3) έτη, μπορεί να παρατείνεται μία ή περισσότερες φορές για ίσο χρονικό διάστημα και είναι υποχρεωτική για την υπηρεσία του υπαλλήλου.”

Σχετικό: υπ` αριθμ. 2715/2010 απόφαση ΣΤΕ.

5. Το εδάφιο α` της παρ. 6 του άρθρου 6 του Ν. 2477/1997, όπως ισχύει, καταργείται.

6. Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 6 του Ν. 2477/1997, όπως ισχύει, οι λέξεις “στο Γενικό Επιθεωρητή” διαγράφονται.

7. Οι λέξεις “Γενικός Επιθεωρητής” και “Γενικού Επιθεωρητή” στις παρ. 5 και 9 του άρθρου 6, 1 και 2 του άρθρου 7, και 1, 3, 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 8 του Ν. 2477/1997, όπως ισχύει, αντικαθίστανται από τις λέξεις “Ειδικός Γραμμματέας” και “Ειδικού Γραμματέα” αντίστοιχα.

8. Η παρ. 3 του άρθρου 7 του Ν. 2477/1997, όπως αυτή προστέθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 24 του Ν. 2738/1999 (ΦΕΚ 180 Α`). αντικαθίσταται ως εξής: “Ο Ειδικός Γραμματέας του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. επικουρείται από δύο (2) Γενικούς Επιθεωρητές. Οι Γενικοί Επιθεωρητές ορίζονται από τους Επιθεωρητές – Ελεγκτές, με απόφαση του Ειδικού Γραμματέα, ως συντονιστές τομέων δράσης του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. και εξουσιοδοτούνται να προβαίνουν, παράλληλα με το έργο της επιθεώρησης, σε ενέργειες που αφορούν τις ελεγκτικές διαδικασίες και την παρακολούθηση της πορείας του ελεγκτικού έργου, καθώς και να υπογράφουν κατ` εντολή του. Με απόφαση του Ειδικού Γραμματέα ορίζεται ένας από τους Γενικούς Επιθεωρητές ως αναπληρωτής του, όταν απουσιάζει ή κωλύεται.”

9. Μετά την παρ. 4 του άρθρου 8 του Ν.2477/1997, όπως ισχύει, προστίθενται παράγραφοι 5, 6 και 7 και αναριθμούνται οι υφιστάμενες παράγραφοι 5, 6, 7 και 8 σε 8, 9, 10 και 11, ως εξής:

“5. Για τα ποινικά αδικήματα των υπαλλήλων των φορέων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.. τα οποία τελούνται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή με αφορμή αυτήν, μπορεί να ανατίθεται στο Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. η διενέργεια προανακριτικών πράξεων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 34 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 6. Για τις εκθέσεις που διαβιβάζονται από το Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. στον Εισαγγελέα, η κατά τόπον αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών επεκτείνεται σε όλη την Επικράτεια. Ο Εισαγγελέας, καθώς και οι οικείοι προανακριτικοί υπάλληλοι της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών , προτιμώνται στην περίπτωση που για την ίδια υπόθεση επελήφθησαν και άλλοι αρμόδιοι Εισαγγελείς ή ανακριτικοί υπάλληλοι. Ο ανωτέρω Εισαγγελέας ενημερώνει, συνεργάζεται και μπορεί να ζητείτη συνδρομή του συναρμόδιου Εισαγγελέα. Μετά το πέρας της προανάκρισης, παραπέμπει την υπόθεση στην Εισαγγελία του Δικαστηρίου, που είναι κατά νόμον αρμόδιο για την εκδίκασή της.

7. Η προανάκριση ή η ανάκριση για τις υποθέσεις, που διαβιβάζονται από το Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. στον Εισαγγελέα, περατώνονται εντός δύο (2) μηνών , η δε εκδίκαση αυτών γίνεται εντός τριών (3) μηνών και όχι νωρίτερα των δύο (2), από την υποβολή της δικογραφίας στον Εισαγγελέα ή από το πέρας της προανάκρισης ή της ανάκρισης. Η εκδίκαση των κατ` έφεση υποθέσεων γίνεται εντός δύο (2) μηνών από την άσκηση των εφέσεων. Σε περίπτωση αναβολής η εκδίκαση της υπόθεσης γίνεται εντός δύο (2) μηνών από τη χορήγησή της. Δεν αποτελεί λόγο αναβολής της δίκης η ύπαρξη εκκρεμούς, σχετικής μετην υπόθεση, πειθαρχικής ή διοικητικής δίκης.”

10. Στο Ν. 2477/1997, όπως ισχύει, προστίθεται άρθρο 8α, που έχει ως εξής:

“Αρθρο 8α

1. Στο Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. συνιστάται και λειτουργεί Συντονιστικό `Οργανο Επιθεώρησης και Ελέγχου (Σ.Ο.Ε.Ε.), με σκοπό την παρακολούθηση και το συντονισμό της επιθεώρησης και του ελέγχου από το Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. και τα άλλα ιδιαίτερα σώματα επιθεώρησης και ελέγχου των φορέων της παραγράφου 1 του άρθρου 6, πλην των σωμάτων οικονομικής επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών.

2. Το Σ.Ο.Ε.Ε. προεδρεύεται από τον Ειδικό Γραμματέα του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. και συμμετέχουν σε αυτό οι δύο Γενικοί Επιθεωρητές του και οι Γενικοί Επιθεωρητές ή Προϊστάμενοι των λοιπών σωμάτων επιθεώρησης και ελέγχου των φορέων της παραγράφου 1 του άρθρου 6, μαζί με τους αναπληρωτές τους. Η θητεία των μελών του Σ.Ο.Ε.Ε. είναι τριετής και ο καθορισμός των μελών του διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Αν κατά τη διάρκεια της θητείας, μέλος του Σ.Ο.Ε.Ε. παραιτηθεί ή εκλείψει ή απολέσει την ιδιότητά του με την οποία ορίσθηκε, αντικαθίσταται με όμοια απόφαση. Το Σ.Ο.Ε.Ε. συνεδριάζει τακτικά μία φορά κάθε τρεις (3) μήνες στην έδρα του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. και εκτάκτως ύστερα από προσκλήσεις του Προέδρου.

3. Γραμματειακή υποστήριξη στο Σ.Ο.Ε.Ε. παρέχεται από την Γραμματεία του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ..

4. Το Σ.Ο.Ε.Ε. υποβάλλει το Μάρτιο κάθε έτους έκθεση στον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και στον Πρόεδρο της Βουλής, η οποία κοινοποιείται σε όλα τα Υπουργεία και τους φορείς που ελέγχθηκαν κατά το προηγούμενο έτος. Στην έκθεση καταγράφονται οι επιθεωρήσεις και οι έλεγχοι που διενεργήθηκαν από τα σώματα επιθεωρήσεων και ελέγχων της Δημόσιας Διοίκησης, με τις γενικές και ειδικές παρατηρήσεις στα αντικείμενα της αρμοδιότητας κάθε σώματος, και ειδική μνεία των υποθέσεων για τις οποίες ζητήθηκε η κίνηση πειθαρχικής δίωξης ή παραπέμφθηκαν στον Εισαγγελέα. Στην έκθεση καταγράφονται επίσης, όλες οι ενέργειες του Σ.Ο.Ε.Ε. για το συντονισμό και την αποτελεσματικότητα των εργασιών των σωμάτων επιθεώρησης και ελέγχου της Δημόσιας Διοίκησης.

5. Με το προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 8, ρυθμίζεται ο τρόπος λειτουργίας του Σ.Ο.Ε.Ε.”
Άρθρο 2
Σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Διοικητικής Μεταρρύθμισης

Σχετικό: το άρθρο 10 Ν.3074/2002

1. Συνιστάται στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης το Εθνικό Συμβούλιο Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Στο Εθνικό Συμβούλιο Διοικητικής Μεταρρύθμισης, στο οποίο εκπροσωπούνται μεταξύ άλλων, κοινωνικοί, επιστημονικοί φορείς, οικονομικοί φορείς, συνδικαλιστικές οργανώσεις, ανεξάρτητες διοικητικές αρχές και τα κόμματα που εκπροσωπούνται στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, εισάγονται από τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης για συζήτηση, διαβούλευση και έκφραση γνώμης, οι μείζονος σημασίας προτάσεις, που αφορούν τη μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Διοίκησης.

2. Το Εθνικό Συμβούλιο Διοικητικής Μεταρρύθμισης ενημερώνεται για την πραγματοποίηση των προτάσεων επί των οποίων εξέφερε γνώμη. Επικουρείται στο έργο του από Γραμματεία, η οποία στελεχώνεται από υπαλλήλους του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, με παράλληλη ή αποκλειστική άσκηση των καθηκόντων αυτών.

3. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ορίζονται η σύνθεση, η συγκρότηση και οι αρμοδιότητες του Εθνικού Συμβουλίου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, η στελέχωση της Γραμματείας και ο τρόπος λειτουργίας τους. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών καθορίζεται το ύψος της αμοιβής των μελών της Γραμματείας.

4. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης μπορεί να συνιστώνται στις έδρες Περιφερειών, Περιφερειακά Συμβούλια Διοικητικής Μεταρρύθμισης και να ορίζεται η σύνθεση, συγκρότηση και ο τρόπος λειτουργίας τους με ανάλογη εφαρμογή των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 3
Τρόπος εξέτασης ατόμων με έλλειψη φυσικών σωματικών δεξιοτήτων

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 7 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., ο οποίος κυρώθηκε με το Ν. 26Β3/ 1999 (ΦΕΚ 19Α`), αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Υπάλληλοι διορίζονται όσοι έχουν την υγεία που τους επιτρέπει την εκτέλεση των καθηκόντων της αντίστοιχης θέσης. Η έλλειψη φυσικών σωματικών δεξιοτήτων δεν εμποδίζει την πρόσληψη, εφόσον ο υπάλληλος, με την κατάλληλη και δικαιολογημένη τεχνική υποστήριξη, μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης. Ειδικές διατάξεις για το διορισμό ατόμων με ειδικές ανάγκες δεν θίγονται.”

2. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 του ανωτέρου Κώδικα, οι λέξεις “η υγεία και η αρτιμέλεια των υποψήφιων υπαλλήλων” αντικαθίστανται από τις λέξεις “η υγεία και η φυσική καταλληλότητα των υποψήφιων υπαλλήλων να ασκήσουν τα καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης”.

3. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 17 του Ν.2190/1994, όπως συμπληρώθηκε με την παρ.5 του άρθρου 2 του Ν. 2527/1997 (ΦΕΚ 206 Α`), προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:

“Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Α.Σ.Ε.Π., καθορίζονται ο τρόπος εξέτασης, η συγκρότηση ειδικής επιτροπής όπου απαιτείται και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια, για τη διαδικασία συμμετοχής στους διαγωνισμούς, ατόμων των οποίων οι φυσικές σωματικές δεξιότητες δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή σε αυτούς με γραπτή διαδικασία. Με την ίδια απόφαση μπορεί να ορίζεται ως προϋπόθεση συμμετοχής στο διαγωνισμό η πιστοποίηση από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή της φυσικής καταλληλότητας του υποψήφιου να ασκήσει τα καθήκοντα της θέσης, για την κατάληψη της οποίας πρόκειται να διαγωνιστεί.”
Άρθρο 4
Ρυθμίσεις θεμάτων Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης

1. Στην περίπτωση α`της παραγράφου 1 του άρθρου 81 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. προστίθεται, από την έναρξη ισχύος του Κώδικα, εδάφιο ως εξής:

“Η τετραετής υπηρεσία στο βαθμό του ΔιευΘυντή περιλαμβάνει και την άσκηση καθηκόντων προϊσταμένου Διεύθυνσης, υποδιεύθυνσης ή αντιστοίχου επιπέδου οργανικών μονάδων. Για τον υπολογισμό του ανωτέρω χρόνου υπηρεσίας εκδίδεται διαπιστωτική πράξη.”

2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου δεύτερου του Ν. 2683/1999 καταργείται για την προαγωγή στο βαθμό του Γενικού Διευθυντή κρίνονται και οι υπάλληλοι που έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου γενικής διεύθυνσης μετά από επιλογή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 78 και 79 του Ν. 1892/1990 είτε των άρθρων 29 και 36 του Ν.2190/1994. Ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στο Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου εξετάζονται σύμφωνα με την καταργούμενη, με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, παρ. 5 του άρθρου δεύτερου του Ν. 2683/1999.

3. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 162 του Ν. 2683/1999 προστίθεται εδάφιο δεύτερο ως εξής:

“Η θητεία των μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων λήγει την 31η Δεκεμβρίου των ετών των οποίων ο τελευταίος αριθμός είναι άρτιος.”

4. Η παρ. 14 του άρθρου 16 του Ν. 1388/1983 αντικαθίσταται ως εξής:

“14. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο τρόπος επιλογής θεμάτων του διαγωνισμού, ο τρόπος μετάδοσης θεμάτων, τα εξεταστικά κέντρα, η βαΘμολόγηση των γραπτών δοκιμίων των υποψηφίων, η διασφάλιση της όλης διαδικασίας και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

Με την ίδια απόφαση ρυθμίζονται τα αντίστοιχα θέματα της προφορικής εξέτασης σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 17 του Ν. 1388/1983.”

5. Οι διατάξεις των άρθρων 48 έως 53 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. εφαρμόζονται ανάλογα και στο προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α..

Σχετικό: Ν.3528/2007.

6. Συνιστώνται στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης οι παρακάτω θέσεις προσωπικού:

α) Δεκαπέντε (15) θέσεις του κλάδου ΠΕ Διοικητικής Οργάνωσης.

β) Τέσσερις (4) θέσεις του κλάδου ΠΕ Μεταφραστών Διερμηνέων.

γ) Δύο (2) θέσεις του κλάδου ΤΕ Κοινωνικής Εργασίας.

δ) Τρεις (3) θέσεις του κλάδου ΤΕ Διοικητικού – Λογιστικού.

ε) Τρεις (3) θέσεις επί συμβάσει Νομικών Συνεργατών, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 6 του ν.δ. 3980/1959 (ΦΕΚ 194Α).

στ) Δέκα (10) θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, των οποίων οι ειδικότητες καθορίζονται με την προκήρυξη των θέσεων.

7. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 23 του Ν. 2738/1999 (ΦΕΚ 180 Α) εφαρμόζεται αναλόγως και για τους αποσπασμένους σε Υπουργεία για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών, εφόσον έχουν διορισθεί κατ` εφαρμογή των διατάξεων του δευτέρου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 1 του Ν. 1648/1986, ως έχοντες τέκνο με βαριά ηθικά ή ψυχοσωματικά προβλήματα και ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω. Η σχετική αίτηση υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος.

8. Στην περ. β` του άρθρου 87 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. μετά το πρώτο εδάφιο προστίθενται εδάφια, ως εξής:

“Ο αριθμός των κρινόμενων υπαλλήλων πρέπει να είναι τουλάχιστον διπλάσιος του αριθμού των θέσεων βαθμού Διευθυντή. Εφόσον ο αριθμός αυτός δεν συμπληρώνεται από υπαλλήλους που έχουν τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, για την εγγραφή στους πίνακες αυτούς κρίνονται και υπάλληλοι που έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου τμήματος ή αυτοτελούς γραφείου ή αντιστοίχων επιπέδων οργανικών μονάδων επί μία τουλάχιστοντ ριετία. `Οσοι έχουν ασκήσει αντίστοιχα καθήκοντα για περισσότερο χρόνο προηγούνται των υπολοίπων.”

9. Ο χρόνος υπηρεσίας των αποσπασμένων υπαλλήλων των Υπουργείων και Ν.Π.Δ.Δ. στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής `Ενωσης ή Διεθνείς Οργανισμούς που έχει διανυθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, υπολογίζεται ως χρόνος άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου Διεύθυνσης ή τμήματος, εφόσον οι υπάλληλοι αυτοί ασκούσαν καθήκοντα προϊσταμένου Διεύθυνσης ή τμήματος ύστερα από επιλογή από Υπηρεσιακό Συμβούλιο, αντίστοιχα, κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης απόσπασης.

10. Η παράγραφος 7 του άρθρου 19 του Ν. 2819/2000 (ΦΕΚ 84 Α`/15.3.2000) αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής:

“7. Η παρ. 2 του άρθρου 24 του Ν. 1868/1989 (ΦΕΚ 230 Α), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 37 του Ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88Α), εφαρμόζεται αναλόγως, με εξαίρεση τη δεύτερη περίοδο της παρ. 2 του άρθρου 24, από την ημέρα ανάληψης των καθηκόντων τους για τους δικηγόρους που υπηρετούν ή υπηρέτησαν στο Συνήγορο του Πολίτη ως ειδικοί επιστήμονες ή βοηθοί επιστήμονες και τελούν σε υποχρεωτική αναστολή άσκησης του λειτουργήματός τους.”

Σχετικό: παρ.6 άρθρ.4 Ν.3051/2002 ορίζετι ότι: ” Η υπηρεσία σε ανεξάρτητη αρχή θεωρείται για τον οικείο ασφαλιστικό φορέα πραγματική και συντάξιμη. Για τον τρόπο καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών στα ταμεία κύριας και επικουρικής ασφάλισης τoυ επιστημονικού προ σωπικού των ανεξάρτητων αρχών, το οποίο σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις εξακολουθεί να υπάγεται στα α σφαλιστικά ταμεία κύριας και επικουρικής ασφάλισης που υπάγονταν πριν από το διορισμό ή την πρόσληψή του, ε φαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 2703/1999, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά και, ως προς τους δικηγόρους που απασχολούνται σε ανεξάρτητες αρχές, συμπληρωματικά η ρύθμιση του άρθρου 4 παρ. 10 του Ν. 2839/2000, όπως αυτό κάθε φορά ισχύει”

11. α. Το άρθρο 9 του ν. 976/1979 (ΦΕΚ 236 Α ), αντικαθίσταται ως εξής:

“Αρθρο 9

1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 και η παρ.2 του άρθρου 1, εφαρμόζονται και για τροχαία ατυχήματα που συνέβησαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Τυχόν καταβληθέντα ποσά δεν επιστρέφονται. 2. Η ευθύνη των οδηγών των αυτοκινήτων του Δημοσίου έναντι αυτού παύει να υφίσταται μετά την πάροδο εικοσαετίας από την ημερομηνία κατά την οποία συνέβη το ατύχημα.”

β. Ποσά που καταβλήθηκαν στο Δημόσιο δυνάμει του άρθρου 9 του ν. 976/1979, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τη διάταξη του προηγούμενου εδαφίου, δεν επιστρέφονται.
Άρθρο 5
Τροποποίηση του άρθρου 14 του Ν. 2266/1994

1. Η παράγραφος 20 του άρθρου 14 του Ν. 2266/1994 (ΦΕΚ 218 Α`), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 17α του άρθρου 2 του Ν. 2349/1995 (ΦΕΚ 224 Α`), αντικαθίσταται ως εξής:

“20. `Οταν εργαζόμενος στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2190/1994, αποβιώσει κατά και εξαιτίας της εκτελέσεως του υπηρεσιακού του καθήκοντος, τότε δύναται ένα μέλος της οικογένειας του θανόντος μέχρι πρώτου βαθμού συγγενείας με αυτόν, ή αδελφός ή αδελφή ή σύζυγός του, να διορίζεται στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε κενή οργανική θέση ανάλογη των προσόντων που διαθέτει ο διοριζόμενος. Η αίτηση διορισμού πρέπει να υποβληθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών από την ημερομηνία του θανάτου, συνοδεύεται από αμετάκλητη δήλωση παραιτήσεως των λοιπών δικαιούχων από το δικαίωμα και συνεπάγεται, από την ημερομηνία διορισμού, την αυτοδίκαιη και αμετάκλητη παραίτηση του διοριζόμενου από τις οικονομικές απαιτήσεις του έναντι του φορέα στον οποίο παρείχε την εργασία του ή ήταν ασφαλισμένος ο θανών, καθώς και την αναστολή του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος.”

2. `Οσοι κατά την πρώτη εφαρμογή της παρ. 20 του άρθρου 14 του Ν. 2266/1994 πληρούσαν τις προϋποθέσεις διορισμού που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο αυτής, δύναται να υποβάλουν αίτηση διορισμού εντός ενός (1) έτους από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου ανεξάρτητα από το έτος που έχει επέλθει ο θάνατος. Οι υπαγόμενοι στις ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου δεν πρέπει να είχαν υπερβεί το καθοριζόμενο από τις ειδικές διατάξεις όριο ηλικίας για πρόσληψη κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 2266/1994.
Άρθρο 6
Ρυθμίσεις θεμάτων Γενικής Γραμματείας Ισότητας

1. α) Σε κάθε υπηρεσιακό συμβούλιο των δημοσίων υπηρεσιών, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., ο αριθμός των οριζομένων από τη Διοίκηση μελών κάθε φύλου ανέρχεται σε ποσοστό ίσο τουλάχιστον με το 1/3 των οριζομένων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εφόσον στην οικεία υπηρεσία υπηρετεί επαρκής αριθμός υπαλλήλων που συγκεντρώνει τις νόμιμες προϋποθέσεις για ορισμό και εφόσον τα μέλη που ορίζονται είναι πάνω από ένα (1).

Τυχόν δεκαδικός αριθμός στρογγυλοποιείται στην επόμενη ακέραια μονάδα, εφόσον το κλάσμα είναι ίσο με μισό της μονάδας και άνω.

β) Στις περιπτώσεις διορισμού ή υποδείξεως από το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α.. μελών διοικητικών συμβουλίων ή άλλων συλλογικών οργάνων διοίκησης Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ., ο αριθμός των διοριζομένων ή υποδεικνυομένων προσώπων κάθε φύλου ανέρχεται σε ποσοστό ίσο τουλάχιστον με το 1/3 των διοριζομένων ή υποδεικνυομένων σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εφόσον τα μέλη που διορίζονται ή υποδεικνύονται είναι πάνω από ένα (1).

Τυχόν δεκαδικός αριθμός στρογγυλοποιείται στην επόμενη ακέραιη μονάδα, εφόσον το κλάσμα είναι ίσο με μισό της μονάδας και άνω.

Οι διατάξεις των περιπτώσεων α` και β` εφαρμόζονται στα υπηρεσιακά συμβούλια, στα διοικητικά συμβούλια και στα συλλογικά όργανα διοίκησης που συγκροτούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

2. Σε κάθε Περιφέρεια συγκροτείται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα, Περιφερειακή Επιτροπή Ισότητας που αποτελείται από: α) τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, ως Πρόεδρο, β) δύο εκπροσώπους της Γενικής Γραμματείας Ισότητας του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, γ) έναν εκπρόσωπο της `Ενωσης Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδας (Ε.Ν.Α.Ε.) και δ) έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής `Ενωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας (Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.). Οι εκπρόσωποι της Γενικής Γραμματείας Ισότητας και τα μέλη που υποδεικνύονται από την Ε.Ν.Α.Ε. και την Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., ορίζονται με τους αναπληρωτές τους για διετή θητεία. Χρέη Γραμματέα της Περιφερειακής Επιτροπής Ισότητας εκτελεί υπάλληλος της Περιφέρειας, ο οποίος ορίζεται από τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας.

3. Η Περιφερειακή Επιτροπή Ισότητας διατυπώνει προτάσεις και εισηγείται προς τα αρμόδια όργανα της Περιφέρειας, καθώς και στη Γενική Γραμματεία Ισότητας του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προώθηση και κατοχύρωση της ισότητας των δύο φύλων σε όλους τους τομείς. Διοργανώνει εκδηλώσεις, ελεύθερες συζητήσεις, συνέδρια και επιμορφωτικά προγράμματα, με στόχο την ισότητα των δύο φύλων στην Περιφέρεια.

Καταγράφει σε περιφερειακό επίπεδο τις δομές και τους φορείς που προωθούν θέματα Ισότητας των δύο φύλων και προωθεί τη διασύνδεση και το συντονισμό των Ο.Τ.Α., των μη κυβερνητικών οργανώσεων και των κοινωνικών φορέων της Περιφέρειας σε θέματα Ισότητας των δύο φύλων. Εισηγείται προς το Περιφερειακό Συμβούλιο της Περιφέρειας την ένταξη έργων στις Σ.Α.Ε.Π. με αντικείμενο την κατοχύρωση των ίσων ευκαιριών και για τα δύο φύλα, καθώς και την ενημέρωση και πληροφόρηση των πολιτών της Περιφέρειας σε θέματα που αφορούν την Ισότητα των δύο φύλων.

4. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης καθορίζεται ο τρόπος λειτουργίας των Περιφερειακών Επιτροπών Ισότητας, μπορεί να εξειδικεύονται οι αρμοδιότητες της προηγούμενης παραγράφου και να ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια εφαρμογής των παραγράφων 2 έως και 4 του παρόντος άρθρου.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών καθορίζεται η αποζημίωση των μελών.
Άρθρο 7
Θέματα εποπτείας Ο.Τ.Α.

1. Οι διατάξεις των παραγράφων 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 18 του Ν. 2218/1994, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:

“4. Σε κάθε Περιφέρεια συνιστάται τουλάχιστον μία τριμελής επιτροπή που αποτελείται από:

α. `Ενα μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως πρόεδρο, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του, από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

β. Δύο μόνιμους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας. κατηγορίας ΠΕ. με βαθμό τουλάχιστον α` που ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας.

Σχετικό: παρ.1 άρθρ.22 Ν.3051/2002,ΦΕΚ Α 220/20..9.2002

5. Οι επιτροπές συγκροτούνται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας. Καθήκοντα γραμματέα της επιτροπής ασκεί υπάλληλος της Περιφέρειας, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του με την απόφαση συ- γκρότησης της επιτροπής. Ο εισηγητής ορίζεται με πράξη του προέδρου της επιτροπής. Με την απόφαση συγκρότησης της επιτροπής ορίζεται και η έδρα της. Σε περίπτωση που στην ίδια Περιφέρεια συνιστώνται περισσότερες από μια (1) τριμελείς επιτροπές η τοπική αρμοδιότητα καθεμιάς καθορίζεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας.

6. Η επιτροπή συνέρχεται τακτικά τουλάχιστον δύο (2) φορές το μήνα και σε έκτακτες συνεδριάσεις όταν το κρίνει ο πρόεδρος. Στον πρόεδρο, τα μέλη και το γραμματέα της επιτροπής καταβάλλεται ειδική αποζημίωση, η οποία καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών , Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών, κατά παρέκκλιση του άρθρου 19 του Ν. 2470/1997.

7. Στις αρχές κάθε έτους, ο πρόεδρος κάθε επιτροπής συντάσσει ετήσια αναλυτική έκθεση για τη δράση της επιτροπής κατά το προηγούμενο έτος και τις διαπιστώσεις του από την εκδίκαση των προσφυγών και παραπομπών, την οποία υποβάλλει στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.

Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης καθορίζονται τα υέματα που αφορούν τον κανονισμό λειτουργίας της επιτροπής.

2. Η παρ. 13 του άρθρου 18 του Ν. 2218/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

“13. Κατά των, κατά τα ανωτέρω, αποφάσεων της επιτροπής που προβλέπονται στην παρ. 4 και των αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας που αναφέρονται στην παρ. 12, δεν χωρεί προσφυγή για παράβαση νόμου ενώπιον του καθ` ύλην αρμόδιου Υπουργού.”

3. Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 47 του Ν. 2218/1994 καταργούνται και η παρ. 6 αναριθμείται σε παρ. 4.

4. α. Στο άρθρο 107 του Π.Δ. 30/1996 (ΦΕΚ 21 Α) προστίθεται παρ. 8, που έχει ως εξής:

“8. Μετά από αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας Νομαρχιακής Επιτροπής και απόφαση του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους είναι δυνατή η ανάθεση της δικαστικής εκπροσώπησης της αντίστοιχης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και ο χειρισμός συγκεκριμένης δικαστικής υπόθεσης, στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, προς διεξαγωγή τους από το δικαστικό γραφείο του που λειτουργεί στην ίδια Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση. Η διεξαγωγή των υποθέσεων των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, οι οποίες έχουν ανατεθεί στα δικαστικά γραφεία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, δυνάμει της διατάξεως της παρ. 11 του άρθρου 31 του Ν.2218/1994 (ΦΕΚ 90 Α), όπως αυτή προστέθηκε με την παρ. 1α του άρθρου 20 του Ν. 2344/1995 (ΦΕΚ 212 Α), συνεχίζεται μέχρι την ολοκληρωτική εκκαθάριση των υποθέσεων αυτών.”

β. Η ισχύς της διάταξης της παραγράφου 8 του άρθρου 107 του π.δ. 30/1996 όπως προστέθηκε με το εδάφιο, αρχίζει από 16.9.2000.

γ. Η παρ. 11 του άρθρου 31 του Ν. 2218/1994 (ΦΕΚ 90 Α), όπως προστέθηκε με την παρ. 1α του άρθρου 20 του Ν. 2344/1995 (ΦΕΚ 212 Α), καταργείται. Η ισχύς της παρούσας διάταξης αρχίζει την 16.9.2000.

5. α. Το άρθρο 225 του Π.Δ.410/1995 αντικαθίσταται ως εξής:

“Αρθρο 225

Υποβολή στοιχείων

1. Οι Ο.Τ.Α. α` βαθμίδας υποβάλλουν στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης στοιχεία για το προσωπικό τους, τακτικό και έκτακτο και για την οικονομική τους κατάσταση και διαχείριση, καθώς και όμοια στοιχεία για τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τις πάσης φύσεως επιχειρήσεις τους, με σκοπό τη δημιουργία Βάσης Δεδομένων για το σύνολο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης α` βαθμίδας.

Ο τύπος, το περιεχόμενο των στοιχείων, ο χρόνος και τρόπος υποβολής τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.

Με όμοια απόφαση καθορίζονται δείκτες αξιολόγησης της οικονομικής διαχείρισης των ανωτέρω φορέων.

2. Η μη παροχή ή η καθυστέρηση παροχής των στοιχείων τιμωρείται με πρόστιμο που επιβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, σε βάρος του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης, το οποίο ανέρχεται από 5% μέχρι 15% των Κ.Α.Π., του άρθρου 25 του Ν. 1828/1989 ανάλογα με τη συχνότητα και τη βαρύτητα της παράβασης, το οποίο παρακρατείται κατά την κατανομή των Κ.Α.Π. του επομένου έτους, στον οικείο Ο.Τ.Α., συνιστά δε παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, η οποία τιμωρείται ποινικώς και πειθαρχικώς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.”

β. Στο π.δ. 30/1996 (ΦΕΚ 21 Α) προστίθεται άρθρο 70α που έχει ως εξής:

“Αρθρο 70α

Υποβολή στοιχείων

1. Οι Ο.Τ.Α. β` βαθμίδας υποβάλλουν στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης στοιχεία για το προσωπικό τους, τακτικό και έκτακτο και για την οικονομική τους κατάσταση και διαχείριση, καθώς και όμοια στοιχεία για τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τις πάσης φύσεως επιχειρήσεις τους, με σκοπό τη δημιουργία Βάσης Δεδομένων για το σύνολο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης β` βαθμίδας.

Ο τύπος, το περιεχόμενό τους, ο χρόνος και τρόπος υποβολής τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.

Με όμοια απόφαση καθορίζονται δείκτες αξιολόγησης της οικονομικής διαχείρισης των ανωτέρω φορέων.

2. Η μη παροχή ή η καθυστέρηση παροχής των στοιχείων τιμωρείται με πρόστιμο που επιβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, σε βάρος του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης, το οποίο ανέρχεται από 5% μέχρι 15% των Κ.Α.Π., του άρθρου 2 του Ν. 2672/1998 (ΦΕΚ 290 Α) ανάλογα με τη συχνότητα και τη βαρύτητα της παράβασης, το οποίο παρακρατείται κατά την κατανομή των Κ.Α.Π. του επομένου έτους, στον οικείο Ο.Τ.Α. β` βαθμίδας σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 3 του Ν. 2672/1998, συνιστά δε παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, η οποία τιμωρείται ποινικώς και πειθαρχικώς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.”
Άρθρο 8
Θέματα λειτουργίας Ο.Τ.Α.

1. Στην παρ. 8 του άρθρου 118 του Π.Δ. 410/1995 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
“Στον υπάλληλο του δήμου ή το δημόσιο υπάλληλο που ασκεί τα καθήκοντα του Δημάρχου καταβάλλεται, πέραν των αποδοχών της θέσης από την οποία προέρχεται, το ήμισυ των εξόδων παραστάσεως που προβλέπονται για την οικεία θέση του Δημάρχου και για όσο χρόνο ασκεί τα καθήκοντα αυτά.”

2. Στην παρ. 7 του άρθρου 206 του Π.Δ. 410/1995 προστίθενται εδάφια ως εξής:
“Η αναπροσαρμογή της εισφοράς δήμων ή κοινοτήτων, οι οποίοι είναι μέλη συνδέσμου, γίνεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του συνδέσμου που λαμβάνεται με πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου των μελών του η οποία εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών , Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Η πληρωμή των εισφορών αυτών γίνεται χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη έκδοση χρηματικού εντάλματος, από τους δημοτικούς και κοινοτικούς ταμίες στην αρχή του οικονομικού έτους.”

3. Προστίθεται παρ.5 στο άρθρο 285 του Π.Δ. 410/1995 ως εξής:

“5. Αν δήμος ή κοινότητα ή δήμοι και κοινότητες, που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 277, υπάγονται σε διαφορετικούς νομούς της ίδιας Περιφέρειας ή σε διαφορετικές Περιφέρειες, για τη σύσταση των επιχειρήσεων αυτών, εκδίδεται είτε πράξη του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, είτε κοινή πράξη των οικείων Γενικών Γραμματέων των Περιφερειών, στις οποίες υπάγονται οι ενδιαφερόμενοι δήμοι και κοινότητες. Το ίδιο ισχύει και για τη συμμετοχή τους σε υφιστάμενες δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις που υπάγονται σε διαφορετικούς νομούς της ίδιας Περιφέρειας ή σε διαφορετικές Περιφέρειες, καθώς και για τροποποίηση του καταστατικού των επιχειρήσεων.”

4. Στην παρ.3 του άρθρου 298 του Π.Δ. 410/1995, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 παρ. 3 του Ν. 2738/1999, οι λέξεις “η παραπάνω άδεια” αντικαθίστανται από τις λέξεις “η ειδική άδεια του άρθρου αυτού”.

5. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 1069/1980 (ΦΕΚ 191 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“Η απόφαση για σύσταση της επιχείρησης ή μετατροπής συνδέσμου σε επιχείρηση εγκρίνεται με πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.”

6. Στην παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν.1069/1980, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 57 του Ν. 2218/1994, αντί της φράσης “οι οποίες εγκρίνονται με προεδρικό διάταγμα το οποίο εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών” αντικαθίσταται με την φράση “οι οποίες εγκρίνονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,” και η φράση “Με το ίδιο διάταγμα” αντικαθίσταται με τη φράση “Με την ίδια απόφαση”.

7. Στο άρθρο 2 του Ν. 1069/1980, η παρ. 2 αντικαθίσταται και προστίθεται παρ. 3 ως εξής:

“2. Η περιοχή αρμοδιότητας συνιστώμενης επιχείρησης δήμου ή κοινότητας μπορεί να επεκτείνεται:

α) στις εδαφικές περιφέρειες όμορων δημοτικών ή κοινοτικών διαμερισμάτων του Ν.2539/1997 του ίδιου δήμου ή κοινότητας ή τμημάτων αυτών μετά από απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, η οποία εγκρίνεται με πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,

β) στις εδαφικές περιφέρειες όμορων δήμων ή κοινοτήτων ή δημοτικών ή κοινοτικών διαμερισμάτων ή τμημάτων αυτών μετά από σύμφωνη γνώμη των οικείων δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, η οποία εγκρίνεται με πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην περίπτωση που οι όμοροι δήμοι ή κοινότητες ή τα όμορα δημοτικά ή κοινοτικά διαμερίσματα υπάγονται σε όμορους δήμους ή κοινότητες διαφορετικών Περιφερειών η σχετική απόφαση εγκρίνεται με πράξη των Γενικών Γραμματέων των οικείων Περιφερειών, που δημοσιεύεται στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

3. Οι Δήμοι και οι Κοινότητες νησιών που γειτνιάζουν θεωρούνται όμοροι για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου.”

8. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 1069/1980 αντικαθίσταται ως εξής: “Σε περίπτωση συμμετοχής στην επιχείρηση άλλου δήμου ή κοινότητας ο αριθμός των αντιπροσώπων αυτών στο Διοικητικό Συμβούλιο της Επιχείρησης ορίζεται με την κατά την παρ. 2 περ. β) του άρθρου 2 του παρόντος εκδιδόμενη πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας.”

9. Η παρ. 7 του άρθρου 3 του Ν. 1069/1980 αντικαθίσταται ως εξής:

“7. Στον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου στην περίπτωση που δεν είναι Δήμαρχος μπορεί να καταβάλλεται για τις παρεχόμενες στην επιχείρηση υπηρεσίες του αποζημίωση καθοριζόμενη με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιχείρησης, που δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού των εξόδων παράστασης που εισπράττει ο Δήμαρχος του οικείου δήμου ή αν πρόκειται για κοινοτική επιχείρηση το 50% των εξόδων παράστασης του Προέδρου της οικείας κοινότητας. Σε περίπτωση απουσίας του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου λόγω ασθένειας ή άδειας πέραν του μηνός, η αποζημίωση αυτή καταβάλλεται εξ ημισείας σε αυτόν και τον αναπληρωτή του. Κατά τον ίδιο τρόπο στον Πρόεδρο, τα μέλη και τον Γραμματέα του Διοικητικού Συμβουλίου, μπορεί να παρέχεται, για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις αυτού, αποζημίωση.

Η αποζημίωση του Προέδρου , των μελών, του εισηγητή και γραμματέα του Δ.Σ. της επιχείρησης καθορίζεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιχείρησης και δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος του ποσού που εισπράττουν τα μέλη του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου του οικείου δήμου ή κοινότητας ως αποζημίωση για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου.

Με όμοια απόφαση, που εκδίδεται μετά από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου, μπορεί να ορίζεται ότι ένα από τα μέλη του έχει πλήρη απασχόληση με αμοιβή στην επιχείρηση και να καθορίζονται οι αρμοδιότητές του και το ύψος της αμοιβής του.”
Άρθρο 9
Αποσπάσεις Δικαστικών Λειτουργών και μελών του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 άρθρ.27 Ν.3196/2003, ΦΕΚ Α 274/2.12.2003.

1. Η παράγραφος 7 του άρθρου 51 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988, ΦΕΚ 35Α ), όπως προστέθηκε με το άρθρο 11 παρ. 4 του Ν. 2145/1993, αντικαθίσταται ως εξής:

“7. Δικαστικοί λειτουργοί είναι δυνατό να αποσπώνται και να αναλαμβάνουν καθήκοντα στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής `Ενωσης στις Βρυξέλλες, καθώς και στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στη Γραμματεία και τη Διεύθυνση Εκτέλεσης των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών και Δικαιοσύνης, που εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Η απόσπαση γίνεται για εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας και δεν είναι δυνατό να υπερβεί την τριετία.”

2. Οι προβλεπόμενες στην προηγούμενη παράγραφο αποσπάσεις, καθώς και οι αποσπάσεις στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στο Συμβούλιο της Ευρώπης επιτρέπονται και για το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Για τις αποσπάσεις αυτές απαιτείται κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εξωτερικών, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Οι αποσπώμενοι, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, λαμβάνουν τις αποδοχές της θέσης τους και επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής, η δαπάνη των οποίων βαρύνει τον φορέα από τον οποίο προέρχονται. Οι λεπτομέρειες καταβολής του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, ρυθμίζονται με την προβλεπόμενη στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής κοινή υπουργική απόφαση.
Άρθρο 10
Ρυθμίσεις θεμάτων προσλήψεων

1.α. Η παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 2643/1998 (ΦΕΚ 220 Α) αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Με την προκήρυξη πλήρωσης θέσεων καθορίζεται κατά νομαρχιακή αυτοδιοίκηση, φορέα και κλάδο ή ειδικότητα, ο αριθμός των θέσεων που αντιστοιχούν στο παραπάνω ποσοστό και πληρούνται από προστατευόμενα άτομα. Η προκήρυξη μετά τη δημοσίευσή της αποστέλλεται, με ευθύνη του φορέα που την εκδίδει, στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, στις οικείες νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις και στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.).”

β. Στην παρ.3 του άρθρου 3 του Ν. 2643/1998, η φράση “Μετά την κοινοποίηση της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου” αντικαθίσταται με τη φράση “Μετά τη λήψη της προκήρυξης της προηγούμενης παραγράφου”.

2. Η παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν. 2790/2000 (ΦΕΚ 24 Α) αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Στην παρ. 6 του άρθρου 14 του Ν.2190/1994, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την παρ.10 του άρθρου 1 του Ν. 2527/1997 (ΦΕΚ 206 Α), προστίθεται τρίτο εδάφιο που έχει ως εξής:

“Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται με τα αντίστοιχα ποσοστά και για το σύνολο των ομογενών που αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2790/2000 (ΦΕΚ 24 Α).”

3. Στην παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 2190/1994, προστίθεται περίπτωση ε`, που έχει ως εξής:

“ε) τον έλεγχο της νομιμότητας των διορισμών που διενεργούνται από τους φορείς κατά τις διατάξεις του άρθρου 18.

Ο έλεγχος αυτός διενεργείται υποχρεωτικά σε δείγμα τουλάχιστον δέκα επί τοις εκατό (10%) του συνολικού αριθμού των διοριζομένων ανά φορέα.

Εάν κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις διορισμού ή δεν αποδεικνύονται τα κριτήρια βάσει των οποίων κατατάχθηκε σε σειρά διορισμού, στο χρόνο που ορίζεται στην προκήρυξη, ο διορισμός ανακαλείται υποχρεωτικά, με απόφαση του αρμόδιου οργάνου, εφαρμοζομένων αναλογικώς και των πέντε τελευταίων εδαφίων της παρ. 15 του άρθρου 21 του παρόντος νόμου, όπως προστέθηκαν με την παρ. 7 του άρθρου 5 του Ν.2527/1997”

4. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 2190/ 1994, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν.2527/1997, προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:

“Με την απόφαση έγκρισης πλήρωσης των θέσεων, κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις, είναι δυνατόν να ορίζεται, εάν η προκήρυξη θα περιλαμβάνει έναν φορέα ή περισσότερους φορείς ή έναν κλάδο ή ειδικότητα περισσότερων φορέων ή θα είναι ενιαία για ομάδα ομοειδών νομικών προσώπων ή θα περιλαμβάνει τις θέσεις ενός ή περισσότερων φορέων σε μία ή περισσότερες νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις.”

5. Η παρ. 17 του άρθρου 18 του Ν. 2190/1994, όττως προστέθηκε με την παρ. 10α του άρθρου 20 του Ν. 2738/1999, αντικαθίσταται ως εξής:

“17. Τακτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. α` και β` βαθμίδας, που διορίστηκαν με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, δεν έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν σε διαδικασία πλήρωσης θέσεων των φορέων του άρθρου 14 παρ. 1 , με τις διατάξεις του ίδιου νόμου, πριν παρέλθει πενταετία από την ημερομηνία διορισμού τους.”

Σχετικό: το άρθρο 2, παρ. 3 της ΥΑ ΔΙΠΑΑΔ/Φ.ΕΠ.1/431/οικ.17284/ 2.6.2015 (ΦΕΚ Β΄ 1127/12.6.2015)

6. Στο άρθρο 18 του Ν.2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν.2527/1997 και συμπληρώθηκε με την παρ. 10α του άρθρου 20 του Ν.2738/1999 προστίθενται παρ. 18, 19 και 20, που έχουν ως εξής:

18. Το προσωπικό των κατηγοριών ΠΕ και ΤΕ των εδαφίων α` και β` της παρ. 1 του άρθρου 15 μπορεί, ύστερα από σχετικό αίτημα του φορέα και απόφαση του αρμόδιου οργάνου εγκρίσεως των προσλήψεων , να προσλαμβάνεται με τη διαδικασία και σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

19. Η κατάταξη των υποψηφίων στους πίνακες σειράς προτεραιότητας γίνεται με βάση τα στοιχεία που δηλώνουν στην αίτησή τους. Οι υποψήφιοι, που περιλαμβάνονται στους πίνακες διοριστέων, οφείλουν να προσκομίσουν στο φορέα στον οποίο διορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την απόδειξη της συνδρομής στο πρόσωπό τους των κριτηρίων και ιδιοτήτων που λήφθηκαν υπόψη, βάσει της αιτήσεώς τους, για τον καθορισμό της σειράς προτεραιότητάς τους. Τα δικαιολογητικά αυτά ορίζονται στην προκήρυξη και ελέγχονται από τον φορέα που θα εκδώσει την πράξη διορισμού ή πρόσληψης.

Ο υποψήφιος που δεν αποδεικνύει το κριτήριο ή την ιδιότητα που επικαλέσθηκε στην αίτησή του και που χρησιμοποιήθηκε για την κατάταξή του στους πίνακες προτεραιότητας διαγράφεται από τον πίνακα διοριστέων, μετά από έγγραφη γνωστοποίηση του οικείου φορέα και διατίθεται για διορισμό ο επόμενος κατά τη σειρά του οικείου πίνακα, που δεν έχει ακόμη διατεθεί. 20. Ο έλεγχος των δικαιολογητικών από το φορέα πρόσληψης κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο διενεργείται μόνον εφόσον έχει εκδοθεί για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση σχετική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, η οποία κοινοποιείται στο Α.Σ.Ε.Π.”

7. Στην παρ.3 του άρθρου 1 του Ν.2527/1997 (ΦΕΚ 206 Α), προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:

“Οι ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν και για α) τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2190/1994 και για β) τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου της ίδιας παραγράφου, εφόσον δεν επιχορηγούνται τακτικώς από τον κρατικό προϋπολογισμό.”

8. Το τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 24 του Ν. 2716/1999 (ΦΕΚ 96Α) αντικαθίσταται ως εξής:

“Η προκήρυξη για την πρόσληψη του παραπάνω προσωπικού είναι πάντοτε ενιαία, για την πλήρωση των κενών θέσεων όλων των νοσοκομείων της ίδιας Περιφέρειας και εκδίδεται από το Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας. Η κατάρτιση του πίνακα κατάταξης των υποψηφίων σε σειρά προτεραιότητας γίνεται από τριμελή επιτροπή που συγκροτεί ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας και αποτελείται από δύο τακτικούς υπαλλήλους της Περιφέρειας ή άλλων δημοσίων υπηρεσιών και έναν τακτικό υπάλληλο νοσοκομείου της έδρας της Περιφέρειας.”
Άρθρο 11
Λοιπές διατάξεις

1. Οι Κρατικοί Παιδικοί και Κρατικοί Βρεφονηπιακοί Σταθμοί του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας που λειτουργούν με τις διατάξεις του από 2.11.1935 α.ν., καθώς και εκείνοι που μεταφέρονται στους δήμους και τις κοινότητες σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 42 του Ν. 2218/1994 και 9 του Ν. 2503/1997, επιχορηγούνται υποχρεωτικά κάθε έτος απευθείας από τις οικείες Περιφέρειες από τις πιστώσεις που εγγράφονται για το σκοπό αυτόν στους προϋπολογισμούς τους. Η ισχύς της παρούσας διάταξης αρχίζει από 1.1.2001.

2. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν. 2503/1997 καταργούνται, από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου. Μετατάξεις υπαλλήλων που έχουν ολοκληρωθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου δεν θίγονται.

3. Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 9 του Ν. 2703/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

“Οι εισφορές για την κατοχύρωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος των νομαρχών από την 1η Ιανουαρίου 1995 μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταβάλλονται από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.”

4. α. Οι προθεσμίες των παραγράφων 1α και 1β και η αποκλειστική προθεσμία της παρ. 4 του άρθρου 17 του Ν. 2744/1999 (ΦΕΚ 222Α) παρατείνονται από τότε που έληξαν, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2000.

β. Στις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 2744/1999 υπάγονται και

αα. οι υποχρεώσεις από οποιαδήποτε αιτία, εφόσον έχουν επιδικαστεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση,

ββ. οι πάσης φύσεως υποχρεώσεις από οφειλές προς εργαζομένους,

γγ. όλες οι υποχρεώσεις, που αναφέρονται στο άρθρο 17, συμπεριλαμβανομένων και των υπό στοιχ. αα` και ββ` της παρούσας παραγράφου, που κατέστησαν ή θα καταστούν ληξιπρόθεσμες μέχρι 31.12.2000, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές θα αφορούν το προ της 31.12.1998 χρονικό διάστημα.

γ. Τα ποσοστά από 10% και 20% που προβλέπονται στην παρ. 8 του άρθρου 17 του Ν. 2744/1999, υπό στοιχεία α` και β` αντικαθίστανται σε 5% και 10% αντίστοιχα.

δ. Το τελευταίο εδάφιο της παρ.9 του άρθρου 17 του Ν. 2744/1999 αντικαθίσταται ως εξής:

“Ως τακτικά έσοδα λαμβάνονται υπόψη τα πραγματοποιηθέντα του οικονομικού έτους 1999 του οικείου δήμου ή κοινότητας.”

5. Παρέχεται προθεσμία ενός έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος προκειμένου οι δικαιούχοι άστεγοι και οικονομικά αδύναμοι δημότες να ανεγείρουν οικοδομή στα οικόπεδα που παραχωρήθηκαν από δήμους ή κοινότητες σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 249του π.δ. 410/1995.

Σχετικό: παρ.3γ άρθρ.18 Ν.2946/2001,ΦΕΚ Α 224/8/10.2001

6. α. Οι πόροι του Ειδικού Προγράμματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ε.Π.Τ.Α.) της παρ. 4 του άρθρου 13 του Ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244 Α`), όπως τροποποιήθηκε με την παρ.15 του άρθρου 9 του Ν. 2623/1998 (ΦΕΚ 139Α), κατατίθενται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σε ειδικό λογαριασμό με τίτλο “Πόροι του Ε.Π.Τ.Α.”.

`Ομοιος λογαριασμός δημιουργείται σε όλα τα Περιφερειακά Ταμεία Ανάmυξης στα οποία μεταβιβάζονται οι πιστώσεις του λογαριασμού του προηγούμενου εδαφίου για τη χρηματοδότηση έργων του Ε.Π.Τ.Α. ανά Περιφέρεια.

Ο τρόπος πίστωσης του ανωτέρω λογαριασμού, μεταβίβασης των πιστώσεων στα Περιφερειακά Ταμεία Αναπτυξης, χρηματοδότησης των έργων του Ε.Π.Τ.Α. και γενικά της διαχείρισης των λογαριασμών αυτών καθορίζεται με απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ.9 του άρθρου 13 του Ν. 2539/1997.

Η κατανομή των πόρων του λογαριασμού αυτού στις Περιφέρειες γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.

Μέχρι την έκδοση της πιο πάνω απόφασης η χρηματοδότηση των έργων του Ε.Π.Τ.Α. γίνεται σύμφωνα με τις ισχύουσες μέχρι 31.12.1997 διατάξεις.

β. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 13 του Ν. 2539/1997, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 31 του Ν. 2685/1999 (ΦΕΚ 35 Α) και την παρ. 9 του άρθρου 29 του Ν. 2738/1999 (ΦΕΚ 180 Α), καταργείται.

7. Για τον ορισμό εισηγητών και των αναπληρωτών τους στα πρωτοβάθμια Υπηρεσιακά Συμβούλια των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 163 του Ν. 2683/1999.

Αποφάσεις Υπηρεσιακών Συμβουλίων Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων που οι εισηγητές ορίσθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 38 του άρθρου 15 του Ν. 2503/1997, δεν πάσχουν ακυρότητα για το λόγο αυτόν.

8. Η προθεσμία που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 106 του Ν.2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α), όπως παρατάθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 11 του Ν. 2503/1997 και την παρ.9 του άρθρου 25 του Ν. 2738/1999, παρατείνεται μέχρι την 31.12.2001.

9. Η προθεσμία της παρ. 16 του άρθρου 9 του Ν. 2623/ 1998 (ΦΕΚ 139Α) παρατείνεται μέχρι την 31.12.2001.

10. Με απόφαση του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου μπορούν να διαγράφονται τέλη και πρόστιμα που βεβαιώΘηκαν σε βάρος ατόμων με ειδικές ανάγκες για καταλήψεις κοινόχρηστων δημοτικών και κοινοτικών χώρων προς το σκοπό πώλησης των ειδών τους. Η διαγραφή γίνεται ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων που υποβάλλεται στον οικείο δήμο ή κοινότητα μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.18 Ν.2946/2001,ΦΕΚ Α 224/8/10.2001.

11. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 28 του Ν. 2738/1999 αντικαθίσταται ως εξής:

“Ο αριθμός των μελών του διοικητικού συμβουλίου των ανωτέρω νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ορίζεται σε επτά (7) στην περίπτωση που η γεωγραφική περιοχή ευθύνης του δημοτικού λιμενικού ταμείου εκτείνεται στα όρια μέχρι τριών δήμων και σε ένδεκα (11) σε περισσότερους των τριών δήμων , μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται πάντοτε ο προϊστάμενος της λιμενικής αρχής της έδρας του δημοτικού λιμενικού ταμείου.

Σχετικό: παρ.3β άρθρ.18 Ν.2946/2001,ΦΕΚ Α 224/8/10.2001

12. Στην παρ. 2 του άρθρου 28 του Ν. 2738/1999 προστίθεται τελευταίο εδάφιο που έχει ως εξής:

“Στην περίπτωση κατά την οποία το συνιστώμενο δημοτικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου εκτείνεται σε γεωγραφική περιοχή, η οποία περιλαμβάνει και λιμάνια που βρίσκονται εκτός των διοικητικών ορίων του Ο.Τ.Α.. που καΘορίζεται ως έδρα του. τότε αποκτά διαδημοτικό χαρακτήρα.”

13. Η παρ. 4 του άρθρου 28 του Ν. 2738/1999 αντικαθίσταται ως εξής:

“Αν η γεωγραφική περιοχή ευθύνης του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου εκτείνεται και σε λιμάνια που βρίσκονται εκτός των διοικητικών ορίων του δήμου της έδρας του Ταμείου, μετέχει στο διοικητικό συμβούλιο του συνιστώμενου Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου και ένας εκπρόσωπος από κάθε δήμο ή κοινότητα στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το αντίστοιχο λιμάνι. Το σύνολο των εκπροσώπων αυτών αποτελεί πάντοτε τη μειοψηφία των μελών του Συμβουλίου, περιοριζομένου προς τούτο του αριθμού τους με την υποχρεωτική συμμετοχή κατά πρώτον των δήμων άλλων νησιών και κατά δεύτερον με αφαίρεση εκπροσώπων των πληθυσμιακά μικρότερων Ο.Τ.Α. του νησιού στο οποίο βρίσκεται η έδρα του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου.”

14. Μετά την παρ. 16 του άρθρου 28 του Ν. 2738/1999 προστίθεται παρ. 17 και αναριθμείται η ισχύουσα παρ. 17 σε 18 ως εξής:

“17. Αν η γεωγραφική περιοχή ευθύνης του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου εκτείνεται και σε λιμάνια που βρίσκονται εκτός των διοικητικών ορίων του δήμου της έδρας του Ταμείου, δύναται το Ταμείο να συνάπτει προγραμματικές συμβάσεις με τους δήμους της ίδιας γεωγραφικής περιοχής για την είσπραξη των εσόδων, την καθαριότητα και συντήρηση των λιμανιών τους και τη διαχείριση και εκμετάλλευση της χερσαίας ζώνης.”

15. `Οσοι ολοκλήρωσαν το “Πρόγραμμα κατάρτισης και απόκτησης επαγγελματικής εμπειρίας ανέργων επιστημόνων αποφοίτων Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. σε θέματα Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Τοπικής Ανάπτυξης” και δεν έχουν καταλάβει κατά τη δημοσίευση του παρόντος θέσεις μόνιμου προσωπικού κατά τις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2738/1999 (ΦΕΚ 180 Α`), μπορούν να καταλάβουν θέσεις μόνιμου προσωπικού, σε άλλους δήμους της ίδιας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ή στην αντίστοιχη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, του κλάδου ή της ειδικότητας στην οποία καταρτίστηκαν , εφαρμοζομένων αναλόγως κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 30 του Ν. 2738/1999.
Άρθρο 12
Τροποποίηση του Ν.2734/1999

1. Η περίπτωση ε` της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 2734/1999 (ΦΕΚ 161 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“ε. Δεν έχει καταδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση για ανθρωποκτονία από πρόθεση (άρθρο 299 Π.Κ.), αποπλάνηση παιδιών (άρθρο 339 Π.Κ.), μαστροπεία (άρθρο 349 Π.Κ.), σωματεμπορία (άρθρο 350 Π.Κ.), ληστεία (άρθρο 380 Π.Κ.) και εκβίαση (άρθρο 385 Π.Κ.), καθώς και για παράβαση των διατάξεων των νόμων περί όπλων και ναρκωτικών”.

2. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 4 του ιδίου ως άνω νόμου αντικαθίσταται ως εξής:

“Η άδεια χορηγείται σε άτομα ηλικίας άνω των πενήντα (50) ετών, εφόσον πληρούν και τις προϋποθέσεις των εδαφίων γ`, δ` και ε` της παρ. 1 του άρθρου 1 και ισχύει για τρία χρόνια”.

3. Η περίπτωση στ` της παρ. 1 του άρθρου 5 του ιδίου ως άνω νόμου αντικαθίσταται ως εξής:

“στ. Εκμισθώνει ή παραχωρεί τη χρήση οικήματος σε πρόσωπο που δεν κατέχει πιστοποιητικό άσκησης επαγγέλματος ή το οίκημα δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του άρθρου 3”.

4. Η περίπτωση β` του άρθρου 7 του ίδιου ως άνω νόμου αντικαθίσταται ως εξής:

“β. Με την προβλεπόμενη από το άρθρο 3 άδεια εγκατάστασης και χρήσης, μέσα σε τρεις (3) μήνες από την έκδοση της προβλεπόμενης από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου απόφασης. Η ανωτέρω υποχρέωση ισχύει και για τα πρόσωπα που κατέχουν την προβλεπόμενη από το άρθρο 9 του Ν. 1193/1981 άδεια εγκατάστασης. Μέχρι την παρέλευση της ως άνω προθεσμίας δεν εφαρμόζονται οι ποινικές διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1β του παρόντος νόμου.”
Άρθρο 13

Αναστέλλεται μέχρι 31.12.2000 η υποχρέωση καταβολής του οφειλόμενου τέλους διαφήμισης για την προβολή προϊόντων σε χώρους καταστημάτων, δυνάμει της διατάξεως της κατηγορίας Δ` του άρθρου 15 του από 24.9. και 20.10.1958 Βασιλικού Διατάγματος όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
Άρθρο 14

Οι πράξεις εφαρμογής των σχεδίων πόλεων, όπως κυρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 1337/1983 για τις περιοχές των Κτηματολογίων Ρόδου και Κω-Λέρου, είναι εκτελεστές και η καταχώριση διενεργείται αυτεπαγγέλτως μετά από γνωστοποίηση προς το Κτηματολογικό Γραφείο από τον ενδιαφερόμενο δήμο.

Τα όρια, το εμβαδόν και τα λοιπά στοιχεία των κτηματολογικών μερίδων , που προϋπήρχαν των πράξεων εφαρμογής και καλύπτονται από την καταχώριση των πράξεων εφαρμογής, παύουν να ισχύουν από την ημερομηνία της καταχώρισης αυτής.

Τα βάρη που είναι εγγεγραμμένα στις κτηματολογικές μερίδες που καταργήθηκαν μεταφέρονται στις νέες κτηματολογικές μερίδες των ίδιων ιδιοκτητών, όπως αυτές προκύπτουν από την πράξη εφαρμογής, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη πράξη.

Διορθώσεις στοιχείων των νέων κτηματολογικών μερίδων, όπως προήλθαν από τις πράξεις εφαρμογής, γίνονται μόνο σύμφωνα με τη διαδικασία του ν. 1337/1983.
Άρθρο 15
Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.

1. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 94 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Ν.2683/1999 ΦΕΚ 19Α`) καταργείται.

2. Το άρθρο 116 του ανωτέρω Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

“Αρθρα 116 Πειθαρχικά Οργανα

Πειθαρχική εξουσία στους υπαλλήλους ασκούν.

α) Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοί τους.

β) Το Διοικητικό Συμβούλιο Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου για τους υπαλλήλους του Νομικού Προσώπου.

γ) Το Υπηρεσιακό Συμβούλιο.

δ) Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του άρθρου 163α και

ε) Το Συμβούλιο της Επικρατείας.

3. Η παρ. 1 του άρθρου 120 του ανωτέρω Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Τα υπηρεσιακά συμβούλια μπορούν να επιβάλλουν οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή. Τα υπηρεσιακά συμβούλια κρίνουν σε πρώτο βαθμό μετά από παραπομπή της υπόθεσης σε αυτά και σε δεύτερο βαθμό μετά από άσκηση ένστασης κατ` αποφάσεων πειθαρχικώς προϊσταμένων.

Το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο του άρθρου 163α αποφαίνεται σε δεύτερο βαθμό ύστερα από ένσταση κατ` αποφάσεων των υπηρεσιακών συμβουλίων και σε πρώτο βαθμό για την εκδίκαση του παραπτώματος του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 123.”

4. Η περ. β` του άρθρου 121 του ανωτέρω Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

“β) του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου που επιβάλλει τις πειθαρχικές ποινές του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός και άνω, της στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή, του υποβιβασμού και της προσωρινής ή οριστικής παύσης και”

5. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 123 του ανωτέρω Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

“Το παpάπτωμα αυτό, για τα μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου, εκδικάζεται μετά από παραπομπή ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου.”

6. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 142 του ανωτέρω Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

“Οι αποφάσεις των υπηρεσιακών συμβουλίων που έκριναν σε πρώτο βαθμό υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, από τον υπάλληλο που τιμωρήθηκε, στις περιπτώσεις επιβολής της πειθαρχικής ποινής του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός και άνω, της στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή, του υποβιβασμού, της προσωρινής και οριστικής παύσης. `Ολες οι αποφάσεις των υπηρεσιακών συμβουλίων που έκριναν σε πρώτο βαθμό υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, υπέρ της διοίκησης, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο β` της επόμενης παραγράφου.”

7. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 142 του ανωτέρω Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

“4. Τα πειθαρχικά συμβούλια (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμιο), όταν κρίνουν μετά από ένσταση του υπαλλήλου ή υπέρ του δεν μπορούν να χειροτερέψουν τη θέση του.”

8. Η παρ. 3 του άρθρου 144 του ανωτέρω Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

“3. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, με εξαίρεση τις πειθαρχικές αποφάσεις που επιβάλλουν την ποινή της προσωρινής ή οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού. Το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί με απόφασή του να αναστείλει την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, εφόσον πιθανολογεί ανεπανόρθωτη βλάβη του προσφεύγοντα ή ευδοκίμηση της προσφυγής. Στην πεpίπτωση αυτήν , η εκδίκαση της προσφυγής γίνεται μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από τη χορήγηση της αναστολής, άλλως η χορηγηθείσα αναστολή εκτέλεσης της πειθαρχικής απόφασης παύει να ισχύει.

Στην περίπτωση κατά την οποία έχει ασκηθεί προσφυγή κατά αποφάσεως η οποία επιβάλλει την ποινή της προσωρινής ή οριστική παύσης ή του υποβιβασμού, η εκδίκαση της προσφυγής γίνεται μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από την άσκησή της, άλλως η πειθαρχική απόφαση εκτελείται από την οικεία υπηρεσία ή το Ν.Π.Δ.Δ., κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1.”

9. Η περ.δ` της παρ. 1 του άρθρου 158 του ανωτέρω Κώδικα διαγράφεται.

10. Το τελευταίο εδάφιο της παρ.2 του άρθρου 158 του ανωτέρω Κώδικα καταργείται.

11. Στο άρθρο 158 του ανωτέρω Κώδικα, οιλέξεις “πρωτοβάθμια υπηρεσιακά συμβούλια” αντικαθίστανται από τις λέξεις “υπηρεσιακά συμβούλια” και η παρ. 7 του ίδιου άρθρου καταργείται.

12. Η παρ. 2 του άρθρου 159 του ανωτέρω Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Σε κάθε υπηρεσία συνιστώνται, με απόφαση του οικείου Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ένα ή περισσότερα υπηρεσιακά συμβούλια.

13. Η παρ. 5 του άρθρου 159 του ανωτέρω Κώδικα καταργείται.

14. Η παρ. 6 του άρθρου 159 του ανωτέρω Κώδικα αναριθμείται σε 5 και αντικαθίσταται ως εξής:

“5. Στην Ακαδημία Αθηνών και σε κάθε Α.Ε.Ι. συνιστώνται με απόφαση του Προέδρου και του Πρύτανη αντίστοιχα, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μέχρι δύο (2) υπηρεσιακά συμβούλια.”

15. Η παρ. 3 του άρθρου 160 του ανωτέρω Κώδικα διαγράφεται.

16. Οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 160 του ανωτέρω Κώδικα αναριθμούνται σε 3 και 4 αντίστοιχα και στην παρ. 3 διαγράφονται οι λέξεις “και β` της παρ.3” καθώς και οι λέξεις “και γ` της παρ. 3”.

17. Στην παρ.3 του άρθρου 163 του ανωτέρω Κώδικα, η λέξη “πρωτοβάθμια” διαγράφεται και στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου διαγράφεται, επίσης, η λέξη “δευτεροβάθμια”.

18. Μετά το άρθρο 163 του ανωτέρω Κώδικα προστίθεται άρθρο 163 α, που έχει ως εξής:

“Αρθρο 163 α

Σύσταση και συγκρότηση δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου

1. Συνιστάται στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο. Το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο κρίνει σε δεύτερο βαθμό, κατά το νόμο και την ουσία, τις αποφάσεις όλων των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων, αποκλειστικά για τις υποθέσεις που ορίζονται στον παρόντα Κώδικα. Τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια είναι υποχρεωμένα να ενημερώνουν διαρκώς το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο για την πορεία και την έκβαση των πειθαρχικών υποθέσεων, από την εισαγωγή τους σε αυτά μέχρι την έκδοση της πειθαρχικής απόφασης. Με απόφαση του Προέδρου του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, ασκείται πειθαρχική δίωξη κατά των μελών των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων που παραβαίνουν τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου 123 του παρόντος, καθώς και τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

2. Το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο είναι επταμελές και αποτελείται από: α) έναν Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ., β) δύο Συμβούλους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους , με τους αναπληρωτές τους, που υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ., γ) ένα Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης με τον αναπληρωτή του Διευθυντή του ίδιου Υπουργείου, οι οποίοι ορίζονται από τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. δ) το Γενικό Διευθυντή αρμόδιο για θέματα προσωπικού του οικείου Υπουργείου, της Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας ή Ν.Π.Δ.Δ., όπου υπηρετεί ο πειθαρχικά διωκόμενος υπάλληλος, και αν δεν υπηρετεί Γενικός Διευθυντής, το Γενικό Διευθυντή αρμόδιο για θέματα προσωπικού του Υπουργείου που εποπτεύει το Ν.Π.Δ.Δ., και ε) δύο εκπροσώπους της Α.Δ.Ε.Δ. Υ., με τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι είναι μόνιμοι υπάλληλοι με βαθμό Διευθυντή, και οι οποίοι υποδεικνύονται με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.. Εάν η Α.Δ.Ε.Δ.Υ. δεν υποδείξει τους ανωτέρω εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την περιέλευση σε αυτήν εγγράφου ερωτήματος του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, τα μέλη αυτά μαζί με τους αναπληρωτές τους ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης από υπηρεσίες και Ν.Π.Δ.Δ., υπάλληλοι των οποίων υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα.

Χρέη Γραμματέα εκτελεί υπάλληλος της Γραμματείας του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από το Διευθυντή της.

3. Τα μέλη του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου μαζί με τους αναπληρωτές τους ορίζονται για θητεία δύο (2) ετών που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου, με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που εκδίδεται κατά το Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους απαγορεύεται η αντικατάσταση μελών, εκτός αν συντρέχουν αποδεδειγμένα σοβαροί υπηρεσιακοί ή προσωπικοί λόγοι.

4. Τα τακτικά μέλη των περιπτώσεων α`, β` και ε` είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο. Η θητεία τους σε αυτό θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας τους στις οργανικές τους θέσεις και στο βαθμό τον οποίο κατέχουν, για όλες τις συνέπειες. Τα τακτικά μέλη των περιπτώσεων α` και β` μπορούν να παρίστανται κατά τις συνεδριάσεις της Ολομέλειας και των τμημάτων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Τα τακτικά μέλη της περ. ε` της παρ. 2 αποσπώνται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, προκειμένου να οριστούν ως μέλη του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου. Η απόσπαση είναι υποχρεωτική για την υπηρεσία από την οποία προέρχονται. Στους αποσπασμένους καταβάλλονται από την υπηρεσία τους οι πάσης φύσεως αποδοχές και επιδόματα, που αντιστοιχούν στη θέση από την οποία προέρχονται.

5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών, καθορίζεται ειδική αποζημίωση των τακτικών μελών του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, καθώς και αποζημίωση των αναπληρωματικών μελών ανάλογα με τις συνεδριάσεις στις οποίες μετείχαν, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων.

6. Για τη διαδικασία ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 137, 138, 139, 140 και 141 του παρόντος Κώδικα.

7. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης καθορίζεται ο ειδικότερος τρόπος λειτουργίας του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, τα ζητήματα υπηρεσιακής αναπλήρωσης των μελών της περ. ε` της παρ. 2 και κάθε σχετική λεπτομέρεια εφαρμογής του παρόντος άρθρου.

8. Το έργο του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου υποστηρίζεται από γραμματεία της οποίας η οργάνωση, οι θέσεις του προσωπικού και ο τρόπος λειτουργίας της καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.”

19.α. Ο τίτλος του άρθρου 164 αντικαθίσταται ως εξής: “`Ενσταση ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου.”

β. Η παρ. 1 του άρθρου 164 του ανωτέρω Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Οι αποφάσεις των υπηρεσιακών συμβουλίων που έκριναν σε πρώτο βαθμό υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, από τον υπάλληλο που τιμωρήθηκε, στις περιπτώσεις επιβολής της πειθαρχικής ποινής του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός και άνω, της στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή, του υποβιβασμού, της προσωρινής και οριστικής παύσης. `Ολες οι αποφάσεις των υπηρεσιακών συμβουλίων που έκριναν σε πρώτο βαθμό υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, υπέρ της διοίκησης, κατά τα οριζόμενα στην επόμενη παράγραφο.”

γ. Η παρ. 3 του άρθρου 164 του ανωτέρω Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

“3. Η ένσταση κατατίθεται στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο που τη διαβιβάζει αμελλητί στο δευτεροβάθμιο με τον πλήρη φάκελο της υπόθεσης.”

20. Η παρ. 5 του άρθρου 164 του ανωτέρω Κώδικα καταργείται.

21. Η παρ. 12του άρθρου δεύτερου του Ν. 2683/1999 αντικαθίσταται ως εξής:

“12. Το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο συγκροτείται εντός του Δεκεμβρίου του έτους 2000. Από την 1η Ιανουαρίου του έτους 2001 αρχίζουν να ισχύουν και οι διατάξεις του παρόντος Κώδικα που ρυθμίζουν τη δυνατότητα υποβολής ένστασης ενώπιόν του.”

22. Οι υφιστάμενες οργανικές θέσεις στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους των Αντιπροέδρων και των Συμβούλων αυξάνονται κατά μία (1) και δύο (2) θέσεις αντίστοιχα.

Σχετικό: υπ`αριθμ. 2715/2010 απόφαση ΣΤΕ.
Άρθρο 16

α) Οι μαθητές της Β` τάξης του Ενιαίου Λυκείου και της Γ` τάξης Εσπερινού Ενιαίου Λυκείου του σχολικού έτους 1999-2000 που δεν προήχθησαν σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 34 του π.δ. 246/1998, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 16 του άρθρου 1 του π.δ. 153/2000 (ΦΕΚ 131 Α`) και τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 εδ. α` του π.δ. 153/2000, διατηρούν την προφορική τους βαθμολογία και παραπέμπονται για επανεξέταση το Σεπτέμβριο του έτους 2000, με τον τρόπο και τη διαδικασία των προαγωγικών εξετάσεων του Ιουνίου, στα μαθήματα στα οποία ο βαθμός ετήσιας επίδοσής τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 31 του π.δ.246/1998, είναι μικρότερος του εννέα και μισό (9,5).

β) Ειδικά, λεπτομερειακά ή τεχνικά θέματα διεξαγωγής των κάθε φύσεως εξετάσεων του Ενιαίου Λυκείου ρυθμίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

γ) Η ισχύς της παρούσας διάταξης αρχίζει από 1.9.2000.
Άρθρο 17

1. Προσωπικό το οποίο υπηρετεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου , ή υπηρέτησε, μέσα στο χρονικό διάστημα από 1.8.1999 μέχρι 31.3.2000, στο Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. α` και β` βαθμίδας και στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου πλήρους απασχόλησης ή με σύμβαση μίσθωσης έργου, κατατάσσεται σε οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του φορέα τελευταίας απασχόλησης, εφόσον κατά την 31.3.2000:

α) Είχε συνολική παροχή υπηρεσίας στο φορέα, με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή με συμβάσεις μίσθωσης έργου, τουλάχιστον είκοσι τέσσερις (24) μήνες.

β) Δεν είχε μεσολαβήσει, προκειμένου για προσωπικό που απασχολήθηκε με περισσότερες της μιας συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, χρονικό διάστημα διακοπής μεταξύ των συμβάσεων, μεγαλύτερο των δύο (2) μηνών.

γ) Η απαιτούμενη κατά το εδάφιο α` συνολική παροχή υπηρεσίας, προκειμένου για προσωπικό που απασχολήθηκε με συμβάσεις μίσθωσης έργου, έχει παρασχεθεί από 1.1.1995 και εφεξής.

δ) Κατά την πρόσληψη ή την κατάρτιση των συμβάσεων δεν παραβιάσθηκαν οι διατάξεις τις κείμενης νομοθεσίας που διέπει την πρόσληψη ή την κατάρτηση της συμβάσεως, των ΠΥΣ 236/94 (ΦΕΚ 115 Α`) και 55/98 (ΦΕΚ 292 Α`), καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α`) και του άρθρου 6 του Ν.2527/1997 (ΦΕΚ 206 Α`).

ε) Πρόκειται εφεξής να καλύψει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα, σε θέσεις του οποίου κατατάσσεται.

Σχετικό: παρ.3 του άρθρου 25 του Ν.3200/2003 (Α΄ 281)

Σχετικό:παρ.11 άρθρ.3 Ν.3255/2004,ΦΕΚ Α 138/22.7.2004

2. Στον κατά το εδάφιο α` της προηγούμενης παραγράφου απαιτούμενο χρόνο απασχόλησης προσμετράται, με την επιφύλαξη των οριζομένων στα εδάφια β`, γ` και δ. της προηγούμενης παραγράφου, ο χρόνος που διανύθηκε με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή μίσθωσης έργου , στο Δημόσιο,τους Ο.Τ.Α. α ` και β, βαθμίδας, στα Ν.Π.Δ.Δ. και, ειδικώς για το προσωπικό το οποίο συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε φορείς της παρ. 1, δυνάμει ειδικής διατάξεως νόμου, προερχόμενο από νομικά πρόσωπα που καταργήθηκαν, ο χρόνος που διανύθηκε με την ίδια σχέση εργασίας, στα καταργηθέντα με τις ειδικές διατάξεις, νομικά πρόσωπα. Αν έχουν συναφθεί με το ίδιο πρόσωπο συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και έργου, ο απαιτούμενος χρόνος του εδαφίου α` της προηγούμενης παραγράφου υπολογίζεται αθροιστικά.

Στον κατά το εδάφιο α` της προηγούμενης παραγράφου απαιτούμενο χρόνο δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το προσωπικό παρείχε τις υπηρεσίες του στο φορέα απασχόλησης, σε εκτέλεση προσωρινής διαταγής δικαστηρίου ή αποφάσεως που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ή μη τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως.

3. Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου υπάγεται και το προσωπικό με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου πλήρους απασχόλησης ή μίσθωσης έργου το οποίο μισθοδοτείται από προγράμματα χρηματοδοτούμενα συνολικά ή κατά ένα μέρος, από πόρους της Ευρωπαϊκής `Ενωσης, ή διεθνών οργανισμών ή δυνάμει διεθνών συμβάσεων ή από ειδικό λογαριασμό, επιφυλασσομένων των οριζομένων στις προηγούμενες παραγράφους.

4. Προσωπικό το οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του σε φορείς κοινωνικής ασφάλισης με σύμβαση μίσθωσης έργου κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 89 του Ν. 2084/1992, υπάγεται στις ρυθμίσεις της παρ. 1 υπό την προϋπόΘεση ότι έχει συνολική παροχή υπηρεσίας στο φορέα, κατά την 31.3.2000, είκοσι τέσσερις (24) τουλάχιστον μήνες, επιφυλασσομένων των προϋποθέσεων των εδαφίων γ`, δ` και ε` της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.

Καθήκοντα των υπαγομένων στην παρούσα παράγραφο είναι η συνέχιση κάθε εσωτερικής ή εξωτερικής υπηρεσίας που θα τους ανατεθεί αρμοδίως, συμπεριλαμβανομένης και της είσπραξης των ασφαλιστικών εισφορών με ένσημα.

Οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις περί μισθοδοσίας προσωπικού ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου διατάξεις, πλην αυτών που ασχολούνται, μέχρι την ολοκλήρωση της μηχανογράφησης, με την είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών με ένσημα (εξωτερικές εισπράξεις) που εξακολουθούν να αμείβονται με ποσοστά επί των εισπράξεων.

5. Για την, κατά την παράγραφο 1, κατάταξη απαιτούνται:

α) Υποβολή αίτησης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

β) Συνδρομή των προβλεπόμενων από την κείμενη νομοθεσία γενικών προσόντων διορισμού, εκτός από το ανώτατο όριο ηλικίας, και με την επιφύλαξη των οριζομένων στις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου 10 του Ν. 2266/1994 (ΦΕΚ 218Α).

γ) Εάν, με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, κριθεί, μετά την πάροδο της προθεσμίας υποβολής της αιτήσεως που ορίζεται ανωτέρω, ότι εχώρησε άκυρη καταγγελία συμβάσεως ορισμένου χρόνου, εφόσον ο ενδιαφερόμενος θα πληρούσε τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 1 εάν δεν είχε χωρήσει η, κριθείσα ως άκυρη, καταγγελία της συμβάσεως, η προθεσμία που ορίζεται στο εδάφιο α` της παρούσας παραγράφου αρχίζει από την επίδοση της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης.

Σχετικό: παρ.4 άρθρ.14 Ν. 3051/2002,ΦΕΚ Α 220/20.9.2002

6. Οι κατατασσόμενοι εντάσσονται σε υφιστάμενες θέσεις αντίστοιχης ή παρεμφερούς ειδικότητας και αν δεν υπάρχουν, σε προσωρινές θέσεις αντίστοιχης ειδικότητας, που συνιστώνται με την απόφαση κατάταξης.

7. Η κατάταξη γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου ύστερα από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου ως προς τη συνδρομή της προϋπόθεσης που ορίζεται στο εδάφιο ε` της παρ. 1 και ως προς την παρεμφερή ειδικότητα της προηγούμενης παραγράφου, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των διατάξεων των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 10 και των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 11 του Ν. 2266/1994.

Ειδικά, η κατάταξη των υπαγομένων στις ρυθμίσεις των προηγούμενων παραγράφων που υπηρετούν στους Ο.Τ.Α. α. βαθμίδας διενεργείται με πράξη του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας μετά από πρόταση , του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του δήμου ή της κοινότητας, ως προς τη συνδρομή της προϋπόθεσης που ορίζεται στο εδάφιο ε` της παρ. 1 και ως προς την παρεμφερή ειδικότητα της προηγούμενης παραγράφου.

8. Οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές της νέας θέσης τους, από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξής τους. Ο χρόνος των συμβάσεων μίσθωσης έργου του εδ. α` της παρ. 1 λογίζεται για όλες τις συνέπειες ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.

9. Στις θέσεις των κατά τα ανωτέρω κατατασσόμενων δεν επιτρέπεται να προσληφθεί ή να απασχοληθεί με σύμβαση ορισμένου χρόνου ή με σύμβαση μίσθωσης έργου άλλο προσωπικό. Στους παραβαίνοντες την παρούσα διάταξη εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 15 του άρθρου 21 του Ν.2190/1994, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 5 του Ν. 2527/1997.

10. Από τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εξαιρείται το παρακάτω προσωπικό, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή με σύμβαση μίσθωσης έργου:

α) Το ειδικό επιστημονικό προσωπικό του άρθρου 103 παρ. 3 του Συντάγματος.

β) Το προσωπικό της Προεδρίας της Δημοκρατίας, της Βουλής των Ελλήνων, οι ειδικοί σύμβουλοι και οι ειδικοί συνεργάτες των πολιτικών γραφείων του Πρωθυπουργού, των μελών της Κυβέρνησης, των Υφυπουργών, Γενικών Γραμματέων, Γενικών Γραμματέων Περιφερειών και Νομαρχών , καθώς και το προσωπικό που προσλαμβάνεται στις θέσεις της παρ. 2 του άρθρου 33 του Ν.2190/1994 (Ν.1299/1982 άρθρο 52β, Ν. 1558/1985 άρθρο 30, π.γ.Σ. 88/85 άρΘρο 3, Ν. 1943/1991 άρΘρο 71, Π.Δ. 93/83, Ν. 1622/1986 άρθρο 65).

γ) Το κάθε κατηγορίας εκπαιδευτικό ή διδακτικό και βοηθητικό διδακτικό προσωπικό αρμοδιότητας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και των σχολών των Υπουργείων, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ..

Σχετικό: παρ.3 του άρθρου 25 του Ν.3200/2003 (Α΄ 281)

δ) Οι νομικοί σύμβουλοι, οι δικαστικοί σύμβουλοι, οι διευθυντές δικαστικού, οι προϊστάμενοι δικαστικού και οι δικηγόροι.

ε) `Οσοι έχουν προσληφθεί στα γραφεία τύπου και δημοσίων σχέσεων του άρθρου 67 του Ν. 1943/1991 (ΦΕΚ 50 Α), καθώς και οι δημοσιογράφοι.

στ) Οι χειριστές αεροπλάνων και ελικοπτέρων, οι διερευνητές ατυχημάτων και οι επιθεωρητές πτήσης της υπηρεσίας πολιτικής αεροπορίας του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών.

ζ) Το καλλιτεχνικό προσωπικό.

η) Οι γιατροί που παρέχουν υπηρεσίες με αυτή τους την ιδιότητα, υπό οποιαδήποτε νομική μορφή.

θ) Το προσωπικό που απασχολείται κατ` εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 113, του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α), του άρθρου 37 του Ν. 2072/1992 (ΦΕΚ 125 Α`) και της παρ.3 του άρθρου 2 του Ν.2314/1993 (ΦΕΚ 59 Α`).

ι) Το επιστημονικό προσωπικό των Α.Ε.Ι., των Τ.Ε.Ι. και των ερευνητικών ιδρυμάτων αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας `Ερευνας και Τεχνολογίας, που ασκεί ερευνητικό έργο.

ια) Το προσωπικό που έχει προσληφθεί με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή έργου για την κατασκευή έργων με αυτεπιστασία.

ιβ) Το προσωπικό που απασχολείται στις αρχές της εξωτερικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών.

11. Για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων το Α.Σ.Ε.Π. ασκεί έλεγχο με τους επιθεωρητές του, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης ή του οικείου Υπουργού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2190/1994.

12. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 10 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για το προσωπικό του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων `Εργων, που υπηρετούσε κατά την 31.12.1999 στους ΤΑΣ και ΓΑΣ της χώρας, με εξαίρεση τους ΤΑΣ και ΓΑΣ Αττικής, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 20, του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994, καθώς και της παρ.6 του άρθρου 13 του Ν. 2266/1999, μη απαιτουμένων των προϋποθέσεων που ορίζονται στα εδάφια α`, β` και γ` της παρ. 1 του παρόντος άρθρου. Το ανωτέρω προσωπικό κατατάσσεται σε ισάριθμες συνιστώμενες με την πράξη κατάταξης θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, σε επί μέρους ειδικότητες αποκατάστασης σεισμοπλήκτων, ανάλογα με τα τυπικά τους προσόντα.

Οι συμβάσεις του προσωπικού όλων των ειδικοτήτων, που έχει προσληφθεί στους ΓΑΣ και ΤΑΣ Αττικής, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση των ζημιών από το σεισμό της 7.9.1999, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 του Ν. 2190/1994, όπως ισχύει, παρατείνονται αυτοδικαίως μέχρι 31.12.2000.

13. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας, ύστερα από γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Περιφέρειας, κατατάσσονται σε μόνιμες θέσεις κλάδου της Περιφέρειας οι απασχολούμενοι κατά τη δημοσίευση του Ν. 2503/1997 (ΦΕΚ 107 Α), σε Γενικές Γραμματείες Περιφέρειας, οι οποίοι προέρχονται από Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός καθορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982, εφόσον.

α) εξακολουθούν να υπηρετούν στις Περιφέρειες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου,

β) έχουν συμπληρώσει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου συνολική υπηρεσία στις Περιφέρειες και στις Γενικές Γραμματείες Περιφέρειας, τουλάχιστον τριών (3) ετών και

γ) υποβάλλουν σχετική αίτηση μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός, από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

Οι ανωτέρω κατατάσσονται σε κενή θέση κλάδου της Περιφέρειας ανάλογα με τα τυπικά προσόντα τους και αν δεν υπάρχει, σε προσωποπαγή θέση που συνιστάται με την απόφαση κατάταξης.

Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 19 του άρθρου 9 του Ν. 2266/1994 και του άρθρου 23 του Ν. 2738/1999.

Σχετικό: άρθρο 32 Ν.3320/2005,ΦΕΚ Α 48/23.2.2005
Άρθρο 18
Εναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του.

Παραγγέλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 11 Σεπτεμβρίου 2000 Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Β. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ

Κ. ΛΑΛΙΩΤΗΣ Π. ΕΥΘΥΜΙΟΥ

ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Μ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ Μ. ΧΡΥΣΟΧΟΙΔΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 11 Σεπτεμβρίου 1999

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ Μ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ