ΝΟΜΟΣ 3011/2002

ΦΕΚ Α`/100/1-05-2002

Κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού για την προώθηση και αμοιβαία προστασία των επενδύσεων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Συμφωνία μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού για την προώθηση και αμοιβαία προστασία των επενδύσεων που υπογράφηκε στην Πόλη του Μεξικού στις 30 Νοεμβρίου 2000, της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στην ελληνική και αγγλική γλώσσα έχει ως εξής:

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΤΟΥ ΜΕΞΙΚΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και η Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού, αποκαλούμενες εφεξής “τα Συμβαλλόμενα Μέρη”,

ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να ενισχύσουν την οικονομική τους συνεργασία προς το αμοιβαίο όφελος των δύο Κρατών σε μακροχρόνια βάση,

ΕΧΟΝΤΑΣ ως στόχο τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για τις επενδύσεις επενδυτών του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους, στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους,

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι η προώθηση και προστασία των επενδύσεων, βάσει της παρούσας Συμφωνίας, θα τονώσει την πρωτοβουλία στον τομέα αυτόν,

ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ: ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι: ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΑΡΘΡΟ 1 Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας Συμφωνίας:

1. “Επένδυση” σημαίνει κάθε είδους περιουσιακό στοιχείο που έχει αποκτηθεί ή χρησιμοποιείται για οικονομικούς σκοπούς και έχει επενδυθεί από επενδυτή του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους σύμφωνα με τη νομοθεσία του τελευταίου Συμβαλλόμενου Μέρους και περιλαμβάνει ειδικότερα, αλλά όχι αποκλειστικά:

α) κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία και κάθε εμπράγματο δικαίωμα όπως δουλείες, νομή, υποθήκες, εμπράγματες ασφάλειες και ενέχυρα,

β) μετοχές, εταιρικά μερίδια και κάθε άλλη μορφή συμμετοχής σε εταιρία,

γ) χρηματικές και άλλες περιουσιακές απαιτήσεις και κάθε άλλη απαίτηση που έχει οικονομική αξία, εκτός από:

i. χρηματικές απαιτήσεις που προέρχονται αποκλειστικά από εμπορικά συμβόλαια για την πώληση αγαθών και υπηρεσιών,

ii. χορήγηση δανείων σε σχέση με εμπορική συναλλαγή, όπως χρηματοδότηση εμπορίου,

iii. χορήγηση δανείων με περίοδο αποπληρωμής μικρότερη από τρία έτη, από επενδυτή ευρισκόμενο στο έδαφος του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ευρισκόμενο στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.

Η εξαίρεση, ωστόσο, της χορήγησης δανείων με περίοδο αποπληρωμής μικρότερης των τριών ετών, δεν ισχύει στην περίπτωση δανείων που χορηγούνται από επενδυτή του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους σε νομικό πρόσωπο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, που αποτελεί θυγατρική εταιρεία του επενδυτή αυτού.

δ) δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας,

ε) δικαιώματα εκ παραχωρήσεως, εκχωρούμενα με οποιοδήποτε έννομο μέσο,

στ) απόδοση.

Ενδεχόμενη μεταβολή του τύπου της επένδυσης που έχει πραγματοποιηθεί δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της ως επένδυσης, υπό τον όρο ότι η εν λόγω μεταβολή περιλαμβάνεται στον ορισμό της επένδυσης.

Χρηματική οφειλή Συμβαλλόμενου Μέρους ή κρατικής επιχείρισης ή χορήγηση δανείου προς αυτά δεν θεωρείται επένδυση.

2. “Απόδοση” σημαίνει τα έσοδα που αποφέρει μία επένδυση και περιλαμβάνει ειδικότερα, αλλά όχι αποκλειστικά, κέρδη, τόκους, υπεραξία, μερίσματα, δικαιώματα πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας και αμοιβές.

3. “Επενδυτής” σημαίνει σε σχέση με κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος:

α) φυσικά πρόσωπα που έχουντην ιθαγένεια του εν λόγω Συμβαλλόμενου Μέρους, σύμφωνα με τη νομοθεσία του,

β) νομικά πρόσωπα ή άλλες οντότητες, περιλαμβανομένων εταιριών πάσης φύσεως που έχουν συσταθεί ή κατ` άλλον τρόπον λειτουργούν δεόντως σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω Συμβαλλόμενου Μέρους και έχουν την κύρια επιχειρηματική τους δραστηριότητα στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους αυτού.

4. “Εδαφος” σημαίνει, σε σχέση με κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, το έδαφος υπό την κυριαρχία του, περιλαμβανομένων και των χωρικών υδάτων, καθώς και τις θαλάσσιες περιοχές, επί των οποίων το εν λόγω Συμβαλλόμενο Μέρος ασκεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, κυριαρχικά δικαιώματα ή δικαιοδοσία. ΑΡΘΡΟ 2 Πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα Συμφωνία εφαρμόζεται σε επενδύσεις στο έδαφος του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους, που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του από επενδυτές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, τόσο πριν όσο και μετά τη θέση της σε ισχύ. Η παρούσα Συμφωνία δεν εφαρμόζεται, ωστόσο, σε διαφορές που είχαν ανακύψει πριν από τη θέση της σε ισχύ.

ΑΡΘΡΟ 3 Προώθηση και προστασία των επενδύσεων

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος προωθεί, στο έδαφος του, επενδύσεις επενδυτών του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους και κάνει δεκτές τις επενδύσεις αυτές σύμφωνα με τη νομοθεσία του.

2. Επενδύσεις επενδυτών Συμβαλλόμενου Μέρους απολαμβάνουν πάντοτε, στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, δικαίας μεταχειρίσεως και πλήρους προστασίας και ασφαλείας. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος εξασφαλίζει ότι η διαχείριση, συντήρηση, χρήση, εκμετάλλευση ή διάθεση, στο έδαφος του, επενδύσεων επενδυτών του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους δεν παρακωλύεται καθ` οιονδήποτε τρόπο με μέτρα αυθαίρετα ή διακριτικής φύσεως. ΑΡΘΡΟ 4 Μεταχείριση των επενδύσεων

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος παραχωρεί στις επενδύσεις που πραγματοποιούνται στο έδαφος του από επενδυτές του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που παραχωρεί σε επενδύσεις των ιδίων επενδυτών του ή σε επενδύσεις επενδυτών τρίτου κράτους, εφαρμοζομένης της ευνοϊκοτέρας μεταχειρίσεως.

2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος παραχωρεί στους επενδυτές του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, όσον αφορά τη διαχείριση, συντήρηση, χρήση, εκμετάλλευση ή διάθεση, στο έδαφος του, των επενδύσεων τους, μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που παραχωρεί στους ιδίους επενδυτές του ή σε επενδυτές τρίτου κράτους, εφαρμοζομένης της ευνοϊκοτέρας μεταχειρίσεως.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν συνεπάγονται υποχρέωση του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους να επεκτείνει στους επενδυτές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους τα πλεονεκτήματα οποιασδήποτε μεταχειρίσεως, προτιμήσεως ή προνομίου που απορρέουν από τη συμμετοχή του σε υφιστάμενη ή μελλοντική ζώνη ελευθέρων συναλλαγών, τελωνειακή ένωση, οικονομική ένωση, συμφωνία περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης ή παρόμοια διεθνή συμφωνία.

4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε φορολογικά μέτρα. Η παρούσα Συμφωνία δεν θίγει δικαιώματα και υποχρεώσεις των Συμβαλλόμενων Μερών που απορρέουν από οποιαδήποτε φορολογική σύμβαση. Σε περίπτωση ασυμβατότητας μεταξύ των διατάξεων της παρούσας Συμφωνίας και φορολογικής σύμβασης υπερισχύουν οι διατάξεις της τελευταίας. ΑΡΘΡΟ 5 Απαλλοτρίωση

1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη δεν απαλλοτριώνουν ή εθνικοποιούν επενδύσεις επενδυτών του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος τους, άμεσα ή έμμεσα με μέτρα που ισοδυναμούν με απαλλοτρίωση ή εθνικοποίηση (εφεξής “απαλλοτρίωση”), παρά μόνον: για λόγους δημοσίου συμφέροντος, με νόμιμες διαδικασίες, σε μη διακριτική βάση και κατόπιν καταβολής αποζημιώσεως σύμφωνα με την παράγραφο 2, κατωτέρω.

2. Η αποζημίωση:

α) καταβάλλεται χωρίς καθυστέρηση,

β) είναι ίση με την αγοραία αξία της απαλλοτριωθείσας επενδύσεως αμέσως πριν από την πραγματοποίηση της απαλλοτριώσεως. Η αγοραία αξία δεν αντανακλά οποιαδήποτε μεταβολή της αξίας που επήλθε λόγω του ότι η απαλλοτρίωση έγινε γνωστή νωρίτερα. Τα κριτήρια εκτίμησης της αξίας περιλαμβάνουν την τρέχουσα αξία, την αξία των περιουσιακών στοιχείων, περιλαμβανομένης της δηλωθείσας φορολογητέας αξίας των υλικών περιουσιακών στοιχείων και άλλα κατάλληλα κριτήρια για τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας,

γ) περιλαμβάνει τόκο από την ημέρα της απαλλοτριώσεως έως την ημέρα καταβολής, με το σύνηθες εμπορικό επιτόκιο,

δ) μεταφέρεται ελεύθερα σε ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα. ΑΡΘΡΟ 6 Αποζημιώσεις

Οι επενδυτές του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους των οποίων οι επενδύσεις στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους υφίστανται ζημίες λόγω πολέμου ή άλλης ένοπλης σύγκρουσης, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης, πολιτικών αναταραχών ή άλλων παρόμοιων γεγονότων στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, απολαμβάνουν από το δεύτερο Συμβαλλόμενο Μέρος μεταχείριση, όσον αφορά την αποκατάσταση, αποζημίωση ή άλλου είδους διευθέτηση, όχι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που το Συμβαλλόμενο Μέρος αυτό επιφυλάσσει στους ιδίους επενδυτές του ή στους επενδυτές τρίτου κράτους, εφαρμοζομένης της ευνοϊκοτέρας μεταχειρίσεως.

ΑΡΘΡΟ 7 Μεταφορές

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος εγγυάται το δικαίωμα της μεταφοράς όλων των πληρωμών που σχετίζονται με επένδυση.

Οι μεταφορές πραγματοποιούνται χωρίς καθυστέρηση, σε ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα, με την ισοτιμία της αγοράς κατά την ημέρα της μεταφοράς.

2. Οι μεταφορές αυτές περιλαμβάνουν ειδικότερα, αλλά όχι αποκλειστικά:

α) κεφάλαιο και πρόσθετα ποσά για τη συντήρηση ή επέκταση της επένδυσης,

β) απόδοση,

γ) ποσά για την εξόφληση δανείων,

δ) προϊόν πωλήσεως ή ρευστοποιήσεως της επένδυσης ή μέρους αυτής,

ε) αποζημιώσεις βάσει των άρθρων 5 και 6,

στ) πληρωμές που προκύπτουν από την επίλυση διαφορών.

3. Μη θιγομένων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να καθυστερήσει ή να εμποδίσει μεταφορά με τη δίκαιη, επί μη διακριτικής βάσεως και καλή τη πίστει εφαρμογή μέτρων:

α) για την προστασία των δικαιωμάτων πιστωτών,

β) σχετικών με ή για την εξασφάλιση της τήρησης νομοθεσίας,

i. σχετικής με την έκδοση, συναλλαγή και διαπραγμάτευση τίτλων, μελλοντικών συμβολαίων και παραγώγων,

ii. σχετικές με αναφορές ή αρχεία μεταφορών,

γ) σχετικών με ποινικά αδικήματα και την εκτέλεση αποφάσεων σε διοικητικές και αστικές διαδικασίες, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω μέτρα και η εφαρμογή τους δεν χρησιμοποιούνται ως μέσον αποφυγής τήρησης των δεσμεύσεων ή υποχρεώσεων Συμβαλλόμενου Μέρους βάσει της παρούσας Συμφωνίας.

4. Σε περίπτωση σοβαρών δυσχερειών ή απειλές σοβαρών δυσχερειών στο ισοζύγιο πληρωμών, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να περιορίσει προσωρινά τις μεταφορές, υπό τον όρο ότι το εν λόγω Συμβαλλόμενο Μέρος εφαρμόζει πρόγραμμα σύμφωνα με τα πρότυπα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Οι περιορισμοί αυτοί εφαρμόζονται σε δίκαιη, μη διακριτική και καλή τη πίστει βάση. ΑΡΘΡΟ 8 Υποκατάσταση

Εάν Συμβαλλόμενο Μέρος ή εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπός του προβεί σε πληρωμή βάσει εγγυήσεως ή ασφαλιστικού συμβολαίου για μη εμπορικούς κινδύνους σε σχέση με επένδυση επενδυτή στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, το τελευταίο Συμβαλλόμενο Μέρος αναγνωρίζει την εκχώρηση κάθε δικαιώματος ή απαιτήσεως του εν λόγω επενδυτή προς το πρώτο Συμβαλλόμενο Μέρος ή τον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του και το δικαίωμα του πρώτου Συμβαλλόμενου Μέρους ή του εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου του να ασκήσουν, δυνάμει υποκαταστάσεως, το εν λόγω δικαίωμα ή απαίτηση στον ίδιο βαθμό με τον προκάτοχο του δικαιώματος ή της απαίτησης.

Ωστόσο, σε περίπτωση διαφοράς, μόνον ο επενδυτής ή εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μπορεί να κινήσει ή να συμμετάσχει σε διαδικασίες ενώπιον εθνικών δικαστηρίων ή να υποβάλει την υπόθεση στη διεθνή διαιτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΙΙ, Μέρος Ι. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ: ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΜΕΡΟΣ 1

Επίλυση διαφορών μεταξύ Συμβαλλόμενου Μέρους και επενδυτή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.

ΑΡΘΡΟ 9 Πεδίο εφαρμογής και νομιμοποίηση

1. Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται σε διαφορές μεταξύ Συμβαλλόμενου Μέρους και επενδυτή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους σχετικές με προβαλλόμενη παραβίαση υποχρέωσης του πρώτου βάσει της παρούσας Συμφωνίας, που προκαλεί απώλεια ή ζημία στον επενδυτή ή στην επένδυση του. Νομικό πρόσωπο που αποτελεί επένδυση επενδυτή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, δεν μπορεί να προσφύγει στη διαιτησία βάσει του παρόντος Μέρους.

2. Εάν επενδυτής προσφύγει στη διαιτησία βάσει του παρόντος Μέρους, ο ίδιος ή η επένδυση του που είναι νομικό πρόσωπο, δεν μπορούν να κινήσουν ή να συνεχίσουν διαδικασίες ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, εκτός εάν πρόκειται για διαδικασίες καταψηφιστικών, αναγνωριστικών ή άλλων έκτακτων μέτρων που δεν περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημιώσεως, ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου βάσει του δικαίου του Συμβαλλόμενου Μέρους, μέρους της διαφοράς. Εάν ο επενδυτής ή η επένδυση του που είναι νομικό πρόσωπο κινήσουν διαδικασίες ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, ο επενδυτής δεν μπορεί να προσφύγει στη διαιτησία βάσει του παρόντος Μέρους. ΑΡΘΡΟ 10 Τρόποι επίλυσης, προθεσμίες

1. Οι εν λόγω διαφορές θα πρέπει, εφόσον τούτο είναι δυνατόν, να επιλύονται δια διαβουλεύσεων. Εάν δεν επιλυθούν κατ` αυτόν τον τρόπο, ο επενδυτής μπορεί να επιλέξει να υποβάλει τη διαφορά προς επίλυση:

α) στα αρμόδια δικαστήρια του Συμβαλλόμενου Μέρους, μέρους της διαφοράς,

β) σύμφωνα με οποιαδήποτε εφαρμοστέα διαδικασία επίλυσης διαφορών έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων, ή

γ) στη διαιτησία σύμφωνα με το παρόν άρθρο βάσει:

i. της Σύμβασης για τη διευθέτηση “των σχετιζομένων προς τας επενδύσεις διαφορών μεταξύ Κρατών και υπηκόων άλλων Κρατών”, που έγινε στην Ουάσινγκτον στις 18 Μαρτίου 1965 (“Σύμβαση ICSID”), εφόσον τόσο το Συμβαλλόμενο Μέρος του επενδυτή όσο και το Συμβαλλόμενο Μέρος, μέρος της διαφοράς, είναι Μέρη της Σύμβασης ICSID,

ii. των Συμπληρωματικών Κανόνων Διευκόλυνσης του Κέντρου για τη διευθέτηση “των σχετιζομένων προς τας επενδύσεις διαφορών” (“Συμπληρωματική Διευκόλυνση ICSID”), εάν το Συμβαλλόμενο Μέρος του επενδυτή ή το Συμβαλλόμενο Μέρος, μέρος της διαφοράς, αλλά όχι και τα δύο, είναι Μέρη της Σύμβασης ICSID, ή

iii. των Κανόνων περί Διαιτησίας της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (“UNCITRAL”).

2. Η διαιτησία διέπεται από τους εφαρμοστέους κανόνες περί διαιτησίας στο βαθμό που αυτοί δεν τροποποιούνται από το παρόν Μέρος.

3. Η διαφορά μπορεί να υποβληθεί προς επίλυση σύμφωνα με την παράγραφο 1 γ), υπό τον όρο ότι έχουν παρέλθει έξι μήνες από το γεγονός που προκάλεσε την απαίτηση και ότι ο επενδυτής έχει επιδώσει στο Συμβαλλόμενο Μέρος, μέρος της διαφοράς, έγγραφη προειδοποίηση για την πρόθεση του να προσφύγει στη διαιτησία τουλάχιστον 90 ημέρες πριν από την πραγματική υποβολή του σχετικού αιτήματος.

4. Η προειδοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 θα πρέπει να περιλαμβάνει:

α) το όνομα και τη διεύθυνση του εμπλεκόμενου επενδυτή και, στην περίπτωση που η απαίτηση προβάλλεται από επενδυτή Συμβαλλόμενου Μέρους για λογαριασμό νομικού προσώπου, την επωνυμία και τη διεύθυνση του νομικού προσώπου,

β) τις διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας η παράβαση των οποίων προβάλλεται και κάθε άλλη σχετική διάταξη,

γ) τα θέματα και τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζεται η απαίτηση, και

δ) η αιτούμενη αποκατάσταση και το κατά προσέγγιση ποσό της αιτούμενης αποζημιώσεως. ΑΡΘΡΟ 11 Συγκατάθεση Συμβαλλόμενου Μέρους

Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος συγκατατίθεται χωρίς όρους, με την παρούσα Συμφωνία, στην υποβολή διαφοράς στη διεθνή διαιτησία σύμφωνα με το παρόν Μέρος. ΑΡΘΡΟ 12 Συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου

1. Εκτός εάν τα μέρη της διαφοράς συμφωνήσουν διαφορετικά, το διαιτητικό δικαστήριο απαρτίζεται από τρία μέλη. Κάθε μέρος της διαφοράς ορίζει από ένα μέλος και ένα τρίτο, το οποίο εκτελεί χρέη προέδρου, ορίζεται με συμφωνία των μερών της διαφοράς.

2. Τα μέλη των διαιτητικών δικαστηρίων θα πρέπει να διαθέτουν εμπειρία στο διεθνές δίκαιο και σε θέματα επενδύσεων.

3. Εάν το διαιτητικό δικαστήριο δεν έχει συγκροτηθεί εντός 90 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της διαφοράς στη διαιτησία, λόγω του ότι ένα μέρος της διαφοράς δεν όρισε μέλος ή διεφώνησε ως προς τον πρόε- δρο, ο Γενικός Γραμματέας του ICSID, κατόπιν αιτήματος ενός των μερών της διαφοράς, καλείται να ορίσει κατά την κρίση του τα μέλη ή το μέλος που δεν έχουν ακόμη ορισθεί. Ωστόσο, κατά τον ορισμό του προέδρου, ο Γενικός Γραμματέας του ICSID θα πρέπει να διασφαλίσει ότι ο πρόεδρος δεν είναι υπήκοος Συμβαλλόμενου Μέρους.

ΑΡΘΡΟ 13 Ενωση

1. Δικαστήριο ένωσης, συνιστώμενο βάσει του παρόντος άρθρου, λειτουργεί βάσει των Κανόνων περί Διαιτησίας της UNCITRAL και συνέρχεται και δικάζει σύμφωνα με τους εν λόγω Κανόνες όπως τροποποιούνται με το παρόν Μέρος.

2. Οι διαδικασίες ενώνονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν επενδυτής προσφεύγει στη διαιτησία για λογαριασμό νομικού προσώπου που αποτελεί επένδυση του και, συγχρόνως, άλλος επενδυτής ή επενδυτές που συμμετέχουν στο ίδιο νομικό πρόσωπο, προσφεύγουν για λογαριασμό τους για τις ίδιες παραβάσεις της παρούσας Συμφωνίας, ή

β) όταν υποβάλλονται στη διαιτησία δύο ή περισσότερες προσφυγές πηγάζουσες από κοινή νομική και ιστορική βάση.

3. Το δικαστήριο ένωσης αποφασίζει τη δικαιοδοσία του επί των προσφυγών και εξετάζει από κοινού τις εν λόγω προσφυγές, εκτός αν ο επενδυτής διαβεβαιώνει ότι τα συμφέροντα του υφίστανται σημαντική βλάβη. ΑΡΘΡΟ 14 Τόπος διεξαγωγής της διαιτησίας

Κάθε διαιτησία βάσει του παρόντος Μέρους, κατόπιν αιτήσεως μέρους της διαφοράς, διεξάγεται σε κράτος – μέρος της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, που έγινε στη Νέα Υόρκη στις 10 Ιουνίου 1958 (η “Σύμβαση της Νέας Υόρκης”). Προσφυγές στη διαιτησία, βάσει του παρόντος Μέρους, θεωρείται ότι προέρχονται από εμπορική σχέση ή συναλλαγή για τους σκοπούς του άρθρου 1 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης.

ΑΡΘΡΟ 15 Αποζημίωση

Συμβαλλόμενο Μέρος δεν δύναται να επικαλεσθεί ή να αντιτάξει υπό μορφή ανταπαίτησης, συμψηφισμού ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ότι έχει καταβληθεί ή πρόκειται να καταβληθεί οποιουδήποτε είδους αποζημίωση για το σύνολο ή μέρος της προβαλλόμενης απώλειας ή ζημίας, βάσει ασφαλιστικής συμβάσεως. ΑΡΘΡΟ 16 Εφαρμοστέο δίκαιο

1. Τα δικαστήρια που συγκροτούνται βάσει του παρόντος Μέρους επιλύουν τη διαφορά σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας και τους γενικά παραδεδεγμένους κανόνες και αρχές του διεθνούς δικαίου.

2. Από κοινού συμφωνημένη ερμηνεία των Συμβαλλόμενων Μερών διάταξης της παρούσας Συμφωνίας είναι δεσμευτική για τα δικαστήρια που συγκροτούνται βάσει του παρόντος Μέρους. ΑΡΘΡΟ 17 Αποφάσεις και εκτέλεση

1. Οι διαιτητικές αποφάσεις μπορούν να περιλαμβάνουν τις ακόλουθες μορφές επανόρθωσης:

α) δήλωση ότι Συμβαλλόμενο Μέρος δεν έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του βάσει της παρούσας Συμφωνίας,

β) χρηματική αποζημίωση,

γ) αποκατάσταση εις είδος στις κατάλληλες περιπτώσεις, υπό τον όρο ότι το Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να καταβάλει χρηματική αποζημίωση, εάν η εις είδος αποκατάσταση δεν είναι δυνατή, και

δ) με τη σύμφωνη γνώμη των μερών της διαφοράς, κάθε άλλη μορφή αποκατάστασης.

2. Οι διαιτητικές αποφάσεις είναι τελεσίδικες και δεσμευτικές μόνο για τα μέρη της διαφοράς και μόνον ως προς τη συγκεκριμένη περίπτωση.

3. Η τελική απόφαση δημοσιεύεται μόνον εφόσον υπάρχει γραπτή συμφωνία και των δύο μερών της διαφοράς.

4. Τα διαιτητικά δικαστήρια δεν επιβάλλουν σε Συμβαλλόμενο Μέρος ποινή εις χρήμα.

5. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει μέτρα, στο έδαφος του, για την αποτελεσματική εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του παρόντος άρθρου και εκτελεί αμέσως τις αποφάσεις αυτές που εκδίδονται στα πλαίσια διαδικασίας της οποίας είναι μέρος.

6. Επενδυτής μπορεί να επιδιώξει την εκτέλεση διαιτητικής απόφασης βάσει της Σύμβασης ICSID ή της Σύμβασης της Νέας Υόρκης, εάν και τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη είναι μέρη των εν λόγω Συμβάσεων.

7. Μέρος της διαφοράς δεν μπορεί να επιδιώξει εκτέλεση τελικής απόφασης μέχρις ότου:

α) στην περίπτωση τελικής απόφασης που έχει εκδοθεί βάσει της Σύμβασης ICSID:

i. παρέλθουν εκατόν είκοσι ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και δεν έχει ζητηθεί αναθεώρηση ή ακύρωση της απόφασης από μέρος της διαφοράς, ή

ii. ολοκληρωθούν διαδικασίες αναθεώρησης ή ακύρωσης, και

β) στην περίπτωση τελικής απόφασης που έχει εκδοθεί βάσει των Συμπληρωματικών Κανόνων Διευκόλυνσης του ICSID ή των Κανόνων περί Διαιτησίας της UNCITRAL:

i. παρέλθουν τρεις μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και δεν έχει κινηθεί από μέρος της διαφοράς διαδικασία αναθεώρησης, εξαφάνισης ή ακύρωσης της απόφασης, ή

ii. δικαστήριο απορρίψει αίτηση αναθεώρησης, εξαφάνισης ή ακύρωσης της απόφασης και δεν υφίστανται περαιτέρω ένδικα μέσα, ή

iii. δικαστήριο κάνει αποδεκτή αίτηση αναθεώρησης, εξαφάνισης ή ακύρωσης της απόφασης, ολοκληρωθούν οι διαδικασίες και δεν υφίστανται περαιτέρω ένδικα μέσα. ΜΕΡΟΣ 2 Επίλυση διαφορών μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών

ΑΡΘΡΟ 18

1. Κάθε διαφορά μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών σχετική με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας επιλύεται, εφόσον τούτο είναι δυνατόν, δια διαπραγματεύσεων, δια της διπλωματικής οδού.

2. Εάν η διαφορά δεν μπορέσει να επιλυθεί κατ` αυτόν τον τρόπο εντός έξι μηνών από την έναρξη των διαπραγματεύσεων, υποβάλλεται σε διαιτητικό δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως Συμβαλλόμενου Μέρους.

3. Συμβαλλόμενο Μέρος δεν μπορεί να κινήσει διαδικασίες βάσει του παρόντος Μέρους για διαφορά σχετική με παραβίαση δικαιωμάτων επενδυτή, την οποία ο επενδυτής έχει παραπέμψει βάσει του Μέρους 1 της παρούσας Συμφωνίας, εκτός εάν το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος δεν έχει συμμορφωθεί με την απόφαση που εκδόθηκε στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής. Στην περίπτωση αυτή, το διαιτητικό δικαστήριο που έχει συσταθεί βάσει του παρόντος Μέρους, κατόπιν αιτήσεως Συμβαλλόμενου Μέρους του οποίου ο επενδυτής ήταν μέρος της διαφοράς, μπορεί να αποφασίσει:

α) την έκδοση δήλωσης ότι η μη συμμόρφωση με την τελική απόφαση αποτελεί παραβίαση των υποχρεώσεων του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους βάσει της παρούσας Συμφωνίας, και

β) την έκδοση σύστασης συμμόρφωσης του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους με την τελική απόφαση.

4. Το διαιτητικό δικαστήριο συγκροτείται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ως ακολούθως: Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος ορίζει έναν διαιτητή και οι δύο αυτοί διαιτητές ορίζουν, κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας, υπήκοο τρίτης χώρας ως πρόεδρο. Οι διαιτητές ορίζονται εντός τριών μηνών και ο πρόεδρος εντός πέντε μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία Συμβαλλόμενο Μέρος γνωστοποίησε στο άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος την πρόθεση του να παραπέμψει τη διαφορά σε διαιτητικό δικαστήριο.

5. Εάν εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου δεν έχουν γίνει οι αναγκαίοι διορισμοί, οποιοδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Μέρη μπορεί, ελλείψει άλλης συμφωνίας, να καλέσει τον Πρόεδρο του Διεθνούς Δικαστηρίου να προβεί στους αναγκαίους διορισμούς. Εάν ο Πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου είναι υπήκοος ενός των Συμβαλλόμενων Μερών ή κωλύεται κατ` άλλον τρόπον να ασκήσει το εν λόγω καθήκον, καλείται να προβεί στους αναγκαίους διορισμούς ο Αντιπρόεδρος και, σε περίπτωση που ο τελευταίος είναι υπήκοος Συμβαλλόμενου Μέρους ή κωλύεται κατ` άλλον τρόπον να ασκήσει το εν λόγω καθήκον, το αρχαιότερο κατά σειρά Μέλος του Δικαστηρίου που δεν είναι υπήκοος Συμβαλλόμενου Μέρους καλείται να προβεί στους αναγκαίους διορισμούς.

6. Το διαιτητικό δικαστήριο αποφασίζει σύμφωνα με το νόμο και, ιδίως, βάσει της παρούσας Συμφωνίας, καθώς και των γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων και αρχών του διεθνούς δικαίου.

7. Το δικαστήριο αποφασίζει την εσωτερική του διαδικασία, εκτός εάν τα Συμβαλλόμενα Μέρη ορίσουν άλλως. Το δικαστήριο εκδίδει την απόφαση του κατά πλειοψηφία. Η απόφαση αυτή είναι τελική και δεσμευτική για τα Συμβαλλόμενα Μέρη.

8. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος φέρει το κόστος του διαιτητή που όρισε το ίδιο, καθώς και της εκπροσώπησής του. Το κόστος του προέδρου, καθώς και κάθε άλλο κόστος φέρουν τα Συμβαλλόμενα Μέρη εξίσου. Το δικαστήριο δύναται πάντως να ορίσει στην απόφαση του ότι ένα από τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη θα φέρει μεγαλύτερο ποσοστό του κόστους και η απόφαση αυτή είναι δεσμευτική για τα Συμβαλλόμενα Μέρη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ: ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΑΡΘΡΟ 19 Εφαρμογή άλλων διατάξεων

1. Εφόσον η νομοθεσία Συμβαλλόμενου Μέρους ή υφιστάμενες ή αναλαμβανόμενες στο μέλλον, βάσει του διεθνούς δικαίου, μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών υποχρεώσεις επιπλέον της παρούσας Συμφωνίας περιλαμβάνουν ρυθμίσεις, γενικές ή ειδικές, με τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα σε επενδύσεις επενδυτών του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους για ευνοϊκότερη μεταχείριση από την προβλεπόμενη με την παρούσα Συμφωνία, οι ρυθμίσεις αυτές, στο μέτρο που είναι ευνοϊκότερες, υπερισχύουν της παρούσας Συμφωνίας.

2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος τηρεί οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση έχει αναλάβει εγγράφως σε σχέση με συγκεκριμένη επένδυση επενδυτή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους. Διαφορές σχετικές με τις εν λόγω υποχρεώσεις επιλύονται μόνο βάσει των όρων και προϋποθέσεων του αντίστοιχου συμβολαίου. ΑΡΘΡΟ 20 Διαβουλεύσεις

Κάθε φορά που κρίνεται απαραίτητο διεξάγονται διαβουλεύσεις μεταξύ εκπροσώπων των Συμβαλλόμενων Μερών επί θεμάτων που αφορούν την εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας. Οι διαβουλεύσεις διεξάγονται κατόπιν προτάσεως Συμβαλλόμενου Μέρους, σε χρόνο και τόπο που συμφωνούνται δια της διπλωματικής οδού.

ΑΡΘΡΟ 21 Θέση σε ισχύ – Διάρκεια – Λήξη

1. Η παρούσα Συμφωνία τίθεται σε ισχύ τριάντα ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία τα Συμβαλλόμενα Μέρη αντάλλαξαν έγγραφες ανακοινώσεις με τις οποίες πληροφορούν ότι ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες που απαιτούνται από τις αντίστοιχες νομοθεσίες τους για το σκοπό αυτόν. Παραμένει σε ισχύ για μία περίοδο δέκα ετών από την ημερομηνία αυτή.

Σχετικό: Ανακ.Υπ.Εξωτ. Αριθ.Φ.0544/ΑΣ712/Μ.5205 (ΦΕΚ Α΄ 219/20-09- 2002) η παρούσα τέθηκε σε ισχύ την 26η Σεπτεμβρίου 2002.

2. Εκτός εάν καταγγελθεί από Συμβαλλόμενο Μέρος τουλάχιστον ένα έτος πριν από την ημερομηνία λήξεως της ισχύος της, η παρούσα Συμφωνία παρατείνεται εν συνεχεία σιωπηρώς για δεκαετείς περιόδους. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διατηρεί το δικαίωμα να καταγγείλει τη Συμφωνία, κατόπιν ανακοινώσεως, τουλάχιστον ένα έτος πριν από την ημερομηνία λήξεως της τρέχουσας περιόδου ισχύος της.

3. Οσον αφορά επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από την ημερομηνία καταγγελίας της παρούσας Συμφωνίας, τα προηγούμενα άρθρα εξακολουθούν να ισχύουν για μία περαιτέρω δεκαετία από την ημερομηνία αυτή.

Εγινε εις διπλούν, στην πόλη του Μεξικού, την 30ή του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2000, στην ελληνική, ισπανική και αγγλική γλώσσα και όλα τα κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά.

Σε περίπτωση ερμηνευτικών διαφορών υπερισχύει το αγγλικό κείμενο.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΞΙΚΟΥ

(υπογραφή) (υπογραφή)

Διονύσιος Κορδέλλας Dr. Herminio Blanco Mendoza Πρέσβης της Ελλάδος Υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανικής Ανάπτυξης

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Kυβερνήσεως και της Συμφωνίας που κυρώνεται από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 21 παρ. 1 αυτής.

Παραγγέλλουμε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 1η Μαϊου 2002

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΟIΚΟΝΟΜIΑΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΟIΚΟΝΟΜIΚΩΝ

Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗΣ Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Α. ΤΣΟΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ Φ. ΠΕΤΣΑΛΝΙΚΟΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 1η Μαϊου 2002

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Φ. ΠΕΤΣΑΛΝΙΚΟΣ