ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3234 (ΦΕΚ Α΄52 18.2.2004)
Αναπροσαρμογή συντάξεων του Δημοσίου και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο 1
Αναπροσαρμογή συντάξεων
1. Όπου στις διατάξεις των άρθρων 9 και 82 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Π.Δ. 166/2000, ΦΕΚ 153 Α) αναφέρεται “Ν. 2470/1997” από 1ης Ιανουαρίου 2004 και μετά, νοείται “Ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α)”.
2. Τα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κώδικα Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων (Π.Δ.167/2000, ΦΕΚ 154Α) αντικαθίστανται ως εξής:
“Η κατάταξη σε μισθολογικά κλιμάκια των σιδηροδρομικών υπαλλήλων που υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, από 1ης Ιανουαρίου 2004 και εφεξής, γίνεται με βάση την ανωτέρω κατά κλάδο εξομοίωση και την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 3205/2003, αντίστοιχη μισθολογική κλίμακα του κλάδου αυτού. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 16 του Ν. 2470/1997 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους της παραγράφου αυτής.”
3. Οι διατάξεις τηςπαραγράφου 8 του άρθρου 4 του Κώδικα Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων αντικαθίστανται ως εξής:
“8. Ως μισθός για τον κανονισμό της σύνταξης των γενικών διευθυντών και των βοηθών γενικών διευθυντών λαμβάνεται υπόψη ο βασικός μισθός της θέσης του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου. Τη σύνταξη αυτή δικαιούνται όσοι διετέλεσαν σε θέση γενικού διευθυντή ή βοηθού γενικού διευθυντή, επί μία τουλάχιστον τριετία, με εξαίρεση τις περιπτώσεις θανάτου ή απόλυσης λόγω νόσου ή τριακονταπενταετίας ή ορίου ηλικίας ή κατάργησης της θέσης τους.”
4. Ο ανακαθορισμός της σύνταξης των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων και των κληρικών που εξήλθαν από την υπηρεσία από 1ης Ιανουαρίου 2004 έως τη δημοσίευση του νόμου αυτού γίνεται από τις αρμόδιες διευθύνσεις συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, μετά την έκδοση από τη Διοίκηση της πράξης κατάταξης του υπαλλήλου σε μισθολογικό κλιμάκιο και την κοινοποίηση της πράξης αυτής στις παραπάνω διευθύνσεις.
Ειδικά ο ανακαθορισμός των συντάξεων των υπαλλήλων των παραγράφων 1Ο και 11 του άρθρου 9, καθώς και του όρθρου 82 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, γίνεται οίκοθεν από τις αρμόδιες διευθύνσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις των παραγράφων αυτών.
Τα οικονομικό αποτελέσματα από τον ανακαθορισμό των συντάξεων της παρούσας παραγράφου αρχίζουν από την ημερομηνία έναρξης πληρωμής της σύνταξης.
5. Οι συντάξεις των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων που έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία έως και 31 Δεκεμβρίου 2003 αναπροσαρμόζονται από 1ης Ιανουαρίου 2004 οίκοθεν από τις αρμόδιες διευθύνσεις συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως και 7 και 19 του Ν. 3205/2003 σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων. Τυχόν επιπλέον χρόνος που χρησίμευσε στη μισθολογική εξέλιξη των ανωτέρω με τις διατάξεις του Ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α), λαμβάνεται υπόψη για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων αυτών με την παρούσα αναπροσαρμογή.
6. Η κατάταξη σε μισθολογικό κλιμάκια των συνταξιούχων της προηγούμενης παραγράφου γίνεται με βάση τον κλάδο στον οποίο ανήκουν και την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 3205/2003 αντίστοιχη μισθολογική κλίμακα.
7. Η πλασματική υπηρεσία που προβλέπεται από ειδικές συνταξιοδοτικές διατάξεις και λογίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία για κάθε συνέπεια δεν λαμβάνεται υπόψη για την κατάταξη στα μισθολογικά κλιμάκια του οικείου κλάδου.
8. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων για αναπροσαρμογή των συντάξεων έχουν εφαρμογή και για τις συντάξεις των παρακάτω ειδικών κατηγοριών συνταξιούχων:
α) Των ιατρών των αγροτικών ιατρείων, των υγειονομικών σταθμών και των κινητών υγειονομικών μονάδων που εξήλθαν πριν από την ισχύ του Ν. 828/1978 (ΦΕΚ 202 Α), καθώς και των ιατρών των νοσηλευτικών ιδρυμάτων του Ν.Δ. 2592/1953 (ΦΕΚ 254 Α), οι οποίοι δεν εντάχθηκαν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας.
β) Των αναπληρωτών αγροφυλάκων, των επί θητεία αγροφυλάκων, των αγροφυλάκων και των αρχιφυλάκων αγροφυλακής, καθώς και των υπαλλήλων περιορισμένης διαβάθμισης του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. οι οποίοι εξελίσσονται στα κλιμάκια της κατηγορίας τους.
γ) Των ασφαλισμένων στο τέως Τ.Α.Κ.Ε..
δ) Των δικηγόρων με έμμισθη εντολή των οποίων η σύνταξη αναπροσαρμόζεται με βάση τα μισθολογικά κλιμάκια της ΠΕ κατηγορίας του Ν. 3205/2003, όπως αυτά διαμορφώνονται κάθε φορά, κατά την παρακάτω αντιστοιχία:
α. Δικηγόροι στο Πρωτοδικείο το 150 Μ. Κ.
β. Δικηγόροι στο Εφετείο το 80 Μ.Κ.
γ. Δικηγόροι στον Άρειο Πάγο το 10 Μ.Κ. και
ε) Των αδιαβάθμιστων κοινοτικών υπαλλήλων των οποίων η σύνταξη αναπροσαρμόζεται με βάση ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) του βασικού μισθού του εισαγωγικού μισθολογικού κλιμακίου της ΥΕ κατηγορίας, όπως αυτός διαμορφώνεται κάθε φορά και τα έτη της συνολικής συντάξιμης υπηρεσίας τους.
9. Ειδικά οι συντάξεις:
α) Των τέως αναπληρωτών γενικών διευθυντών αναπροσαρμόζονται με βάση ποσοστό ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών του βαθμού Γενικού Διευθυντή Υπουργείου, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.
β) Των τέως επιθεωρητών εκπαίδευσης αναπροσαρμόζονται με βάση μηνιαίο βασικό μισθό ο οποίος προσδιορίζεται με πολλαπλασιασμό του βασικού μισθού του Μ.Κ. 1 της κατηγορίας ΠΕ με συντελεστή ένα και είκοσι εκατοστά (1,20).
γ) Των προσώπων των διατάξεων της παραγράφου 7 του άρθρου 1 του Π.Δ. 166/2000 στα οποία περιλαμβάνονται και οι μετακλητοί ή επί θητεία νομάρχες α` ειδικών θέσεων, επί κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων, με εξαίρεση τους Επάρχους, αναπροσαρμόζονται με βάση τις μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές Γενικού Γραμματέα Υπουργείου, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.
δ) Των λογοτεχνών -καλλιτεχνών αναπροσαρμόζονται οίκοθεν από τις αρμόδιες διευθύνσεις συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και το ποσό της σύνταξής τους ορίζεται ίσο με το πεννήντα τοις εκατό (50%) του μηνιαίου βασικού μισθού του 30υ Μ.Κ. της ΠΕ κατηγορίας όπως ισχύει κάθε φορά για τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους.
10. Οι διατάξεις του Κώδικα Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων, όπως τροποποιημένες με τις διατάξεις του άρθρου αυτού του νόμου αυτού ισχύουν, έχουν εφαρμογή και για την αναπροσαρμογή των συντάξεων που έχουν ήδη κανονιστεί μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Η αναπροσαρμογή γίνεται οίκοθεν από τις αρμόδιες διευθύνσεις συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 2004. Προκειμένου για συνταξιοδοτούμενους από το Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (Τ.Α.Π.Ο.Τ.Ε.) με τις διατάξεις του Ν.Δ.3395/1955 (ΦΕΚ 276 Α), κατά το χρονικό διάστημα από 1 ης Ιανουαρίου 2004 και μετά, τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την ημερομηνία έναρξης πληρωμής της σύνταξης.
11. Τα ποσά των περιπτώσεων α`, β` και γ` της παραγράφου 7 του άρθρου 1 του Ν.2592/1998 αυξάνονται από 1ης Ιανουαρίου 2004 σε 90,160 και 230 ευρώ, αντίστοιχα.
12. Η οικογενειακή παροχή που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 11 του Ν. 3205/2003, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά, χορηγείται από 1 ης Ιανουαρίου 2004 με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις στους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου γενικά.
13. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 55 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:
“5. Το κατώτατο όριο σύνταξης ή βοηθήματος των συνταξιούχων και βοηθηματούχων του Δημοσίου γενικά καθορίζεται, χωρίς το συνυπολογισμό του επιδόματος εξομάλυνσης, καθώς και του τυχόν καταβαλλόμενου επιδόματος ανικανότητας, στο μισό του μηνιαίου βασικού μισθού του εισαγωγικού μισθολογικού κλιμακίου της ΥΕ κατηγορίας, όπως ισχύει κάθε φορά.”
14. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 18του Κώδικα Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων αντικαθίστανται ως εξής:
“2. Το κατώτατο όριο σύνταξης ή βοηθήματος των συνταξιοδοτούμενων από το Δημόσιο σιδηροδρομικών συνταξιούχων και βοηθηματούχων καθορίζεται, χωρίς το συνυπολογισμό του επιδόματος εξομάλυνσης, καθώς και του τυχόν καταβαλλόμενου επιδόματος ανικανότητας στο μισό του μηνιαίου βασικού μισθού του εισαγωγικού μισθολογικού κλιμακίου της ΥΕ κατηγορίας, όπως ισχύει κάθε φορά.”
15. α. Οι διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου 59 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων που προστέθηκαν με τις διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 1 του Ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160 Α) παύουν να ισχύουν με εξαίρεση τους στρατιωτικούς.
β. Οι διατάξεις των παραγράφων 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 10 του Ν. 3075/2002 (ΦΕΚ 297 Α) παύουν να ισχύουν, με εξαίρεση τα πρόσωπα που διέπονται από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του ίδιου άρθρου και νόμου, καθώς και όσους από αυτά έχουν εξέλθει της υπηρεσίας μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2003.
16.α. Ειδικά για το έτος 2004 το ποσοστό αύξησης της καταβαλλόμενης την 31η Δεκεμβρίου 2003 σύνταξης, για όλους τους συνταξιούχους του Δημοσίου, γενικά, δεν μπορεί να είναι μικρότερο του τέσσερα τοις εκατό (4%), σε περίπτωση δε που είναι μικρότερο καταβάλλεται προσωπική και αμεταβίβαστη διαφορά μέχρι τη συμπλήρωση συνολικού ποσοστού αύξησης τέσσερα τοις εκατό (4%), η οποία προσαυξάνει το επίδομα εξομάλυνσης της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του Ν. 2768/ 1999 (ΦΕΚ 273 Α).
β. Για τον προσδιορισμό της καταβαλλόμενης την 31 η Δεκεμβρίου 2003 και την 1η Ιανουαρίου 2004 σύνταξης λαμβάνονται υπόψη τα ποσά της περίπτωσης β` της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του Ν. 2768/1999, καθώς και το επίδομα εξομάλυνσης του ίδιου άρθρου και νόμου.
γ. Η τυχόν καταβαλλόμενη προσωρινή προσωπική διαφορά της παραγράφου 1 Ο του άρθρου 1 του Ν. 2592/1998, καθώς και η προσωπική και αμεταβίβαστη διαφορά της παραγράφου 2του άρθρου 4του Ν. 2512/1997 (ΦΕΚ 138 Α), καθώς και των πρώτων εδαφίων των παραγράφων 10 και 6 των άρθρων 4 και 24, αντίστοιχα, του Ν. 2592/1998 και της περίπτωσης α` της παραγράφου 8 του άρθρου 1 του Ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α), διατηρείται μέχρι την εξάλειψή της λόγω αύξησης της σύνταξης από μισθολογική ή βαθμολογική προαγωγή.
17. α. Όπου στην ισχύουσα νομοθεσία προβλέπεται αύξηση των συντάξεων, των χορηγιών, των βοηθημάτων και των επιδομάτων ανικανότητας, που καταβάλλονται από το Δημόσιο, σύμφωνα με την ακολουθούμενη κάθε φορά επί των πολιτικών συντάξεων του Δημοσίου μισθολογική πολιτική, από 1 ης Ιανουαρίου 2005 και μετά, νοείται η ποσοστιαία κατ` έτος αύξηση του βασικού μισθού του εισαγωγικού μισθολογικού κλιμακίου της ΥΕ κατηγορίας.
β. Ειδικά για το έτος 2004 οι συντάξεις, οι χορηγίες, τα βοηθήματα και τα επιδόματα ανικανότητας της προηγούμενης περίπτωσης αυξάνονται κατά ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%).
18. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι δυνατή η χορήγηση των διαφορών που θα προκύψουν από τον κατά το νόμο αυτόν επανυπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών των μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2003 συνταξιοδοτηθέντων από τα ταμεία ή κλάδους επικουρικής ασφάλισης, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του οικείου Διοικητικού Συμβουλίου ανάλογα με την οικονομική δυνατότητά τους κάθε φορά. Στην περίπτωση αυτή οι διαφορές μπορούν να χορηγούνται και σταδιακά.
19. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2004.
Άρθρο 2
Συντάξεις παθόντων από βίαιο συμβάν και τροποποίηση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου
1.α. Οι διατάξεις της παραγράφου 15 του άρθρου 9 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:
“15. Για τον κανονισμό της σύνταξης του υπαλλήλου, ο οποίος καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο, λαμβάνονται υπόψη οι συντάξιμες αποδοχές του καταληκτικού κλιμακίου ή καταληκτικού βαθμού στον οποίο θα εξελισσόταν μισθολογικά ή βαθμολογικά σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο του παθήματος και αντιστοιχούν σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή και για όποιον καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία εξαιτίας δολοφονικής επίθεσης από ένα μόνο άτομο ή ομάδα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή λόγω της ιδιότητάς του ως υπαλλήλου στην ενέργεια ή συνταξιούχου.”
β. Στο τέλος του άρθρου 18 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:
“7. Ειδικά για τον υπολογισμό της σύνταξης της χήρας συζύγου και των τέκνωων των προσώπων της παραγράφο 15 του άρθρου 9 και της παραγράφου 4 του άρθρου 20 έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των δύο πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 94 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων.”
γ. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 20 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:
“4. Η σύνταξη που θα έπρεπε να απονεμηθεί στον υπάλληλο που πεθαίνει κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο ή δολοφονείται ή τραυματίζεται θανάσιμα από ένα μόνο άτομο ή ομάδα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή λόγω της ιδιότητάς του ως υπαλλήλου στην ενέργεια ή σε σύνταξη, υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές του μισθού του καταληκτικού κλιμακίου ή καταληκτικού βαθμού στον οποίο θα εξελισσόταν μισθολογικά ή βαθμολογικά αυτός που πέθανε ή δολοφονήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο του θανάτου του ή της δολοφονίας και αντιστοιχούν σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία.”
δ. Οι διατάξεις της παραγράφου 17 του άρθρου 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:
“17. Για τον κανονισμό της σύνταξης του στρατιωτικού, ο οποίος κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία και δεν μετατάσσεται για την αιτία αυτή σε ειδικές καταστάσεις διαθεσιμότητας, αποστρατείας ή υπηρεσίας γραφείου, λαμβάνονται υπόψη οι συντάξιμες αποδοχές του καταληκτικού βαθμού, στον οποίο θα εξελισσόταν μισθολογικά ή βαθμολογικά, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο του παθήματος, και αντιστοιχούν σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία. Ο βαθμός αυτός σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι ανώτερος του βαθμού Αντιστρατήγου προκειμένου περί ανθυπολοχαγών, υπολοχαγών, λοχαγών, ταγματαρχών, αντισυνταγματαρχών και συνταγματαρχών και των αντίστοιχων προς αυτούς. Ειδικά προκειμένου για τους Αρχηγούς των Σωμάτων Ασφαλείας, του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος για τον κανονισμό της σύνταξης λαμβάνεται υπόψη ο μισθός του βαθμού Αρχηγού Γ.Ε.Ε.Θ.Α..
Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όποιον καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία συνεπεία δολοφονικής επίθεσης από ένα άτομο μόνο του ή ομάδα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή για την ιδιότητά του ως στρατιωτικού στην ενέργεια ή σε σύνταξη.”
ε. Στο τέλος του άρθρου 46 του Κώδικα Πολιτικών και τρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:
“7. Ειδικά για τον υπολογισμό της σύνταξης της χήρας συζύγου και των τέκνων των προσώπων της παραγράφου 17 του άρθρου 34 και της παραγράφου 4 του άρθρου 48, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των δύο πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 94 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων.”
2.α. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής: “Για τους στρατιωτικούς που είναι παντελώς τυφλοί, παραπληγικοί ή τετραπληγικοί, καθώς και για όσους πάσχουν από Βήτα ομόζυγο μεσογειακή ή δρεπανοκυπαρική αναιμία και υποβάλλονται σε μετάγγιση ή από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση ή έχουν υποστεί μεταμόσχευση νεφρού, εφόσον για τις περιπτώσεις αυτές συντρέχει ποσοστό αναπηρίας 67%, αρκεί δεκαπενταετής πλήρης πραγματική συντάξιμη υπηρεσία.”
β. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 42 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:
“6. Η μηνιαία σύνταξη των προσώπων του τελευταίου εδαφίου της περίπτ. α` της παρ. 1 του άρθρου 26 του Κώδικα αυτού, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά, ορίζεται στα ογδόντα εκατοστά (80%) των αποδοχών της παρ. 2 του άρθρου 34, που λαμβάνουν κατά το χρόνο της εξόδου τους από την υπηρεσία, εφόσον εξέρχονται, λόγω παραίτησης ή απολύονται για λόγους υγείας, μετά τη συμπλήρωση δεκαπενταετούς πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.”
3. Ο χρόνος υπηρεσίας που υπολογίζεται στο διπλάσιο από τις διατάξεις του άρθρου 1 των Ν.Δ. 414/1974 (ΦΕΚ 138 Α), 142/1974 (ΦΕΚ 318 Α) και 179/1974 (ΦΕΚ 347 Α), επεκτείνεται από 1 ης Ιανουαρίου 1985 μέχρι το τέλος του έτους 1992, μετά το οποίο διατηρείται όπως αποκτήθηκε έως χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας και μόνο για τον κανονισμό της σύνταξης.
4.α. Η παράγραφος 2 του άρθρου 7 του Ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165Α) αντικαθίσταται από την έναρξη ισχύος του Ν. 3181/2003 (ΦΕΚ 218Α) ως εξής:
“2. Στρατιωτικός νοείται αυτός, που υπηρετεί στις `Ενοπλες Δυνάμεις, στην Ελληνική Αστυνομία, στο Λιμενικό και στο Πυροσβεστικό Σώμα, ως αξιωματικός, ανθυπασπιστής ή οπλίτης ή αυτός, που κατά το νόμο αντιστοιχεί στους βαθμούς αυτούς, ανεξάρτητα από το όπλο, σώμα, κλάδο ή ειδικότητα που ανήκει, καθώς και οι συνοριακοί φύλακες και οι ειδικοί φρουροί της Ελληνικής Αστυνομίας.”
β. Ο χρόνος υπηρεσίας των συνοριακών φυλάκων, καθώς και των ειδικών φρουρών που διανύθηκε στην Ελληνική Αστυνομία από την κατάταξή τους μέχρι τη μονιμοποίησή τους σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3181/2003, αναγνωρίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας. Η αναγνώριση γίνεται μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, με πράξη της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Οι ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη (εργοδότη και ασφαλισμένου) που έχουν καταβληθεί στο Ι.Κ.Α., για το ανωτέρω χρονικό διάστημα αποδίδονται στο Δημόσιο εντός εξαμήνου από την κοινοποίηση σε αυτό της σχετικής πράξης αναγνώρισης.
5.α. Στο τέλος του άρθρου 53 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:
“7. Ως έτος γέννησης οποιουδήποτε δικαιούχου σύνταξης λαμβάνεται εκείνο, που αποδεικνύεται από ληξιαρχική πράξη, η οποία έχει συνταχθεί μέσα σε ενενήντα ημέρες το πολύ από την ημέρα γέννησης. Αν δεν έχει συνταχθεί τέτοια ληξιαρχική πράξη, το έτος γέννησης αποδεικνύεται για τους άνδρες από το μητρώο αρρένων και για τις γυναίκες από το γενικό μητρώο των δημοτών.
Αν υπάρχουν περισσότερες εγγραφές στα μητρώα, επικρατεί η χρονικά προγενέστερη. Δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατά ττη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ή διοικητικές αποφάσεις που βεβαιώνουν την ηλικία ή διορθώνουν τις σχετικές εγγραφές δεν λαμβάνονται υπόψη από τα όργανα που κρίνουν ή δικαιοδοτούν για τις συντάξεις.”
β. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης έχουν εφαρμογή και για συνταξιοδοτικά δικαιώματα που κρίνονται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων, καθώς και τις διατάξεις του Κώδικα Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων (Π.Δ. 167/2000, ΦΕΚ 154 Α).
6. Στο τέλος του άρθρου 56 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 15, ως εξής:
“15, Η σύνταξη όσων θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με βάση τις διατάξεις της περίπτωσης β` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Κώδικα αυτού αρχίζει να καταβάλλεται μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους.”
7. Η παράγραφος 11 του άρθρου 59 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων που τέθηκε με τις διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 2 του Ν, 3075/2002 αναριθμείται, λαμβάνει αριθμό 12 και αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
“12. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 έχουν εφαρμογή και για τα πρόσωπα της παραγράφου 9, του άρθρου αυτού.”
8.α. Στο τέλος του άρθρου 59 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 13 ως εξής:
“13. Η εισφορά, η συμπληρωματική εισφορά, η εισφορά εξαγοράς, καθώς και η κράτηση για κύρια σύνταξη, όπου απαιτούνται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, για την αναγνώριση ως συντάξιμης, οποιασδήποτε προϋπηρεσίας ή υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένης και της στρατιωτικής θητείας, υπολογίζονται με βάση τις κάθε φορά συντάξιμες αποδοχές του χρόνου υποβολής της σχετικής αίτησης του υπαλλήλου ή του στρατιωτικού.”
β. Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1ης Ιανουαρίου 2003 και από την ίδια ημερομηνία κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει το θέμα της προηγούμενης περίπτωσης διαφορετικά καταργείται
9.α. Οι συντάξεις που έχουν κανονισθεί με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 1 Ο του άρθρου 15 και της παραγράφου 7 του άρθρου 42, του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, οι οποίες καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και5, του άρθρου 1 του Ν. 3029/2002, αντίστοιχα, αναπροσαρμόζονται οίκοθεν ή μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 15 και 42 του ίδιου Κώδικα, κατά περίπτωση.
β. Τα οικονομικά αποτελέσματα από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράψου αυτής αρχίζουν από 1 ης Ιανουαρίου 2004.
10.α. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 14 του Ν. 2084/1992 αντικαθίστανται ως εξής:
“2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή και για τις συντάξεις των οικογενειών όσων από αυτούς έχουν πεθάνει, καθώς και για τις συντάξεις όσων έπαθαν από τραύμα ή νόσημα που οφείλεται στην υπηρεσία.”
β. Η παράγραφος 3 του άρθρου 14 του Ν. 2084/1992 καταργείται και οι ακολουθούσες παράγραφοι αναριθμούνται αναλόγως,
γ. Οι συντάξεις που έχουν κανονισθεί με διαφορετικό τρόπο από όσα ορίζονται στις διατάξεις της παραγράφου αυτής αναπροσαρμόζονται οίκοθεν ή μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις αυτές.
δ. Τα οικονομικά αποτελέσματα από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 2004.
11.α. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Ν. 3075/2002 αντικαθίστανται από τότε που ίσχυσαν, ως εξής:
“3. Η ασφαλιστική -συνταξιοδοτική τακτοποίηση των προσώπων των προηγούμενων παραγράφων από το διορισμό τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού γίνεται σύμφωνα με τις πάγιες διατάξεις του φορέα ή ταμείου για το θέμα αυτό, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.
Ειδικά στην περίπτωση αυτή για τα πρόσωπα που θα υπαχθούν στην ασφάλιση του Δημοσίου ή το ειδικό καθεστώς του Ι.Κ.Α., οι ασφαλιστικές εισφορές, όπως το ποσοστό τους ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, υπολογίζονται για όλο το χρόνο υπηρεσίας τους στις θέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού που αναγνωρίζεται ως συντάξιμος. Για τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών και τον υπολογισμό της σύνταξης των προσώπων του προηγούμενου εδαφίου ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη αυτές που ορίζουν οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Ν. 2768/1999 (ΦΕΚ 273 Α), σε συνδυασμό και με τις διατάξεις της περίπτωσης δ` της παραγράφου 8 του άρθρου 1 του νόμου αυτού. Το ποσό που προκύπτει από τον κατά τα ανωτέρω υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και τον εργοδότη κατά την αναλογία των ισχυόντων ποσοστών εισφορών για κύρια σύνταξη, είτε εφάπαξ μέσα σε τρεις μήνες από την κοινοποίηση της απόφασης ή πράξης, οπότε παρέχεται έκπτωση πέντε τοις εκατό (5%), είτε σε δόσεις ισάριθμες με τους μήνες που αναγνωρίζονται, ο αριθμός των οποίων δε μπορεί να είναι μεγαλύτερος των σαράντα οκτώ (48) και εισπράττεται ως δημόσιο έσοδο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι το τέλος του μήνα που έπεται της κοινοποίησης της απόφασης ή πράξης, κάθε δε επόμενη δόση μέχρι το τέλος του μήνα στον οποίο αναφέρεται Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης δόσης το ποσό της επιβαρύνεται με τα προβλεπόμενα για τις καθυστερούμενες εισφορές πρόσθετα τέλη.
Εάν ο υπάλληλος ή ο συνταξιούχος αποβιώσει πριν την εξόφληση του ανωτέρω ποσού, οι υπολειπόμενες μηνιαίες δόσεις καταβάλλονται από τα πρόσωπα στα οποία μεταβιβάζεται η σύνταξη, σύμφωνα με τα ανωτέρω.
Η σύνταξη αρχίζει να καταβάλλεται στον ασφαλισμένο και σε περίπτωση θανάτου αυτού στα δικαιούχα πρόσωπα από την επόμενη ημέρα της εξόφλησης των οφειλόμενων από τον ασφαλισμένο εισφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.”
β. Στο τέλος του άρθρου 9 του Ν. 3075/2002 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
“4.α. Για τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού που θα υπαχθούν στην ασφάλιση του κοινού καθεστώτος του Ι.Κ.Α. και των λοιπών ασφαλιστικών οργανισμών, η αναγνώριση γίνεται με βάση τις αποδοχές τους και το άθροισμα της μηνιαίας εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη που ισχύει, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, για τον κλάδο σύνταξης του Ι. Κ.Α.
Ως βάση υπολογισμού των εισφορών δεν λαμβάνονται υπόψη αποδοχές που υπερβαίνουν, για μεν τους υπαγόμενους στο κοινό καθεστώς του Ι.Κ.Α. το εικοσιπενταπλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της 15ης ασφαλιστικής κλάσης, για δε τους υπαγόμενους στην ασφάλιση των λοιπών φορέων κύριας ασφάλισης το διπλάσιο του μέσου μηνιαίου κατά κεφαλή Α.Ε.Π. του έτους 1991, όπως τα ποσά αυτά ισχύουν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
Σε περίπτωση αποχώρησης από την υπηρεσία ή θανάτου πριν την υπαγωγή στην ασφάλιση, ως αποδοχές επί των οποίων υπολογίζονται οι εισφορές για τον αναγνωριζόμενο χρόνο, καθορίζεται το εικοσιπενταπλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της.8ης ασφαλιστικής κλάσης του Ι.Κ.Α.
Το ποσό που προκύπτει βάσει του ανωτέρω υπολογισμού καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και τον εργοδότη κατά την αναλογία των ισχυόντων ποσοστών εισφορών κλάδου σύνταξης του Ι.Κ.Α., είτε εφάπαξ, μέσα σε τρεις μήνες από την κοινοποίηση της απόφασης, οπότε παρέχεται έκπτωση πέντε τοις εκατό (5%), είτε σε δόσεις ισάριθμες με τους μήνες που αναγνωρίζονται, ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος των σαράντα οκτώ (48). Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι το τέλος του μήνα που έπεται της κοινοποίησης της απόφασης, κάθε δε επόμενη δόση μέχρι το τέλος του μήνα στον οποίο αναφέρεται Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης δόσης, το ποσό της επιβαρύνεται με τα προβλεπόμενα για τις καθυστερούμενες εισφορές πρόσθετα τέλη.
Αν έχει χωρήσει απασχόληση σε περισσότερες της μίας επιχειρήσεις της παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982 οι εργοδοτικές εισφορές επιμερίζονται στους οικείους εργοδότες, ανάλογα με το χρόνο απασχόλησης, με βάση το προβλεπόμενο ποσοστό εισφορών κλάδου σύνταξης του Ι.Κ.Α. και τις αποδοχές του τελευταίου φορέα, επιφυλασσομένων των διατάξεων του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της περίπτωσης αυτής.
Επί αδυναμίας προσδιορισμού του υπόχρεου εργοδότη λόγω παύσης λειτουργίας της επιχείρησης του Ν. 1256/1982 το σύνολο των εισφορών εργοδότη και ασφαλισμένου βαρύνουν εξ ολοκλήρου τον ασφαλισμένο και καταβάλλονται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στα προηγούμενα εδάφια.
Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου πριν την υποβολή της αίτησης ή πριν την εξόφληση του οφειλόμενου ποσού, το καθοριζόμενο ή υπολειπόμενο ποσό καταβάλλεται, σύμφωνα με τα ανωωτέρω από τα δικαιοδόχα πρόσωπα, στα οποία μεταβιβάζεται η σύνταξη.
Η σύνταξη αρχίζει να καταβάλλεται ή μεταβιβάζεται μετά την εξόφληση των εισφορών που αναλογούν στον ασφαλισμένο, βάσει των διατάξεων της περίπτωσης αυτής ή του συνόλου των εισφορών, επί αδυναμίας προσδιορισμού του εργοδότη.
β. Οι διατάξεις του άρθρου 3του Ν. 981/1979 (ΦΕΚ 239 Α) δεν έχουν εφαρμογή στα πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.”
12. Οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της περίπτωσης δ` της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του Ν. 3075/2002, ειδικά, για όσους έχουν συμπληρώσει, κατά την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, τα όρια ηλικίας που προβλέπονται από τις ίδιες διατάξεις, αρκεί να συντρέχουν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση.
13. Για την αναγνώριση του χρόνου δημόσιας υπηρεσίας ή υπηρεσίας σε Ν.Π.Δ.Δ. και τον υπολογισμό της σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 4202/1961, απαιτείται η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών του μεν εργοδότη από το Δημόσιο, του δε ασφαλισμένου από τον ίδιο. Η σύνταξη και οι ασφαλιστικές εισφορές στην περίπτωση αυτή υπολογίζονται με βάση τις αποδοχές της θέσης τους, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για την αναγνώριση.
14. Η διάταξη της παραγράφου 12 του άρθρου 3 του Ν. 3075/2002 αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής:
“12. Οι προθεσμίες που τάσσουν οι διατάξεις του άρθρου αυτού για δικαιώματα που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αρχίζουν από την ισχύ του.”
15.α. Οι διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α) έχουν εφαρμογή και για τα πρόσωπα της παραγράφου αυτής που απασχολούνται στο δημόσιο τομέα της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α) με οποιαδήποτε σχέση εργασίας και ανεξάρτητα από τον τρόπο αμοιβής τους, στα οποία περιλαμβάνονται και αυτά που τους ανατίθεται η διδασκαλία μαθημάτων σε σχολεία ή σχολές όλων των βαθμίδων της δημόσιας εκπαίδευσης.
β. Από τις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998 εξαιρούνται και τα πρόσωπα που αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, καθώς και τα πρόσωπα τα οποία απασχολούνται στο δημόσιο τομέα της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982 με μειωμένο ωράριο εργασίας και μέχρι δέκα (10) ώρες την εβδομάδα.
16. Ειδικά για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. οι οποίοι δεν έλαβαν το επίδομα των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 1 του Ν. 3029/2002 κρατήσεις για κύρια σύνταξη υπέρ Δημοσίου, καθώς και υπέρ Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.) και μόνο για το έτος 2003 διενεργούνται από 1 ης Ιανουαρίου του έτους αυτού επί του πράγματι καταβαλλόμενου επιδόματος του άρθρου 13 του Ν. 2470/1997 και μέχρι του συνολικού ποσού των 176 ευρώ. Η σύνταξη των υπαλλήλων του προηγούμενου εδαφίου υπολογίζεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 1 του Ν. 3029/2002, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3075/2002, ως να ελάμβαναν με τις αποδοχές τους το επίδομα των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευ ρώ και να είχε υποβληθεί το ποσό αυτό στις σχετικές κρατήσεις.
17.α. Οι βουλευτές οι οποίοι τελούν σε αναστολή άσκησης του επαγγέλματός τους συνεχίζουν., κατά τη διάρκεια της βουλευτικής θητείας τους, να ασφαλίζονται για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση και πρόνοια στους φορείς κύριας σύνταξης, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας που ασφαλίζονταν πριν την εκλογή τους στο βουλευτικό αξίωμα. Η παράλληλη ασφάλιση με εκείνη ως βουλευτών παρέχει και αντίστοιχο συντάξιμο ή ασφαλιστέο χρόνο, στον οικείο ασφαλιστικό φορέα, κατά περίπτωση. Οι αναλογούσες εισφορές για κύρια, επικουρική ασφάλιση και πρόνοια βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Βουλής. Οι ασφαλιστικές αυτές εισφορές καθορίζονται από τη νομοθεσία του κάθε ασφαλιστικού φορέα.
“Για τον προσδιορισμό των ανωτέρω ασφαλιστικών εισφορών, λαμβάνονται, ως βάση, ο ασφαλιστέος μισθός ή το τεκμαρτό ημερομίσθιο της αντίστοιχης ασφαλιστικής κλάσης ή κατηγορίας, όπως θα διαμορφώνονταν κάθε φορά εάν οι βουλευτές της παραγράφου αυτής συνέχιζαν, κατά περίπτωση, να απασχολούνται ή να αυτοαπασχολούνται ή να ασκούν ελευθέριο επάγγελμα και κατά τη διάρκεια της βουλευτικής θητείας τους. Σε περίπτωση που δεν προβλέπεται ασφαλιστέος μισθός ή τεκμαρτό ημερομίσθιο ή το ύψος αυτών υπερβαίνει τον ασφαλιστέο μισθό ή το τεκμαρτό ημερομίσθιο που αντιστοιχούν στην 28η ασφαλιστική κλάση του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ., οι ανωτέρω ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί του ασφαλιστέου μισθού ή του τεκμαρτού ημερομισθίου της κλάσης αυτής.”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.3 Ν.3670/2008,ΦΕΚ Α 117/20.6.2008.
β. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την ημερομηνία αναστολής άσκησης του επαγγέλματος των προσώπων της προηγούμενης περίπτωσης λόγω της απόκτησης της βουλευτικής ιδιότητας.
18. Στους βουλευτές της παραγράφου 17, οι οποίοι, πριν από την εκλογή τους, υπάγονταν στην ασφάλιση αναγνωρισμένων, δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων κύριας σύνταξης, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας της αλλοδαπής, εφόσον συνεχίζουν την ασφάλιση τους στους φορείς αυτούς και κατά τη διάρκεια της θητείας τους, καταβάλλονται, για την περίοδο αυτή από 1.1.2003 και εφεξής σε βάρος του προϋπολογισμού της Βουλής, οι αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές που οφείλονται στους ανωτέρω ασφαλιστικούς φορείς. Το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών του προηγούμενου εδαφίου δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να υπερβεί το ύψος των εισφορών που αντιστοιχεί στο ανώτατο όριο αποδοχών της ανώτατης ασφαλιστικής κλάσης του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., όπως ισχύει κάθε φορά. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, καθορίζονται η διαδικασία και ο τρόπος καταβολής των ποσών, που αντιστοιχούν στις ανωτέρω ασφαλιστικές εισφορές, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και κάθε άλλο ειδικότερο θέμα και σχετική λεπτομέρεια.
Σημ.: όπως η παρ.18 προστέθηκε με την παρ.2α άρθρ.3 Ν.3670/2008,ΦΕΚ Α 117/20.6.2008 και ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2003.
19.α. Οι διατάξεις της περ. α` της παραγράφου 17 του παρόντος άρθρου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους έμμισθους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου, τους υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης Α` και Β` βαθμού, καθώς και τους υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ., οι οποίοι παραιτούνται από την ενεργό υπηρεσία, προκειμένου να θέσουν υποψηφιότητα για την εκλογή τους στο βουλευτικό αξίωμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 56 του Συντάγματος.
β. Οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές των προσώπων της προηγούμενης περίπτωσης υπολογίζονται στο συντάξιμο ή στον ασφαλιστέο μισθό της οργανικής τους θέσης, όπως αυτός θα διαμορφωνόταν κάθε φορά αν συνέχιζαν να υπηρετούν στη θέση αυτή.”
Σημ.: όπως η παρ.19 προστέθηκε με την παρ.2α άρθρ.3 Ν.3670/2008,ΦΕΚ Α 117/20.6.2008 και ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2003.
20. Η υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 17, 18 και 19, που βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Βουλής, παύει να υφίσταται από την 1η Αυγούστου 2008, λόγω της κατάργησης του επαγγελματικού ασυμβιβάστου με την αναθεώρηση του άρθρου 57 του Συντάγματος, σύμφωνα με το Ψήφισμα της 27ης Μαΐου 2008 της Η` Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ 102 Α/2.6.2008). Οι ασφαλιστικές εισφορές της παραγράφου 19 του άρθρου αυτού, από 1ης Αυγούστου 2008, καταβάλλονται από τους ενδιαφερομένους με παρακράτηση από τη βουλευτική τους αποζημίωση, μετά από αίτηση τους προς τη Βουλή.”
Σημ.: όπως η παρ.20 προστέθηκε με την παρ.4 άρθρ.3 Ν.3670/2008,ΦΕΚ Α 117/20.6.2008.
Άρθρο 3
Διάφορα συνταξιοδοτικά θέματα
1. Η ειδική μηνιαία εισφορά υπέρ του Δημοσίου, που θεσπίστηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 20 του Ν. 2084/1992 και τις όμοιες του άρθρου 26 του Ν. 2592/1998, καταργείται από 1ης Ιανουαρίου 2008.
2. Οι διατάξεις του άρθρου 6του Ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α) έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς και το Γενικό Διευθυντή του Εθνικού Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (Ε.Φ.Ε.Τ .).
3.α. Οι τακτικοί υπάλληλοι του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.) και της εταιρείας “Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Α.Ε.” που μετατάσσονται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22,28 και 29 του Ν. 2636/1998 (ΦΕΚ 198 Α), σε υπηρεσίες του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. ή των Ο. Τ .Α. δύνανται σε προθεσμία τριών (3) μηνών από τη μετάταξή τους, με ανέκκλητη δήλωσή τους στις υπηρεσίες που έχουν μεταταχθεί, να επιλέξουν την παραμονή τους στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς των τακτικών υπαλλήλων της Υπηρεσίας από την οποία προέρχονται Το δικαίωμα επιλογής παρέχεται και σε όσους έχουν μεταταγεί, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, για τους οποίους η τρίμηνη προθεσμία υπολογίζεται από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
β. Ο χρόνος υπηρεσίας όσων από τους ανωτέρω υπαλλήλους επιλέγουν την παραμονή τους στο προηγούμενο συνταξιοδοτικό -ασφαλιστικό καθεστώς, στη νέα τους θέση θεωρείται για κάθε συνέπεια ότι διανύθηκε στην Υπηρεσία από την οποία προέρχονται
γ. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού καταβάλλονται του μεν εργοδότη από την υπηρεσία στην οποία υπηρετούν, του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους.
δ. Η ασφαλιστική -συνταξιοδοτική τακτοποίηση του προσωπικού που διέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης β` της παραγράφου αυτής, όπου συντρέχει περίπτωση, για το χρονικό διάστημα από τη μετάταξή του μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις του κάθε φορέα ή ταμείου, για την αναγνώριση προϋπηρεσιών ή χρόνου ασφάλισης, κατά περίπτωση.
ε. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους υπαλλήλους του Ε.Ο.Τ. που έχουν ήδη μεταταγεί στη Γενική Γραμματεία Τουρισμού του Υπουργείου Aνάπτυξης με βάση τις διατάξεις του άρθρου 23 του Ν. 2738/1999 (ΦΕΚ 180 Α).
4.α. Το μόνιμο προσωπικό του Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ. ή των Ο.Τ.Α. ή των ανεξάρτητων αρχών ή των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου του ευρύτερου δημόσιου τομέα που μετατάσσεται σε ανεξάρτητες αρχές σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 5 του Ν. 3051/2002 (ΦΕΚ 220 Α), όπως αυτές συμπληρώθηκαν με τις όμοιες του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του Ν. 3094/2003 (ΦΕΚ 1Ο Α΄), διατηρεί το ασφαλιστικό -συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης που υπαγόταν πριν τη μετάταξή του και όλη η εφεξής υπηρεσία του στη νέα του θέση θεωρείται ότι διανύεται στη θέση από την οποία προέρχεται Η διατήρηση του προηγούμενου της μετάταξης ασφαλιστικού -συνταξιοδοτικού καθεστώτος από τους υπαλλήλους του προηγούμενου εδαφίου γίνεται με ανέκκλητη δήλωσή τους που υποβάλλεται στην υπηρεσία στην οποία μετατάσσονται Η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης είναι τρεις (3) μήνες και αρχίζει για όσους μεν έχουν ήδη μεταταγεί από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, για όσους δε πρόκειται να μεταταγούν μετά την ισχύ του παρόντος, από την ημερομηνία έκδοσης της σχετικής πράξης.
β. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, καθώς και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση των ανωτέρω υπαλλήλων καταβάλλονται του μεν εργοδότη από τις υπηρεσίες στις οποίες μετατάσσονται, του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους. Η ασφαλιστική -συνταξιοδοτική τακτοποίηση των υπαλλήλων που διέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, όπου συντρέχει περίπτωση, για το χρονικό διάστημα από τη μετάταξή τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, γίνεται με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του κάθε φορέα ή ταμείου για την αναγνώριση προϋπηρεσιών ή χρόνου ασφάλισης, κατά περίπτωση. Οι διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 2320/1995 έχουν εφαρμογή, όπου συντρέχει περίπτωση, και για τους υπαλλήλους της παραγράφου αυτής.
γ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για το μόνιμο προσωπικό που μετατάσσεται σε ανεξάρτητες αρχές σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 5 του Ν. 3094/2003.
5.α. Το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, το οποίο εντάχθηκε σε οργανικές θέσεις τακτικών υπαλλήλων σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 3 του Ν. 2386/1996 (ΦΕΚ 4Α), μπορεί με δήλωσή του που δεν ανακαλείται και υποβάλλεται μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, να διατηρήσει το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης που είχε, αντί του ασφαλιστικού -συνταξιοδοτικού καθεστώτος των μόνιμων υπαλλήλων της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων και όλη η εφεξής υπηρεσία του προσωπικού αυτού θεωρείται ότι διανύεται στον προηγούμενο ασφαλιστικό του φορέα.
β. Η ασφαλιστική -συνταξιοδοτική τακτοποίηση του προσωπικού του προηγούμενου εδαφίου για χρονικό διάστημα από τη μονιμοποίησή του μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού γίνεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του οικείου φορέα.
γ. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού καταβάλλονται του μεν εργοδότη από την Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους.
6.α. Το προσωπικό που υπηρετεί στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο κατά το χρόνο της μετατροπής του με το Ν. 3082/2002 (ΦΕΚ 316Α) σε Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία “Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο Ελλάδος Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία” μπορεί με δήλωσή του, που δεν ανακαλείται και υποβάλλεται μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, να διατηρήσει το ασφαλιστικό -συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης που είχε, αντί του ασφαλιστικού -συνταξιοδοτικού καθεστώτος στο οποίο θα υπαγόταν αυτοδίκαια , μετά την κατά τα ανωτέρω μετατροπή και όλη η εφεξής υπηρεσία του προσωπικού αυτού στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία από τη σύστασή της θεωρείται ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία που διανύθηκε στο πρώην Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.
β. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού καταβάλλονται του μεν εργοδότη από τη συσταθείσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους.
γ. Ο υπολογισμός των εισφορών, η αναγνώριση υπηρεσιών και προϋπηρεσιών και ο κανονισμός της σύνταξης του προσωπικού της παραγράφου αυτής γίνεται με βάση τον εκάστοτε βασικό μισθό ενέργειας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού του κλάδου δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων με τους οποίους έχουν τα ίδια τυπικά προσόντα ή την ίδια κατηγορία και αντιστοιχεί στα έτη υπηρεσίας του κάθε υπαλλήλου μαζί με την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και ευδοκίμου παραμονής, όπως αυτά ορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις του Δημοσίου. Τυχόν επιπλέον καταβαλλόμενα ποσά, πέραν των όσων καταβάλλονται στους δημοσίους υπαλλήλους και στους προς αυτούς εξομοιουμένους, δεν λαμβάνονται υπόψη για τις παραπάνω αιτίες, με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν. 2084/1992 για τους διορισθέντες από 1.1.1993 και μετά.
δ. Η ασφαλιστική -συνταξιοδοτική τακτοποίηση του προσωπικού της παραγράφου αυτής για το χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση του Ν. 3082/2002 μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις του κάθε φορέα.
ε. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για το προσωπικό που έχει ήδη μεταφερθεί στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία και θα μεταταχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης α` της παραγράφου 6 του πέμπτου άρθρου του Ν. 3082/2002 σε δημόσιες υπηρεσίες, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. α` και β` βαθμού, σε ανεξάρτητες αρχές και περιφέρειες.
στ. Οι διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 2320/1995 έχουν εφαρμογή, όπου συντρέχει περίπτωση, και για το προσωπικό της παραγράφου αυτής.
7.α. `Οπου στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του Ν. 3075/2002 αναφέρεται “Περιφερειακό Σύστημα Υγείας (Πε.Σ.Υ.)” νοείται από την έναρξη ισχύος του Ν. 3106/2003 (ΦΕΚ 30 Α) το “Περιφερειακό Σύστημα Υγείας και Πρόνοιας (Πε.Σ.Υ.Π.)”.
β. Το μόνιμο ή με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικό του Εθνικού Οργανισμού Κοινωνικής Φροντίδας (Ε.Ο.Κ.Φ.), το προσωπικό του Ιδρύματος Βρεφονηπιακών Σταθμών Αθηνών (Ι.Β.Σ.Α.), του Ιδρύματος Βρεφονηπιακών Σταθμών Θεσσαλονίκης (Ι.Β.Σ.Θ.), του Ιδρύματος Βρεφονηπιακών Σταθμών Λάρισας (Ι.Β.Σ.Λ.), το προσωπικό των υπηρεσιών των περιπτώσεων α`, β`, γ` και δ` της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν. 2646/1998, καθώς και το προσωπικό των Ν.Π.Δ.Δ. που μετατράπηκαν σε περιφερειακές μονάδες του Πε.Σ.Υ.Π. με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Ν. 3106/2003, το οποίο μετατάσσεται ή μεταφέρεται και επιλέγει την ένταξή του σε μόνιμες θέσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2, 7 και 9 του άρθρου 1, της παραγράφου 2 του άρθρου 5, της παραγράφου 6 του άρθρου 6, των παραγράφων 8 και 11 του άρθρου 7, των παραγράφων 2, 3, 7, 9 και 10 του άρθρου 8 και του άρθρου 9 του Ν. 3106/2003 (ΦΕΚ 30 Α), στο Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας ή σε Υπηρεσίες των Περιφερειών ή σε Περιφερειακά Συστήματα Υγείας και Πρόνοιας (Πε.Σ.Υ.Π.) ή στο Εθνικό Συμβούλιο Κοινωνικής Φροντίδας (Ε.ΣΥ.Κ.Φ.) ή στο Εθνικό Κέντρο Άμεσης Κοινωνικής Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Κ.Β.) ή στους Ο.Τ.Α. Α` και Β` βαθμού, καθώς και σε υπηρεσίες Ν.Π.Δ.Δ. των Ο.Τ.Α. Α` και Β` βαθμού ή άλλων Ν.Π.Δ.Δ., δύναται, αντί της αυτοδίκαιης υπαγωγής του στο ασφαλιστικό -συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης που διέπει το αντίστοιχο προσωπικό της νέας του θέσης, να διατηρήσει το προηγούμενο της μετάταξης ή μεταφοράς του ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς και όλη η εφεξής υπηρεσία του στη νέα του θέση θεωρείται ότι διανύεται στη θέση από την οποία προέρχεται Η διατήρηση του προηγούμενου της μετάταξης ή μεταφοράς ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού καθεστώτος από τους υπαλλήλους του προηγούμενου εδαφίου γίνεται με ανέκκλητη δήλωσή τους που υποβάλλεται στην υπηρεσία στην οποία μετατάσσονται ή μεταφέρονται Η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης είναι τρεις (3) μήνες και αρχίζει για όσους μεν έχουν ήδη μεταταγεί ή ενταχθεί από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, για όσους δε πρόκειται να μεταταγούν ή ενταχθούν σε θέσεις μόνιμων υπαλλήλων μετά την ισχύ του παρόντος, από την ημερομηνία έκδοσης της σχετικής πράξης.
Η ασφαλιστική -συνταξιοδοτική τακτοποίηση του προσωπικού της παραγράφου αυτής, όπου συντρέχει περίπτωση, για το χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση του Ν. 3106/2003 ή του Ν. 2646/1998, κατά περίπτωση, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις του κάθε φορέα.
γ. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση του ανωτέρω προσωπικού καταβάλλονται του μεν εργοδότη από τις υπηρεσίες στις οποίες μετατάσσεται ή μεταφέρεται, του δε ασφαλισμένου από τον ίδιο.
δ. Οι διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 2320/1995 έχουν εφαρμογή, όπου συντρέχει περίπτωση, και για το προσωπικό της παραγράφου αυτής.
ε. Ειδικά, το τακτικό προσωπικό του τέως ΠΙΚΠΑ εξακολουθεί από της μεταφοράς του στον Ε.Ο.Κ.Φ. με τις διατάξεις του Ν. 2646/1998 μέχρι τη μεταφορά του στο Πε.Σ.Υ.Π. ή τη μεταφορά ή τη μετάταξή του σε δημόσιες υπηρεσίες ή Ν.Π.Δ.Δ. ή τους Ο.Τ.Α., να διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 11 του Ν.Δ. 4277/1962 (ΦΕΚ 191 Α).
8.α. Στο τέλος του άρθρου 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 13 που έχει ως εξής:
“13. Το τακτικό προσωπικό των μη συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους αποκτούν δικαίωμα σύνταξης από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού.”
β. Το προσωπικό της προηγούμενης παραγράφου υπάγεται στην ασφάλιση του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Ε.Α.Δ.Υ.), του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.), του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.) για εφάπαξ βοήθημα, καθώς και στην υγειονομική περίθαλψη του Δημοσίου, με τους όρους και τις προϋποθέσεις των λοιπών τακτικών δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων.
γ. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση του ανωτέρω προσωπικού καταβάλλονται του μεν εργοδότη από τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους.
δ. Η ασφαλιστική -συνταξιοδοτική τακτοποίηση του προσωπικού, που διέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, από το διορισμό ή τη μετάταξή του στις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές μέχρι την ισχύ του νόμου αυτού, όπου συντρέχει περίπτωση, γίνεται με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 17 του Ν. 2084/1992 και 59 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, κατά περίπτωση, όπως ισχύουν κάθε φορά.
9. Το μόνιμο προσωπικό του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων Καρδίτσας”, το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 2683/1999, ΦΕΚ 19 Α), όπως αυτές εφαρμόζονται στους υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ. και το οποίο ασφαλίζεται στον κλάδο συντάξεων του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.), υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 11 του Ν.Δ. 4277/1962 (ΦΕΚ 191 Α), όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά, από της ισχύος του παρόντος νόμου.
10. Το τακτικό προσωπικό του Α` Θεραπευτηρίου Χρονίων Παθήσεων Αθηνών (Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Ν.Α. Αττικής), του Β` Θεραπευτηρίου Χρονίων Παθήσεων Αθηνών, του Γ Θεραπευτηρίου Χρονίων Παθήσεων Αθηνών, του Θεραπευτηρίου Χρονίων Παθήσεων Μελισσίων και του Κέντρου Κοινωνικής Αποκατάστασης Χανσενικών εξακολουθεί από της μεταφοράς του στο Θεραπευτήριο Χρονίων Παθήσεων Αττικής να διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 11 του Ν.Δ. 4277/1962.
11.α. Οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 7 του Ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α) έχουν ανάλογη εφαρμογή και για το μόνιμο και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικό του Οργανισμού Βάμβακος που μετετάγησαν στο Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής `Ερευνας (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.) σε εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 28 του Ν. 2637/1998 (ΦΕΚ 200Α), όπως προστέθηκε με την παράγραφο 17 του άρθρου 24 του Ν. 2945/2001 (ΦΕΚ 223 Α).
β. Η τρίμηνη προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης διατήρησης του προηγούμενου της μετάταξης ασφαλιστικού -συνταξιοδοτικού καθεστώτος αρχίζει από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
γ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την έναρξη ισχύος του Ν. 2945/2001.
12. Ως μισθός με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη των δημοσίων υπαλλήλων που διατέλεσαν ή διατελούν προϊστάμενοι των Ειδικών Υπηρεσιών Διαχείρισης, στις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 2860/2000 (ΦΕΚ 251 Α), λαμβάνεται ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) του μηνιαίου βασικού μισθού του βαθμού Γενικού Διευθυντή, προσαυξημένου με το επίδομα χρόνου υπηρεσίας που αντιστοιχεί στα έτη υπηρεσίας τους, με εξαίρεση όσους φέρουν βαθμό Γενικού Διευθυντή των οποίων η σύνταξη υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές του βαθμού τους. Τη σύνταξη αυτή δικαιούνται τα ανωτέρω πρόσωπα, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις:
α) Να έχουν συμπληρώσει διετή θητεία σε θέσεις προϊσταμένων Ειδικών Υπηρεσιών Διαχείρισης.
β) Να έχουν τετραετή συνολική υπηρεσία στο βαθμό του Διευθυντή.
γ) Να έχουν αποχωρήσει από την Υπηρεσία από θέση προϊσταμένου Ειδικής Υπηρεσίας Διαχείρισης για οποιονδήποτε λόγο, με εξαίρεση την απόλυση για πειθαρχικό παράπτωμα.
13.α. Οι υπάλληλοι του ΚΕΠΕ που υπηρετούσαν σε αυτό κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α) και μετατάχθηκαν ή μετατάσσονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Π.Δ. 94/2000 (ΦΕΚ 75 Α) σε υπηρεσίες του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. ή των Ο.Τ.Α. μπορούν, αντί της αυτοδίκαιης υπαγωγής τους στο ασφαλιστικό -συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης που διέπει το αντίστοιχο προσωπικό της νέας τους θέσης, να διατηρήσουν το προηγούμενο της μετάταξής τους ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς και όλη η εφεξής υπηρεσία τους στη νέα τους θέση θεωρείται ότι διανύεται στη θέση από την οποία προέρχονται Η διατήρηση του προηγούμενου της μετάταξης ασφαλιστικού -συνταξιοδοτικού καθεστώτος από τους υπαλλήλους του προηγούμενου εδαφίου γίνεται με ανέκκλητη δήλωσή τους που υποβάλλεται στην υπηρεσία στην οποία μετατάσσονται. Η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης είναι τρεις (3) μήνες και αρχίζει για όσους μεν έχουν ήδη μεταταγεί από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, για όσους δε πρόκειται να μεταταγούν μετά την ισχύ του νόμου αυτού, από την ημερομηνία έκδοσης της σχετικής πράξης.
β. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, καθώς και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση των ανωτέρω υπαλλήλων καταβάλλονται του μεν εργοδότη από τις υπηρεσίες στις οποίες μετατάσσονται, του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους. Η ασφαλιστική -συνταξιοδοτική τακτοποίηση των υπαλλήλων που διέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, όπου συντρέχει περίπτωση, γίνεται με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του κάθε φορέα.
Οι διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 2320/1995 έχουν εφαρμογή, όπου συντρέχει περίπτωση, και για τους υπαλλήλους της παραγράφου αυτής.
14.α. Οι μόνιμοι ιατροί του Ι.Κ.Α. που απολύθηκαν λόγω ορίου ηλικίας μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, χωρίς να έχουν συμπληρώσει πενταετή μόνιμη υπηρεσία, δύνανται, εφόσον έχουν συμπληρώσει χρόνο υπηρεσίας ιατρού του Ιδρύματος με σύμβαση το λιγότερο δέκα (10) χρόνων, είτε συνέχεια είτε με διακοπές, να αναγνωρίσουν ως συντάξιμες τις υπηρεσίες των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 4277/1962 (ΦΕΚ 191 Α), εφόσον υποβάλλουν σχετική αίτηση εντός ενός (1) έτους από την ισχύ του νόμου αυτού.
Το δικαίωμα που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο ασκείται μόνο στον κλάδο κύριας σύνταξης του Ιδρύματος και με καταβολή εισφοράς 6,67%, υπολογιζομένης στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές εξόδου από την υπηρεσία, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης αναγνώρισης.
Το προκύπτον ποσό καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο είτε εφάπαξ μέσα σε τρεις (3) μήνες από την κοινοποίηση της απόφασης είτε σε 24 ισόποσες μηνιαίες δόσεις.
Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης δόσεων, το ποσό επιβαρύνεται με τα προβλεπόμενα για τις καθυστερούμενες εισφορές πρόσθετα τέλη.
Η καταβολή της σύνταξης που θεμελιώνεται με τις διατάξεις αυτές αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μήνα από την εξόφληση των οφειλόμενων εισφορών.
β. Το παραπάνω δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί μόνο εφόσον επιστραφεί η καταβληθείσα σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν.Δ. 4277/1962 αποζημίωση.
γ. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του Ν.Δ. 4579/1966 (ΦΕΚ 234 Α) δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση αυτή.
δ. Εάν τα πρόσωπα της παραγράφου 1 αποβιώσουν πριν την ολοσχερή εξόφληση της οφειλής, το ποσό των δόσεων που υπολείπονται καταβάλλεται από τα πρόσωπα στα οποία θα μεταβιβαστεί η σύνταξη.
15.α. Οι αξιωματικοί και ανθυπασπιστές πολεμικής διαθεσιμότητας ή πολεμικής αποστρατείας, ανεξαρτήτως του νόμου υπαγωγής τους, λαμβάνουν ισοβίως σε ποσοστό τον εκάστοτε βασικό μισθό και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας των εν ενεργεία ομοιοβάθμων τους, κατά κατηγορίες, ως εξής:
αα) οι της Α` κατηγορίας το 100%,
ββ) οι της Β` κατηγορίας το 90%.
β. Στις παραπάνω αποδοχές προστίθενται στο ακέραιο τα επιδόματα που λαμβάνουν οι εν ενεργεία ομοιόβαθμοί τους, εκτός αν αυτά δεν προβλέπονται για τη συγκεκριμένη κατηγορία στρατιωτικών, από ειδικούς προς τούτο νόμους, που καθορίζουν γενικά τους μισθούς και τα επιδόματα των στρατιωτικών. Επίσης προστίθεται και η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 43 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προσαύξηση, εφόσον θα την δικαιούνται συνταξιοδοτικά.
γ. Το επίδομα αναπηρίας των παραπάνω αξιωματικών και ανθυπασπιστών καθορίζεται αναλόγως από την οικεία Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή, για μία ή περισσότερες βλάβες από τραύματα ή παθήσεις εξαιτίας των οποίων έχουν υπαχθεί στις καταστάσεις πολεμικής διαθεσιμότητας ή πολεμικής αποστρατείας και υπολογίζεται σε ποσοστό επί του εκάστοτε καταβαλλόμενου βασικού μισθού, ως εξής:
γα) Για αναπηρία άνω του 50% και μέχρι 60%, ποσοστό 40%,
γβ) Για αναπηρία άνω του 60% και μέχρι 70%, ποσοστό 60%,
γγ) Για αναπηρία άνω του 70% και μέχρι 80%, ποσοστό 80%,
γδ) Για αναπηρία άνω του 80% και μέχρι 90%, ποσοστό 120%,
γε) Για αναπηρία άνω του 90%, ποσοστό 150%.
Για ποσοστό αναπηρίας κάτω του 50% το επίδομα υπολογίζεται βάσει του ποσοστού αυτού, μη δυνάμενο να υπερβεί το 40%, επί του εκάστοτε καταβαλλόμενου βασικού μισθού.
Στις περιπτώσεις που από τη γνωμάτευση της οικείας Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής, για την ένταξη στις καταστάσεις πολεμικής διαθεσιμότητας ή αποστρατείας δεν προσδιορίζεται ποσοστό αναπηρίας αλλά ποσοστό επιδόματος, σε συνάρτηση με την πάθηση για την οποία έχουν υπαχθεί στις καταστάσεις αυτές, το επίδομα αναπηρίας υπολογίζεται με βάση το ποσοστό αυτό επί του εκάστοτε καταβαλλόμενου βασικού μισθού, μη δυνάμενο όμως το ποσοστό αυτό να υπερβεί το 40%. Εάν στη γνωμάτευση της εν λόγω Επιτροπής δεν προσδιορίζεται ούτε ποσοστό αναπηρίας ούτε επιδόματος, καταβάλλεται αναπηρικό επίδομα σε ποσοστό 8% επί του εκάστοτε καταβαλλόμενου βασικού τους μισθού.
Σχετικό: το άρθρο 4 παρ.6α Ν.3513/2006, ΦΕΚ Α 265/5.12.2006
δ. Το επίδομα αεροθεραπείας ή λουτροθεραπείας καταβάλλεται στο αυτό ποσό για όλους τους παραπάνω στρατιωτικούς, ανεξαρτήτως του νόμου υπαγωγής τους, και είναι ίσο με αυτό που καθορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών για τους συνταξιούχους αναπήρους πολέμου ειρηνικής περιόδου και λοιπές κατηγορίες που δικαιούνται επιδόματος αεροθεραπείας ή λουτροθεραπείας.
ε. Οι διατάξεις των περιπτώσεων γ` και δ` της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται αναλόγως και στους υπαξιωματικούς που τίθενται σε κατάσταση πολεμικής αποστρατείας κατά τις διατάξεις του Ν. 875/1979 (ΦΕΚ 50 Α).
στ. Σε περίπτωση που, από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μικρότερες από αυτές που λαμβάνουν οι δικαιούχοι κατά την έναρξη ισχύος τους, η τυχόν διαφορά διατηρείται ως προσωπική, μέχρι την κάλυψή της από οποιαδήποτε αύξηση αποδοχών, πλην της οικογενειακής παροχής.
ζ. Από την ημερομηνία ισχύος των διατάξεων της παραγράφου αυτής καταργείται κάθε άλλη διάταξη γενική ή ειδική, που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που ρυθμίζονται από αυτές.
16. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του Ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α) έχουν ανάλογη εφαρμογή και για το προσωπικό των Ο. Τ .Α. που μετατάχθηκε ή μετατάσσεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 22 του άρθρου 8 του Ν. 2307/1995 (ΦΕΚ 113Α), όπως αυτές έχουν αντικατασταθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 12 του Ν. 2503/1997 (ΦΕΚ 107Α).
17. Οι διατάξεις της περίπτωσης γ` της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του Ν. 3075/2002 αντικαθίστανται ως εξής:
“γ. Ο μέσος όρος του εισοδήματος που έχει δηλωθεί συνολικά κατά τα τρία προηγούμενα οικονομικά έτη, εκείνου που υποβάλλεται η αίτηση για συνταξιοδότηση, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και αυτό που προκύπτει με βάση τα τεκμήρια, να μην υπερβαίνει το 14πλάσιο της μηνιαίας κύριας σύνταξης που αντιστοιχεί στην ίδια χρονική περίοδο σε πτυxιούxο δημόσιο υπάλληλο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με 35 έτη δημόσιας υπηρεσίας.”
18. `Οπου συντρέχει περίπτωση και δεν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις, οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων και του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του Ν.Δ. 3395/1955 (ΦΕΚ 276 Α).
Οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων και του παρόντος εφαρμόζονται και για τα πρόσωπα στα οποία έχουν συντρέξει οι προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών κατά το παρελθόν και έχουν εξέλθει της υπηρεσίας πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, καθώς και για τις οικογένειες όσων από αυτούς έχουν πεθάνει
Τα οικονομικά αποτελέσματα από την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων άρθρων και του παρόντος, όπου δεν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις, αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου μήνα εκείνου που υποβλήθηκε στις αρμόδιες υπηρεσίες η σχετική αίτηση.
Σχετικό:ΠΔ 166/2000
Άρθρο 4
Διοικητικές διατάξεις
1. Απονέμεται στον προϊστάμενο του Τμήματος Συμβάσεων της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών Χαρίλαο Ιωάννη Ζαχαριάδη μηνιαία προσωπική σύνταξη σε βάρος του Δημοσίου, ίση με εκείνη που κάθε φορά αντιστοιχεί στο βαθμό του Νομικού Συμβούλου της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών με τριάντα πέντε (35) έτη δημόσιας υπηρεσίας. Η σύνταξη αυτή αρχίζει να καταβάλλεται από την πρώτη του επόμενου μήνα της έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τη συνταξιοδότηση των δημοσίων υπαλλήλων.
2. Για θέματα μισθών και συντάξεων γενικά το Ελεγκτικό Συνέδριο γνωμοδοτεί μόνο σε ερωτήματα του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει το θέμα αυτό διαφορετικά καταργείται
3. Οι διατάξεις της περίπτωσης β` της παραγράφου 1 Ο του άρθρου 4 του Ν. 3075/2002 αντικαθίστανται, από τότε που ίσχυσαν, ως εξής:
“β. Ο λογαριασμός του Ν. 103/1975, που ετηρείτο από τα Ν.Π.Δ.Δ. για τη λήψη εφάπαξ βοηθήματος των υπαλλήλων του, διατηρείται και μετά τη μετατροπή τους σε ανώνυμες εταιρίες και διέπεται από την κείμενη νομοθεσία, όπως ισχύει κάθε φορά. Ο ειδικός αυτός λογαριασμός διατηρείται μέχρι την αποχώρηση όλων των υπαλλήλων της παραγράφου αυτής, οπότε και καταργείται αυτοδικαίως. Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής έχουν εφαρμογή και για τους μόνιμους υπαλλήλους των πρώην λιμενικών ταμείων, οι οποίοι κατά τη μετατροπή των ταμείων αυτών σε Α.Ε. είχαν ήδη μεταταγεί σε άλλες υπηρεσίες και είτε είχαν διατηρήσει το παλαιό ασφαλιστικό καθεστώς και τη συνέχιση της ασφάλισής τους στο καθεστώς του Ν. 103/1975 είτε είχαν εξαιρεθεί από τις διατάξεις του νόμου αυτού, διατήρησαν όμως το δικαίωμά τους για τμηματική καταβολή του εφάπαξ βοηθήματος κατά τη συνταξιοδότησή τους.”
4. Στην περίπτωση α` της παραγράφου 12 του άρθρου 17 του Ν. 2860/2000 (ΦΕΚ 251 Α), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 23 του Ν. 3148/2003 (ΦΕΚ 136 Α), αντί των λέξεων “του άρθρου 3 του Π .Δ. 50/ 2001” τίθενται οι λέξεις “του άρθρου 2του Π.Δ. 50/2001”.
5.α. Αν σύζυγος ή τέκνα υπαλλήλων ή στρατιωτικών φονευθούν ή καταστούν πλήρως ανίκανοι για εργασία εξαιτίας ή εξ αφορμής εγκληματικής πράξης σχετικής με την ιδιότητα του συζύγου ή του γονέα τους, χορηγείται από το Δημόσιο εφάπαξ βοήθημα που ανέρχεται σε εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.
β. Το βοήθημα αυτό καταβάλλεται:
1. Στο/στη σύζυγο ή τέκνο που κατέστη πλήρως ανίκανο για εργασία.
2. Στον επιζώντα σύζυγο και στα άγαμα τέκνα, κατ` ισομοιρία, εάν πρόκειται για θάνατο συζύγου.
3. Στους γονείς και στα τυχόν άγαμα τέκνα, κατ` ισομοιρία, εάν πρόκειται για θάνατο τέκνου. Εάν δεν απομένουν άλλα τέκνα, το βοήθημα λαμβάνουν κατ` ισομοιρία οι γονείς.
γ. Αν τα πρόσωπα της παραγράφου αυτής καταστούν διαρκώς μερικώς ανίκανα προς εργασία, για τους αναφερόμενους στην ίδια παράγραφο λόγους, χορηγείται σε αυτούς ποσοστό του προβλεπόμενου στην παράγραφο αυτή εφάπαξ βοηθήματος ανάλογο με το ποσοστό της ανικανότητάς τους.
δ. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 του άρθρου 1 και 4 του άρθρου 2 του Ν.1897/1990 (ΦΕΚ 120Α), καθώς και οι όμοιες του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 8 του ίδιου νόμου, ως προς τη φύση της εγκληματικής πράξης, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.
ε. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται αναδρομικά από 1ης Ιανουαρίου 1997.
στ. Το εφάπαξ βοήθημα της παραγράψου αυτής δεν υπόκειται σε καμία κράτηση και δεν αποτελεί εισόδημα.
6. Ο συντελεστής προσδιορισμού του βασικού μισθού του βαθμού του Αρχηγού Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΝΓ.Ε.ΕΘ.Α.) ορίζεται από 1ης Ιανουαρίου 2004 σε δύο και εξήντα εκατοστά (2,60) επί του βασικού μισθού του βαθμού ανθυπολοχαγού.
7. Ο χρόνος υπηρεσίας των υπαλλήλων που υπηρετούν στο Δημόσιο, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, τους Ο. Τ .Α. και τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, ο οποίος προσφέρθηκε στις Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις πριν από το διορισμό τους, σε εφαρμογή αποφάσεων του Υπουργού Γεωργίας και οι δαπάνες μισθοδοσίας τους καλύπτονταν από το λογαριασμό διαχείρισης των λιπασμάτων του Υπουργείου Γεωργίας, λαμβάνεται υπόψη για την υπηρεσιακή εξέλιξη.
Άρθρο 5
Προκαλούμενη δαπάνη
Από τις διατάξεις του νόμου αυτού προκαλείται, πέραν της προβλεπόμενης δαπάνης από τις διατάξεις του Ν. 3205/2003, δαπάνη:
Α. Σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, η οποία θα ανέλθει για το έτος 2004σεευρώ 14.622.600, περίπου, μη αυξανόμενη περαιτέρω για τα επόμενα τέσσερα (4) έτη.
Β. Σε βάρος του προϋπολογισμού του Ι.Κ.Α. και των άλλων ασφαλιστικών οργανισμών, η οποία θα ανέλθει για το έτος 2004 σε ευρώ 1.200.000, περίπου, μη αυξανόμενη περαιτέρω για τα επόμενα τέσσερα (4) έτη.
Γ. Σε βάρος του Προϋπολογισμού της Βουλής, ακαθόριστη.
Οι δαπάνες αυτές θα καλυφθούν από τις εγγεγραμμένες πιστώσεις στον Κρατικό Προϋπολογισμό, στον Προϋπολογισμό του Ι.Κ.Α. και στον Προϋπολογισμό της Βουλής, αντίστοιχα.
Άρθρο 6
1. Η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς παρατείνεται από τη λήξη της μέχρι το διορισμό νέου Διοικητικού Συμβουλίου και πάντως για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών.
2. Η παράγραφος 14 του άρθρου 8 του Ν. 3219/2004 (ΦΕΚ 13 Α) καταργείται από τότε που ίσχυσε και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα.
Άρθρο 7
`Εναρξη ισχύος
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στις επί μέρους διατάξεις.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 17 Φεβρουαρίου 2004
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟYPΓΟI
ΟIΚΟΝΟΜIΑΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΚΑΙ ΟIΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ AΠΟKENTPΩΣHΣ
Ν.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗΣ Ν. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ KΟΙNΩNΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΓΕΩΡΓΙΑΣ
Δ. ΡΕΠΠΑΣ Γ. ΔΡΥΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 18 Φεβρουαρίου 2004
Ο EΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟYPΓΟΣ
Φ.ΠΕΤΣΑΛΝΙΚΟΣ