ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3644, ΦΕΚ Α 26/14.2.2008

Κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Ινδίας για την προώθηση και αμοιβαία προστασία των επενδύσεων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Συμφωνία μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Ινδίας για την προώθηση και αμοι-βαία προστασία των επενδύσεων, που υπογράφηκε στην Αθήνα, στις 26 Απριλίου 2007, το κείμενο της οποίας σε πρωτότυπο στην ελληνική και αγγλική γλώσσα έχει ως εξής:
ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Ινδίας, αποκαλούμενες εφ` εξής “τα Συμβαλλόμενα Μέρη”,
ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να ενισχύσουν τις ροές των επενδύσεων προς το αμοιβαίο όφελος των δυο Κρατών σε μακροχρόνια βάση,
ΕΧΟΝΤΑΣ ως στόχο τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για τις επενδύσεις επενδυτών του ενός Συμβαλλομένου Μέρους, στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους,
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ οτι η προώθηση και προστασία των επενδύσεων, βάσει της παρούσης Συμφωνίας, θα τονώσει την επιχειρηματική πρωτοβουλία στον τομέα αυτό,
ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

Άρθρο 1
Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσης Συμφωνίας:
1. “Επένδυση” σημαίνει κάθε είδους περιουσιακό στοιχείο που επενδύεται από επενδυτή του ενός Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους σύμφωνα με τη νομοθεσία του τελευταίου και περιλάμβανα ειδικότερα, αλλά όχι αποκλειστικά:
α) κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία και κάθε εμπράγματο δικαίωμα όπως δουλείες, νομή, υποθήκες, εμπράγματες ασφάλειες και ενέχυρα,
β) μετοχές, εταιρικά μερίδια, ομολογίες και κάθε άλλη μορφή συμμετοχής σε εταιρεία,
γ) χρηματικές απαιτήσεις και κάθε άλλη συμβατική απαίτηση που έχει οικονομική αξία, καθώς και δάνεια συνδεόμενα με επένδυση,
δ) δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας,
ε) παραχωρήσεις δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων και παραχωρήσεων για έρευνα, εξόρυξη ή εκμετάλλευση φυσικών πόρων, καθώς και άλλα δικαιώματα βάσει νόμου, συμβάσεως ή αποφάσεως δημοσίας αρχής, σύμφωνα με το νόμο.
Ενδεχόμενη μεταβολή του τόπου της επένδυσης που έχει πραγματοποιηθεί δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της ως επένδυσης.
2. “Απόδοση” σημαίνει τα έσοδα που αποφέρει μία επένδυση και περιλαμβάνει ειδικώτερα, αλλά όχι αποκλειστικά, κέρδη, τόκους, υπεραξία, μερίσματα, δικαιώματα πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας και αμοιβές.
3. “Επενδυτής” σημαίνει σε σχέση με κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος:
α) φυσικά πρόσωπα που έχουν την ιθαγένεια του εν λόγω Συμβαλλομένου Μέρους, σύμφωνα με τη νομοθεσία του,
β) νομικά πρόσωπα και άλλες οντότητες, περιλαμβανομένων εταιριών πάσης φύσεως που έχουν συσταθεί ή κατ`άλλον τρόπον λειτουργούν δεόντως σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω Συμβαλλομένου Μέρους και ασκούν την βασική οικονομική τους δραστηριότητα στο έδαφος του ιδίου Συμβαλλομένου Μέρους.
4. “Έδαφος” σημαίνει σε σχέση με:
α) Την Ελληνική Δημοκρατία, το έδαφος υπό την κυριαρχία της, περιλαμβανομένων και των χωρικών υδάτων, καθώς και τις θαλάσσιες περιοχές, επί των οποίων η Ελληνική Δημοκρατία ασκεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, κυριαρχικά δικαιώματα ή δικαιοδοσία.
β) Την Δημοκρατία της Ινδίας, το έδαφος της Δημοκρατίας της Ινδίας, περιλαμβανομένων των χωρικών της υδάτων και του υπερκείμενου εναερίου χώρου, και άλλες θαλάσσιες περιοχές, περιλαμβανομένης της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας, επί των οποίων η Δημοκρατία της Ινδίας ασκεί κυριαρχία, κυριαρχικά δικαιώματα ή αποκλειστική δκαιοδοσία σύμφωνα με τους εν ισχύει νόμους της, την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της θάλασσας, του 1982 και το διεθνές δίκαιο.

Άρθρο 2
Πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε επενδύσεις στο έδαφος του ενός Συμβαλλομένου Μέρους, που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του από επενδυτές του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, τόσο πριν όσο και μετά τη θέση της σε ισχύ.

Άρθρο 3
Προώθηση και προστασία των επενδύσεων

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος προωθεί, στο έδαφος του, επενδύσεις επενδυτών του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους και κάνει δεκτές τις επενδύσεις αυτές σύμφωνα με τη νομοθεσία του.
2. Επενδύσεις και η απόδοση τους επενδυτών Συμβαλλομένου Μέρους απολαμβάνουν πάντοτε, στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, ορθής και δικαίας μεταχειρίσεως και πλήρους προστασίας και ασφαλείας

Άρθρο 4
Μεταχείριση των επενδύσεων

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος παραχωρεί στις επενδύσεις, περιλαμβανομένης της απόδοσης, που πραγματοποιούνται στο έδαφος του από επενδυτές του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που παραχωρεί σε επενδύσεις των ιδίων επενδυτών του ή σε επενδύσεις επενδυτών τρίτου κράτους, εφαρμοζόμενης της ευνοϊκότερος μεταχειρίσεως.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος παραχωρεί στους επενδυτές του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, όσον αφορά τη διαχείριση, συντήρηση, χρήση, απόλαυση ή διάθεση των επενδύσεων τους στο έδαφος του, μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που παραχωρεί στους ιδίους επενδυτές του ή σε επενδυτές τρίτου κράτους, εφαρμοζόμενης της ευνοϊκότερος μεταχειρίσεως.
3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν συνεπάγονται υποχρέωση του ενός Συμβαλλομένου Μέρους να επεκτείνει στους επενδυτές του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους τα πλεονεκτήματα οποιασδήποτε μεταχειρίσεως, προτιμήσεως ή προνομίου που απορρέουν από:
α) τη συμμετοχή του σε υφιστάμενη ή μελλοντική τελωνειακή ένωση, οικονομική ένωση, συμφωνία περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης ή παρόμοια διεθνή συμφωνία, ή
β) διεθνή συμφωνία ή οποιοδήποτε άλλο θέμα σχετικό εν όλω ή εν μέρει με φορολογία.

Άρθρο 5
Απαλλοτρίωση

1. Επενδύσεις και η απόδοση τους, επενδυτών του ενός Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, δεν υπόκεινται σε απαλλοτρίωση, εθνικοποίηση ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο τα αποτελέσματα του οποίου ισοδυναμούν με απαλλοτρίωση ή εθνικοποίηση (αποκαλούμενες εφ` εξής “απαλλοτρίωση”), παρά μόνον για λόγους δημοσίου συμφέροντος, με νόμιμες διαδικασίες, σε μη διακριτική βάση και κατόπιν καταβολής αποζημιώσεως. Η αποζημίωση αυτή είναι ίση με την αγοραία αξία της θιγείσης επενδύσεως αμέσως πριν από το χρονκύ σημείο κατά το οποίο ελήφθη το συγκεκριμένο μέτρο ή έγινε δημοσίως γνωστό, επιλεγομένου του προγενβστέρουχρονυοού σημείου, περιλαμβάνει τόκο από την τψέρα της απαλλοτριώσεως έως την ημέρα καταβολής, με το σύνηθες εμπορικό επιτόκιο, καταβάλλεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και μεταφέρεται ελεύθερα σε ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επίσης και στην περίπτωση κατά την οποία Συμβαλλόμενο Μέρος προβαίνει σε απαλλοτρίωση περιουσιακών στοιχείων εταιρίας, η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του σε οπουδήποτε σημείο του εδάφους του και της οποίας επενδυτής του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους κατέχει μετοχές.

Άρθρο 6
Αποζημιώσεις

1. Οι επενδυτές του ενός Συμβαλλομένου Μέρους των οποίων οι επενδύσεις στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους υφίστανται ζημίες λόγω πολέμου ή άλλης ένοπλης σύγκρουσης, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης, πολιτικών αναταραχών ή άλλων παρομοίων γεγονότων στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, απολαμβάνουν από το δεύτερο Συμβαλλόμενο Μέρος μεταχείριση, όσον αφορά την αποκατάσταση, επανόρθωση, αποζημίακτη ή άλλου είδους διευθέτηση, όχι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που το Συμβαλλόμενο Μέρος αυτό επιφυλάσσει στους ιδίους επενδυτές του ή στους επενδυτές τρίτου κράτους, εφαρμοζόμενης της ευνοϊκότερος μεταχειρίσεως.
2. Μη θιγομένων των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, επενδυτές του ενός Συμβαλλομένου Μέρους οι οποίοι, σε οποιαδήποτε από τις περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή, υφίστανται ζημίες στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους λόγω:
α) επιτάξεως της επενδύσεως τους ή μέρους αυτής από τις δυνάμεις ή αρχές του δεύτερου Συμβαλλομένου Μέρους, ή
β) καταστροφής της επενδύσεως τους ή μέρους αυτής από τις δυνάμεις ή αρχές του δεύτερου Συμβαλλομένου Μέρους, η οποία δεν επεβάλετο από τις περιστάσεις, τυγχάνουν επανορθώσεως ή επαρκούς αποζημιώσεως.

Άρθρο 7
Μεταφορές

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος εξασφαλίζει στους επενδυτές του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, την ελεύθερη μεταφορά όλων των πληρωμών που σχετίζονται με επένδυση.
Η μεταφορά πραγματοποιείται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σε ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα, με την ισοτιμία που επικρατεί στην αγορά κατά την ημέρα της μεταφοράς.
2. Οι μεταφορές αυτές περιλαμβάνουν ειδικότερα, αλλά όχι αποκλειστικά:
α) κεφάλαιο και πρόσθετα ποσά για τη συντήρηση ή επέκταση της επένδυσης,
β) απόδοση,
γ) ποσά για την εξόφληση συμβάσεων δανείων που έχουν συναφθεί σε σχέση με επένδυση,
δ) προϊόν πωλήσεως ή ρευστοποιήσεως της επένδυσης ή μέρους αυτής,
ε) αποζημιώσεις σύμφωνα με τα άρθρα 5 wot 6,
στ) μισθοί και άλλες αμοιβές προσωπικού που έχει προσληφθεί από το εξωτερικό σε σχέση με επένδυση,
ζ) πληρωμές που προκύπτουν από την επίλυση διαφορών.

Άρθρο 8
Υποκατάσταση

1. Εάν οι επενδύσεις επενδυτού ενός Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους είναι ασφαλισμένες για μή εμπορικούς κινδύνους, βάσει νομίμου συστήματος εγγυήσεως, κάθε υποκατάσταση του ασφαλιστή στα δικαιώματα του εν λόγω επενδυτή, σύμφωνα με τους όρους της ασφάλειας αυτής, αναγνωρίζεται από το δεύτερο Συμβαλλόμενο Μέρος, μη θιγομένων των δικαιωμάτων του επενδυτή σύμφωνα με το άρθρο 10 της παρούσης Συμφωνίας.
2. Ο ασφαλιστής δεν δικαιούται να ασκήσει δικαιώματα πέραν αυτών που θα είχε δικαίωμα να ασκήσει ο επενδυτής.

Άρθρο 9
Επίλυση διαφορών μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών

1. Κάθε διαφορά μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών σχετική με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσης Συμφωνίας, επιλύεται, εφ` όσον τούτο είναι δυνατόν, δια διαπραγματεύσεων, δια της διπλωματικής οδού.
2. Εάν η διαφορά δεν μπόρεσα να διευθετηθεί κατ` αυτόν τον τρόπο εντός έξι μηνών από την έναρξη των διαπραγματεύσεων, υποβάλεται σε διαιτητικό δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως Συμβαλλομένου Μέρους,
3. Το διαιτητικό δικαστήριο συγκροτείται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ως ακολούθως: Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος ορίζει έναν διαιτητή και οι δύο αυτοί διαιτητές ορίζουν, κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας, υπήκοο τρίτης χώρας ως πρόεδρο. Οι διαιτητές ορίζονται εντός τριών μηνών και ο πρόεδρος εντός πέντε μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία Συμβαλλόμενο Μέρος γνωστοποίησε στο άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος την πρόθεση του να παραπέμψει τη διαφορά σε διαιτητικό δικαστήριο.
4. Εάν εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου δεν έχουν γίνει οι αναγκαίοι διορισμοί, οποιοδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Μέρη μπορεί, ελλείψει άλλης συμφωνίας, να ζητήσει από τον Πρόεδρο του Διεθνούς Δικαστηρίου να προβεί στους αναγκαίους διορισμούς. Εάν ο Πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου είναι υπήκοος ενός των Συμβαλλομένων Μερών ή κωλύεται κατ` άλλον τρόπον να ασκήσει το εν λόγω καθήκον, καλείται να προβεί στους αναγκαίους διορισμούς ο Αντιπρόεδρος και, σε περίπτωση που ο τελευταίος είναι υπήκοος Συμβαλλομένου Μέρους ή κωλύεται κατ` άλλον τρόπον να ασκήσει το εν λόγω καθήκον, το αρχαιότερο κατά σειράν Μέλος του Δικαστηρίου που δεν είναι υπήκοος Συμβαλλομένου Μέρους καλείται να προβεί στους αναγκαίους διορισμούς.
5. Το διαιτητικό δικαστήριο αποφασίζει σύμφωνα με το νόμο, περιλαμβανομένης, ιδίως, της παρούσης Συμφωνίας καθώς και βάσει των γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων και αρχών του διεθνούς δικαίου.
6. Εκτός εάν τα Συμβαλλόμενα Μέρη ορίσουν άλλως, το δικαστήριο αποφασίζει την εσωτερική του διαδικασία. Το δικαστήριο εκδίδει την απόφαση του κατά πλειοψηφία. Η απόφαση αυτή είναι τελική και δεσμευτική για τα Συμβαλλόμενα Μέρη.
7. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος φέρει το κόστος του διαιτητή που όρισε το ίδιο καθώς και της εκπροσώπησης του. Το κόστος του προέδρου καθώς και κάθε άλλο κόστος φέρουν τα Συμβαλλόμενα Μέρη εξ ίσου. Το δικαστήριο δύναται πάντως να ορίσει στην απόφαση του οτι ένα από τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη θα φέρει μεγαλύτερο ποσοστό του κόστους και η απόφαση αυτή είναι δεσμευτική για τα Συμβαλλόμενα Μέρη.

Άρθρο 10
Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτή και Συμβαλλομένου Μέρους

1. Διαφορές μεταξύ επενδυτή του ενός Συμβαλλομένου Μέρους και του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, που αφορούν υποχρέωση του τελευταίου, βάσει της παρούσης Συμφωνίας, σχετική με επένδυση του πρώτου, επιλύεται, εφόσον τούτο είναι δυνατόν, από τα ενδιαφερόμενα μέρη φιλικά.
2. Εάν η εν λόγω διαφορά δεν μπορέσει να επιλυθεί εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ένα από τα μέρη ζήτησε τη φιλική διευθέτηση της, ο ενδιαφερόμενος επενδυτής μπορεί να υποβάλει τη διαφορά προς επίλυση είτε:
α) στα αρμόδια δικαστήρια του Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του οποίου έχει πραγματοποιηθεί η επένδυση, είτε
β) στη διεθνή διαιτησία.
3. Εφ` όσον η διαφορά παραπεμφθεί στη διεθνή διαιτησία, ο ενδιαφερόμενος επενδυτής μπορεί να υποβάλει τη διαφορά:
α) στο Διεθνές Κέντρο για τον Διακανονισμό των Διαφορών εξ Επενδύσεων, προς διευθέτηση δια της οδού της συνδιαλλαγής ή της διαιτησίας σύμφωνα με τη Σύμβαση “δια την ρυθμισιν των σχετιζομένων προς τας επενδύσεις διαφορών μεταξύ Κρατών και υπηκόων άλλων Κρατών”, η οποία ανοίχθηκε για υπογραφή στην Ουάσινγκτον D.C. στις 18 Μαρτίου 1965, εφ `όσον και τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη είναι μέρη της Σύμβασης αυτής, ή
β) στο Διεθνές Κέντρο για τον Διακανονισμό των Διαφορών εξ Επενδύσεων προς διευθέτηση δια της οδού της συνδιαλλαγής ή της διαιτησίας σύμφωνα με τους Κανόνες Πρόσθετης Διευκόλυνσης του εν λόγω Κέντρου, ή
γ) σε ad hoc διαιτητικό δικαστήριο, το οποίο συνιστάται σύμφωνα με τους κανόνες περί διαιτησίας της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (UNCITRAL).
4. Το διαιτητικό δικαστήριο επιλύει τη διαφορά σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσης Συμφωνίας και τους εφαρμοστέους κανόνες και αρχές του διεθνούς δικαίου. Οι διαιτητικές αποφάσεις είναι τελεσίδικες και δεσμευτικές και για τα δύο μέρη της διαφοράς. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος εφαρμόζει χωρίς καθυστέρηση τις εν λόγω αποφάσεις και θεσπίζει μέτρα, στο έδαφος του, για την εκτέλεση των ενλόγω αποφάσεων, οι οποίες, εν συνεχείς εκτελούνται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία
5. Κατά τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας ή της εκτελέσεως της διαιτητικής αποφάσεως το Συμβαλλόμενο Μέρος που έχει εμπλακεί στη διαφορά δεν δύναται να επικαλεσθεί οτι ο επενδυτής του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους έχει τύχει αποζημιώσεως, εν όλω ή εν μέρει, βάσει ασφαλιστικής συμβάσεως.

Άρθρο 11
Είσοδος και παραμονή προσωπικού

Υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής της νομοθεσίας και των διαδικασιών κάθε Συμβαλλομένου Μέρους, των σχετικών με την είσοδο, παραμονή και εργασία φυσικών προσώπων:
α) κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος εξετάζει με καλή πίστη αιτήσεις επενδυτών του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους και βασικών στελεχών που απασχολούνται από τους εν λόγω επενδυτές, για είσοδο και προσωρινή παραμονή στο έδαφος του προκειμένου να αναλάβουν δραστηριότητες που σχετίζονται με τις επενδύσεις, περιλαμβανομένης της παροχής συμβουλών ή βασικών τεχνικών υπηρεσιών,
β) επιτρέπεται σε εταιρίες που έχουν νόμιμα συσταθεί βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας ενός Συμβαλλομένου Μέρους και αποτελούν επένδυση επενδυτή του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, να προσλαμβάνουν υψηλού επιπέδου διοικητικό και τεχνικό προσωπικά της επιλογής τους, ανεξαρτήτως ιθαγενείας.

Άρθρο 12
Εφαρμοστέα νομοθεσία

1. Εκτός αν προβλέπεται άλλως στην παρούσα συμφωνία, όλες ο επενδύσεις διέπονται από τη νομοθεσία που ισχύει στο έδαφος του Συμβαλλομένου Μέρους στο οποίο έχουν πραγματοποιηθεί οι εν λόγω επενδύσεις.
2. Τίποτα στην παρούσα συμφωνία δεν εμποδίζει το Συμβαλλόμενο Μέρος υποδοχής να λάβει μέτρα για την προστασία των ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας του ή σε περιστάσεις εκτάκτου ανάγκης, σύμφωνα με τους νόμους του, εφαρμοζομένων σε μη διακριτική βάση.

Άρθρο 13
Εφαρμογή άλλων διατάξεων

Εφ` όσον η νομοθεσία Συμβαλλομένου Μέρους ή υφι-στέμενες ή αναλαμβανόμενες στο μέλλον, βάσει του διεθνούς δικαίου, μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών υποχρεώσεις επί πλέον της παρούσης Συμφωνίας περιλαμβάνουν ρυθμίσεις, γενικές ή ειδικές, με τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα σε επενδύσεις επενδυτών του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους για ευνοϊκότερη μεταχείριση από την προβλεπόμενη με την παρούσα Συμφωνία, οι ρ που είναι ευνοϊκότερες, υπερισχύουν της παρούσης Συμφωνίας.

Άρθρο 14
Διαβουλεύσεις

Κάθε φορά που κρίνεται απαραίτητο, διεξάγονται διαβουλεύσεις μεταξύ εκπροσώπων των Συμβαλλομένων Μερών, επί θεμάτων που αφορούν την εφαρμογή της παρούσης Συμφωνίας. Οι διαβουλεύσεις διεξάγονται κατόπιν προτάσεως Συμβαλλομένου Μέρους, σε χρόνο και τόπο που συμφωνούνται δια της διπλωματικής οδού.

Άρθρο 15
θέση σε ισχύ – Διάρκεια – Λήξη

1. Η παρούσα Συμφωνία τίθεται σε ισχύ τριάντα ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία τα Συμβαλλόμενα Μέρη αντήλλαξαν έγγραφες ανακοινώσεις με τις οποίες πληροφορούν ότι ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες που απαιτούνται από τις αντίστοιχες νομοθεσίες τους για το σκοπό αυτό. Παραμένει σε ισχύ για μία περίοδο δέκα ετών από την ημερομηνία αυτή.
2. Εκτός εάν καταγγελθεί από Συμβαλλόμενο Μέρος τουλάχιστον ένα έτος πριν από την ημερομηνία λήξεως της ισχύος της, η παρούσα Συμφωνία παρατείνεται εν συνεχεία σιωπηρώς για δεκαετείς περιόδους. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διατηρεί το δικαίωμα να καταγγείλει τη Συμφωνία, κατόπιν ανακοινώσεως, τουλάχιστον ένα έτος πριν από την ημερομηνία λήξεως της τρεχούσης περιόδου ισχύος της.
3. Οσον αφορά επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από την ημερομηνία καταγγελίας της παρούσης Συμφωνίας, τα προηγούμενα άρθρα εξακολουθούν να ισχύουν για μία περαιτέρω δεκαετία από την ημερομηνία αυτή.
Εγινε εις διπλούν, στην Αθήνα, την 26η Απριλίου 2007, στην ελληνική, ινδική και αγγλική γλώσσα και όλα τα κείμενα είναι εξ (σου αυθεντικά.
Σε περίπτωση ερμηνευτικών διαφορών, υπερισχύει το αγγλικό κείμενο.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΩΛΙΑΣ BHASKAR BALAKRISHNAN
ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΕΣΒΗΣ ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ