ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝΑν ο συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός αποκτά εισοδήματα από συντάξεις διαφόρων ταμείων, τις οποίες λαμβάνει με την ιδιότητά του ως ( συνταξιούχου) δικαστικού λειτουργού, τα εισοδήματα αυτά αθροίζονται μαζί με το ποσό της σύνταξης που λαμβάνει από το Δημόσιο ως (συνταξιούχος) δικαστικός λειτουργός και το σύνολο των εισοδημάτων αυτών, φορολογείται αυτοτελώς. Τα εισοδήματα που αποκτά ο συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός από άλλες αιτίες, οι οποίες δεν έχουν σχέση με την ιδιότητά του ως (συνταξιούχου) δικαστικού λειτουργού (όπως από ακίνητα, κινητές αξίες κ.λπ.), δεν αθροίζονται με τα αναφερόμενα πιο πάνω εισοδήματά του και φορολογούνται με βάση τις γενικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Πρόεδρος: Φ. Στεργιόπουλος, (Αντιπρόεδρος Σ.τ.Ε.)

Εισηγητής: Γ. Ανεμογιάννης, (Σύμβουλος Σ.τ.Ε.)

Δικαστικός πληρεξούσιος: Στ. Δέτσης, (Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.)

Οπως έχει κριθεί με την 3670/1994 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, το Σύνταγμα (άρθρα 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2), προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας, αναγνωρίζει λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές που συγκροτούν τα δικαστήρια και ταυτίζει τηv ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, και μέσω αυτής την ισοτιμία της με τις άλλες δύο λειτουργίες (νομοθετική και εκτελεστική), με την ανεξαρτησία των δικαστών.

Εγγύηση προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής το Σύνταγμα θεωρεί και την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστών, την οποία καθιερώνει ευθέως, επιτάσσοντας τη χορήγηση σ αυτούς αποδοχών ανάλογων προς το λειτούργημά τους, δηλαδή προς την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, και, συνεπώς, λόγω της ισοτιμίες της λειτουργίας αυτής προς τις λοιπές δύο, αποδοχών όχι κατώτερων των αποδοχών των αντίστοιχων οργάνων των άλλων λειτουργιών.

Επομένως, χορήγηση στα τελευταία αυτά όργανα αποδοχών μεγαλύτερων από τις χορηγούμενες στους δικαστές παραβιάζει ευθέως τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος. Η παραβίαση αυτή έχει ως συνέπεια την, κατ ευθείαν εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 88 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 26 και 87 παρ. 1 αυτού, αναβάθμιση των αποδοχών των δικαστών, με τη χορήγηση και σ αυτούς, με τον ίδιο τρόπο, των ίδιων συνολικών καθαρών αποδοχών που χορηγούνται στα όργανα των άλλων λειτουργιών.

Ως αποδοχές νοούνται οι χορηγούμενες με οποιοδήποτε τρόπο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η θέσπιση ιδιαίτερης φορολογικής μεταχείρισής τους. Ενόψει αυτών καθώς και της εξίσωσης, με την από 22.12.1964 απόφαση της Βουλής – που διατηρήθηκε σε ισχύ με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ζ/1975 Ψηφίσματος της Ε Αναθεωρητικής Βουλής, ΦΕΚ 23 Α , το οποίο, κατά την παρ. 2 του άρθρου 111 του Συντάγματος, εξακολουθεί να ισχύει εωσότου τροποποιηθεί ή καταργηθεί με νόμο – της βουλευτικής αποζημίωσης με τις αποδοχές των ανώτατων δικαστικών λειτουργών, η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ζ/1975 Ψηφίσματος, με την οποία αυξήθηκε το καθαρό ποσό της βουλευτικής αποζημίωσης με την απαλλαγή από το φόρο του μισού ποσού της, που θεωρήθηκε ότι καλύπτει δαπάνες παράστασης, κίνησης και επικοινωνίας των βουλευτών, καλυπτόμενες όμως με τις προβλεπόμενες στα άρθρα 2 και 3 του ίδιου Ψηφίσματος απαλλαγές και ατέλειες, είναι εφαρμοστέα και επί των αποδοχών των δικαστών προς διαφύλαξη των συνταγματικών αρχών της διάκρισης των λειτουργιών, της ισοτιμίας και της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας. Η εφαρμογή δε αυτή των αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεων του ανωτέρω Ψηφίσματος και στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, η οποία δεν αποκλείεται από τις διατάξεις αυτές, δεν συνιστά άσκηση νομοθετικού έργου, κατά παράβαση του άρθρου 80 του Συντάγματος, διότι αποτελεί εφαρμογή κανόνων δικαίου, δηλαδή των ως άνω διατάξεων του Ζ/1975 Ψηφίσματος και του Συντάγματος, και όχι ανεπίτρεπτη θέσπιση νέων.

Περαιτέρω, όπως ήδη έχει κριθεί (ΣτΕ 2199/1997 επταμ. κ.α.), ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος, που επιβάλλει την εφαρμογή των αναφερόμενων στην φορολογική μεταχείριση της αποζημίωσης των βουλευτών διατάξεων του Ζ/1975 Ψηφίσματος της Ε Αναθεωρητικής Βουλής και στις αποδοχές των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών, συντρέχει για την εφαρμογή των ίδιων διατάξεων και στις συντάξεις των δικαστικών που έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία.

Τούτο δε διότι αποτελεί ουσιώδη, αναγκαία και αυτονόητη εγγύηση για την εξασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του εν ενεργεία δικαστικού λειτουργού να γνωρίζει, κατά το χρόνο που είναι εν ενεργεία και ασκεί τα δικαστικά καθήκοντά του, ότι, και μετά την έξοδό του από την υπηρεσία (που είναι ενδεχόμενο να πραγματοποιηθεί και για την διαφύλαξη της προσωπικής και λειτουργικής δικαστικής του ανεξαρτησίας), θα εξακολουθήσει να έχει ως προς τις αποδοχές του την ίδια και πάντως όχι δυσμενέστερη μεταχείριση από τους εν ενεργεία συναδέλφους του.

Ακολούθως, με την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 2459/1997 (17 Α ) αντικαταστάθηκε το άρθρο 5 του Ζ/1975 Ψηφίσματος της Ε Αναθεωρητικής Βουλής ως εξής:

“1. Το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση από τη βουλευτική αποζημίωση, συμπεριλαμβανομένου και του επιδόματος οικογενειακών βαρών του άρθρου 11 του ν. 1505/1984, των ποσών των κρατήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1, όπως διαμορφώνεται κάθε φορά με νόμους, καθώς και της κράτησης για ασφαλιστικές εισφορές για τον κλάδο σύνταξης, που βαρύνουν αυτό το εισόδημα, θεωρείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και φορολογείται αυτοτελώς με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 9 του ν. 2238/1994, εξαντλουμένης της φορολογικής υποχρέωσης για το εισόδημα αυτό. Αν ο βουλευτής, εκτός από τη βουλευτική αποζημίωση αποκτά και άλλα εισοδήματα, τότε οι εκπτώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 8 του ν. 2238/1994 ενεργούνται κατ επιλογή του δικαιούχου, μετά από σχετική δήλωσή του, που συνυποβάλλει στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία με την ετήσια δήλωσή του φορολογίας εισοδήματος, είτε κατά την εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος, ο οποίος αναλογεί στο ποσό της βουλευτικής αποζημίωσης που φορολογείται αυτοτελώς, είτε από τα άλλα εισοδήματά του που φορολογείται αυτοτελώς, είτε από τα άλλα εισοδήματά του που φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις του ν. 2238/1994.

Επίσης, αν ο βουλευτής αποκτά και άλλα εισοδήματα, τότε στο φόρο που αναλογεί με βάση τις γενικές διατάξεις του ν. 2238/1994 σε αυτά τα εισοδήματά του, προστίθεται ο φόρος, ο οποίος προκύπτει με την εφαρμογή αναλογικού συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) στο τμήμα του φορολογούμενου εισοδήματος μέχρι του ποσού του εισοδήματος του πρώτου κλιμακίου αυτής της κλίμακας. Για τον υπολογισμό του ποσού των οικογενειακών δαπανών της περίπτωσης θ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 2238/ 1994 που αναλογεί στον κάθε σύζυγο, ως φορολογούμενο εισόδημα του βουλευτή θεωρείται το άθροισμα του εισοδήματος από τη βουλευτική αποζημίωση που φορολογείται αυτοτελώς και το σύνολο των τυχών άλλων εισοδημάτων του που φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις. Σε κάθε περίπτωση οι μειώσεις του φόρου που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 2238/1994 ενεργούνται από το συνολικό φόρο της βουλευτικής αποζημίωσης και των άλλων εισοδημάτων του.

2. Το ποσό του φόρου εισοδήματος, που παρακρατείται από τμήμα της βουλευτικής αποζημίωσης που υπόκειται σε αυτοτελή φορολογία, υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τον προσδιορισμό του φόρου που παρακρατείται από το εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών. Η παρακράτηση του φόρου ενεργείται κατά την καταβολή της βουλευτικής αποζημίωσης στους δικαιούχους.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 5 του άρθρου 83 του ν. 2238/1994 εφαρμόζονται ανάλογα.

4. Στην περίπτωση που, από δύο ή περισσότερες αιτίες καταβάλλονται στον ίδιο δικαιούχο, μέσα στο οικείο έτος, χρηματικά ποσά που φορολογούνται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου, οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται στο άθροισμα αυτών των χρηματικών ποσών.

5. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή αυτών των διατάξεων”.

Επίσης, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 32 του ν. 1489/1984 (Α 170), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 10 του ίδιου νόμου 2459/ 1997 “Οι διατάξεις του άρθρου 5 του Ζ Ψηφίσματος του έτους 1975 …. εφαρμόζονται και στις συντάξεις (των βουλευτών) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. δ/τος 99/1974 (ΦΕΚ 295 Α )”.

Συνεπώς, από 1.1.1997, οπότε άρχισαν, σύμφωνα με το άρθρο 40 περ. β του ίδιου νόμου, να εφαρμόζονται οι πιο πάνω διατάξεις, καταργήθηκε η φορολογική απαλλαγή του μισού ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης και προβλέφθηκε η αυτοτελής φορολόγησή της σε σχέση με άλλα εισοδήματα που αποκτά ο βουλευτής, η κατάργηση δε αυτή συνεπάγεται και την κατάργηση της φορολογικής απαλλαγής του μισού ποσού των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών που προέρχονται από την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματός τους και αποκτώνται από 1.1.1997 (ΣτΕ 3150/1999 επταμ.).

Επειδή, στις διατάξεις του άρθρου 5 του Ζ/1975 Ψηφίσματος, όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 2459/1997, ορίζεται (παρ. 1) ποιο εισόδημα του βουλευτή θεωρείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες (η βουλευτική αποζημίωση μετά την αφαίρεση των αναφερόμενων στη διάταξη αυτή κρατήσεων), περαιτέρω δε προβλέπεται ότι το εισόδημα αυτό φορολογείται αυτοτελώς. Αν ο βουλευτής μέσα στο ίδιο οικονομικό έτος αποκτά εισοδήματα από διάφορες αιτίες, καθένα δε από τα εισοδήματα αυτά φορολογείται με βάση τις (ειδικές) διατάξεις της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, προβλέπεται (στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου) ότι τα εισοδήματα αυτά αθροίζονται και φορολογούνται ως σύνολο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1, δηλαδή αυτοτελώς σε σχέση με άλλα εισοδήματα που αποκτά ο βουλευτής και τα οποία φορολογούνται κατά κανόνα με βάση τις γενικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994).

Οι διατάξεις αυτές, οι οποίες έχουν εφαρμογή και στις συντάξεις των συνταξιούχων βουλευτών (με βάση την παρ. 1 του άρθρου 32 του ν. 1489/1984, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 10 του ν. 2459/ 1997), εφαρμόζονται και στους δικαστικούς λειτουργούς (εν ενεργεία ή συνταξιούχους). Από τα πιο πάνω παρέπεται ότι, αν ο συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός (εν ενεργεία ή συνταξιούχους). Από τα πιο πάνω παρέπεται ότι, αν ο συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός αποκτά εισοδήματα από συντάξεις διάφορων ταμείων, τις οποίες λαμβάνει με την ιδιότητά του ως (συνταξιούχου) δικαστικού λειτουργού, τα εισοδήματα αυτά αθροίζονται μαζί με το ποσό της σύνταξης που λαμβάνει από το Δημόσιο ως (συνταξιούχος) δικαστικός λειτουργός και το σύνολο των εισοδημάτων αυτών, εισοδημάτων που προέρχονται από την ίδια αιτία (τη δικαστική υπηρεσία του δικαιούχου), φορολογείται αυτοτελώς, με βάση τις διατάξεις που αναφέρονται πιο πάνω.

Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι τα εισοδήματα που αποκτά ο συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός από άλλες αιτίες, οι οποίες δεν έχουν σχέση με την ιδιότητά του ως (συνταξιούχου) δικαστικού λειτουργού (όπως από ακίνητα, κινητές αξίες κ.λ.π.), δεν αθροίζονται με τα αναφερόμενα πιο πάνω εισοδήματά του και φορολογούνται με βάση τις γενικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, το διοικητικό πρωτοδικείο δέχθηκε τα εξής: “Ο προσφεύγων (ήδη αναιρεσίβλητος), συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός, στις 3.4.1998 υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. Δ Αθηνών, από κοινού με τη σύζυγό του, δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 1998. Στη δήλωση αυτή περιέλαβε ως ατομικό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες ποσό 6.395.880 δραχμών που συνίσταται σε συντάξεις τις οποίες έλαβε κατά τη χρήση 1997.

Μαζί με τη δήλωση αυτή ο προσφεύγων υπέβαλε την από 3.4.1998 επιφύλαξη ότι το εισόδημά του από συντάξεις, ποσού 4.395.570 δραχμών, που έλαβε από το Δημόσιο Ταμείο, πρέπει να φορολογηθεί αυτοτελώς, δηλαδή χωριστά από τα εισοδήματά του από συντάξεις του Ταμείου Αρωγής Υπαλλήλων Υπουργείου Δικαιοσύνης, καθώς και από ακίνητα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ζ Ψηφίσματος, όπως αντικαταστάθηκαν, οι οποίες, όπως αναφερόταν στην επιφύλαξη, έχουν εφαρμογή στους μισθούς και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών. Η επιφύλαξη αυτή απορρίφθηκε με την 10527/1998 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Δ Αθηνών”. Το διοικητικό πρωτοδικείο δέχθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 του Ζ Ψηφίσματος έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση και ότι συνεπώς, τα εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες, που αποκτά ο (συνταξιούχος) δικαστικός λειτουργός και προέρχονται από συντάξεις του Δημοσίου, φορολογούνται αυτοτελώς σε σχέση με τα υπόλοιπα εισοδήματά του.

Με τις σκέψεις δε αυτές το δικαστήριο έκρινε ότι οι συντάξεις που ο αναιρεσίβλητος έλαβε από το Δημόσιο Ταμείο, δηλαδή εισόδημα ύψους 4.395. 576 δραχμών, πρέπει να φορολογηθεί αυτοτελώς με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ζ/1975 Ψηφίσματος. Η κρίση αυτή είναι νόμιμη κατά το μέρος που το διοικητικό πρωτοδικείο δεν άθροισε το εισόδημα το οποίο απέκτησε ο αναιρεσίβλητος από ακίνητα με τα εισοδήματα που απέκτησε από συντάξεις.

Περαιτέρω, το δικαστήριο κατ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων έκρινε ότι τα εισοδήματα που αποκτά ο συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός από συντάξεις, τις οποίες λαμβάνει λόγω της ιδιότητάς του ως (συνταξιούχου) δικαστικού λειτουργού, αθροίζονται και φορολογούνται αυτοτελώς. Αβασίμως, λοιπόν, το Δημόσιο υποστηρίζει ότι οι πιο πάνω διατάξεις του Ζ Ψηφίσματος και δη ως προς το αυτοτελές της φορολόγησης ορισμένων εισοδημάτων, δεν έχουν εφαρμογή στους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς. Η πιο πάνω όμως κρίση του διοικητικού πρωτοδικείου δεν είναι νόμιμη κατά το μέρος που το δικαστήριο δεν άθροισε το εισόδημα του αναιρεσιβλήτου από τη σύνταξη που έλαβε από το Δημόσιο και το εισόδημά του από τη σύνταξη που έλαβε από το Ταμείο Αρωγής Υπαλλήλων Υπουργείου Δικαιοσύνης. Τέτοια δυνατότητα θα υπήρχε μόνο αν ο αναιρεσίβλητος δεν λάμβανε τη σύνταξη από το πιο πάνω Ταμείο λόγω της ιδιότητάς του ως (συνταξιούχου) δικαστικού λειτουργού. Την προϋπόθεση όμως αυτή, με την συνδρομή της οποίας δεν επιτρέπεται η άθροιση των εισοδημάτων από τις πιο πάνω συντάξεις, δεν έχει εξετάσει το διοικητικό πρωτοδικείο. Βασίμως λοιπόν το Δημόσιο προβάλλει ότι κατ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων κρίθηκε ότι φορολογείται αυτοτελώς μόνο το εισόδημα του αναιρεσιβλήτου από τη σύνταξη που του χορηγεί το Δημόσιο και όχι το σύνολο των εισοδημάτων από συντάξεις που λαμβάνει ο (συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός λόγω της ιδιότητάς του αυτής.