ΕΠΙΒΛΗΘΕΝΤΑ ΠΡΟΣΤΙΜΑ Κ.Β.Σ. ΣΕ ΚΤΕΛ ΛΟΓΩ ΜΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Κοινοποίηση γνωμοδότησης, για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 22 του ν. 2963/2001 (ΦΕΚ 268 Α΄), επί επιβληθέντων προστίμων του Κ.Β.Σ. σε ΚΤΕΛ, λόγω μη έκδοσης εισιτηρίων.
(Α.Υ.Ο. 1080929/577/0015/ΠΟΛ. 1232/8.10.2002)Σχετικά με το πιο πάνω θέμα, σας αποστέλλουμε συνημμένα την αριθ. 477/2002 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., η οποία έγινε αποδεκτή από το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.
Σύμφωνα με την πιο πάνω γνωμοδότηση, επί επιβληθέντων προστίμων του Κ.Β.Σ., σε ΚΤΕΛ, λόγω μη έκδοσης εισιτηρίων, συνεπεία είσπραξης του κομίστρου με τη διαδικασία που οριζόταν με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 10 της υπ’ αριθ. 42000/ 2030/1981 (ΦΕΚ 792 Β΄) Απόφασης του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, χωρεί εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 22 του ν. 2963/2001 (ΦΕΚ 268 Α΄), ως περιλαμβάνουσας και τα πρόστιμα του Κ.Β.Σ., όπως και τις τυχόν ως προς αυτά πάσης φύσεως προσαυξήσεις, εφόσον όμως εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια, η επίλυση των διαφορών και κατά τούτο ανήκει πλέον σ’ αυτά.
ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Αριθμός Γνωμοδότησης 477/2002
Συνεδρίαση της 20.6.2002
Αριθμός Ερωτήματος: αριθ. πρωτ. 1008696/65/0015/5.3.2002 Υπ. Οικονομικών – Γενική Διεύθυνση Φορολογίας – 15η Διεύθυνση Βιβλίων και Στοιχείων.
Περίληψη Ερωτήματος: Ερωτάται εάν είναι δυνατή η διαγραφή επιβληθέντων προστίμων για παραβάσεις των διατάξεων του Π.Δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) και η επιστροφή προβεβαιωθέντων και καταβληθέντων ποσών (25%) των αμφισβητουμένων κυρίων ποσών λόγω ασκήσεως προσφυγών, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 7 του άρθρου 22 ν. 2963/ 2001 (Α΄ 268).
Επί του ως άνω ερωτήματος το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους – Τμήμα Β΄ γνωμοδότησε ομοφώνως ως ακολούθως:
Ι. Σύμφωνα με το διδόμενο από την ερωτώσα υπηρεσία πραγματικό, κατά τους ελέγχους που διενήργησε σε λεωφορεία του ΚΤΕΛ επαρχίας Θηβών στις 21.5.1998, 17.6.1998 και 9.9.1998 το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος – Π.Δ. Στερεάς Ελλάδας διαπιστώθηκαν παραβάσεις από αυτό των συνδυαζομένων διατάξεων των άρθρων 2 (παράγραφος 1) και 13 του π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.), και συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν εκδοθεί 20, 500 και 200 εισιτήρια αντίστοιχα, κατά τις ημέρες και τις ώρες του ελέγχου, σε ισάριθμους επιβάτες λεωφορείων του. Βάσει των διαπιστώσεων αυτών ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Θήβας με τις αριθ. 56/1999, 419/1999 και 420/1999 αποφάσεις του, επέβαλε πρόστιμα σε βάρος του ως άνω ΚΤΕΛ, αντιστοίχως, εκ δραχμών 4.500.000, 9.000.000 και 60.000.000, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2523/ 1997. Κατά των ως άνω αποφάσεων ασκήθηκαν από το ΚΤΕΛ εμπρόθεσμα προσφυγές και κατεβλήθη το 25% του αμφισβητούμενου κύριου ποσού των προστίμων, εκκρεμεί δε η συζήτησή τους ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων.
Με την από 6.12.2001 αίτησή του προς τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Θηβών το εν λόγω ΚΤΕΛ ζητά τη διαγραφή των σχετικών προστίμων και την επιστροφή των προβεβαιωθέντων και καταβληθέντων ποσών, συνολικού ύψους 20.071.004 δρχ., επικαλούμενου τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 10 και της παραγράφου 7 του άρθρου 22 του ν. 2963/2001, που προβλέπουν τη διαγραφή προστίμων και προσαυξήσεων που έχουν επιβληθεί σε αστικά και υπεραστικά ΚΤΕΛ, υποστηρίζοντας ότι διενεργούσε τις εισπράξεις των κομίστρων με βάση την Απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών 42000/2030/81 (άρθρο 10 παράγραφος 4), οι διατάξεις της οποίας παρέμεναν σε ισχύ κατά το χρόνο διενέργειας των ελέγχων από το ΣΔΟΕ, όπως προκύπτει από αριθμ. Α/13961/322/19.5.1999 έγγραφο του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών αλλά και από τις διατάξεις των άρθρων 10 (παράγραφος 6) και 51 του ν. 2963/2001, και από την οποία (υπουργική απόφαση) προκύπτει, κατά την άποψη του ΚΤΕΛ, ότι υπήρχε κατά τον κρίσιμο χρόνο η δυνατότητα είσπραξης από αυτό κομίστρου με τη χρήση οποιουδήποτε εξαρτήματος ρίψης νομισμάτων ή συλλογής αυτών, χωρίς να εκδίδει εισιτήρια.
Κατόπιν αυτών η υπηρεσία ερωτά, ενόψει των διατάξεων του ΚΒΣ και της προαναφερόμενης απόφασης του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, εάν είναι δυνατή η διαγραφή των ως άνω προστίμων του Κ.Β.Σ. που επιβλήθηκαν με τις αριθ. 56/1999, 419/ 1999 και 420/1999 αποφάσεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Θήβας, καθώς και η επιστροφή των προβεβαιωθέντων και καταβληθέντων ποσών λόγω ασκήσεως των προσφυγών, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 7 του άρθρου 22 του ν. 2963/2001 (ΦΕΚ 268/Α΄), έχοντας τη γνώμη ότι οι ως άνω διατάξεις έχουν εφαρμογή μόνο σε περιπτώσεις προστίμων και προσαυξήσεων που έχουν επιβληθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 26 της 42000/ 2030/1981 (ΦΕΚ 792/Β΄) Απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών (κυρώσεις για μη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 10 της ίδιας απόφασης) και όχι σε πρόστιμα για μη εφαρμογή των διατάξεων του Κ.Β.Σ. λόγω μη ρητής αναφοράς τους σε αυτά.
ΙΙ.-Α) Σύμφωνα με την κρίσιμη και ερμηνευτέα εν προκειμένω διάταξη του ισχύοντος από 1.7.2001, άρθρου 22 παράγραφος 7 ν. 2963/2001 (Α΄ 268) “Πρόστιμα και προσαυξήσεις που έχουν επιβληθεί σε αστικά ή υπεραστικά ΚΤΕΛ, λόγω είσπραξης κομίστρου με τις διατάξεις του άρθρου 10 της αριθ. 42000/2030/81 (ΦΕΚ 792/Β΄) απόφασης του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, διαγράφονται και δεν αναζητούνται”. Σύμφωνα με την Εισηγητική έκθεση του εν λόγω άρθρου “με το άρθρο 10 της υπ’ αριθ. 42000/ 2030/80 απόφασης του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, προβλέπονταν η δυνατότητα είσπραξης κομίστρου από τα ΚΤΕΛ με χρήση κερματοδεκτών. Με την προτεινόμενη ρύθμιση διαγράφονται και δεν αναζητούνται πρόστιμα και προσαυξήσεις που έχουν επιβληθεί σε ΚΤΕΛ, λόγω είσπραξης κομίστρου με κερματοδέκτες και χωρίς την έκδοση σχετικής απόδειξης (εισιτήριο κλπ). Η ρύθμιση καθίσταται επιβεβλημένη, αφ’ ενός μεν διότι τα ΚΤΕΛ διενεργούσαν τις εισπράξεις με βάση ισχύουσα υπουργική απόφαση και αφετέρου διότι η δυνατότητα αυτή καταργείται”. Πράγματι, και σε σχέση με την αναφερόμενη στην Εισηγητική έκθεση κατάργηση, με τη διάταξη του άρθρου 10, παράγραφος 6, του ίδιου νόμου προβλέπεται ότι “Το σύστημα και ο εξοπλισμός είσπραξης κομίστρου και διασφάλισης των εσόδων εκάστου ΚΤΕΛ καθορίζονται με απόφαση του Δ.Σ. αυτού. Τα λεωφορεία που εξυπηρετούν αστικές γραμμές εξοπλίζονται με κατάλληλα μηχανήματα έκδοσης ή ακύρωσης εισιτηρίων. Απαγορεύεται η τοποθέτηση οποιουδήποτε εξαρτήματος ρίψης νομισμάτων ή συλλογής αυτών, χωρίς την έκδοση του ανάλογου εισιτηρίου. Συσκευές έκδοσης ή ακύρωσης εισιτηρίων δύνανται να τοποθετούνται, με αποφάσεις των Δ.Σ. των ΚΤΕΛ και στα λεωφορεία υπεραστικών γραμμών”.
Στις διατάξεις δε του άρθρου 10 παρ. 4 της υπ’ αριθ. 42000/2030/81 απόφασης του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών (Β΄ 792), η οποία αναφέρεται στην ως άνω διάταξη του ν. 2963/2001, προβλέπεται ότι “Επιφυλασσομένης της εφαρμογής της προηγούμενης παρ. 3, η μη χρησιμοποίηση εισπράκτορα στα λεωφορεία δημοσίας χρήσεως τα εντεταγμένα σε ΚΤΕΛ, κατά την εκτέλεση δρομολογίων επί αστικών επιβατικών γραμμών, τελεί υπό τις εξής προϋποθέσεις:
α) Οι συνθήκες και η επιβατική κίνηση το επιτρέπουν, β) υφίσταται στο αντίστοιχο λεωφορείο, οιοσδήποτε τύπος μηχανήματος, εκδόσεως ή ακυρώσεως εισιτηρίων ή ρίψεως νομισμάτων. Η διαμόρφωση και τοποθέτηση των ως άνω μηχανημάτων πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να μη δημιουργούνται προβλήματα ασφαλείας για τους επιβαίνοντες, γ) πωλούνται εκτός των λεωφορείων εισιτήρια δε δεσμίδες των δέκα (10) εισιτηρίων ή ειδικά εισιτήρια των δέκα (10) διαδρομών ή εισιτήρια απλής διαδρομής από αυτόματες μηχανές ή και από εξουσιοδοτημένους προς τούτο παρά των ΚΤΕΛ πράκτορες, δ) Οι επιβάτες εισέρχονται από την εμπρόσθια θύρα των λεωφορείων και εξέρχονται από τις λοιπές θύρες, ε) υπάρξεως σχετικής αποφάσεως του Δ.Σ. των ΚΤΕΛ, βασιζόμενης στις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου”.
Επίσης, στο άρθρο 26 παράγραφος 1, της ίδιας υπουργικής αποφάσεως προβλέπεται ότι “Οι παραβάται των διατάξεων του άρθρου 10, του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 και της παρ. 5 του άρθρου 11, των άρθρων 16, 17, 19 της παρ. 2 του άρθρου 21 και των μεταβατικών διατάξεων των παρ. 12, 13 και 14 του άρθρου 25 της παρούσης τιμωρούνται κατά τις διατάξεις του άρθρου 458 του Π. Κώδικα”, στο δε άρθρου 458 του Ποιν. Κώδικα “Παραβάσεις διοικητικών διατάξεων. Οποίος με πρόθεση παραβαίνει επιτακτική ή απαγορευτική διάταξη διοικητικών νόμων τιμωρείται με πρόστιμο τουλάχιστον είκοσι χιλιάδων δραχμών, αν η ειδική διάταξη αναφέρεται στο άρθρο αυτό ως προς την ποινική κύρωση της παράβασης”.
Β) Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 186/1992 “Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων” (ΚΒΣ), του άρθρου 2 παράγραφος 1, “Κάθε ημεδαπό ή αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κοινωνία του Αστικού Κώδικα, που ασκεί δραστηριότητα στην ελληνική επικράτεια και αποβλέπει στην απόκτηση εισοδήματος από εμπορική ή βιομηχανική ή βιοτεχνική ή γεωργική επιχείρηση ή από ελευθέριο επάγγελμα ή από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, καθώς και οι αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρείες, αναφερόμενοι στο εξής με τον όρο “επιτηδευματίας”, τηρεί, εκδίδει, παρέχει, ζητά, λαμβάνει, υποβάλλει, διαφυλάσσει τα βιβλία, τα στοιχεία, τις καταστάσεις και κάθε άλλο μέσο σχετικό με την τήρηση βιβλίων και την έκδοση στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό, κατά περίπτωση”, του άρθρου 13 παράγραφος 1, “Ο επιτηδευματίας που τηρεί βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας για κάθε πώληση αγαθών, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, ή παροχή υπηρεσιών προς το κοινό ή προς τα μέλη προμηθευτικού συνεταιρισμού με βάση διατακτικές του, εκδίδει απόδειξη λιανικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών, κατά περίπτωση…..”, του άρθρου 18 παράγραφος 3 “Τα στοιχεία εκδίδονται χειρόγραφα με μελάνη ή με χρήση Η/Υ ή με άλλη μηχανή τουλάχιστον διπλότυπα ή σε όσα αντίτυπα ορίζονται από τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, κατά περίπτωση, με χρήση χημικού χάρτη, αποκλειόμενης της χρήσης δίπτυχων ή τρίπτυχων εντύπων, με εξαίρεση τα εισιτήρια μεταφορικών μέσων και θεαμάτων. Τα ένα αντίτυπο παραδίδεται ή αποστέλλεται στον αντισυμβαλλόμενο, ο οποίος έχει υποχρέωση να ζητά και να το λαμβάνει, το δε άλλο αντίτυπο παραμένει στον εκδότη ως στέλεχος”, άρθρο 19 παράγραφος 1Βδ “Ο επιτηδευματίας έχει υποχρέωση να θεωρεί στον αρμόδιο προϊστάμενο Δ.Ο.Υ., πριν από κάθε χρησιμοποίησή τους:…. “την απόδειξη παροχής υπηρεσιών και την απόδειξη λιανικής πώλησης όταν δεν εκδίδεται με τη χρήση φορολογικής ταμειακής μηχανής. Δεν υπόκεινται σε θεώρηση τα εισιτήρια επιχειρήσεων μεταφοράς προσώπων με λεωφορεία, σιδηροδρόμους και αεροπλάνα, όταν εκτελούν συγκοινωνίες, καθώς και τα εισιτήρια πλοίων, εφόσον φορολογούνται κατ’ ειδικό τρόπο και απαλλάσσονται του Φ.Π.Α.”.
Γ) Τέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 22523/1997 “Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις”, καθορίζονται τα σχετικά με την εφαρμογή ενός αντικειμενικού συστήματος για τον υπολογισμό των προστίμων του ΚΒΣ, στην δε παράγραφο 8 αυτού, ότι “Οι παρακάτω περιπτώσεις, για την επιβολή του αντικειμενικού προστίμου, θεωρούνται αυτοτελείς παραβάσεις, για τις οποίες εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού Νο 1 (ΒΑΣ. ΥΠ. 1) ο δε συντελεστής βαρύτητας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει αριθμητική τιμή ένα: α) Η παράλειψη έκδοσης κάθε στοιχείου, που ορίζεται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ. ……”. Τέλος στη παράγραφο 9 της ίδιας διάταξης ότι “Κάθε φορά που διενεργείται φορολογικός έλεγχος και διαπιστώνονται επαναλαμβανόμενες εντός της ίδιας διαχειριστικής περιόδου αυτοτελείς, κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, παραβάσεις, για τις οποίες προβλέπεται η επιβολή προστίμων με βάση την κατηγορία βιβλίων, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση α΄ της παρ. 2, το ανώτατο όριο του προστίμου δεν μπορεί να υπερβεί κατά την πρώτη έκδοση απόφασης επιβολής προστίμου το δεκαπενταπλάσιο των προστίμων αυτών, για κάθε κατηγορία παραβάσεων των περιπτώσεων της προηγούμενης παραγράφου και κατά τη δεύτερη έκδοση απόφασης επιβολής προστίμου το τριακονταπλάσιο των προστίμων αυτών, για κάθε ως άνω κατηγορία παράβασης. Σε περίπτωση διαπίστωσης για τρίτη φορά της διάπραξης των παραβάσεων αυτών δεν ισχύει περιορισμός ως προς το ανώτατο όριο αυτών των προστίμων.”
ΙΙΙ. Καταρχάς, από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων του ΚΒΣ, προκύπτει ότι, επειδή τα εισιτήρια μεταφοράς προσώπων, είναι αποδείξεις παροχής υπηρεσιών που εκδίδονται με τη μορφή δίπτυχων ή τρίπτυχων αντιτύπων (αντί διπλοτύπων ή τριπλοτύπων) για την εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου είδους των συναλλαγών, εκδίδονται δε αθεώρητα όταν μεταφέρονται πρόσωπα με λεωφορεία που εκτελούν συγκοινωνίες, στον παραβάτη της σχετικής υποχρεώσεως επιτηδευματία νομίμως επιβάλλονται τα πρόστιμα που προβλέπει ο ΚΒΣ και το αντικειμενικό σύστημα του ν. 2523/97. Κατά την έννοια δε περαιτέρω της όλως ειδικής διατάξεως του άρθρου 22 παρ. 7 του ν. 2963/2001, ως εκ του αδιαστίκτου της διατυπώσεώς της αλλά και της σαφώς διατυπωμένης στην Εισηγητική Έκθεση και ειδικής προς τούτο νομοθετικής βουλήσεως, στην περίπτωση που έχουν επιβληθεί τέτοια πρόστιμα σε ΚΤΕΛ λόγω είσπραξης κομίστρου με κερματοδέκτες κατ’ εφαρμογήν της ως άνω υπουργικής αποφάσεως, αλλά χωρίς την έκδοση εισιτηρίου, αυτά (τα πρόστιμα) και οι συναφείς προσαυξήσεις διαγράφονται και δεν αναζητούνται, και τούτο προκειμένου να αρθούν οι κυρώσεις που οφείλονται στην σύγκρουση των διατάξεων της επιτρεπούσης τη χρήση κερματοδεκτών υπουργικής αποφάσεως προς εκείνες του ΚΒΣ που επιβάλουν την έκδοση εισιτηρίων σε κάθε περίπτωση μεταφοράς προσώπων με λεωφορεία. Η διαγραφή όμως των προστίμων και προσαυξήσεων αυτών τελεί υπό την αναγκαία και από το γράμμα και το πνεύμα της διατάξεως αυτής σαφώς συναγόμενη προϋπόθεση, ότι θα διαπιστωθεί από την αρμόδια διοικητική αρχή (ΔΟΥ) βάσει των πορισμάτων της εκθέσεως ελέγχου εφόσον η υπόθεση του προστίμου εκκρεμεί ακόμη σ’ αυτή, ή από τα διοικητικά δικαστήρια, εφόσον η υπόθεση έχει ήδη αχθεί ενώπιόν τους μετά την άσκηση ενδίκου μέσου κατά της σχετικής καταλογιστικής πράξεως, ότι πράγματι οι εν λόγω εισπράξεις των κομίστρων διενεργούντο χωρίς μεν την έκδοση εισιτηρίου από τον επιτηδευματία, ΚΤΕΛ εν προκειμένω, ετηρούντο όμως από αυτό όλες οι προϋποθέσεις μη χρησιμοποίησης εισπράκτορα της παραγράφου 4 του άρθρου 10 της ως άνω απόφασης του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών.
IV. Ενόψει αυτών επί του τεθέντος ερωτήματος αρμόζει η απάντηση ότι στις περιγραφόμενες στο πραγματικό της παρούσης υποθέσεις επιβολής προστίμων του ΚΒΣ χωρεί εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 22 παρ. 7 του ν. 2963/2001, ως περιλαμβάνουσας και τα πρόστιμα του ΚΒΣ, όπως και τις τυχόν ως προς αυτά πάσης φύσεως προσαυξήσεις, εφόσον όμως εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια, η επίλυση των διαφορών και κατά τούτο ανήκει πλέον σ’ αυτά.